ΒΑΣΙΛΗΣ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Κατηγορία
εσχάτης προσδοκίας
Εκάτη
2013
Μετά την Ισημερία (2007, Εκάτη), δεύτερη συλλογή
για το Βασίλη Παπαδόπουλο (γεν. 1977, Αθήνα). Ποιήματα αυτής της δεύτερης
συλλογής, η οποία τιτλοφορείται Κατηγορία
Εσχάτης Προσδοκίας, υπονοώντας ότι κάθε προσδοκία κρύβει μέσα της μια προδοσία,
αφού έχει στη φύση της την αναίρεση και την αυτοαναίρεση, παρουσιάστηκαν στο
πρώτο τεύχος του Βακχικόν με τον
τίτλο Μουσική Ουρανού. Πρόκειται για
τα ποιήματα: «Ο Ηνίοχος των Δελφών» (στο περιοδικό: «Ηνίοχος»), «Βίνσεντ βαν
Γκογκ» (στο περιοδικό σε στίχο, στην έκδοση με την μορφή πεζού ποιήματος,
ομοίως και στο ποίημα «Μπροστά στον καθρέφτη»), «Μπροστά στον καθρέφτη» (στο
περιοδικό είχε τον τίτλο «Ο Στρατής Πασχάλης μπροστά στον καθρέφτη», στην
έκδοση το ποίημα αφιερώνεται στον Στρατή Πασχάλη) και «Ο κ. Κ γευματίζει στο Savoy».
Αρκετά από αυτά τα
ποιήματα γράφτηκαν το 2008 στο πλαίσιο μίας σειράς σεμιναρίων Δημιουργικής
Γραφής που διοργάνωσε το ΕΚΕΒΙ σε συνεργασία με το ΕΚΕΜΕΛ με διδάσκοντα τον
ποιητή Στρατή Πασχάλη. Πρόκειται για τα ποιήματα «Σκέψεις του Ιησού (όπως τον
ονειρεύτηκε στη 'Σταύρωσή' του ο κ. Salvador Dali)», «Όνειρο», «Το δωμάτιό μου», «Βίνσεντ
Βαν Γκογκ», «Αφροδίτη», «Carte
postale»,
«Requiem
για
το τέλος του κόσμου», «Ο κ. Κ. γευματίζει στο Savoy», «Αερόπλοιο», «'Ανάσταση' ή 'Τι
είδε ο Γκούσταβ Μάλερ πίσω απ' τον καθρέφτη», «Μπροστά στον καθρέφτη», «Ο
Ηνίοχος των Δελφών», «Αριάδνη». Τα ποιήματα αυτά βασίζονται, ως επί το
πλείστον, σε δοσμένο θέμα και κρατούν τον ίδιο ή ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο.
Έχουμε να κάνουμε με
μια συλλογή αφιερωμένη στο ανεκπλήρωτο: Για
όλα αυτά που περιμέναμε αλλά δεν έγιναν,
γράφει ο ποιητής στην αρχή του βιβλίου του και προτάσσει ως μόττο ένα χωρίο
του Μπέκετ: What
is
the
word-/
What
is/
the
word,
μέσα
από το οποίο μας δίνει μία από τις επιδράσεις του (σε άλλο ποίημά του παραθέτει
ένα χωρίο από τον Έλιοτ). Καθώς
προχωρά η συλλογή, εντοπίζουμε κι άλλες επιρροές: ο ποιητής φορά μάσκες ηρώων από έργα
αγαπημένων του συγγραφέων, αγαπημένων του συνθετών (ο Παπαδόπουλος είναι
μουσικός), σχολιάζει πίνακες ζωγράφων που ξεχωρίζει κι άλλοτε αφιερώνει
ποιήματά του σε ποιητές που τον επηρέασαν (Τάσος Λειβαδίτης, Στρατής Πασχάλης).
Πολύ διαφορετική από
την, σε δεύτερο πρόσωπο, λυρική Ισημερία,
η Κατηγορία αποτελείται κατά βάση από
πεζά ποιήματα, κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπα και τριτοπρόσωπα, ποιήματα στα
οποία ο ποιητικός λόγος αρθρώνεται μεστός, καθαρός και απέριττος, χωρίς συναισθηματικές
εξάρσεις και πλατειασμούς που θολώνουν κι εκτρέπουν το νόημα κι αυτό
επιτυγχάνεται χάρη κυρίως στη χρήση της μάσκας. Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως εαυτός του. Δώσε
του μια μάσκα και θα πει την αλήθεια, έγραφε ο Όσκαρ Ουάιλντ.
Προκειμένου να
καταθέσει την αλήθεια του, ο Παπαδόπουλος γίνεται ο Εσταυρωμένος από τον
ομώνυμο πίνακα του Νταλί, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ που αφήνει ένα ποίημα- σημείωμα
στο πίσω μέρος του πίνακα «Τα ηλιοτρόπια», το οποίο βρίσκεται, υποτίθεται, μετά
το θάνατό του, ο Μαρσέλ Προυστ που γράφει ένα γράμμα στη μητέρα του και
συλλογίζεται πάνω στον χαμένο του χρόνο, ο Μάλερ και ο Ραχμάνινοφ.
Υπαρξιακός
και πολιτικός (συχνά με λεπτό, υπαινικτικό τρόπο, κάποτε όμως και
άμεσα), θρησκευτικός μες στην βαθιά αιρετικότητά του, κοινωνικός μες
στον οξύ σκεπτικισμό του, ειρωνικός
μες στον ανθρωπισμό του, γι αυτό και (αυτό-) υπονομευτικός, ο Βασίλης
Παπαδόπουλος δεν αμφισβητεί τόσο τη θεία πρόνοια, όσο τον τρόπο με τον
οποίο την ερμηνεύει ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του θρήσκο.
Ενδεικτικά
είναι τα ποιήματα «Σκέψεις του Ιησού» και «Το Δωμάτιό μου»: στο πρώτο
αμφισβητείται όχι η θεία, αλλά η ανθρώπινη καλοσύνη -πάντα όμως με
στιβαρότητα και όχι στεντόρειες κορώνες- και η αποτυχία του θείου
σχεδίου για τη σωτηρία του κόσμου, αποδίδεται εν μέρει και στον άνθρωπο,
στην τυπολατρεία και την υποκρισία του,
ενώ στο δεύτερο ο σταυρός, σύμβολο της πίστης και του μαρτυρίου,
παρουσιάζεται
κρεμασμένος από μια λεπτή κλωστή, να παραπαίει, πλάι στον ευτυχισμένο
και
νηφάλιο Βούδα, θέτοντας τον προβληματισμό πάνω στο μαρτύριο ως αναγκαία
συνθήκη
για τη θέωση.
Ο ποιητής αμφισβητεί, επίσης, την
ελεύθερη βούληση και υποστηρίζει την παρουσία ενός πανίσχυρου ντετερμινισμού
στη ζωή του ανθρώπου στην εξέλιξη της οποίας ελάχιστα μπορεί να παρέμβει
κανείς. Χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη είναι τα ποιήματα «Ελεύθερη βούληση»
και «Σχέδιο Σωτηρίας»: στο πρώτο ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει και πολλά για
να κατευθύνει ή να αλλάξει το πεπρωμένο του ή τον κόσμο, παρά μόνο να υπομείνει
και τα δύο σηκώνοντας το σταυρό του φανταστικού- ιδανικού του κόσμου στους ώμους
σαν τον Άτλαντα, μία ιδέα η οποία επανέρχεται στο δεύτερο ποίημα στο οποίο
γίνεται λόγος για την επαναληπτικότητα της ανθρώπινης ιστορίας (ατομικής και συλλογικής), παρά τα
φιλόδοξα σχέδια κάθε γενιάς και κάθε ονειροπόλου να φέρει την αλλαγή στον
κόσμο.
Στο έργο του
Παπαδόπουλου είναι διάχυτη η ενοχή (για την προσωπική αθωότητα σε έναν κόσμο
που κρίνει και κατακρίνει (βλ. το ποίημα «Ντρέιφους), για μια αργοπορία (βλ. «Εν
σοφία»), θυμίζοντας στα στοιχεία αυτά έντονα Λειβαδίτη τον οποίο συχνά απηχεί),
αλλά και η επίγνωση της ματαιότητας των πραγμάτων (ερώτων, σχεδίων και φιλοδοξιών)
και του αναπότρεπτου τέλους τους.
Ο ποιητής συνδυάζει
στοιχεία από διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα και φιλοσοφικές θεωρίες, χωρίς, ωστόσο,
να εντάσσεται κάπου απόλυτα, στο πλαίσιο μιας γενικότερης τάσης των σύγχρονών
του δημιουργών στον εκλεκτικισμό. Συνδυάζει κλασικά αναγνώσματα με μοντέρνο τρόπο
γραφής, στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, κατακτημένο, ολόδικό του, που μοιάζει
υπερρεαλιστικός, αλλά δεν είναι. Ισορροπεί έξοχα ανάμεσα στη νηφαλιότητα και
την παραληρηματική έκσταση, στην παιδικότητα και το όνειρο και τον ρεαλισμό (όχι σπάνια, νατουραλισμό), παίζοντας
με τις συμβάσεις του παραμυθιού και υπονομεύοντάς το με τα δικά του μέσα, όταν
στο ποίημα «Το δωμάτιό μου» χρησιμοποιεί τα ζωηρά χρώματά του και τις εκθαμβωτικές
εικόνες του για να δώσει τη ζοφερή εικόνα της αυτοκτονίας.
Ο ποιητής αγαπά τα
παιγνίδια, τα οποία όμως γίνονται με ένα σχέδιο και έναν λόγο: παίζει με τη
μορφή (βλ. τα ποιήματα «Όνειρο» και «Αερόπλοιο»), οπτικοποιώντας το περιεχόμενο,
προκειμένου να αναδείξει την άρρηκτη ενότητά τους, χρησιμοποιεί ευρήματα (όπως το
σημείωμα πίσω από τον πίνακα με τα ηλιοτρόπια), προκειμένου να ξαφνιάσει. Στο
έργο του προέχει ο αιφνιδιασμός και η ανοικείωση (συχνά χάρη στο μη αναμενόμενο
συνταίριασμα λέξεων: βλ. ενδεικτικά τον τίτλο της συλλογής), την ίδια στιγμή
που υπάρχει σοβαρή μέριμνα για τη φόρμα και τη δομή.
Ο Παπαδόπουλος θέλει
έναν ενεργό και επαρκή αναγνώστη: τον βάζει να σκέφτεται και να συμπληρώνει
ό,τι αποκρύπτει η αφήγηση, είναι η ποίησή του απαιτητική κι ανησυχαστική. Βάζει ψηλά
τον πήχυ της ανάγνωσης, χωρίς να γίνεται ελιτίστικη, είναι κατά βάση εγκεφαλική,
αλλά όχι επιτηδευμένη ή στείρα. Δεν ναρκισσεύεται, δεν καυχησιολογεί. Ποίηση σε
εγρήγορση, παρατηρεί τον εαυτό της που παρατηρεί. Θαρρετή, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται,
(παραφράζοντας ελαφρώς τον Αναγνωστάκη): κρίνει για να κριθεί.
Ακολουθεί μία πρώτη,
προσωπική επιλογή ποιημάτων του, τα οποία θεωρώ πως φωτίζουν κάποια στοιχεία τρόπων
και θεματικής.
Σκέψεις
του Ιησού
(όπως
τον ονειρεύτηκε στην «Σταύρωσή» του ο κ. Salvador Dali)
O Πατέρας
μ' αγάπησε πολύ
έσπειρε θαύματα σε κάθε
μου βήμα
και στο τέλος μου
χάρισε αυτό το ιπτάμενο καράβι.
εγώ, καρφωμένος, στην
πλώρη του,
γυρνάω τον κόσμο,
δορυφόρος σε τροχιά,
αλιεύοντας πιστούς,
μαθαίνοντας τους ανθρώπους να πεθαίνουν.
Ο καημένος ο Πατέρας μ'
αγάπησε πολύ,
χρόνια προσπαθεί να μου
φτιάξει τον κόσμο
με πέτρες, βέλη,
μαρτύρια κάθε λογής, θηρία, σταυρούς.
μου έδωσε δεκατρείς
συντρόφους, δεκατρείς άμυαλους που δεν κατάλαβαν.
ο πιο αγαπημένος απ'
αυτούς δεν άντεξε και κρεμάστηκε.
ο Βαραββάς σώθηκε κι
όμως μ' αγνόησε
εγώ τους είπα να είναι
«φρόνιμοι ως όφεις»
και ν' αγαπούν πολύ
τους εαυτούς τους,
εκείνοι όμως χαίρονταν
σαν παιδιά με τα πανηγύρια και τις
ταχυδακτυλουργίες.
Ο Πατέρας μ' αγάπησε
πολύ είναι η αλήθεια,
βέβαια κάποιες φορές
σκέφτομαι να του πω όλα αυτά που με πειράζουν,
να στήσω επιτέλους ένα
γερό καβγά,
όμως θα μ' ακούσουν κι
άλλοι,
χωρίς αμφιβολία θα
νιώσουν ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά,
κι αυτό σίγουρα θα 'ταν
μεγάλη απρέπεια!
Μια γυναίκα στέκεται
και με κοιτάζει- τι θέλει;!
Παιδιά παίζαμε τ'
αγάλματα,
τους νεκρούς παίζαμε
αλλά φοβόμασταν να το πούμε.
Οι μόνοι που με
πίστεψαν ήταν μια πουτάνα κι ένας ληστής.
Το
δωμάτιό μου
Αυτό είναι το δωμάτιό
μου. Βαμμένο στο χρώμα της ζάχαρης που λιώνει καθώς γίνεται καραμέλα. Σε μερικά
σημεία στις γωνίες φαίνονται ακόμα κάποιες σταγόνες που κυλώντας πάγωσαν. Ίσως
αυτό να υπήρξε κάποτε το δωμάτιο που ονειρεύτηκαν ο Χάνσελ και η Γκρέτελ και
που έπειτα έγινε παραμύθι. Όταν ήμουν μικρός η γιαγιά μου έφτιαχνε υπέροχη
καραμέλα και στόλιζε μ' αυτή μήλα και δαμάσκηνα. Τα χέρια της έκαναν ακούραστα
κάθε φορά τις ίδιες μαγικές κινήσεις. Ο χορός των χεριών της έμοιαζε με το χορό
των γερανών στο Κρούναμπεργκ. Εκεί είναι το κρεβάτι μου. Καταμεσής του
δωματίου, από σκούρο ξύλο. Σεντόνι λευκό, κεντημένο στο χέρι. η ντουλάπα, πολύ
μεγάλη, σαν να επρόκειτο να περάσω εδώ 7 ζωές. Μικρός πίστευα πως κάποια νύχτα
θα με κατάπινε και πάντα είχα το νου μου. Στο ράφι το άγαλμα ενός λιλιπούτειου
Βούδα, πήλινου κι ευτυχισμένου, δίπλα στον τοίχο ένας σταυρός κρέμεται, όπως
πάντα, από μια λεπτή κλωστή. Στον απέναντι τοίχο μια φτηνή θαλασσογραφία και
δίπλα ένα σκουριασμένο πέταλο για καλή τύχη. Στη γωνία μαξιλάρια γαλαζοπράσινα
κι από πάνω τους ένας χάρτης της Νότιας Αμερικής, γερασμένος πια μέσα στην
κορνίζα του. Φρεσκοξυσμένα μολύβια στριμωγμένα σ' ένα ποτήρι, συνδετήρες σ' ένα
τασάκι. Στο βάζο πέτρες και κοχύλια, ενθύμια από κάποιο καλοκαίρι, άλμπουμμε
παλιές φωτογραφίες και δίπλα το De
Rerum
Natura
του
Λουκρήτιου, 2 κλεψύδρες και ξεχασμένοι δίσκοι. Αφημένα στο γραφείο μου
παραγεμισμένα ντοσιέ, χαρτιά και γράμματα που όλο αναβάλλω ν' απαντήσω. Δίπλα
στη βιβλιοθήκη το παράθυρο απ' όπου έφυγα ακόμα ανοιχτό. Κάτω στο υπέροχο
γκρίζο της ασφάλτου το σώμα μου σε μια στάση μάλλον χορευτική. Το πρόσωπο με
μια έκφραση γαλήνια από τον αέρα. Το στόμα μισάνοιχτο μ' ένα χαμόγελο γεμάτο
ηδυπάθεια, ίσως κι έκπληξη, δε θυμάμαι τι είδα τελευταίο. Γύρω από το κεφάλι
μου ένα αιμάτινο φωτοστέφανο από κατακόκκινες ώριμες φράουλες.
Αφροδίτη
Ανεβασμένη σ' ένα
διαφορετικό βάθρο
-λίγα μόνο εκατοστά
ψηλό για να 'σαι προσιτή-
μέσα απ' την εξαίσιά
σου γεωμετρία
ρίχνεις τα δίχτυα σου βαθιά
μες στις αισθήσεις,
έφτασες ως εδώ με βία
μέσα απ' τη λάσπη,
εσύ που ανήκεις στον
ουρανό των διάφανων πλασμάτων.
Θεά των πληβείων,
κάποτε ονειρευόσουν,
τώρα αλέθεις την ψυχή
σου νύχτα τη νύχτα
κι ανεβάζεις ως τα
μάτια
μια αστρόσκονη πικρή
που τρέφει όλους εμάς
και σένα,
κρατώντας το δέρμα σου
-παγοδρόμιο του φωτός-
σφραγισμένο
για να μην μπαίνουν ούτε
από κει
τα λόγια που 'χει
σπιτώσει στοργικά ο δρόμος.
Μου χαμογελάς. Κοιτάζω
την πινακίδα πάνω απ' το κεφάλι σου
-σ' ακολουθεί κι εδώ η
γενέθλια πόλη: «Οδός Βουκουρεστίου».
Carte postale
Αγαπημένη μου μητέρα,
Ο θάνατός σας με γέμισε
απέραντη θλίψη. Ελπίζω τουλάχιστον να συνεχίζετε ό,τι κάνετε χωρίς μεγάλες
δυσκολίες. Το δέμα σας το έλαβα και σας ευχαριστώ πολύ. Έχω ξεκινήσει, όπως
καλά θα θυμάστε, εδώ και μήνες να ψάχνω το χαμένο χρόνο στην κυκλοθυμία των
παλιών ρούχων, στις λαβές των ασημένιων κουταλιών και, κυρίως, στο σχήμα των
αχλαδιών, που απ' ό,τι διαπίστωσα κι ο ίδιος δεν είναι ποτέ το σωστό- δεν
πειράζει με τη φόρμα θ' ασχοληθώ αργότερα. Προς το παρόν παραμένω φυλακισμένος
της πιο απύθμενής μου μνήμης, αυτή μ' αφήνει να πλέω στα νερά της κι έχω έτσι
την ψευδαίσθηση πως κυριαρχώ πάνω της, το μόνο όμως που κάνω είναι να παρατηρώ
τους θησαυρούς, τα τέρατα και τα ναυάγια που κρύβει- κάπου εκεί θα βρίσκεται
σίγουρα και η λύση όλων των αινιγμάτων. Κάθε απόγευμα ταΐζω με όλες τις ρυπαρές
μου σκέψεις ποντίκια που έχω φέρει ειδικά από τα Σόδομα- θαυμάζω την γκρίζα
τους στωικότητα. Η δούκισσα Γκερμάντ- ή κάποια που της μοιάζει πολύ- μου μιλάει
συχνά με τη φωνή σας, θυμάμαι έτσι διαρκώς κομμάτια από τη Γένεση και τον
Αναξίμανδρο. Εχθές το απόγευμα κι ενώ πίναμε το τσάι μας η Αλμπερτίν μου
εκμυστηρεύτηκε πως μερικές σιωπές της έχουν υποστεί βαθιές ρωγμές -πράγμα
εντελώς ανεξήγητο και σκανδαλώδες- ενώ κάποιες άδειες ώρες της απουσιάζουν
αδικαιολόγητα τον τελευταίο καιρό. Λίγο αργότερα αποφάσισε να φύγει, βούτηξε
στο φλιτζάνι της και βγήκε στη θάλασσα της Βόρειας Κίνας -ο καλός μας φίλος
καπετάνιος Άχαμπ θ' αναλάβει σίγουρα να τη βρει μόλις γυρίσει από το νησί της
Ιάβας. Όσο για μένα περνάω τα πρωινά μου στη σκιά ανθισμένων κοριτσιών και
συνεχίζω τα μαθήματα ιστιοπλοΐας με το μικρό μου βαρκάκι από φελλό, βλέπετε
κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε σκεφτεί να χαρτογραφήσει τον παράδεισο.
Η Κόλαση σας στέλνει τα
σέβη της μητέρα.
Σας
φιλώ,
ο
γιός σας
Μαρσέλ
Ο
Ηνίοχος των Δελφών
Ονειρεύομαι σκιές και
φωνές ανθρώπων,
το ποδοβολητό των αλόγων.
Ονειρεύομαι γλώσσες ακατάληπτες
μια ατελείωτη
νύχτα.
Ονειρεύομαι τον ηνίοχο
που κάποτε υπήρξα,
το άγαλμα που θα
γίνω.
Εν
σοφία
Ευτυχώς όλα συμβαίνουν
πάντα με μεγάλη αργοπορία, όπως όταν θες να κλάψεις αλλά δεν έχεις πια τίποτα
να πεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου