Αγγέλα Γαβρίλη |
Μου γράφεις:
«Κάνει κρύο στην ενδοχώρα.
Όλα είναι γκρίζα και βρόμικα
κάθε πρωί μας σταυρώνουνε για τους τουρίστες,
τα βράδια μετράω τα λεφτά που έβγαλα στο σταυρό.
Τα καρφιά τα συνήθισα, σκλήρυνε το δέρμα,
λιγόστεψε το αίμα μου, δεν τρέχει.
Μη στεναχωριέσαι,
πακέτα φως να μου στέλνεις, τίποτα άλλο δε χρειάζομαι.
Τι να μου κάνει το μαστίγιο, τι να μου κάνουν τα αγκάθια…
Μην τα πιστεύεις τα ουρλιαχτά που ακούς στις ειδήσεις,
μια δουλειά είναι κι αυτή.
Εσύ να με σκέφτεσαι όπως με ήξερες.
Κι όταν γυρίσω,
θα μ’ αγαπάς περισσότερο που τόσες φορές σταυρώθηκα».
Διαβάζω και διαβάζω,
κοιτάζω όσες φωτογραφίες έστειλες.
Μετά θυμάμαι ότι πέθανες – και κλείνω την οθόνη.
****
Νησί
Δεν έχω ερμηνείες – μόνο άνεμο πολύ
νερό υφάλμυρο και χώμα από λάβα˙
στις ακτές μου χτυπούν συνεχώς τα τηλέφωνα
(ποιοι είναι όλοι αυτοί που καλούν από το βυθό;)
Φτιάχνω κάθε πρωί κι ένα καράβι,
αργά τη νύχτα ξεφορτώνω κοχύλια,
ζώα παράξενα,
νεκρό χρυσό…
(Μία γοργόνα έφερα κάποτε αγκαλιά με έναν Τρίτωνα.
Τώρα ζουν σε ένα ψηφιδωτό happily ever after.)
Άμα βαρεθώ φανερώνομαι στους κουρσάρους,
έχουν πάντα καλό ρούμι.
Όσο περνούν οι αιώνες, θάλασσα γίνομαι.
(Aπό την υπό έκδοση συλλογή ΜεσοΠοταμία, εκδ. Μomentum )
*****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου