Επιμέλεια: Ασημίνα Ξηρογιάννη
Μετά τους μονολόγους των γυναικών συγγραφέων
ακολουθούν και δέκα μονόλογοι από άντρες συγγραφείς που κάνουν τη δική
τους κατάθεση αναφορικά με το ζήτημα της γραφής τους. Πώς η γραφή
συνδιαλέγεται ή δεν συνδιαλέγεται με τη ζωή, αν η σχέση τους είναι
αμφίδρομη, πώς το βίωμα μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για δημιουργία.
Έχει ακόμα, ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε και την αντρική ματιά
προσέγγισης των πραγμάτων, αν μπορούμε να κάνουμε αυτόν τον διαχωρισμό.
Άντρες διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικών λογοτεχνικών αντικειμένων και
με διαφορετική πορεία μάς εισάγουν σε διαφορετικούς κόσμους σε ό,τι
αφορά αυτό που λέμε οπτική γωνία για τα πράγματα, υπενθυμίζοντάς μας ότι
είναι πολλαπλές οι εκδοχές της συγκίνησης, όπως πολλαπλή είναι και η
αλήθεια των πραγμάτων. Αυτά τα λίγα. Και καλή ανάγνωση!
Γράφει ο Γιώργος Γώτης*
Διαπλέοντας τον ωκεανό της ανάγνωσης και της γραφής ξεπροβάλλουν εμπρός
σου άπειρα νησιά μικρά και μεγάλα. Νέοι κόσμοι ανοίγονται προς
εξερεύνηση, απαιτώντας το χρόνο σου για να αποκαλύψουν τα μυστικά τους.
Στην αρχή αιχμαλωτίζουν το βλέμμα σου κατόπιν κυριεύουν την ψυχή σου.
Περίεργος πάντα για κάθε τι που φαντάζει στα μάτια σου νέο παραμένεις
εκεί και αρχίζεις μιάν άλλη περιήγηση, ένα άλλο ταξίδι εντός του
ταξιδιού σου. Όμως συνεχίζεις πάντα με την ίδια θέληση και απορία. Σε
περιμένουν εκεί παλαιότερα ερωτήματα, αλλά και νέα που τίθενται διαρκώς
και περιμένουν τις απαντήσεις σου. Γνωρίζεις αθέατες πλευρές που
φανταζόσουν ή αγνοούσες την ύπαρξή τους. Αποκτάς εμπειρία και
εξοικιώνεσαι πρώτα με τον εαυτό σου και κατόπιν με το περιβάλον σου.
Κάποια από αυτά δεν καταφέρνουν να αγγίξουν καμία χορδή της ύπαρξής σου
και παραμένουν ξένα και αδιάφορα, ξεμπερδεύεις εύκολα και γρήγορα μαζί
τους. Μερικά όμως σε αιχμαλωτίζουν για πολύ καιρό και σε κρατούν δια
βίου δέσμιο της μαγείας τους. Νιώθεις την ανάγκη να επιστρέφεις διαρκώς
και να αντλείς δύναμη, έμπνευση και παρηγορία, όταν αυτό είναι αναγκαίο.
Και ενώ υπάρχουν εκεί σταθερά στον ωκεανό της ανάγνωσης, ποτέ δεν
παραμένουν ίδια, αλλά και μεταξύ τους. Ανάλογα με τον χρόνο και την
ηλικία αλλάζουν, φανερώνοντας εμπρός στα μάτια σου μια διαφορετική όψη,
κάθε φορά που τα επισκέπτεσαι ή ένα επτασφράγιστο μέχρι τότε μυστικό
τους σου αποκαλύπτεται. Στο τέλος ταυτίζεσαι μαζί τους και γίνονται ο
άλλος σου εαυτός. Κατοικείς εκεί με μικρές αποδράσεις μόνο. Τότε
αντιστρέφεται ο χρόνος και τον διατρέχεις με τεράστια ευκολία. Σου
χαρίζεται δεξιότητα. Ασκημένο το βλέμμα και το μυαλό κατακτούν έναν
διαφορετικό τρόπο ανάλυσης. Η απόκτηση κριτηρίων πολλές φορές, οδηγεί
στην καταγραφή και ενίοτε εν συνδυασμώ με την έμπνευση, την άσκηση και
το τάλαντο, στην γραφή. Ξεκινάμε από το " προσωπικό", και πάντα
αναρωτιόμαστε αν είναι και πανανθρώπινο. Αν μια σκέψη κοινή σε πολλούς
μπορεί να ειπωθεί με τον ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που συνιστά το ύφος
του δημιουργού, κατά τις επιταγές της εποχής του. Ποιούς μπορεί να αφορά
αυτή η σκέψη ώστε να εκφραστεί εκ νέου και να γίνει κτήμα πολλών.
Αναρωτιέμαι συχνά τι θα απομείνει από την δοκιμασία του πανδαμάτορα
χρόνου και πώς θα αποτελέσει φάρο στον ωκεανό της γραφής.
Αυτά τα υπέροχα νησιά μικρά και μεγάλα, με τους υπέρλαμπρους ή τους
λιγότερο φωτεινούς φάρους καθημερινά επισκεπτόμαστε. Αυτά καθορίζουν την
πορεία του βίου μας. Αυτή η πορεία και οι αναζητήσεις της είναι η
απόλαυση που μας χαρίζεται αδιάκοπα και ολοσχερώς.
*Ο Γιώργος Γώτης έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Όρθρου
βαθέος (1988), Φυσική ιστορία (1991), Κρυμμένη εικόνα (1999),
Χρονογραφία (2007), Δίχως χάρτη (2011) και More Veneto (2013), όλες από
τις εκδόσεις Στιγμή.
Γράφει ο Γιώργος Δουατζής*
Είμαι μοναχικό εργαστήριο
ψυχή στροβιλιζόμενη στο άπειρο
χέρι που καταγράφει σκέψεις εσαεί
κι αισθήματα
με νόηση ανάλγητα γοργή
να ταλανίζει σώμα και μυαλό
Είμαι μοναχικό εργοστάσιο
με δυό ιδέες κινώ την οικουμένη
την τόσο μικρή κι ασήμαντη
ώστε αναλογίζομαι συχνά
αν της αξίζει η χάρη
να την κινήσω και γιατί
Είμαι μοναχική βιοτεχνία
ορίζω αλήθειες αυτοαναιρούμενες
αρνούμαι τις μοναδικότητες
χωρίς φόβο δέος ή απόγνωση
και γίνομαι αστείρευτη πηγή
θάρρους ελπίδας και ζωής
Είμαι μοναχική οικοτεχνία
με ήχους μουσικής και ρολογιών
γεννήθηκα γέροντας σοφός
και επιστρέφω για να γίνω βρέφος
ως μέγας δάσκαλος του εαυτού
μπαίνω στο βάθος των πραγμάτων
σπάω κελύφη παραπλάνησης
βουτάω αδηφάγος στην ουσία
Είμαι το μοναχικό εργαστήριο
εργοστάσιο, βιοτεχνία, οικοτεχνία
και κατά περίπτωση όταν οι ανάγκες
της κατανάλωσης το απαιτούν
βιομηχανία πάλι μοναχική είμαι
οικοδομώ εστίες με λέξεις
πανύψηλες εστίες οικοδομώ
χάρισμα στους ανθρώπους
Η φλυαρία μου
ροπή προς την παράνοια
η σιωπή μου
πύλη μοναδική να αφουγκραστώ
τον παραλογισμό του κόσμου
Ανέβηκα στην πιο ψηλή κορφή
κι αναρωτιόμουν νύχτες ολόκληρες
να πέσω στη γοητεία του κενού
ή να σε αναζητήσω
Και για να γράφω ακόμα...
(Μετριοφροσύνης εγκώμιον, Σχεδίες, εκδόσεις Καπόν 2012)
Ταράχτηκα όταν στα δεκατρία μου χρόνια ανακάλυψα τετράστιχα που είχα
γράψει στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού. Από τότε γράφω συστηματικά.
Έγραφα σε κάτι τετράδια μεγάλα, πολύ χοντρά, σαν τα τεφτέρια που είχαν
οι μπακάληδες κάποτε για να γράφουν τα χρέη των πελατών, τα λεγόμενα
βερεσέδια. Από τότε γέμισαν πολλά τετράδια, τα έχω ακόμη και τα κοιτάζω
με μπόλικη τρυφεράδα.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποια είναι τα κίνητρα που γράφω. Δεν ξέρω αν
υπάρχει απάντηση. Νιώθω σαν το παιδάκι που φτιάχνει την πρώτη του
ζωγραφιά, τη δείχνει στη μάνα του καμαρώνοντας και λέει: Δες μαμά τι
έφτιαξα. Δεν ξέρει, ούτε θα μάθει ποτέ γιατί έκανε αυτή την πρώτη
ζωγραφιά. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Μια ψηφίδα επιβεβαίωσης ύπαρξης είναι η
δημοσιοποίηση της δουλειάς μας.
Στα πρώτα μου βήματα ό,τι έγραφα το άφηνα στην πρωτογενή του μορφή.
Επέμενα ότι θα μπορέσω να φτάσω με την πρώτη γραφή να είναι και άρτιο το
ποίημα, για να μην χάνει την γενετήσια μυρωδιά του. Όμως η Ποίηση θέλει
πάρα πολύ σκληρή δουλειά, πειθαρχία, άσκηση. Δεν ξεχνώ τις επιπλήξεις
που δέχτηκα γύρω στα δεκαεπτά μου, αρχικά από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο
και λίγο αργότερα από τον Τάσο Λειβαδίτη που δικαίως επέμεναν ότι πρέπει
να δουλεύω τον στίχο με πείσμα, υπομονή, επιμονή. Πρώτη δημόσια
εμφάνιση δουλειάς μου, το 1971 στην ποιητική ανθολογία της Νέας
Ελληνικής Γενιάς των εκδόσεων Άγκυρα.
Τη στιγμή της γέννας του ποιήματος θα τολμούσα να πω ότι συμβαίνει μια
μεγάλη έκρηξη. Χάσιμο από τόπο και χρόνο. Θα μιλούσα για συμπαντική
κατασπορά κυττάρων. Η έλλειψη ακριβούς συνείδησης εκείνης της στιγμής,
με κάνει να αναρωτιέμαι συχνά «ποιος να μου κινεί το χέρι». Έχει τύχει
αρκετές φορές να διαβάζω κείμενα μου, τα οποία αν δεν ήταν στον
υπολογιστή μου ή με το γραφικό μου χαρακτήρα, δεν θα καταλάβαινα ότι τα
έγραψα εγώ.
Εικάζω ότι η Ποίηση θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι. Η Ποίηση είναι η
άλλη ανάγνωση της ζωής. Ξεπλένει τις πληγές και με περισσή αγάπη για
τον άνθρωπο δίνει κουράγιο ώστε να οδηγηθούμε από το προσωπικό στο
συλλογικό μέσα από πανανθρώπινα ιδανικά. Η Ποίηση βρίσκεται εν δυνάμει
απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Άλλα, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Το
ποίημα μετράει.
Θεωρώ ότι ο ποιητής είναι αυτός που κλήθηκε να υπηρετεί τους
συνανθρώπους του, τραγουδώντας τη χαρά, τη λύπη, τις αγωνίες της
ύπαρξης. Δεν μπορώ να διανοηθώ έναν ποιητή, χωρίς αφοσίωση σε αξίες
ζωής, χωρίς την ανάγκη προσφοράς στους συνανθρώπους του. Άλλωστε, αυτό
για μένα συνιστά στρατευμένη Ποίηση και όχι οι στείρες κομματικές
προσηλώσεις. Θα έλεγα ότι ο ποιητής έχει χρέος να λειτουργεί ως
παλμογράφος της συλλογικής ψυχής, ως ευαίσθητος δέκτης της ανθρώπινης
αγωνίας την οποία πασχίζει να μορφοποιήσει σε στίχο, σε τραγούδι.
Είχα πολλές επιρροές από ανθρώπους που έβαλαν τα σημάδια τους στη
μικρή μου πορεία. Λόγω πατέρα, είχα πολύ νωρίς επαφή με την αρχαία
ελληνική γραμματεία. Σημαντικοί ήρωές μου ο Σωκράτης και ο Προμηθέας.
Αυτοί οι δυο πήγαιναν πάντα μαζί στο μυαλό μου. Ακολούθησαν στην εφηβεία
oι Νίτσε, Καμύ, Άντλερ, Μαρξ, Γιούνγκ,
Μαρκούζε, Φρομ και πολλοί άλλοι. Η φιλοσοφία έδινε στην εφηβική ψυχή μου
μια δόση αυτοπεποίθησης και μεγαλώνοντας έπαιρνα ουσιώδη γνώση από
αυτήν.
Ο Καβάφης, με ξεσήκωσε για τα καλά. Ακατάπαυστα διάβαζα Ποίηση.
Σικελιανό, Παλαμά, τη γενιά του '30 που με καθόρισε ποιητικά σε
σημαντικό βαθμό. Διάβαζα, με πρώτο τον Λειβαδίτη, όπως όλοι της γενιάς
μου, Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Πατρίκιο, Σαχτούρη,
Κατσαρό, Αναγνωστάκη, Σινόπουλο, Καρούζο, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο,
Βαρβιτσιώτη, Ελένη Βακαλό, Άρη Δικταίο, Καββαδία και ξένους όπως
Μποντλέρ, Ρεμπό, Απολινέρ, Μαγιακόφσκι, Μπλέικ, Ταγκόρ, Ρίλκε, Νερούντα,
Χικμέτ, Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ, Πάουντ, Έλιοτ κ.ά. Οι ανθολογίες του
Περάνθη αρχικά και του Αποστολίδη αργότερα, παρά τον όγκο τους με
έθελγαν ιδιαιτέρως. Είχα τη χαρά και την τύχη, λόγω δημοσιογραφικού
επαγγέλματος, να γνωρίσω πολλούς σπουδαίους ποιητές και πνευματικούς
ανθρώπους.
Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι η πιο σημαντική ποιητική μορφή που γνώρισα,
γύρω στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά χρόνια μου και ήταν για μένα φίλος, αδελφός
και ερήμην του μέγας δάσκαλος. Κατέδειξε πως η μεγάλη Ποίηση γράφεται με
απλές καθημερινές λέξεις, ότι όσο πιο σημαντικός είναι ένας ποιητής,
τόσο πιο ταπεινός είναι.
Με χαρακτήρισαν ερωτικό και πολιτικό ποιητή. Ίσως, διότι στα ποιήματά
μου υπάρχει πάντοτε ο άλλος, ο διπλανός και πάνω από όλα ό,τι συνιστά
την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την οποία νιώθω πως οφείλω να υπηρετώ. Η
άκρατη εσωστρέφεια θεωρώ ότι είναι σύμπτωμα κοινωνικής παθογένειας. Στην
"Πατρίδα των καιρών" γράφω ότι η ανοχή είναι η μεγαλύτερη ενοχή και
αυτή οδήγησε εδώ που φτάσαμε. Είναι φυσικό λοιπόν, τραγικότητα της
ύπαρξης να μην θεωρώ τον θάνατο, αλλά την έλλειψη ποιότητας ζωής, η
οποία καταρρακώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
*Ο Γιώργος Δουατζής έχει εκδώσει ποίηση, μυθιστόρημα, διηγήματα
και μελέτες: Γραφτά (Αθήνα 1976), Τοπική Αυτοδιοίκηση (εκδόσεις Εξάντας
1986), Τα Μικρά (εκδόσεις Κάκτος 1996), Απάνθισμα Τάσου Λειβαδίτη
(εκδόσεις Κέδρος 1997), Προς Δέκα Επιστολή (εκδόσεις Μίλητος 2001), Προς
Δέκα Επιστολή - Τα Ανεπίδοτα (εκδόσεις Κάκτος 2003), Σπονδές (εκδόσεις
Εξάντας 2004), Τα Μικρά β’ (εκδόσεις Εξάντας 2004), Τα Κόκκινα Παπούτσια
(εκδόσεις Εξάντας 2004, εκδόσεις Vakxikon.gr (e-book) 2012, (δίγλωσσο)
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014), Το Κουμπί (εκδόσεις Εξάντας 2004, Ιωνικό
Κέντρο (αναθεωρημένη έκδοση) 2011), Μη Φεύγετε Κύριε Ευχέτη (εκδόσεις
Λιβάνης 2008), Περί Δημοσιογραφίας (εκδόσεις Πεδίο 2010), Φωτοποιήματα
(εκδόσεις Καπόν 2010), Πατρίδα των Καιρών (εκδόσεις Καπόν 2010), Το
Σπασμένο Παιχνίδι, Κώστας Αξελός (εκδόσεις Καπόν 2011), Σχεδίες
(εκδόσεις Καπόν 2012), Να Βγω από Μένα, Γιάννης Δάλλας (εκδόσεις Καπόν
2013), Τα 99 Μικρά (εκδόσεις Vakxikon.gr 2013), Η Άλλη Λέξη (εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2014), Κράτα την Άνοιξη (δίγλωσσο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
2014).
Γράφει ο Νίκος Ερηνάκης*
Με γοήτευε από πάντα μία ποίηση που το μόνο ιδανικό που αναγνωρίζει
είναι η αυθεντικότητα και η ομορφιά. Μ΄ενδιέφερε να μη φοβηθώ ποτέ τις
μεγάλες λέξεις όπως τον έρωτα, το θάνατο και την εξέγερση. Αναζήτησα την
ελευθερία βάσει μιας ηθικής με την ελπίδα πως η Έννοια δεν έχει
σιωπήσει ακόμα. Συνειδητοποίησα πως δεν χρειάζεται μία επιστροφή στους
δρόμους του παραλόγου αλλά ένας επαναπροσδιορισμός του λογικού. Πως κάθε
απάντηση βρίσκεται στο πεδίο της φαντασίας. Πως ένστικτο και λογική δεν
πρέπει να αντιμάχονται, αλλά να ενωθούν με σκοπό να εξυψωθούν στο
άνοιγμά της.
Εμβάθυνα στη διαφορά της ολότητας με την ενότητα. Συνάντησα το μαύρο
πεδίο της βεβαιότητας που γνωρίζει μόνο πως να αποσιωπά. Εναντιώθηκα σε
κάθε έννοια ομαλής αναπαράστασης και περιγραφικότητας. Παραμένω
αβέβαιος, με σώζει η γοητεία της αμφιβολίας.
Ποιητική σκέψη και στοχαστική ποίηση. Σ’ αυτόν τον γάμο αναπνέουν οι επιρροές μου.
Άρνηση χωρίς παραίτηση. Αμφισβήτηση χωρίς μηδενισμό. Σ’ αυτές αναπνέουν οι απαντήσεις μου.
Διαπίστωσα πως δεν υπάρχει λειτουργική ασάφεια και πως η απληστία
είναι απαραίτητο συστατικό της ποίησης, αλλά η πληθωρικότητα ο
μεγαλύτερος εχθρός της. Πως η ποίηση γεννιέται όταν σημαίνον και
σημαινόμενο ταυτίζονται σε κοινό χρόνο μα διαφορετικό χώρο και αυτό δεν
σημαίνει πως το σημαινόμενο πρέπει να είναι ακριβώς το ίδιο με το
σημαίνον, αλλά πως και τα δύο πρέπει να ενυπάρχουν και να εκφράζονται
ταυτόχρονα μέσα στη Λέξη, μέσα στο Ποίημα. Να βιώνονται ως η αλήθεια και
όχι σαν την αλήθεια του ποιήματος.
Πάλεψα ν’ ανακαλύψω ό,τι περιέχει η ανοιχτή σπείρα, να καλύψω την
απόσταση της κραυγής απ’ την ηχώ της. Κατάλαβα πως η μεγαλύτερη
περιπέτεια βρίσκεται στο μέσα μας, πως το εντός σκοτάδι φωτίζει πιο
όμορφα όταν το επισκέπτεσαι συχνότερα. Πως η ποίηση δεν έχει να κάνει με
το καλό και το κακό ή με το σωστό και το λάθος, παρά μόνο με το όμορφο
και το άσχημο.
Με αφορά οτιδήποτε ανατρέχει, διατρέχει, προτρέχει· με αφορούν μόνο οι πολλαπλές και πολυεπίπεδες επαναστάσεις.
Επιχειρώ ακόμα να εφεύρω τρόπους να μετεωρίζεται το ποίημα χωρίς να
οδηγείται σε πολυσημίες –που εξισώνονται με πανσημίες-, μόνο κάποιες
αναγκαίες φορές σε αμφισημίες, και χωρίς να καταλήγει σε ποίηση
μονολογικού χαρακτήρα.
Επικεντρώθηκα στην κατανόηση της σιωπής και στην έκφρασή της μες στο
ποίημα. Για κάθε λέξη πρέπει κανείς να δημιουργεί και την αντίστοιχη
σιωπή.
Μία σιωπή που δημιουργεί χορό ή που πανικοβάλλει γεννάει μία ποίηση που λειτουργεί.
Αναζητούσα πάντα -κι ας μου διέφευγε συχνά- το σημείο. Τη δύναμη του
σημείου. Τη διάσπαση και την ανασυγκέντρωση γύρω απ’ το σημείο. Το
θρυμματισμό και την επανένωση μέχρι να σχηματιστεί ο πιο καθαρός
πυρήνας· γυμνός, λείος, διάφανος, μα κυρίως επικίνδυνος. Μέσα στον
κίνδυνο θ’ ανακαλύψουμε τη σωτηρία. Μία συγκίνηση που να επιφέρει το
νέο.
Η αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από ένα άνοιγμα. Έψαξα και
ψάχνω ακόμα τη δίοδο προς αυτό το άνοιγμα-αίνιγμα. Αναζητώ τη νέα ανάσα.
Μία ερώτηση με πολιορκεί: μετά τη φωτιά και μετά τη σκιά, τι ακολουθεί;
Για την ώρα, μόνη μου έννοια παραμένει να επιτύχω τον κρύσταλλο.
*Ο Νίκος Ερηνάκης έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Σύντομα όλα
θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου (εκδόσεις Ροές 2009) και
Ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014). Έχει
συμμετάσχει με διήγημα του στη συλλογή Via dolorosa (εκδόσεις
Vakxikon.gr 2014).
Γράφει ο Γιώργος Κατσέλης*
Ο μυστικός κήπος μου
Μια πολύχρωμη πεταλούδα ανοίγει τα φτερά της ζωγραφίζοντας στον καμβά τ'
ουρανού νεράιδες, δράκους, ιππότες, βασιλιάδες, ζώα και παράξενους
ανθρώπους. Λίγο παρακάτω ένα δέντρο απλώνει τα κλαδιά του, φορτωμένα με
λογιών λογιών λέξεις. Πώς λικνίζονται τα μαγικά κορμάκια στο φύσημα του
ανέμου. Πώς μιλάνε τη γλώσσα των αγγέλων, των πουλιών, των παιδιών και
των κυμάτων. Άλλα είναι αδύνατα, εύθραυστα, ευσυγκίνητα. Κι άλλα πάλι
δυνατά, ρωμαλέα, κόκκινα σαν τη φωτιά. Όλα είναι όμορφα. Τ' αγαπάω και
τα φροντίζω.
«Ε,ε, κύριε Σορόκο... Κόπασε λίγο την ορμή σου και θα μας πάρεις τα κορμάκια!»
«Αυτό θέλω κι εγώ! Να τα πάρω και να τα σηκώσω και στον κόσμο να τ' απλώσω!»
«Πάρε τα, κυρ Άνεμε! Χαλάλι σου!»
Ο κήπος μου είναι ανθισμένος με λέξεις. Κάθε μέρα έρχονται τα παιδάκια
και παίζουν. Βάφουνε τα χέρια τους με τους κραγιόνια των εικόνων,
βάφουνε το στόμα τους με των λέξεων τη χλωροφύλλη, βάφουνε την καρδιά
τους με την αγάπη για τους ανθρώπους. Μετά, παίρνουν μια βαθιά ανάσα και
μυρίζουν τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά. Πιο ωραία απ' όλα μυρίζει η
Αγάπη και η Ειρήνη. Κι ύστερα... Α, ύστερα ταξιδεύουν στον πλανήτη της
φαντασίας, παίζουνε με τον Τρι, το τριγωνάκι, ντύνονται πειρατές και
συναντούν την δέκατη τρίτη θεά. Πότε πότε πιάνουν κουβέντες με τον
ζωγράφο Θεόφιλο ή τον κυρ Αλέξανδρο απ' τη Σκιάθο.
Σαν πέσει το βράδυ τραγουδάνε κάτω απ' τον έναστρο ουρανό ετούτον τον μελωδικό σκοπό:
Σαν ανθίζει ένα βιβλίο
ένα αστέρι μαγικό
λάμπει στων παιδιών τα μάτια
δυο φορές πιο φωτεινό.
Σαν μιλάει ένα βιβλίο
στάζει δροσερή πηγή
πίνουν του καιρού οι διαβάτες
και ανοίγουν οι ουρανοί.
Στων θαυμάτων την αυλή
κάνουν κύκλο τα παιδιά
κλείνουν την αγάπη μέσα
και φωνάζουν δυνατά:
Βιβλιοφάτε, βιβλιοπιείτε
βιβλιο-ονειρευτείτε
παίξτε, βιβλιοχαρείτε
βιβλιο-αγαπηθείτε.
Ο κήπος μου είναι φορτωμένος με λέξεις. Όλες τις αγαπάω και τις
φροντίζω. Δεν υπάρχουν κακές λέξεις. Υπάρχουν ακόμα κακοί άνθρωποι.
Μακάρι να τους έκανα όλους καλούς. Δώσ' μου, θεέ μου, τούτη τη χάρη.
Δώσ' μου τούτη τη χαρά. Να δω την ειρήνη στον κόσμο, να δω τα χορτασμένα
στόματα των ανθρώπων, να δω τον ήλιο να λάμπει στα πρόσωπα των παιδιών.
Γράφω για παιδιά...
Για όσους νιώθουν παιδιά...
Γράφω για να έναν καλύτερο κόσμο...
*Ο Γιώργος Κατσέλης έχει εκδώσει τα βιβλία για παιδιά Τούμπα
κούμπα λουμπαμπά (εκδόσεις Modern Times 2009), Ο βασιλιάς Χαρτούρος και
οι Ιππότες της Χαμένης Ανακύκλωσης (εκδόσεις Modern Times 2010), Ο Τρι
το τριγωνάκι (εκδόσεις Τετράγωνο 2010), Η δέκατη τρίτη θεά και τα
κλεμμένα γλυπτά (2011), Στον Πλανήτη της Φαντασίας (2012), Οι πειρατές
της Καταστροφικής (2013) από τις εκδόσεις Ψυχογιός, και Ο θησαυρός του
Θεόφιλου (εκδόσεις Χριστάκης 2014).
Γράφει ο Γιώργος Λίλλης*
Χρόνος Δεσμώτης
Περίμενα. Προσηλωμένος στο δρόμο. Λες και ο δρόμος ήταν η μοναδική μου
προοπτική. Κοιτούσα συνέχεια το ρολόι, αλλά μου φαινόταν πως ο χρόνος
ήταν στάσιμος. Πως οι δείχτες είχαν ακινητοποιηθεί και όλα γύρω μου
είχαν παγώσει. Οχτώ και τριάντα ένα. Τα λεπτά περνούσαν τόσο αργά λες
και κάποιος είχε κρατήσει κόντρα τα γρανάζια και εκείνα είχαν κόψει την
φόρα τους, την σταθερή τους ροή. Αισθάνθηκα μέσα μου το άγχος αυτής της
απεγνωσμένης προσπάθειας, ανάμεσα στον χρόνο που είχα διανύσει και σ΄
αυτόν που τώρα διένυα. Φαντάστηκα την ζωή μας αύριο, σ΄ ένα σπίτι κοντά
στην θάλασσα, με παιδιά, τα δικά μας παιδιά, δυο και τρία, ίσως και
τέσσερα, ευτυχισμένοι, μακριά από όλη την αβεβαιότητα και τον φόβο που
μου έκαιγε τα σωθικά και με έκανε να αμφιταλαντεύεται ως προς την
επιτυχία του εγχειρήματος να φύγουμε από δω. Ήξερα με πόση ευκολία
μπορούν να ανατραπούν οι συντεταγμένες, με ποιο τρόπο οι άνθρωποι
γίνονται πόλοι έλξης άσχημων καταστάσεων, με την ίδια ευκολία που
προσκολλούνται πάνω τους οι ευτυχισμένες στιγμές. Μερικοί τα καταφέρνουν
περίφημα, άλλοι ήταν ακόμα βυθισμένοι σε μια μονήρη ζωή, κρυμμένη,
γεμάτο φόβους και ανέλπιδες μέρες, μέχρι το τέλος. Μέχρι το τέλος. Μέχρι
το τέλος της αγωνιώδους αυτής διαδρομής. Κοίταξα πάλι το ρολόι. Οχτώ
και τριάντα δυο. Ακόμα να φανεί. Μήπως της συνέβη τίποτα ή απλώς ήμουν
υπερβολικός; Προσπάθησε να σκεφτείς λογικά. Δεν είπε ακριβώς την ώρα που
θα έρθει. Μετά τις εννιά είπε. Αυτό δεν είχε πει; Άρα θα ήταν ήδη στο
δρόμο. Μπορεί να είχε μποτιλιάρισμα. Δεν μπορεί, σε μερικά λεπτά το πολύ
θα ήταν εδώ. Ήταν πρωί και σίγουρα είχε κίνηση στους δρόμους. Μεγάλε,
όλο αρνητικές σκέψεις είσαι, σταμάτα επιτέλους, δεν χρειάζεται να
ανησυχείς. Ξανακοίταξα το ρολόι. Τρία λεπτά είχαν διανύσει τον τωρινό
χώρο και είχαν εξαφανιστεί στο άπειρο. Λες και το σύμπαν ήταν ένα
χωνευτήρι στιγμών και πράξεων, ένα σκευοφυλάκιο ζωών που είχαν
λησμονηθεί, μια βιβλιοθήκη με αρχεία χαμένων πολιτισμών και γενεών. Τρία
ακόμα λεπτά πιο κοντά στο πεπρωμένο μου. Τρία ολόκληρα λεπτά μπροστά.
Σαν να βάδιζα με τα μάτια κλειστά σ' ένα απέραντο χώρο. Προσεγγίζοντας
τον αβαθή χρόνο. Τον χρόνο που πέρασε και αυτόν που περνά. Τον χρόνο που
μου απομένει. Ακόμα ένα λεπτό. Στην στάση του προσκυνητή. Σαν κάποιον
που σκύβει για να κάνει δέηση στον Θεό. Έβαλα την παλάμη μου πάνω στο
ρολόι, σκεπάζοντας το, λες και ήθελα να καταπνίξω την αλήθεια που
μαρτυρούσε. Το τρομακτικό άγνωστο που με έκανε να αγωνιώ και να φοβάμαι.
Το άγνωστο που παραμόνευε σε κάθε μου βήμα. Που μετρούσε ότι δεν έζησα,
ότι δεν είδα, ότι δεν γεύθηκα, ότι δεν άκουσα. Με λοιδορούσε για την
τόλμη μου αλλά και για τις ανασφαλείς μου σκέψεις. Η πραγματικότητα που
είχα σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια. Η πραγματικότητα που δεν είχε ακόμα
πραγματοποιηθεί. Σαν ένα μεγάλο σχέδιο, μεγαλεπήβολο. Ένα σχέδιο που
χωρούσε τους ρυθμούς και τις συντεταγμένες του σύμπαντος. Που κυοφορούσε
τους νόμους του. Για μια άλλη πατρίδα ή για μια διαφορετική αλήθεια.
Για την άλλη πλευρά της αλήθειας. Ή για την διαφορετική εκδοχή της ίδιας
αλήθειας. Σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τι ήταν η ζωή και τι ο
θάνατος; Τι ήταν η πραγματικότητα και τι η φαντασία; Ποιον ρόλο έπαιζα
σ΄ αυτή την αναπότρεπτη ζαριά; Και ποιος ήταν τελικά ο αόρατος αυτός
παίκτης που έπαιζε τις ζωές των ανθρώπων στα ζάρια; Που ήταν σκοτεινός
και συνάμα φωτεινός; Που τηρούσε πιστά τον νόμο της διεκδίκησης;
Αφουγκράστηκα την εργασία των γραναζιών μέσα στον πυρήνα του ρολογιού,
καθώς το ένα έδενε με το άλλο και υποκινούσε την ροή του χρόνου. Λες και
ο χρόνος θα μπορούσε να δημιουργηθεί μέσα σ΄ αυτό το ρολόι. Λες και ο
χρόνος ήταν κατασκεύασμα του ανθρώπου, δημιούργημά του, για να ορίζει
και να ορίζεται, για να φυλακίζεται μέσα στην ροή του, ακριβής και
ακέραιος σαν το ρολόι της καρδιάς. Το φως έπεσε πάνω στο γυαλί και έκανε
μια πολύχρωμη αντανάκλαση. Σαν ένα μικρό ουράνιο τόξο. Σαν μια υπόσχεση
ότι όλα θα πάνε καλά. Σαν τον παλιό σκοπό ενός τραγουδιού που σε κάνει
να επιστρέψεις σε μνήμες παλιές. Στο άβατο των αισθήσεων. Είδα την σκιά
του ρολογιού στο πάτωμα και την σκιά του χεριού μου δίπλα και
προσηλώθηκα εκεί για λίγο, σαν να έψαχνα μια πρόφαση για να διώξω τους
φόβους μου. Λες και το χέρι ήταν ένας αετός που συμφιλιώθηκε μαζί μου
για να μονομαχήσουμε με το άγνωστο. Ένας δικέφαλος αετός, μια Βυζαντινή
εικόνα, ένα λάβαρο, μια επωδός. Έσφιξα την γροθιά του. Ένιωσα δυνατός,
ανθεκτικός, μόνιμος, παρ΄ όλο που γνώριζα πως αυτός ο κόσμος που έβλεπα
γύρω του θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει σκόνη, να χαθεί. Το ήξερα.
Όμως εκείνη η γροθιά αντιπροσώπευε με πυγμή την υπεροχή της. Βρισκόμουν
ακόμα εδώ. Ζούσα, ανέπνεα, αισθανόμουν. Ανάμεσα στους δείχτες. Στο
απόλυτο τώρα. Περιμένοντας. Να έρθει. Να δραπετεύσουν προς τις γραμμές
των οριζόντων και ακόμα πιο μακριά, πίσω από τους ορίζοντες, πίσω από
τον γυμνό καθρέφτη της Σελήνης. Σαν πρωτόπλαστοι. Σαν νεοφερμένοι.
Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ανάμεσα στον μεγάλο δείχτη
και τον μικρό δείχτη.
*Ο Γιώργος Λίλλης έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το δέρμα
της νύχτας (εκδόσεις Οδός Πανός 1999), Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων
(εκδόσεις Μανδραγόρας 2001), Στο σκοτάδι μετέωρος (εκδόσεις Μελάνι
2003), Τα όρια του λαβύρινθου (εκδόσεις Κέδρος 2008), Μικρή διαθήκη
(εκδόσεις Περισπωμένη 2012), το μυθιστόρημα Ίχνη στο χιόνι (εκδόσεις
Μεταίχμιο 2012) και το βιβλίο για παιδιά Δύο αγαπημένα ιπποκαμπάκια
(εκδόσεις Εν Πλω 2004).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος*
Τα credo του συγγραφέα: ανερμήνευτα σχέδια στις πηγές του χρόνου, σαν
κύμα που τον βάφτισε και τον έγλειψε με τα χρόνια, λείανε το βράχο του
και από εκεί ψηλά έπεσε στα βάθη. Τα πρώτα μου αναγνώσματα είναι
τραγουδιστά, οι πρώτες ιστορίες έχουν τη βαριά εκφορά από τσιγάρα Santé,
εκείνο το βήχα σαν μακρινός αέρας που χτυπάει τα παράθυρα και γέρνει
τους κορμούς των δέντρων. Είναι οι ιστορίες που μου έλεγε ο θείος
Βαγγέλης, πρώτος μηχανικός σε γκαζάδικα. Έχεις ακούσει τι γίνεται στον
ουρανό της Ταϋλάνδης όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από τις οροσειρές και τα
μικρά κορίτσια σηκώνουν τα φουστάνια τους; Ένα βράδυ στο Καράκας μπήκε
στην κουκέτα μου ένας πίθηκος μαλλιαρός και μιλούσε κινέζικα. Ακούς
γερμανέ; Έτσι με έλεγε γιατί ήμουν ξανθός σαν στάχυ και του θύμιζα έναν
καπετάνιο από το Άαχεν που στο τελευταίο μπάρκο του ήπιε τόσο πολύ που
έσκασε σαν μπαλόνι και τον είδαν να ανεβαίνει στον ουρανό του Μπουένος
Άιρες – στα αμπάρια είχαν κρατημένα δεμάτια καπνό και όταν με το καλό
γύρισαν στο καράβι το κάπνισαν όλο για χάρη του ταξιδευτή από το Άαχεν.
Αυτές είναι οι πρώτες ιστορίες που άκουσα, αλλά που με τα χρόνια να
έχουν πατήσει πάνω μου, μπορεί και να τις φαντάστηκα, ενδέχεται αυτά που
μου έλεγε ο θείος να ήταν απλές ιστορίες ναυτικών (θάλασσα παντού και
μια ψαρίλα σαν θάνατος) και τίποτα περισσότερο. Ποιος μπορεί να ξέρει;
Ίσως να ήταν η πρώιμη σχέση μου με αυτό που λέμε υπερρεαλισμός, αλλά
επειδή ήμουν μόλις 12-13 ετών μπορούσα να το εννοήσω μόνο ως φυγή από
την πραγματικότητα του σπιτιού, από την παραδεδεγμένη πίεση του
σχολείου, από τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια που μέσα στα πιάτα
έσταζε βαρεμάρα, καρυκευμένη από ένοχα βλέμματα και ανομολόγητες
αλήθειες. Στον ουρανό της λογοτεχνίας οι δυνατότητες είναι μόνο
συναρπαστικές. Ο κόσμος είναι οι ιστορίες του, η ζωή μου είναι οι
ιστορίες που δεν έζησα, άρα, ο κόσμος είναι όλες αυτές οι διηγήσεις που
λειτουργούν παραπλεύρως, στα κενά της πραγματικότητας, στο όριο της
λογικής και του παράλογου, στο ενδιάμεσο ενός επινοημένου χρόνου/τόπου.
Ό,τι γράφεται είναι η βιωμένη αίσθηση μιας κατάστασης που προσπαθεί να
πάρει μορφή μέσω της μυθοπλασίας και όχι μέσω της πραγματικότητας. Το
αντίστροφο δύσκολα μπορεί να συμβεί: η πραγματική πραγματικότητα δεν
τρέφει το συγγραφέα, τον θρυμματίζει. Αυτά τα θρύμματα, ωστόσο, είναι το
πρώτο –αναγκαίο- υλικό για να σχηματοποιήσεις τον μυθοπλαστικό κόσμο.
Ακόμη και οι συγγραφείς που είναι θεράποντες ενός σαρωτικού ρεαλισμού,
γνωρίζουν εξαρχής πως η μυθοπλασία δεν είναι το απείκασμα του κόσμου,
αλλά μια πλάγια ματιά, ένα αντίγραφο που δεν ζητάει να είναι ακριβές.
Γράφεις γιατί κάπως πρέπει να ερμηνευτεί το κενό και η πρόσφορη
δυνατότητα είναι αυτές οι ερωτήσεις που τίθεται και που δεν ζητούν
απαντήσεις γιατί τέτοιες δεν υπάρχουν για κανέναν. Γράφεις γιατί αν
υπάρχει μια ελπίδα από τον Μπέκετ, τον Μπέρνχαρντ, τον Κορτάσαρ, τον
Τζόις, τον ΝτεΛίλλο, τον Πύντσον, τον Μπόρχες και άλλους πολλούς θα
έρθει. Ο καθένας έχει τους τρόπους και τις άμυνές του μπρος σε αυτό το
χάος το ανθρώπινο. Άλλος πίνει, άλλος παίζει στο γύρο του θανάτου, άλλος
τρελαίνεται, άλλος τα σπάει: ο συγγραφέας τα κάνει όλα αυτά εν ταυτώ
και ακόμη περισσότερα.
Γράφω γιατί πιστεύω πως κάποια στιγμή θα καταφέρω να μεταφέρω στο
χαρτί όλες αυτές τις ιστορίες που μου διηγήθηκε ο θείος Βαγγέλης. Ή,
μήπως, δεν υπήρξε ποτέ θείος Βαγγέλης και ήταν κι αυτός μια δική μου
επινόηση; Το μόνο που μπορώ να αποκαλύψω είναι πως πέθανε πριν από λίγα
χρόνια και την ώρα που ψυχομαχούσε η γυναίκα του, η θεία μου, είδε μια
παράξενη λάμψη στα μάτια του, κάτι παράξενα μη-ανθρώπινο να φωτίζει το
πρόσωπό του. Λες και μπήκε κάποιος μέσα του, μας είπε μετά από καιρό.
Εγώ ξέρω ποιος ήταν, αλλά δεν το αποκαλύπτω. Γι’ αυτό και γράφω άλλωστε.
Για να επινοώ ό,τι κρύφτηκε από τα μάτια.
*Ο Διονύσης Μαρίνος έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Χαμένα κορμιά
(εκδόσεις Τετράγωνο 2011), Τελευταία πόλη (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012)
και Ουρανός κάτω (εκδόσεις Πάπυρος 2014), και την ποιητική συλλογή
Anamneza (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014). Έχει συμμετάσχει με διήγημά του
στη συλλογή Via dolorosa (εκδόσεις Vakxikon.gr 2014).
Γράφει ο Γιώργος Μπλάνας*
Τι μου ζητάς να σου πω,
στην άκρη αυτού του αναποφάσιστου γκρεμού;
Αναποφάσιστου, ναι.
Αιώνες τώρα δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τον γκρεμό του.
Κάθε φορά, αυτό το αυτάρεσκο θηλαστικό,
που σηκώθηκε στα δυο του πόδια,
για να καταντήσει απ’ την αρχή ερπετό,
πρέπει ν’ αποφασίζει τον γκρεμό,
την πτώση και την συντριβή.
Και κάθε φορά προτιμά την πτώση.
Τουλάχιστον έτσι παραμένει ζωντανό.
Και μπορεί να γράψει για την συντριβή του:
Αδάμ ή Προμηθέας, Ιώβ ή Οιδίποδας?
όπως πάντα αρπάζεται απ’ τα ονόματα,
απ’ αυτές τις σκευωρίες,
που πάνε και φυτρώνουν όπου πιο απόκρημνα.
Και πέφτει, πέφτει.
Μια πτώση, που προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό της
στην κωμική ψευδαίσθηση της πτήσης.
Κι εγώ να πρέπει να πεθαίνω κάθε φορά που γράφω,
αν πρόκειται να είμαι ένας σύγχρονος ποιητής,
επιβεβαιώνοντας τον «Θάνατο του Συγγραφέα»?
ελπίζοντας πως ο μόνος νεκρός είναι ο συγγραφέας
του «Θανάτου του Συγγραφέα».
Ελπίζοντας! Μάταιος κόπος? εγώ εκτός εποχής
και η εποχή εκτός Ιστορίας. Ίσον, λυκάνθρωπος
σ’ έναν κόσμο βρικολάκων: ένα έθνος
που γεννήθηκε μαινόμενο,
πετώντας στα σκυλιά τους καλύτερους,
για να εξασφαλίσει τους ήρωές του,
ένας λαός ανάπηρων ηγεμόνων,
κάτι σαν διασταύρωση κουνελιού με ύαινα,
ένα κράτος καθαρόαιμων αρουραίων.
Ύστερα μια αγέλη εριφίων, που πάσχουν
από πνευματικό αλμπινισμό: διασταύρωση
σαλιγκαριού και νυφίτσας, έτοιμοι
να ρωτήσουν τον βοσκό
αν ασφαλίζει την γυναίκα και τον γιο του,
που δουλεύουν μαζί του στην στρούγκα, για να ζήσουν.
Όχι να γράψουν ούτε να διακριθούν.
Απλά να ζήσουν.
Κάποια στιγμή, γυρίζεις και κοιτάζεις
πάνω, τ’ αστέρια? και πέφτεις, πέφτεις
στη μοναδική πατρίδα σου: την γλώσσα.
Όσο πιο οδυνηρά τόσο πιο ηδονικά.
Λέξεις μαινόμενες, λέξεις εκδικητικές, διεφθαρμένες,
και λέξεις επίμονες, ανθεκτικές, δίκαιες, ευσεβείς.
Λέξεις κλεισμένες στα ποταπά συμφέροντά τους
και λέξεις έτοιμες να περιθάλψουν τον πρώτο μετανάστη.
Οι λέξεις των Ελλήνων, των ένοχων Ελλήνων,
των αθώων Ελλήνων. Των Ελλήνων που πρέπει
να βγάζουν πάντα το φίδι από την τρύπα
μιας επίμονα ωοτόκου Ιστορίας.
Κι εσύ να πρέπει ν’ αντιτάσσεις
την ψυχή σου στο φίδι και την τρύπα,
γιατί οι κορυφές των πεύκων, φτάνουν πάντα
πολύ πιο βαθιά από της ταράτσες του Παρισιού,
όπου τ’ αποφάγια του Ροβεσπιέρου
δολοφονούν τ’ απομεινάρια της Αφρικής
και του δρόμους του Λονδίνου,
όπου τ’ απομεινάρια του Ομήρου,
περιφέρονται, ρίχνοντας μνησίκακα βλέμματα
στα φροντισμένα σπίτια
που ήταν κάποτε φροντισμένοι στάβλοι,
βλέμματα σαν μαστίγια στις ράχες τους:
ευνουχισμένοι μοναχοί, που δεν ξέρουν
πως η μόνη τους αμαρτία
είναι η ενοχή τους…
Τι μου ζητάς να σου πω στην άκρη αυτού
του γκρεμού, που νομίζει πως είναι
ένα παλιό, μουσειακό –θα μπορούσα να πω,
αν είχε τελειώσει το μακελειό- χαράκωμα;
Δες, είσαι τριών ετών και σε κρατά απ’ το χέρι η γιαγιά σου.
Συναντάτε τον παπά που σε βάφτισε.
Ο γέρων ιερεύς σου χαϊδεύει τα μαλλιά
κι εσύ τον στέλνεις στον διάβολο.
Η γιαγιά αιφνιδιάζεται και του λέει:
«Είναι καλό παιδί, πάτερ,
αλλά σας πέρασε για ομπρέλα!»
Έχει σημασία, αν ήθελε να του πει:
«Είναι καλό παιδί, πάτερ, αλλά για να κοιμηθεί τα μεσημέρια,
του ανοίγουμε από πάνω του μια μαύρη ομπρέλα
και το μαύρο χρώμα, πάντα τον θυμώνει»;
Αλήθεια, πώς κοιμόταν
τα μεσημέρια ο μικρός Αχιλλέας;
*Ο Γιώργος Μπλάνας έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Η ζωή
κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή (εκδόσεις Υάκινθος 1987), Η
αναπόφευκτη ανθηρότητά σου (εκδόσεις Διάττων 1990), Νύχτα (εκδόσεις
Νεφέλη 1991), Παράφορο (εκδόσεις Δελφίνι 1997), Άννα (εκδόσεις Ερατώ
1998), Η απάντησή του (εκδόσεις Νεφέλη 2000), Επεισόδιο (εκδόσεις Νεφέλη
2002), Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα (1987-1997) (εκδόσεις Ερατώ
2004), Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2010),
Στασιωτικά (1-50) (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011) και Στασιωτικά (51-100)
(εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015), καθώς και τα δοκίμια Το ποιητικό συμβάν
(εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014) και Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας
(εκδόσεις Vakxikon.gr 2015).
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας*
Το ημερολόγιο ενός γραφιά
Αγαπητοί φίλοι, συνοδοιπόροι κι αναγνώστες, συμπάσχοντες και περί τα
αυτά τυρβάζοντες, σας χαιρετώ. ταπεινώς. Σήμερα πέρασα όλη την
ηλιόλουστη πρωία έμπροσθεν τού ηλεκτρονικού μας δυνάστη να δακτυλογραφώ
κριτικές, να συνθέτω δοκίμια, να καθαρογράφω ποιήματα, να αναζητώ στις
διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης πληροφορίες και τεκμήρια πάσης φύσεως.
μέχρι που μου έβγαλε (μετά από οκτώ ώρες συνεχούς δουλείας - κι έξω μία
μέρα ηλιόλουστη - χαρά θεού - με τα άγρια παπαγαλάκια που μιμούνται τα
κοτσύφια που αντιγράφουν τα αηδόνια να υπερίπτανται χαρωπά τών
κυπαρισσιών τού άλσους απέναντί μου). μου έβγαλε, που λέτε, το
αηδιαστικό μηχάνημα το εξής απρόβλεπτο (για μένα) και προσβλητικό για
τον καθένα μήνυμα: επαληθεύστε με διπλή αντιγραφή σειράς στρεβλωμένων
αριθμών το αναπόδεικτο (κατά τη γνώμη μου) γεγονός ότι είστε άνθρωπος
και όχι ρομπότ!!!!! Μάλιστα, κυρίες και κύριοι. Και τώρα θα πρέπει να
αποδείξω, εκτός τού ότι δεν είμαι καμηλοπάρδαλη (καλά, αυτό είναι παλιό)
τώρα θα πρέπει να αποδείξω ότι δεν είμαι και ρομπότ. Όχι κύριε
ηλεκτρονικέ υπολογιστή δεν είμαι. Μπορεί να έχω γράψει μέχρι τώρα είκοσι
και οκτώ βιβλία, μπορεί να έχω διαβάσει χιλιάδες βιβλία άλλων (γνωστών
και αγνώστων), μπορεί να έχω εντρυφήσει στις ψυχές και στα γραφόμενα τών
άλλων (ενίοτε και στα σώματά τους - ως θεραπευτής ρέικι - μην πάει ο
νους σας στο πονηρό!) αλλά όχι, ρομπότ δεν είμαι. Σφύζω από υγεία,
χαίρομαι με τη ζωή, απολαμβάνω το φαγητό, το νερό και τον έρωτα (με αυτή
τη σειρά), μου αρέσει να παλεύω με τις ώρες με τα κύματα, ανεβαίνω τα
βουνά και παίρνω τα λαγκάδια (ένα πράγμα όπως η Τρέλλα. καταλαβαίνετε),
αλλά ρομπότ, ακόμα δεν είμαι. Τώρα, αν φτάσω να γίνω εκατόν ογδόντα
χρονώ, με εκλέξουν ακαδημαϊκό και θα πρέπει να αντικαθιστώ τις σάρκες
και τα οστά μου με τιτάνιο για να μην .χάσει η βενετιά βελόνι.. Ε, τότε,
δεν ξέρω, δεν εγγυώμαι τίποτα. Μπορεί μέχρι τότε να το έχω κιόλας
χάσει. Συμβαίνει σε αυτές τις αποστεωμένες ηλικίες. Ακόμα κι αν δεν έχει
συντελεσθεί, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ως άλλοθι και να καλύψεις
έτσι τις μωροφιλόδοξες απελπισίες σου.
Η απόγνωση, φίλοι μου, είναι μεγάλο πράγμα. Δεν έχει ουδεμίαν σχέσιν
με την Γνώσιν. Μα καμία, μπορώ να σας πω. Ο σοφός υπάρχει, είναι κι
ενίοτε επικοινωνεί. Γράφει μόνον όταν είναι ζωτική ανάγκη και φοβάται
ελάχιστα, γιατί ξέρει ότι το πνεύμα δεν χάνεται, δεν αλλοιώνεται και δεν
καταναλώνεται. Μέχρι τότε όμως, έχουμε πολύν ακόμα δρόμο να διανύσουμε.
Η καθημερινή αγωνία που επιτείνεται από το χάος εντός κι εκτός μας, η
υπαρξιακή ανάγκη να πολλαπλασιασθούμε ως .νιόνια (ξέρετε αυτά τα ακάματα
κύματα τού εγκεφάλου που εκπέμπονται προς πάσαν κατεύθυνσιν, ακόμα και
την ώρα που κοιμώμεθα). όλ' αυτά δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Τώρα
πάψαμε να μουντζουρώνουμε χαρτιά (ταλαίπωρα δέντρα και .πάπυροι τι έχετε
τραβήξει από το γένος τών γραφομανών ανθρώπων), τώρα ήρθε η ώρα να
πάρει η χλωροφύλλη εκδίκηση και βγάζουμε κάλους (τού Κάλλους) σε
πληκτρολόγια και οθόνες .αφής, λέει. Μωρ' τι μου λέτε! Εγώ την αφή την
είχα μέχρι τώρα για άλλες χρήσεις. Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου.
Τέλος πάντων. Μας πήρε η Τεχνολογία και μας σήκωσε.
Περί γραφής τώρα. Τι να σας πω φίλοι μου και τι να σας μολογήσω; Από
παιδί το είχα αυτό το κουσούρι. Πριν πάω στο προ-προ-νήπιο ανέβαινα στα
δέντρα κι εκφωνούσα στίχους δικής μου κοπής κι εμπνεύσεως (όπως μου
υπενθύμισε ένας γέρων ενενηκοντούτις και .βάλε). Και τι κατάλαβα;
Έρευνες γίνονται. Η νεκροψία θα δείξει. Φτου, φτου. Φτύνω ψηλά φτύνω τα
μουστάκια μου, φτύνω χαμηλά φτύνω τα ..
Ξέρετε, αν έγραφα για να "καταξιωθώ" θα είχα σταματήσει προ πολλού.
Είναι τέτοιο το στριμωξίδι και ο δια-γκωνισμός, που ουδείς λογικός
άνθρωπος θα έμπαινε σε αυτό το σουρομάδημα για να γίνει σούργελο [και
λίγα λέω - μην ανοίξω το στόμα μου και δεν μας ξεπλένει ούτε ο
Νιαγάρας].
Σοβαρά τώρα, η γραφή για μένα είναι οξυγόνο κι ανάγκη επιβίωσης.
Κυριολεκτώ. Κάποτε ξεκίνησα ερασιτεχνικά. Τα πρώτα μου διηγήματα σε
περιοδικά δημοσιεύτηκαν με ψευδώνυμο το 1979 όταν μπήκα στο Εθνικό
Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ήταν τα χρόνια δύσκολα και η ελληνική κοινωνία
συντηρητική. Μήπως δεν είναι ακόμα; Ο φίλος μου Αντώνης Σαμαράκης με
παρότρυνε να πάρω το πτυχίο του μηχανικού για να μην εξαρτώμαι από το
γράψιμο. Τον μακαρίζω από τότε καθημερινώς. Όταν κόντευα να τελειώσω τις
πρώτες μου σπουδές έδειξα τα ποιήματά μου στον Καρύδη τού Ίκαρου. Τα
λάτρεψε. Μου τα διόρθωσε. Με συμβούλεψε. Πέθανε όταν ήμουνα στον Στρατό.
Δεν πρόλαβε να τα εκδώσει. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή βγήκε μετά το
απολυτήριο στρατού το 1987 από τις εκδόσεις Τέχνη και Λόγος τού
συνομήλικου και φίλου Μιχάλη Κόκκινου.
Έκτοτε, το ένα έφερε το άλλο. Έφτασα μέχρι σήμερα να έχω δει να
βγαίνουν στο Φως 28 βιβλία μου και δεκάδες άλλα που μεταφράζω ή
επιμελούμαι. Έφτασα να γράφω κριτικές σε εφημερίδες, να δω τα θεατρικά
μου έργα να ανεβαίνουν. Κάποτε τα χρήματα από τη συγγραφική μου
επαγγελματική πλέον απασχόληση ήταν περισσότερα από την αμοιβή τού
διπλωματούχου μηχανολόγου μηχανικού - επάγγελμα που συνεχίζω να ασκώ
αδιαλείπτως από το 1985 παρ' όλες τις θεατρολογικές μου σπουδές στη
Φιλοσοφική τής Αθήνας και στη Νέα Σορβόννη (Paris III - D.E.A.). Προς τι
όλ' αυτά θα μου πείτε; Έφτασαν στιγμές που είπα να τελειώνω με αυτή την
κατάρα αλλά το σαράκι μέσα μου δεν με άφηνε να ησυχάσω. Δεν πρόκειται
για ήπιας (ή μη) μορφή γραφομανίας - είναι η αδήριτη ανάγκη τής ψυχής
και η εργατικότητα τού πνεύματος, που επιθυμούν να γίνουν μάρτυρες τού
Καιρού τους. Δεν γράφω από μένα για μένα με αγάπη. Γράφω για τους
μαθητές μου, για τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, για τους ανθρώπους
που τραβούν το βλέμμα μου έστω και για ένα δευτερόλεπτο, για εκείνους
που με μισούν και θα ήθελαν να με δουν στο φέρετρο. ειδικά για αυτούς
τους ταλαίπωρους ματαιοκάματους. Γράφω για το γνώθι σαυτόν και το αγάπα
τον πλησίον σου. Γράφω για τη Γαία και τον περιβάλλοντα κόσμο, γράφω για
το Άγνωστο και ιχνηλατώ το επιστητόν, αποφεύγω όσο μπορώ το γνωστό και
τις κοινοτοπίες. Συμπάσχω και παρατηρώ, καταθέτω και μοιράζομαι. Όσο για
τις αναλήψεις και τις ανταμοιβές, θα κέρδιζε περισσότερα ως
δακτυλογράφος.
Εν πολλοίς κι εν ολίγοις, η γραφή είναι ένα μυστήριο, το ποτάμι του
Ηράκλειτου που σε πηγαίνει κάπου, πριν σε ξεβράσει στο Δέλτα για να
ανταμώσεις τη θάλασσα. Ωκεάνειο συναίσθημα. Η γραφή είναι όλοι οι έρωτες
της ζωής μου και κάτι παραπάνω. Η γραφή είναι το ημερολόγιο του
συλλογικού ασυνείδητου μέσα από την ατομική υποκειμενική ματιά. Το μέρος
αντί τού Όλου. Συνεκδοχή. Ανυπομονησία. Κοπετός. Η ανάγκη να πούμε "τα
λιγοστά μας λόγια" (όπως το διατύπωσε ευφυώς ο Σεφέρης) πριν σωπάσουμε
για πάντα. Δεν πρόκειται για κανένα άγχος κενού και φόβο θανάτου. Το
αντίθετο. Γράφοντας συμφιλιώθηκα με το Θάνατο και ημέρεψα μέσα μου. Είδα
την ανθρώπινη κατάσταση σαν θέατρο και τον κόσμο σα σκηνή τσίρκου.
Απαλλάχτηκα από μικρότητες και κακίες, από τον κολλητικό μικροαστισμό
τών παροικούντων τον. Παρνασσό τής Ποίησης (ζήτημα αν ξέρουν κατά πού
πέφτει οι περισσότεροι από τους αυτοαποκαλούμενους ποιητές), ξεκόλλησα
από πάνω μου την ψώρα του φθόνου και τη μοχθηρία τής αλαζονείας, δέχτηκα
την αξία τών άλλων, εντρύφησα στα γραφτά τους, τα ύμνησα (όταν άξιζαν)
με τα κριτικά μου σημειώματα, παιδεύτηκα κι επαίδευσα.
Τώρα νιώθω δικαιωμένος μέσα μου. Μόλις μιλήσαμε με τον εκδότη μου για
το έσχατο ποιητικό βιβλίο που τυπώνεται. 412 νέα ποιήματα. Τα τελευταία.
Η μυθιστοριογραφία, ο δοκιμιακός λόγος, το θέατρο κι ο κινηματογράφος
με περιμένουν. Ακόμα κι αν έφευγα αυτή τη στιγμή θα ένιωθα ότι έζησα ΚΑΙ
μέσα από τη γραφή. Ελπίζω να προλάβω να ολοκληρώσω την πορεία μου προς
την Ιθάκη, αργά και ηδονικά, πριν με προλάβει ο Θάνατος σε κάποια
στροφή. Θέλω, αντιθέτως, να τον συναντήσω κατά βούλησιν, χορτάτος από
όλα, να πιούμε έναν χυμό ρόδι και να τον ακολουθήσω με χαρά, χωρίς λύπη.
Όσο για τα βραβεία, τις επιδοκιμασίες, την αναγνώριση, εεεε, καλά.. Η
Ιστορία θα μας κρίνει όλους αμείλικτα με το αλάθητο κριτήριο τού Χρόνου
που ανακυκλώνει τα σκουπίδια στη μαύρη τρύπα, εκείνη η οποία ανθεί στο
κέντρο τού Γαλαξία. Σιγά παιδιά! Μην σπρώχνεστε. Όλοι θα πάρετε. Από μια
χούφτα χώμα στο στόμα! Μέχρι τότε ας δούμε πόσα απίδια χωράει ο σάκκος
τού καθενός μας.
Η γραφή είναι το μόνο που μας εξυψώνει, μας εκστασιάζει (απέφυγα το
λαϊκό ρήμα αν και .ομοιοκαταληκτεί) και μας δικαιώνει απέναντι στον
εαυτό μας και στη συλλογική συνειδητότητα. Όλα τ' άλλα είναι
κουρνιαχτός.
Έρρωσθε! (συγχωρέστε μου κάποια δηκτικότητα - για το χαρίεν τού
πράγματος και για το ύφος το σκωπτικόν - Nothing personal που λέμε εμείς
οι νεοέλληνες). Αυτά. Φιλιά.
*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ο
πορφυρός ήλιος του έρωτα και του θανάτου (εκδόσεις Όμβρος 1987), Άγουρος
έρως (Τέχνη και λόγος 1988), Η κοιλάδα των νεκρών ερώτων (εκδόσεις
Πλέθρον 1990), Έρως ηλιότροπος (εκδόσεις Πλέθρον 1993), Ο ποιητής του
Abdeljebbar (με το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Αγνώστου) (εκδόσεις Πλέθρον
1995), Αγαύης έρως (εκδόσεις Οδυσσέας 1995), Η φωνή του μανδραγόρα (με
το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Αγνώστου) (εκδόσεις Οδυσσέας 1997), Έρως
τριμαργικός (εκδόσεις Πλέθρον 1997), Έρωτες γυρίνων και κρίνων (με το
ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Αγνώστου) (εκδόσεις Οδυσσέας 1998), Έρως
παλίμψηστος (εκδόσεις Το Ροδακιό 1999), Όρθρος αιώνος (εκδόσεις Δυτικές
Ινδίες 2000), Η μεταφυσική του έρωτα (εκδόσεις Οδυσσέας 2002), Ερωτικά
μοιρολόγια (εκδόσεις Παρουσία 2003), Ερέτης Ιώδους (εκδόσεις Δυτικές
Ινδίες 2004), Ψυχρόν πυρ (εκδόσεις Οδυσσέας 2005), Φάος (εκδόσεις Το
Ροδακιό 2007), Ποσειδωνίς (εκδόσεις Εριφύλη 2008), Ελευθερίας Ανατολή
(εκδόσεις Μεταίχμιο 2010), Στυλίτης (εκδόσεις Momentum 2014), τα
θεατρικα Στον αστερισμό της Εκάτης (εκδόσεις Δωδώνη 1997) και
Διασκευάζοντας μετ' ευτελείας (εκδόσεις Φαρφουλάς 2009), και τη νουβέλα Ο
θάνατος του Ευριπίδη (εκδόσεις Δωδώνη 1999).
Γράφει ο Τόλης Νικηφόρου*
Γεννήθηκα στην Πλατεία Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης, στην πυρίκαυστη
καρδιά της πόλης, από γονείς πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία και την
Ανατολική Ρωμυλία. Ήμουν ταυτόχρονα παιδί του βιβλίου και της
αλάνας. Σκοτωνόμουν ολημέρα στο παιχνίδι κι ύστερα ξεσκόνιζα ό,τι
έπεφτε στα χέρια μου, από κάθε είδους βιβλία ως λαϊκά περιοδικά και
εφημερίδες.
Οι γονείς μου χώρισαν στα έξι μου χρόνια, την εποχή που τα ζευγάρια
δεν χώριζαν, και με μεγάλωσε ο απίστευτα τρυφερός πατέρας μου και η
Κούλα, ένα κορίτσι από την Κρήτη. Ξαναείδα τη μητέρα μου στα 15 μου ,
όταν πτώχευσε ο έμπορος πατέρας μου, δεν είχαμε να φάμε κι αναγκάστηκα
να πάω να ζήσω με την καινούρια οικογένειά της. Πολύ αργά για κείνη,
πολύ αργά και για μένα. Οι σχέσεις μας σταδιακά έγιναν πολύ καλές αλλά
το τραύμα μου παρέμενε πάντα ανοιχτό. Όταν πέθανε η μητέρα μου ήταν σαν
να μου ξερίζωναν την καρδιά. Μόνο τότε κατάλαβα πόσο απελπισμένα την
αγαπούσα κι έκλαψα πικρά για όλα, για τα χρόνια πριν και τα χρόνια μετά.
Στα 14 μου χρόνια μπήκα για πρώτη φορά στη μεγάλη βιβλιοθήκη του
Ανατόλια. Χώθηκα ανάμεσα στα ράφια, περιεργάστηκα με δέος τα βιβλία και
μαγεύτηκα, κατάλαβα ποιος ήμουν και ποιος ήταν ο προορισμός μου. στη
ζωή. Είχα φτάσει στην πατρίδα μου. Αποφάσισα να διαβάσω όλα τα βιβλία
της βιβλιοθήκης και να γράψω μετά εγώ ένα ράφι βιβλία. Με τρελή,
εξωπραγματική φιλοδοξία. Και όμως πράγματι έχω γράψει ένα ράφι
βιβλία.
Στο σχολείο ήμουν με διαφορά ο πρώτος στην έκθεση και στα αγγλικά και
με διαφορά ο τελευταίος στη φυσική και τη χημεία. Μέσα στο βιβλίο του
σχολείου που φαινόταν ότι διάβαζα υπήρχε πάντα ένα λογοτεχνικό βιβλίο.
Όταν πήγε στο σχολείο ο πατέρας μου τη μέρα των γονέων, ο φιλόλογός μας
του είπε «είναι ο καλύτερος» και ο αμερικανός καθηγητής της αγγλικής
«είναι τιμή μου να έχω μαθητές σαν τον γιο σας στην τάξη μου», ενώ ο
καθηγητής της φυσικής και της χημείας «είπα στον γιο σας αν δεν θέλει να
μη έρχεται στο μάθημά μου».
Η ζωή μου υπήρξε μια απίστευτη περιπέτεια. Ουσιαστικά έζησα δυο ζωές,
ανεξάρτητες τη μία από την άλλη. Τη λογοτεχνική και την επαγγελματική.
Άλλαξα περίπου 20 μόνιμες κατοικίες στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο
Λονδίνο και ταξίδεψα σε πολλές χώρες. Σύντροφος και φύλακας άγγελος της
ζωής μου υπήρξε η Σοφία. Χωρίς τη δική της παρουσία και στήριξη θα
είχα πεθάνει πολύ νωρίς . Αναγεννητικό ρόλο στη ζωή μου έπαιξε ο γιος
μας Νίκος. Άνοιξε μέσα μου κρουνούς αγάπης και πιστεύω ότι με έκανε
καλύτερο άνθρωπο. Κι εγώ βέβαια του έγραψα παραμύθια, διηγήματα και
ποιήματα. Το παραμύθι μου Νόσιλκα, 1989, είναι αναγραμματισμός του
Νικόλας.
Ως τώρα έχουν εκδοθεί 31 βιβλία μου ποίησης και πεζογραφίας ενώ τρία
ακόμη παραμένουν ανέκδοτα. Το 1996 έκανα μια μονομερή σύμβαση (εκείνο
δεν δεσμεύεται) με το μεγάλο πνεύμα των Ινδιάνων, που δίνει και παίρνει
τη ζωή, ότι για κάθε χρόνο που θα μου επέτρεπε να παραμένω εδώ, εγώ θα
του έδινα ένα βιβλίο. 19 χρόνια αργότερα και 18 βιβλία, του χρωστάω ένα
και ελπίζω σύντομα να εκδοθεί κι αυτό.
Είμαι βιωματικός ποιητής και πεζογράφος, μετατρέπω τα ταξίδια μου,
τις επιτυχίες και τις διαψεύσεις μου, τα πάθη και τα λάθη μου, το αίμα
μου και την ψυχή μου σε λογοτεχνία. Η συλλογή διηγημάτων Νόστος, 2000
το μυθιστόρημα Η γοητεία των δευτερολέπτων, 2001 και η συλλογή
διηγημάτων Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, 2008 είναι καθαρά
αυτο-βιογραφικά βιβλία, όπως είναι διάφορα μεμονωμένα διηγήματα και
βέβαια πάρα πολλά ποιήματά μου.
Όταν μου έλεγαν «δεν μπορείς να το κάνεις αυτό» στη λογοτεχνία και στη
ζωή, γελούσα και απαντούσα «ποιος θα με εμποδίσει, εσύ;». Ήξερα πολύ
καλά ότι ο μόνος που θα μπορούσε να με εμποδίσει ήταν ο ίδιος ο εαυτός
μου. Ο παθιασμένος, δημιουργικός και αυτοκαταστροφικός Σκορπιός.
Ευτυχώς που ωροσκόπος μου είναι ο Λέων και έτσι ολοκληρώνεται η τακτική
διαδρομή ουρανός - κόλαση.
Γράφω λοιπόν για να τηρήσω μια εσωτερική εντολή και ελάχιστα
αντιλαμβάνομαι το τι, το πώς και το γιατί. Πολλές φορές έχω την αίσθηση
ότι απλώς καταχωρώ όσα μου υπαγορεύει ένας αόρατος υποβολέας. Γράφω για
να απλώσω ένα χέρι, να ανάψω ένα φως. Γράφω γιατί αυτό είναι το χρέος
μου κι ακόμη γράφω για να γεμίσω ένα τεράστιο χάσμα μέσα μου. Ένα κενό.
μια απουσία που δεν γεμίζει όσα ποιήματα, όσα βιβλία κι αν γράψω, όση
αγάπη κι αν δώσω, όση αγάπη κι αν μου δοθεί. Κι ακόμη γράφω γιατί είμαι
ερωτευμένος με τη ζωή και μόνο έτσι μπορώ να νικήσω προσωρινά τον
θάνατο.
*Ο Τόλης Νικηφόρου έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Οι άταφοι
(1966), Αναρχικά (1979), Ο μεθυσμένος ακροβάτης (1979), Το μαγικό χαλί
(1980), Με τη φωτιά στα μάτια (1982), Ο πλοηγός του απείρου (1986),
Ξένες χώρες (εκδόσεις Νέα Πορεία 1991), Το διπλό άλφα της αγάπης
(εκδόσεις Νέα Πορεία 1994, εκδόσεις Παρατηρητής 2002), Την κοκκινόμαυρη
ανεμίζοντας της ουτοπίας (εκδόσεις Νέα Πορεία 1997), Χώμα στον ουρανό
(εκδόσεις Νέα Πορεία 1998), Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο (εκδόσεις Νέα Πορεία
1999), Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται (εκδόσεις Νέα Πορεία
2002), Ο πλοηγός του απείρου (ποιήματα 1966-2002) (εκδόσεις Νέα Πορεία
2004), Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (εκδόσεις
Μανδραγόρας 2007), Το μυστικό αλφάβητο (εκδόσεις Μανδραγόρας 2010), Μια
κιμωλία στον μαυροπίνακα (εκδόσεις Μανδραγόρας 2012), Ν’ ακούγεται από
μακριά μια φυσαρμόνικα (εκδόσεις Μανδραγόρας 2013), Φωτεινά παράθυρα
(εκδόσεις Μανδραγόρας 2014), τις συλλογές διηγημάτων Αλμπατζάλ ή πώς
βούλωσα τα μεγάφωνα (1971), Εγνατία οδός (εκδόσεις Νέα Πορεία 1973),
Ονειροπολών εγκλήματα (εκδόσεις Νέα Πορεία 1976, 1977), Τα μάτια του
πάνθηρα (εκδόσεις Νέα Πορεία 1996), Νόστος (εκδόσεις Νέα Πορεία 2000), Ο
δρόμος για την Ουρανούπολη (εκδόσεις Νεφέλη 2008), τα μυθιστορήματα Η
γοητεία των δευτερολέπτων (εκδόσεις Νέα Πορεία 2001), Το κίτρινο
περπάτημα στα χόρτα (εκδόσεις Νεφέλη 2005), Η εξαίσια ηδονή του βιασμού
(εκδόσεις Νεφέλη 2006), Ερημο νησί στην άκρη του κόσμου (εκδόσεις Νεφέλη
2009), και τα παραμύθια για μεγάλους Ένα παραμύθι για όλους (1984),
Νόσιλκα (1989) και Σοτοσαπόλ ο Χρυσοθήρας (1996).
Γράφει ο Γιάννης Παπαγιάννης*
Γεννήθηκα στη μοναξιά και τα παραμύθια κι αυτά μου έμειναν σε όλη τη
ζωή. Ποτέ δεν μπόρεσα να απαλλαγώ από το ένα ή από το άλλο, όσο κι αν
προσπάθησα.
Θυμάμαι ένα σπίτι άδειο, οι γονείς μου έλλειπαν, διαρκώς έλλειπαν, στη
δουλειά και η γιαγιά μου διάβαζε παραμύθια. Θυμάμαι τον εαυτό μου να
λέει τα παραμύθια σε άλλα παιδιά και, θυμάμαι, όταν στην έκτη δημοτικού
διάβασα τους «Άθλιους», πόσο εντυπωσιάστηκα από την ωσάν κρίκους
αλυσίδας δομή. Τότε ξεκίνησα και ολοκλήρωσα ένα πολεμικό μυθιστόρημα. Ο
τρόπος που το σχεδίασα έμοιαζε με τον τρόπο που σχεδιάζω ακόμα τα
αφηγήματά μου. Είχα σχεδιάσει τους ήρωες και, σε έναν γεωγραφικό άτλα,
την διαδρομή που ακολουθούσαν. Είχε μεγάλη επιτυχία. Ήταν η μεγαλύτερη
δόξα που ένιωσα. Οι συμμαθητές μου το διάβαζαν από χέρι σε χέρι. Γνωρίζω
ότι οι αναμνήσεις αυτές είναι ασήμαντες, όμως οι ασήμαντες αναμνήσεις
είναι για τον συγγραφέα το κυριότερο υλικό για το σημαντικό.
Το μυθιστόρημα έχω ακόμη. Το διαβάζω καμιά φορά και γελάω. Οι «Άθλιοι» είναι το αγαπημένο μου βιβλίο.
Συνέχισα να γράφω στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο περιστασιακά. Οι
εκθέσεις μου ήταν οι καλύτερες του σχολείου, όμως οι επαγγελματικοί
στόχοι μου με οδηγούσαν στην θετική κατεύθυνση. Σπούδασα Φυσική κι έκανα
μεταπτυχιακό στους Υπολογιστές.
Μετά το πρώτο έτος του Πανεπιστημίου, αποφάσισα να γίνω συγγραφέας.
Δούλεψα πολλές ώρες, δούλεψα σκληρά, αλλά δεν πέτυχα πολλά πράγματα.
Ονειρευόμουν τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο να γράφω και τον βοηθό του
εκδοτικού οίκου να έρχεται σπίτι και να παραλαμβάνει τα χειρόγραφα.
Άργησα να καταλάβω ότι δεν γίνονται έτσι τα πράγματα, τουλάχιστον στην
Ελλάδα.
Προσπαθούσα να επιτύχω το διαφορετικό, την άλλη οπτική στη γραφή, τον
τρόπο να αποκαλύψω, μέσα από τις λέξεις, κρυμμένους κόσμους. Επιχείρησα
να ενώσω την κλασσική, τη μοντέρνα και τη μεταμοντέρνα αφήγηση, να
δημιουργήσω ένα νέο είδος μυθιστορήματος που να προέρχεται από όλα τα
άλλα μυθιστορήματα. Άργησα να καταλάβω ότι, επίσης, στην Ελλάδα
τουλάχιστον, δεν γίνονται έτσι τα πράγματα. Οδηγήθηκα να έχω δύο
αφηγηματικά πρόσωπα, ένα για τους αναγνώστες κι ένα για τον εαυτό μου.
Έγραψα το πρώτο μυθιστόρημά μου 23 χρονών. Ήταν οι «πέντε ώρες». Ένα
βιβλίο πάθους κι εφηβείας, που το αγαπάω ακόμα, αν και ήμουν πολύ
επηρεασμένος από τους μοντέρνους. Η δράση στις 300 σελίδες του διαρκεί 5
ώρες και η αφήγηση είναι σε πραγματικό χρόνο. Πέντε ήρωες περιγράφουν
από την δική τους οπτική τα γεγονότα. Δύσκολα πράγματα για έναν 23
χρονο.
Ακολούθησαν άλλα 3 βιβλία, πολύ λίγα σε σχέση με τον χρόνο που κύλησε,
με τελευταίο και πιο εμπορικό (μου) την «Ασθένεια της Πεταλούδας», το
2009. Το μοναδικό από τα μυθιστορήματα που έχω γράψει το οποίο θεωρώ
πραγματικά καλό, «ο δαίμονας και η κόρη», δεν έχει βρει ακόμη εκδότη.
Ελπίζω να βρει. Στέκονται όλοι αμήχανοι μπροστά σε αυτό το μίγμα θρίλερ,
μεταμοντέρνου και προσωπικής αφήγησης, που παρουσιάζεται υπό μορφή
συναρμολογούμενων ψηφίδων. Ένα μυθιστόρημα παζλ που γίνεται κατανοητό
μόνο όταν τοποθετηθεί κι ο τελευταίος δομικός λίθος, ένα βιβλίο που ο
συγγραφέας εναλλάσσει συνεχώς τη θέση του με τους ήρωες.
Είπα, τα τελευταία χρόνια, να σταματήσω τη συγγραφή, η οποία, στο κάτω
– κάτω, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία αρρώστια, καθώς άρχισα να
αισθάνομαι τη ματαιότητα των κόπων χιλιάδων συγγραφέων που συσσωρεύουν
τους εαυτούς τους στην νέο-λογοτεχνική παράνοια. Χιλιάδες βιβλία πνίγουν
τον αναγνώστη σε μια χαοτική θάλασσα μυθοπλασιών, όπου ακόμη και το
καλύτερο βιβλίο μπορεί εύκολα να χαθεί. Όσο πιο φιλότιμος είναι ο
αναγνώστης, τόσο πιο εύκολα χάνεται.
Δεν μπόρεσα να σταματήσω. Η ζωή είναι άδεια χωρίς λογοτεχνία. Η
πραγματικότητα δεν υπάρχει χωρίς τα βιβλία. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς
κάποιοι άνθρωποι ζουν χωρίς αυτά. Τα τελευταία χρόνια έγραψα διηγήματα,
που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά ή άλλα περιοδικά (Πλανόδιον, (δε)κατά,
Νέα Ευθύνη, μικρό ΠΕΖΟ, «Ραδιοτηλεόραση» πριν την φάει το σκοτάδι).
Κρύβω πολλά γραπτά στο συρτάρι μου και θα συνεχίσω να τα κρύβω μέχρι
να τα φτάσω στο σημείο που επιθυμώ. Θαυμάζω τον Σολωμό που είχε την
τόλμη να καταστρέφει τα έργα του, έτσι ώστε τα σπαράγματα που άφησε να
αγγίζουν την τελειότητα.
Η γραφή είναι για εμένα εσωτερική αναζήτηση, τρόπος να ανακαλύψω άλλες διαστάσεις στον κόσμο, δηλαδή σε εμένα.
Νομίζω πως θα συνεχίσω έτσι. Αυτή είναι η ζωή μου. Οι άλλοι, που έχουν
άλλες ζωές, ας δρέψουν τις δόξες και τα βραβεία που ξεχνιούνται τις
επόμενες στιγμές.
*Ο Γιάννης Παπαγιάννης έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Πέντε ώρες
(εκδόσεις Σύγχρονη εποχή 1989), Η πικρή γεύση (εκδόσεις Δελφίνι 1992), Ο
ύπνος περιβάλλει (εκδόσεις Ιστός 1997) και Η ασθένεια της πεταλούδας
(εκδόσεις Άγκυρα 2009).
|