Λέξεις απόκρημνες
Διώνη Δημητριάδου
μετάφραση: Robert Crist, Δέσποινα Λαλά - Crist
Μικρές εκδόσεις, 2017
112 σελ.
*****
Η Διώνη Δημητριάδου συνομιλεί με την Ασημίνα Ξηρογιάννη σχετικά με το βιβλίο και όχι μόνο!
κ. Δημητριάδου, σας καλωσορίζω στο Λογοτεχνικό Αρχείο του Varelaki! Με αφορμή τις «Απόκρημνες λέξεις» και όχι μόνο.
Θα σας πάω λίγο πίσω, να ρωτήσω πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία με την ποίηση; Επιρροές, ερεθίσματα, λογοτεχνικά πρότυπα ίσως.
Διαβάσματα πολλά θα βρείτε πίσω από όποιον με σοβαρότητα καταθέτει στο χαρτί τη γραφή του. Στην περίπτωσή μου αυτό ισχύει. Όχι, δεν έγραφα πάντοτε, και οπωσδήποτε δεν έγραφα ποίηση πάντοτε. Δεν μιλώ, όπως καταλαβαίνετε, για στιχάκια που όλοι κάποτε σκαρώσαμε. Αυτά ήταν παιχνίδια και μόνον. Κάποια στιγμή οι λέξεις προτιμούν τη μεταφορικότητά τους και τη συμπύκνωση νοημάτων. Έτσι από τον πεζό μεταβαίνεις στον ποιητικό λόγο. Διαβάσματα όμως πολλά. Ελληνικά και ξένα. Και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Είναι ίσως αναπόφευκτο να αγαπάς κάποιους ποιητές περισσότερο, και αγαπώντας τους κάποτε να πατάς πάνω στον δρόμο τους. Πρότυπα, όμως, όχι. Γιατί ο καθένας απέναντι σ’ αυτό που γράφει είναι μόνος του. Συχνά απελπιστικά μόνος του.
Στις «Απόκρημνες λέξεις» μού δίνετε την αίσθηση ότι προσπαθείτε να ανιχνεύσετε από τι υλικά είναι φτιαγμένα τα ποιήματα, καθώς και να δώσετε το στίγμα μιας Ποιητικής… Διακρίνω κιόλας έναν δοκιμιακό χαρακτήρα στα ποιήματα...
Ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας και εύστοχη. Αγαπώ πολύ τον δοκιμιακό λόγο και φοβάμαι ότι πολλά από τα γραπτά μου καταλήγουν να τον θυμίζουν. Αυτό κυρίως μου συμβαίνει στα πεζά που γράφω, ίσως όμως να ανιχνεύεται δοκιμιακός λόγος και στα ποιήματα. Δεν έχει όρια η γραφή μάλλον. Ο κάθε ποιητής μιλά για την ποιητική του με άμεσο, όπως εγώ, ή με έμμεσο τρόπο. Και όταν γίνεται αυτή η προσέγγιση στο «πώς» και το «γιατί» της ποίησης, όλο αυτό θα μπορούσε να έχει στοιχεία δοκιμιακά. Ο ρυθμός όμως και η εσωτερική μουσική των στίχων ξεχωρίζουν τα δύο είδη. Όσο για τα υλικά των ποιημάτων, αυτά δεν μπορεί παρά να είναι, τουλάχιστον για μένα, γήινες αφορμές, αυθεντικές συγκινήσεις, χαμηλοί τόνοι και μια μελαγχολία, που δεν βγαίνει από καμιά ρομαντική διάθεση αλλά από
τη σκέψη και τις αισθήσεις ζώντας μέσα σε κόσμο πολύπαθο (εννοώ εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο).
Είναι ένα βιβλίο για την αγωνία της γραφής και το ήθος του ποιητή!
Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Καλύτερα να πούμε ότι το ήθος του ποιητή φαίνεται μέσα στην αγωνία του. Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Η αγωνία αυτή ξεκινά από την αρχική ιδέα και φθάνει ως την ολοκλήρωσή της. Γράφεις και σκίζεις, διαγράφεις και διασώζεις κομμάτια κι αποσπάσματα. Και όταν όλα αυτά κάποτε δέσουν σε ένα όλον, τότε αρχίζει η άλλη αγωνία, της έκθεσης προς τα έξω. Ο ποιητής εκτίθεται. Εκεί το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι αυτό που έγραψες είναι κομμάτι του εαυτού σου, κι ας μην το κατανοήσει κανείς. Άλλωστε για τον κάθε αναγνώστη υπάρχει και διαφορετική προσέγγιση του ποιήματος. Μια «πρόταση» κάνει ο ποιητής, και ίσως κι αυτό να υποδεικνύει το ήθος του.
Η έκδοση είναι δίγλωσση. Πείτε μου λίγο σχετικά με τους μεταφραστές και την εργασία τους.
Ένα ερώτημα διαχρονικό είναι αν η ποίηση μεταφράζεται. Πώς, δηλαδή, θα μεταφερθεί σε μια άλλη γλώσσα που έχει τους δικούς της ρυθμούς, έχει τις δικές της ανάσες. Θεωρώ, λοιπόν, πως γίνεται, αρκεί αυτός που μεταφράζει να είναι ποιητής ο ίδιος, ώστε να δώσει την αίσθηση της ποίησης στο κείμενο. Έτσι προκύπτει ένα νέο ποίημα που θυμίζει το αρχικό, όμως είναι καινούργιο. Ευτύχησα ως προς αυτό, γιατί οι δύο εξαιρετικοί μεταφραστές μου βλέπουν έτσι την ποίηση και τη μετάφρασή της. Ο καθηγητής Robert Crist, θεωρητικός της λογοτεχνίας, κριτικός και ποιητής ο ίδιος, έχοντας μεταφράσει Γιώργο Χειμωνά και Άρη Αλεξάνδρου, μου έκανε τη μεγάλη τιμή να ασχοληθεί με τα δικά μου ποιήματα. Δίπλα του η Δέσποινα Λαλά – Crist, λογοτέχνις, και λάτρης της ποίησης. Και οι δύο ξεκίνησαν να μεταφράζουν για το κέφι τους, και όταν είδαμε το αποτέλεσμα, είπαμε: γιατί όχι; Έτσι προέκυψε αυτή η πολύ προσεγμένη αισθητικά δίγλωσση έκδοση από τις Μικρές εκδόσεις του Σταμάτη Πάρχα.
Μπορεί να είναι επικίνδυνες οι λέξεις;
Κάθε λέξη εμπεριέχει τον κίνδυνο της κατανόησής της πέρα από συμβατικότητες και ελάχιστες συμφωνημένες ερμηνείες. Άρα μπορείς να τις χαρακτηρίσεις «Απόκρημνες». Για παράδειγμα, ποιον κίνδυνο μπορεί ποτέ να έχει η λέξη τραπέζι; Απολύτως χρηστικού χαρακτήρα λέξη. Ωστόσο ο κώδικας επικοινωνίας κατορθώνει να σπάσει τα πλαίσια της χρήσης του στα χέρια ενός ποιητή, και τότε η λέξη απογειώνεται:
«Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει»
θα πει ο Ιάκωβος Καμπανέλης και αμέσως άλλο το νόημα που βγάζει η λέξη, άλλη η προέκτασή του. Οι λέξεις είναι όμορφες με τον κίνδυνο που έχουν.
Xρειάζεται ο δημιουργός στην ποίηση να μπαίνει με βλέμμα καθαρό και αθώο;
Βασική προϋπόθεση αυτή, ώστε να βρίσκει τον αποδέκτη του. Νομίζω ότι το ψέμα στο ποίημα αποκαλύπτεται, φαίνονται οι μιμήσεις, οι αντιγραφές και τα προσποιητά αισθήματα. Ο ποιητής δεν κάνει χειρωναξία, δεν δείχνει τεχνικές. Θα μου πείτε, βέβαια, ότι έχουμε και βραβευμένη τέτοια ποίηση και μάλιστα με μεγάλες τιμές. Ε, ναι. Τι να κάνουμε; Ίσως το ψέμα, το καλοδουλεμένο, να είναι καμιά φορά ισχυρότερο της αθωότητας.
Σε ποιους ανήκει η ποίηση;
Σε όλους αυτούς που δέχονται την πρόκληση/πρόσκλησή της. Δεν θα έλεγα ότι ανήκει στον ποιητή της, μια που το κάθε έργο από τη στιγμή της δημιουργίας του αποκόπτεται από τον δημιουργό του (άρα και τη θνητή του αφορμή) και ανοίγεται αυτόνομο σε κάθε πιθανή συνάντηση με μια διαφορετική ερμηνεία. Από τη στιγμή που θα διαβάσεις ένα ποίημα και κάτι θα σου πει εσένα προσωπικά, είναι πλέον κτήμα σου, προσωπική σου υπόθεση που αντιστοιχεί στα δικά σου βιώματα. Η μαγεία της ποίησης είναι αυτή.
Θα ήθελα ένα σχόλιό σας για το ελληνικό λογοτεχνικό τοπίο.
Πληθωρική παραγωγή και από παλαιότερους και από νεοεμφανιζόμενους. Δύσκολη η επιλογή, αν δεν έχεις τα κριτήρια τα αισθητικά. Νομίζω, όμως, ότι μετά από μια περίοδο σύγχυσης που έδωσε την ευκαιρία στην παραλογοτεχνία να έρθει στην επιφάνεια και να επιπλεύσει με ψεύτικο μανδύα λογοτεχνικό, ξεκαθαρίζει το τοπίο. Βλέπω πολλά αξιόλογα βιβλία και σε ποίηση και σε πεζογραφία. Ο χρόνος θα δώσει σε κάποια το βάρος που τους αναλογεί. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι όλη αυτή η δραστηριότητα προκύπτει εν μέσω γενικότερης κρίσης. Και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η λογοτεχνική παραγωγή από μικρούς εκδότες που προσέχουν πολύ τις επιλογές τους αλλά και την αισθητική των εκδόσεών τους. Ένα εξώφυλλο, για παράδειγμα, μπορεί να συνοψίσει όλο το βιβλίο. Δείτε την εξαιρετική φωτογραφία της Χριστίνας Καραντώνη. Μια «απόκρημνη» εικόνα στις «Λέξεις απόκρημνες».
Ποιο το μέλλον της ποίησης;
Πάντα θα υπάρχουν καλοί ποιητές μέσα στην ειλικρίνειά τους, ταυτόχρονα όμως πάντα θα γράφονται στιχάκια που καμία σχέση δεν θα έχουν με τον ποιητικό λόγο και άλλα πάλι ευπώλητα και σκοπίμως δυσνόητα. Αντίστοιχα πάντα θα υπάρχουν αναγνώστες της ποίησης που θα ανιχνεύουν την ιδιαίτερα αξιόλογη φωνή, αλλά και πάντα κάποιοι που θα πέφτουν στην παγίδα του ευτελούς σπουδαίου. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο η ποίηση θα υπάρχει και θα προκαλεί. Ως λόγος ιδιαίτερων αξιώσεων στις καλές της στιγμές θα προσφέρει μοναδικές συγκινήσεις. Ίσως για λίγους. Αλλά, πότε τα ξεχωριστά πράγματα χαρακτηρίζονταν από μαζικότητα;
Tι είναι Ποίηση εν τέλει;
Ξέρετε, κάποιοι διαφωνούν με αυτό το κεφαλαίο γράμμα στην ποίηση. Θεωρώ ότι εννοείτε μια ποίηση αυθόρμητη ως αρχική ιδέα, κοπιαστική πολύ ως καταγραφή και αθώα ως τελική κατάθεση. Με αυτή την ποίηση συντάσσομαι, και λέω πως με τα χαρακτηριστικά αυτά δίνει τις καλύτερες στιγμές της. Γιατί, αν εννοούμε μια προσχεδιασμένη ευκολία ενδεδυμένη με την πονηρή σκοπιμότητα,τότε καλύτερα να απέχουμε απ’ αυτήν.
Ποια η γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία;
Αναπόφευκτα λειτουργούν διαφημιστικά για τα βιβλία και τους συγγραφείς, με τη λογική συχνά του marketing, και αυτό οπωσδήποτε έχει την αρνητική του πλευρά. Κυρίως αν πίσω απ’ αυτά διαφαίνεται η σκιά ενός κυκλώματος οικείων και ευνοουμένων. Αν πάρουμε την πιο αθώα εκδοχή τους, δεν είναι κακό να επιβραβεύεται μια λογοτεχνική προσπάθεια, ιδιαίτερα αν πρόκειται για νέα πρόσωπα που έχουν την ανάγκη μιας ώθησης. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο αληθινός κριτής της αξίας είναι ο αναγνώστης, όσο βέβαια καταφέρνει να μην επηρεάζεται από την ιδιότυπη «τρομοκρατία» των επωνύμων.
To νόημα της Κριτικής!
Θίγετε, φοβάμαι, ένα πολύ ευαίσθητο θέμα. Γράφοντας εγώ η ίδια κριτικές βιβλίου, γνωρίζω και τη δυσκολία της καλής κριτικής αλλά και τις πολλές παγίδες που κρύβει. Με τον όρο «καλή κριτική» δεν εννοώ την ευνοϊκή σε καμία περίπτωση. Ούτε όμως και την εμπαθή και χαιρέκακη, την υπερφίαλη και εγωπαθή. Πιστεύω ότι ένας καλός κριτικός έχει δύο χαρακτηριστικά: γνώση του αντικειμένου και αγάπη για τη λογοτεχνία. Έτσι μπορεί να δώσει τη θέση του ξεκάθαρη, να εμπλουτίσει το γνωστικό πεδίο του αναγνώστη, να λειτουργήσει ως δρόμος μεσολαβητικός ανάμεσα σ’ αυτόν και στο βιβλίο. Άλλωστε μια κοινή αγάπη τους ενώνει, αναγνώστη, συγγραφέα και κριτικό.
Θα σας δίνω λέξεις, θα μου δίνετε σκέψεις:
Θάλασσα:
Ολόκληρη μέσα μας.
Φωτιά:
Ίσως η αρχή και το τέλος των πάντων.
Φύση:
Μέσα της μικραίνουμε όμορφα.
Kαβάφης:
Το σύμπαν των λέξεων και των πράξεων. Μια «σωματική» ποίηση.
Δρόμος:
Ανοιχτή πορεία, απρόβλεπτη στις στροφές.
Παιδί:
Ο εαυτός μας κάποτε. Τον αγνοούμε στο μεγαλύτερο κομμάτι του.
Παίγνιο:
Ένα παιχνίδι που μας εμπαίζει.
Eλλάδα:
Το άφευκτο ένδυμά μας σε ό,τι κάνουμε και σε ό,τι είμαστε.
Γλώσσα:
Πολύμορφος κώδικας, εύπλαστος όσο και δεσμευτικός.
Kόκκινο:
Επικίνδυνο όσο και όμορφο.
Λύπη:
Αναπόφευκτη αίσθηση, ωστόσο συχνά γενεσιουργός δύναμη, αφορμή δημιουργίας.
Eλύτης:
Θα μπορούσε η ποίηση και χωρίς αυτόν, η Ποίηση όμως όχι.
Mάσκα:
Η ποικιλία των μορφών μας σε μια συμβατική εναλλαγή. Όταν απελευθερωθούμε από αυτές γινόμαστε αληθινοί.
Θέατρο:
Η ενδιαφέρουσα όψη των πραγμάτων. Υποδυόμαστε ποιούντες
ήθος.
Λογοτεχνία και Διαδίκτυο...
Αμφιλεγόμενος ο ρόλος του διαδικτύου στην υπόθεση της λογοτεχνίας. Ελεύθερη καθώς είναι η δημοσίευση, κυκλοφορούν τα πάντα, από τα πιο σπουδαία πράγματα ως τα ευτελή. Μπορείς να έρθεις σε επαφή με τη λογοτεχνική πληροφορία (ας μου επιτραπεί ο όρος) απρόσκοπτα και δωρεάν. Από κει και πέρα επιστρατεύονται τα κριτήρια αισθητικής προκειμένου να ξεδιαλύνεις το αξιοπρόσεκτο. Θα έλεγα ότι η πληθώρα των κειμένων αλλά και η εύκολη πρόσβαση σ’ αυτά δίνουν το θετικό πρόσημο, κατά τη γνώμη μου, στη σχέση της λογοτεχνίας με το διαδίκτυο.
Διαβάζονται αλήθεια από τον κόσμο όλα αυτά τα λογοτεχνικά περιοδικά σήμερα;
Μιλάτε, υποθέτω και για τα ηλεκτρονικά και για τα έντυπα. Από όλους σίγουρα όχι. Αυτό ίσχυε πάντα. Γνωρίζουμε ότι το κοινό της λογοτεχνίας έχει τους δικούς του ρυθμούς και τις δικές του συνήθειες, συχνά εμμονικές. Τα έντυπα περιοδικά εξακολουθούν να έχουν τους πιστούς αναγνώστες τους, που τα αναζητούν κάθε δυο ή τρεις μήνες στα βιβλιοπωλεία. Όσο για τα ηλεκτρονικά, αυτά διαβάζονται περισσότερο ευκαιριακά, έχουν περιστασιακούς αναγνώστες και οπωσδήποτε λιγότερους πιστούς ακολούθους. Δεν πειράζει, όμως, καθόλου αυτό. Το διαδίκτυο υπακούει σε μια άλλη ταχύτητα πρόσληψης της πληροφορίας. Πιστεύω ότι εν τέλει κάτι μένει.
Θα ήθελα να θέσετε η ίδια ένα ερώτημα και να το απαντήσετε με τον δικό σας τρόπο!
Ζώντας πάντα μέσα σε πόλη, ιδιαίτερο χώρο πολυσύχναστο και γι’ αυτό αγαπημένο, και αντλώντας από εικόνες δικές της, θέτω ένα ερώτημα που αφορά τις πόλεις και τον «κόσμο» τους:
Χαμογελούνε άραγε οι πόλεις; / Συνήθως θλίβονται σαν τις θυμόμαστε. / Γεμάτες οι βαλίτσες τους λιγάκι κοντοστέκονται / διστάζοντας πλάι σε γκρίζα παροπλισμένα τραίνα. / Κι οι δρόμοι τους γεμάτοι από πατημασιές / ανθρώπων που απόκαμαν / χαζεύοντας του χρόνου τη ροή. / Μα σαν ανοίγονται στο φως τα παιδικά τα μάτια / αχόρταστα ακόμη από εικόνες / σ’ ένα μικρό μειδίαμα αφήνονται οι πόλεις. / Ίσως αυτός να είναι ο ρόλος τους. / Την εκλεκτή συγγένεια να θυμίζουν / ανάμεσα στην προσμονή και στη φυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου