H Kατερίνα Μαλακατέ συνομιλεί με την Ασημίνα Ξηρογιάννη
για «Το Σχέδιο».
Με
ποιά αφορμή ξεκίνησες να γράφεις το βιβλίο;
Η προφανής απάντηση είναι η
οικονομική κρίση. Υπάρχει όμως ένα περιστατικό που υπήρξε η αφορμή για το πρώτο
κεφάλαιο, και στην ουσία δημιούργησε τον κεντρικό μου χαρακτήρα, τον Χάρη.
Έγραψα πριν κάποια χρόνια στο Διαβάζοντας
μια μάλλον κακή κριτική για το βιβλίο ενός πολύ αγαπημένου μου- κατά τα άλλα-
συγγραφέα. Εκείνος ενοχλήθηκε πολύ, και το ίδιο βράδυ άρχισε να γράφει
«σεντόνια» ολόκληρα στα σχόλια, όχι πολύ κολακευτικά. Μετά από αρκετές λέξεις,
κατέληξε πως μάλλον ζούμε σε άλλη χώρα, και θα συνεχίσουμε να ζούμε σε άλλη
χώρα, γιατί αυτός θα φύγει και θα πάει αλλού, όπου τον εκτιμούν και τον
καταλαβαίνουν. Η φράση κόλλησε στο μυαλό μου, ο πραγματικός συγγραφέας της
ιστορίας μας έφυγε όντως για Παρίσι, το ίδιο κι ο μυθιστορηματικός δικός μου.
Ο
κεντρικός ήρωας είναι ο Χάρης. Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο για αυτόν; Ποια η
δραματουργική του ανάγκη;
Ο Χάρης είναι ένας συγγραφέας,
που εγκαταλείπει την Ελλάδα και φεύγει για Παρίσι, λίγο πριν κλείσουν τα σύνορα
και η Ελλάδα βρεθεί εκτός Ευρωπαϊκής ένωσης. Είναι ένας διανοούμενος που
διατείνεται πως δεν αντέχει εδώ, γιατί δεν ανήκει εδώ και δεν τον καταλαβαίνουν
εδώ, για αυτό και πάει εκεί. Ο Χάρης, είναι αναγκαίος στην πλοκή, γιατί
αποτελεί το αντίβαρο. Απέναντι στα τριτοκοσμικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι
ήρωές μου στην Ελλάδα του πραξικοπήματος- δεν έχουν φαγητό, νερό, ρεύμα-,
εκείνος έχει ακόμα προβλήματα πρώτου κόσμου- δεν έχει έμπνευση, δεν έχει έρωτα,
δεν έχει γλώσσα, δεν έχει ταυτότητα. Ο Χάρης σκέφτεται για τη λογοτεχνία, τη
γλώσσα, τον έρωτα, την πατρίδα, κι οι απόψεις του πολύ συχνά απηχούν τις δικές
μου. Ο Χάρης, είναι ο χαρακτήρας που κάνει την μεγαλύτερη στροφή, ξεκινά ως
επηρμένος και μάλλον αντιπαθής κόκορας, στο τέλος όμως αποδεικνύει πως
νοιάζεται.
Κινείται σε μια φαντασιακή σφαίρα το βιβλίο, αλλά όχι και τόσο
τελικά. Γιατί η ζωή πολλές φορές μας εκπλήσσει και ο αληθινός κόσμος συνεχώς
μεταβάλλεται…
Όταν ξεκίνησε να γράφεται το
βιβλίο το 2011 η προοπτική ενός δημοψηφίσματος που θα έβγαζε την χώρα από την Ευρωπαϊκή
ένωση έμοιαζε ακόμα μακρινή. Για την ακρίβεια ήταν απλά ένα συγγραφικό εύρημα
γιατί ήθελα να μιλήσω για κάτι άλλο: το πώς είναι να είσαι εσύ ο πρόσφυγας, να
παίρνεις τα υπάρχοντά σου σε ένα σακούλι και τα παιδιά σου στον ώμο και να
φεύγεις. Στην πορεία της συγγραφής, τόσο το προσφυγικό, όσο και η οικονομική
κρίση βάθυναν. Αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2015. Εγώ μόλις είχα παραδώσει σε
κάποιους εκδοτικούς το δακτυλόγραφο για κρίση και στη χώρα είχαμε όντως δημοψήφισμα.
Αυτό έδωσε έναν τόσο επίκαιρο τόνο στο βιβλίο, που έκανε αρκετούς να σαστίσουν.
Για αυτό και το χειρόγραφο περίμενε ουσιαστικά έναμιση χρόνο στο συρτάρι μέχρι
να εκδοθεί.
Οι διανοούμενοι μπορεί να
αλλάξουν τον κόσμο; Ή αλλιώς με τους στίχους βάζεις φωτιά έστω;
Αυτό είναι ένα από τα βασικά
ερωτήματα που θέτει το βιβλίο. Απάντηση σε αυτό δεν έχω άλλη παρά αυτή: οι
πνευματικοί άνθρωποι είναι άνθρωποι. Ανάμεσά τους έχει ηγέτες, έχει κι ανθρωπάκια.
Το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο, η τέχνη και τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν
κάποιον προσωπικά, μπορούν να αλλάξουν και τον κόσμο. Δεν είναι απαραίτητο να
το κάνουν.
Θα ενέτασσες το βιβλίο στα
«βιβλία της Κρίσης»;
Γίνεται πολύ λόγος για αυτή τη
«λογοτεχνία της κρίσης». Δεν είμαι πεπεισμένη πως υπάρχει. Είναι ένα βιβλίο που
με αφορμή την κρίση, φτιάχνει ένα σκοτεινό και δυστοπικό «τι θα συνέβαινε αν»
και βάζει τους ήρωες του στις δυσκολότερες συνθήκες για να βγάλει τα πιο ποταπά
και τα πιο αγνά τους ένστικτα στην επιφάνεια. Σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις
δείχνουν οι άνθρωποι την ανθρωπίλα τους, αυτό από το οποίο είναι φτιαγμένοι. Το
Σχέδιο είναι βιβλίο της Κρίσης μόνο κατά μία έννοια, οι ήρωες του βλέπουν τα
προσωπικά τους όνειρα και τις προσδοκίες να διαψεύδονται χωρίς να φταίνε αυτοί,
αλλά η πολιτική συγκυρία. Οι προσδοκίες πέφτουν πάνω σε ένα πολιτικό τοίχο και
σπάνε. Το ίδιο παθαίνει κι η γενιά μας κοντά δέκα χρόνια τώρα.
Eίναι δύσκολο και σκοτεινό βιβλίο. Μου άφησε πικρή γεύση και με
αναστάτωσε...Τι σου λένε οι αναγνώστες;
Οι αναγνώστες μού λένε πως τους
ξενύχτησε, πως δεν μπορούσαν να το αφήσουν από τα χέρια τους, πως έπειτα από τόσο ζόφο θα ήθελαν ένα σταθερό
και ήσυχο τέλος, κι όχι αυτό το πομπώδες και ανοιχτό, για να μπορέσουν να
καταλαγιάσουν τα πάθη. Δεν ήταν στις προθέσεις μου. Στις προθέσεις μου ήταν να
γίνω ο εφιάλτης σας τα βράδια.
Κάποιες από τις επιρροές μου
είναι πολύ εμφανείς, στο κομμάτι «του δρόμου» είναι αδύνατο να μην σκεφτείς τον
ΜακΚάρθυ, το «Κουτσό» του Κορτάσαρ είναι η μοναδική αίσθηση που έχω από το
Παρίσι μιας και δεν έχω μείνει ποτέ εκεί κι εκεί εκτυλίσσεται το μισό βιβλίο, ο
τρόπος που οι ήρωες σκαλίζουν συνεχώς τα συναισθήματά τους θα ήθελα να θυμίζει
Όστερ ή Μαρίας, Όμως στην πραγματικότητα, το βιβλίο είναι ένα tribute στον
Όργουελ και τον Χάξλευ. Όλα αυτά βέβαια τηρουμένων των αναλογιών, μη σκεφτεί
κανείς πως θα συνέκρινα το βιβλίο μου με τα δικά τους, ή πως τους είχα
συνειδητά στο μυαλό μου. Τα κείμενα των άλλων παρεισφρέουν στα κείμενα των
συγγραφέων που είναι συστηματικοί αναγνώστες σχεδόν αθέλητα.
Η συναισθηματική βία είναι ένα ισχυρό στοιχείο μέσα στο βιβλίο.
Η συναισθηματική βία είναι
απότοκη της βίας που έχουμε δεχτεί. Ο χαρακτήρας της Ευγενίας, της έφηβης κόρης
και εγγονής, είναι ο πιο βίαιος γιατί έχει υποστεί τόση κακοποίηση στην παιδική
της ηλικία που είναι αδύνατο να λειτουργήσει με άλλον τρόπο. Διαφορετικά οι
πράξεις της θα ήταν εντελώς αψυχολόγητες. Συναισθηματική βία έχουμε υποστεί
όλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συνήθως από τους πιο κοντινούς μας, την
οικογένεια. Είναι ο τρόπος που οι ισχυρότεροι εδραιώνουν την δύναμη τους. Είναι
πολύ δύσκολο να την αναγνωρίσεις ως τέτοια, να την αποδεχτείς, να σταματήσεις
την κακοποίηση και να προχωρήσεις παρακάτω.
Βάλε μας λίγο μέσα στο εργαστήρι σου...πως εργάστηκες.
Ο τρόπος που προκύπτουν τα μεγάλα
μου κείμενα είναι πια σχεδόν παγιωμένος. Κάποιο περιστατικό θα τραβήξει την προσοχή
μου και θα γράψω ίσως ένα ή δύο διηγήματα για αυτό. Τα διηγήματα μου βγαίνουν
αβίαστα, σχεδόν φυσικά. Έπειτα η ιδέα θα αρχίσει να με τριβελίζει, θα εμποδίζει
σχεδόν την καθημερινότητά μου, αλλά δεν θα γράφω τίποτα. Η ιστορία σχηματίζεται
σε αδρές γραμμές όσο φτιάχνω πλάνα, κρατάω χειρόγραφες σημειώσεις. Αυτό το
στάδιο μπορεί να πάρει χρόνια. Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ξέρω την πρώτη
πρόταση. Αυτό είναι το έναυσμα για να αρχίσω να γράφω, με ένταση, πάντα στον
υπολογιστή. Το πρώτο ντραφτ τελειώνει σχετικά γρήγορα. Κι έπειτα αρχίζει το
βάσανο, το γράψε σβήσε, οι διορθώσεις, που μπορεί να αλλάξουν την όψη του
βιβλίου ίσως και κατά 80%. Κεφάλαια ξαναγράφονται, άλλα κόβονται εντελώς, άλλα
προστίθενται, είναι επίπονο και ψυχοφθόρο. Δυσκολεύομαι να βάλω τελεία.
Εξελίσσονται δύο ιστορίες παράλληλα, μία στην ουσία, και ο
αναγνώστης δεν μπορεί να προβλέψει τί θα γίνει παρακάτω.
Μου αρέσει να κρατώ σε εγρήγορση τον
αναγνώστη. Αγαπώ την εμβάθυνση, αλλά ταυτόχρονα ποτέ δεν ξεχνάω την πλοκή. Με
ενθουσιάζουν τα βιβλία που σε παρασύρουν, που δεν μπορείς, θέλεις να γυρίσεις
την επόμενη σελίδα για να δεις τι θα γίνει παρακάτω.
Όσα έχουν γραφτεί για το βιβλίο είναι σε ανταπόκριση με την πρόθεση
του συγγραφέα;
Μπα. Σχεδόν κανένα από τα κείμενα
που έχουν γραφτεί για το βιβλίο δεν έχουν καμία σχέση με τις προθέσεις μου.
Αυτό έχει να κάνει με δύο πράγματα. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι πως το
βιβλίο έχει δεύτερη ζωή όταν φεύγει από τα χέρια του συγγραφέα και φτάνει σε
αυτά του αναγνώστη. Το δεύτερο έχει να κάνει με το ποιος και πώς κάνει κριτική
βιβλίων στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι αρκούνται να αναμασήσουν τις ιδέες των
πρώτων 2-3 κειμένων που γράφονται για ένα βιβλίο, κάνουν επιφανειακή, γρήγορη,
επαγγελματική ανάγνωση, ίσα για να γράψουν.
****
Η φωτό είναι παρμένη από :cherrybookreviews
****