Translate

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

notationes///IOYNIOΣ 2013///ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ [1853-1919] ////ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Ποιός είδε κράτος λιγοστό

σ΄όλη τη γη μοναδικό

εκατό να ξοδεύει

και πενήντα να μαζεύει;


Nα τρέφει όλους τους αγρούς

να χει επτά Πρωθυπουργούς

ταμείο δίχως χρήματα

και δόξης τόσα μνήματα


Να χει κλητήρες για φρουρά

και να σε κλέβουν φανερά

Κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε

τον κλέφτη να γυρεύουνε;


΄Ολα σ΄αυτή τη γη μασκαρευτήκαν

ονείρατα,ελπίδες και σκοποί

οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν

δεν ξέρουμε τί λέγεται ντροπή.


Σπαθί αντίληψη μυαλό ξεφτέρι

κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει

κι από προσπάππου κι από παππού

συγχρόνως μπούφος και αλεπού
 
 
 **********
 

Ὁ Ῥωμηός


 


Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,

τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν  καφέ.
*************

ΑΣ ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ

Κοντὰ στὴ μιὰ καταστροφὴ καινούργια μᾶς προφθάνει,
κοντὰ στὶς τόσες συμφορὲς καὶ στὶς πολλὲς θυσίες,
δὲν ξέρω τίνος βάλθηκε παντοῦ φωτιὲς νὰ βάνει
καὶ κάθε βράδι νἄχουμε φρικτὲς φωτοχυσίες.
Καὶ δός του νέα πυρκαγιὰ καὶ κάτω στὸ παζάρι,
καὶ μέσα στὴ σαρακοστὴ ἐκάη τὸ χαβιάρι.
Ἐκάηκαν τὰ βούτυρα, τὰ μῆλα καὶ τ᾿ ἀχλάδια,
οἱ μπάμιες τὰ πετρέλαια, τὰ ραζακιὰ σταφύλια,
οἱ λεμονάδες, οἱ ἐλιὲς τὸ γιάτσο καὶ τὰ λάδια,
ἡ ζάχαρη καὶ ὁ καφές, λουμίνια καὶ φυτίλια.
Γιατ᾿ ᾖλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια,
νὰ ψήνονται στὴν ἀγορὰ καὶ τ᾿ ἄγουρα πεπόνια
Ἦτο σχεδὸν μεσάνυχτα καὶ λίγο περασμένα,
ὁ Ταβουλάρης ἔπαιζε στὸ θέατρο ἀκόμα,
ὅταν μπὰμ μποὺμ ἀκούσθηκαν στὰ ὕψη σκορπισμένα,
κι ὅλος ὁ κόσμος φώναξε ἀμέσως μ᾿ ἕνα στόμα:
Συναθροισθῆτε, σκαπανεῖς, ὁρμήσετε φαντάροι,
ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χαλασμός... φωτιὰ καὶ στὸ παζάρι.

Κι ἰδοὺ μὲ σκούφους ναυτικούς, μὲ νυχτικὰ φουστάνια,
γυναῖκες κι ἄνδρες ὤρμησαν μέσα στοὺς δρόμους ὅλοι,
μὲ στάμνες, μὲ πλατύσταμνα, καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια,
κι ἔβλεπες σὰν στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν τὴν πόλη.
Ἐν τούτοις μὲς στὴν ταραχὴ πολὺ παρετηρεῖτο,
πὼς μόνον ὁ πρωθυπουργὸς στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἦτο.
Ὡς τὰ ἑπτὰ οὐράνια ἀνέβαιναν οἱ φλόγες,
κι ἐφώτιζαν τὰ τέσσερα τῆς πόλεως σημεῖα,
σὰν σκάγια ἐσκορπίζονταν τῶν σταφυλιῶν οἱ ρόγες,
καὶ πέριξ διεχέετο μεγάλη εὐθυμία.
Κοκκίνζ᾿ ἡ Ἀκρόπολις ἀπ᾿ τὴν πολλὴ χαρά της,
ποὺ ἔβλεπε νὰ καίεται τὸ δῶρον τοῦ Ἐλγίνου,
γιατί αὐτὴ δὲν ξέχασε ἀκόμη τὰ παλιά της,
πῶς θαῦμα ἔγιν᾿ ἄλλοτε τοῦ κλέφτη της ἐκείνου.
Ἂν τὸ ξεχνοῦνε οἱ Ρωμιοί, οἱ πέτρες δὲν ξεχνοῦνε
μὲ ποιοὺς ἐζοῦσαν ἄλλοτε καὶ τώρα μὲ ποιοὺς ζοῦνε.
Ὢ τόσων ἀναμνήσεων καημένο μου παζάρι,
μὲ τ᾿ ἀκριβά σου κρέατα, τὰ βρώμια σου τὰ ψάρια,
τὶς ξύλινες παράγκες σου, τὸν κάθε μακελάρη,
τὶς ζυγαριὲς τὶς ξύγκικες, τὰ ξύγκικα καντάρια,
αἰώνια στὴ μνήμη του κανεὶς θὰ σὲ φυλάττει
καὶ γαῖαν ἔχεις ἐλαφράν, ὦ Ἀγορὰ φιλτάτη.

Αὔγουστος 1884

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου