ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
VARELAKI:Σε καλωσορίζω στο varelaki blog και ξεκινώ...
Πώς έμπλεξες με την συγγραφή;
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Να σου πω την αλήθεια, μάλλον τυχαία. Όταν άρχισα να γράφω, πριν πέντε περίπου χρόνια, δεν το είχα σκεφθεί καν ότι μπορεί να γίνω συγγραφέας. Μέχρι τότε η σχέση μου με τη λογοτεχνία ήταν από την πλευρά του αναγνώστη. Απλά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, έτυχε να έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο. Έτσι, ένα πρωί, χωρίς καν να καταλάβω το πως και το γιατί, έκατσα στην καρέκλα και άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Μετά πήραν όλο το δρόμο τους. Πάντως, τώρα που το σκέφτομαι πιο ψύχραιμα, αρχίζω να πιστεύω ότι το γράψιμο ήταν μια εσωτερική ανάγκη η οποία, αργά ή γρήγορα, θα εκδηλωνόταν.
VARELAKI:Οι λογοτεχνικές σου αναφορές...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Αγαπάω ιδιαίτερα τους κλασσικούς συγγραφείς: Ντοστογιέφσκι, Χεμινγουέι, Μπαλζάκ, Ζολά, Κάφκα και όλη σχεδόν τη δική μας γενιά του ’30, με προεξάρχοντες τους Σωτήρη Πατατζή και Καραγάτση. Τον τελευταίο, παρότι σήμερα πολλοί τον απαξιώνουν, τον θεωρώ τον πιο ταλαντούχο Έλληνα μυθιστοριογράφο όλων των εποχών. Παρεμπιπτόντως να αναφέρω ότι, τη συγκεκριμένη συγγραφική γενιά, την εκτιμώ όχι μόνο για το ταλέντο της αλλά και για την ευρυμάθειά της. Όλοι σχεδόν όσοι την απάρτιζαν ήταν άνθρωποι με τεράστιο πλούτο γνώσεων.
VARELAKI:<ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ>-νέο βιβλίο.Πού αναφέρεται;Πώς προέκυψε;Λεπτομέριες παρακαλώ!
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» είναι ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Αφορμή για τη συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος στάθηκε η γενικότερη αγάπη μου για την ιστορία. Ήταν μια καλή ευκαιρία για εμένα να διερευνήσω λεπτομερώς τι ακριβώς συνέβηκε τη συγκεκριμένη περίοδο. Αιτία όμως ήταν η προσωπική ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου, η οποία πλήγηκε όσες λίγες από τον πόλεμο και τη Κατοχή. Πιο συγκεκριμένα δυο δίδυμα αδέλφια του πατέρα μου, ο Κοσμάς και ο Δαμιανός, χάθηκαν τότε. Ο πρώτος έπεσε στο Αλβανικό μέτωπο και ο δεύτερος συνελήφθη σε κάποιο μπλόκο στις αρχές του ’44 και εκτελέστηκε. Μετά την εκτέλεση του Δαμιανού ο πατέρας μου αποφάσισε να βγει στο βουνό και να γίνει αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Η απόφασή του αυτή έγινε η αιτία για να συγκρουστεί σκληρά με τον συντηρητικό πολιτικά αλλά και σαν χαρακτήρα πατέρα του. Αυτό, με δυο λόγια, είναι το ξεκίνημα της ιστορίας του βιβλίου.
«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» είναι βασισμένο σε πολύ μεγάλο βαθμό στα πραγματικά ιστορικά περιστατικά της εποχής. Δυο περίπου χρόνια, όσο δηλαδή διήρκεσε η συγγραφή, μελέτησα συστηματικά την ιστορία της συγκεκριμένης περιόδου. Εκτός αυτού όμως, για καλή μου τύχη, εκτός από τα βιβλία, είχα την τύχη να με συνδράμουν στην προσπάθειά μου και τρεις φίλοι ιστορικοί, οι οποίοι ειδικεύονται στη συγκεκριμένη περίοδο. Θέλω να πιστεύω πως, όσοι μπουν στον κόπο να διαβάσουν το βιβλίο, ακόμη κι αν δεν έχουν καμία σχέση με τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα πάρουν μια εικόνα του τι συνέβη την ταραγμένη εκείνη περίοδο. Μέσα από το μύθο προσπάθησα να ερμηνεύσω και όχι μόνο να καταγράψω γεγονότα και συμπεριφορές και, θέλω να πιστεύω, σύμφωνα και με όσα μου είπαν οι φίλοι ιστορικοί που με βοήθησαν, ότι η προσπάθειά μου είναι επιτυχημένη.
Κλείνοντας την απάντησή μου, ας πω δυο λόγια ακόμη για το μυθιστόρημα. Καταρχήν στο βιβλίο εμπλέκονται η μυθοπλασία με την αλήθεια και το αποτέλεσμα είναι ένα πολυσέλιδο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Έρωτες, μάχες, διώξεις, αγωνία, αδιέξοδα, η ζωή και ο θάνατος, η μικροψυχία αλλά και η μεγαλοψυχία των Ελλήνων είναι τα υλικά που χρησιμοποίησα για να φτιάξω ένα μυθιστόρημα που εστιάζει στις δυσκολίες των καθημερινών ανθρώπων της εποχής. Γι’ αυτό, όταν με ρωτούν αν έχω γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, απαντώ πως το μυθιστόρημά μου –αν υποθέσουμε πως οι ταμπέλες είναι απαραίτητες– είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα σε συγκεκριμένο ιστορικό φόντο και με αρκετές πολιτικές αναφορές.
VARELAKI:Μια κλασσική ερώτηση...απλά ο καθένας μας που γράφει την απαντά διαφορετικά.Εσύ λοιπόν...γιατί γράφεις;
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Ίσως η απάντησή μου να φανεί λίγο μελό ή κλισέ, αλλά νομίζω ότι ισχύει για την πλειονότητα όσων γράφουν. «Το γράψιμο είναι ανάγκη». Στους περισσότερους προκύπτει ξαφνικά και απρόβλεπτα. Τουλάχιστον σε εμένα έτσι συνέβηκε. Απ’ όταν παράτησα τη δημοσιογραφία, οφείλω να ομολογήσω ότι είχα γράψει –για δέκα περίπου χρόνια– από ελάχιστα έως καθόλου. Όμως, κάποια στιγμή, άρχισα να γράφω άσχετα πράγματα σε ένα τετράδιο. Σιγά σιγά αυτό έγινε καθημερινή συνήθεια. Μέχρι που η συνήθεια έγινε έξη και με οδήγησε στη συγγραφή του πρώτου μου μυθιστορήματος.
VARELAKI:Φαίνεται πως διανύουμε με αντι-λογοτεχνική εποχή,αν μπορώ να το πω έτσι...Παρόλα αυτά κάποιοι επιμένουν στη λογοτεχνία...Αλλοι νοσταλγούν τους κλασικούς μας λογοτέχνες...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Είναι γεγονός ότι η εποχή μας είναι γενικώς «αντί». Όμως η λογοτεχνία αφορά στη φαντασία και στο συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων. Καλή, κακή ή μέτρια, δεν έχει τόση σημασία, όσο οι άνθρωποι φαντάζονται και αισθάνονται, θα συνεχίσουν να γράφουν λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι συνυφασμένη με την ύπαρξή μας ως είδος. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ξεχωρίσαμε από τα υπόλοιπα ζώα και γίναμε έλλογα όντα, αρχίσαμε να διηγούμαστε ιστορίες. Τις πρώτες εκείνες εποχές οι πρόγονοί μας τις σκαλίζανε στους τοίχους, αργότερα τις έγραψαν στους πάπυρους, σήμερα τις τυπώνουμε στο χαρτί, αλλά τις βλέπουμε και στην οθόνη του υπολογιστή. Ο τρόπος μπορεί να άλλαξε, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Όπως είπα και πρωτύτερα, στους κλασσικούς συγγραφείς έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία. Όμως, νομίζω, ότι και σήμερα γράφονται αξιόλογα πράγματα. Απλώς δεν προβάλλονται τόσο πολύ. Σήμερα, που όλα έχουν σχέση με το χρήμα, προωθούνται πράγματα «εύπεπτα» με στόχο να πιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες.
VARELAKI:Λογοτεχνία και Πολιτική...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Σχέση αίματος, θα έλεγα. Η λογοτεχνία και η πολιτική έχουν στενότατη συγγένεια. Ένας μεγάλος αριθμός της λογοτεχνικής παραγωγής, διαχρονικά, αφορά στην κριτική και καταγραφή της πολιτικής και των αποτελεσμάτων της. Όπερ σημαίνει ότι, αν αφαιρέσουμε την πολιτική από τη ζωή μας, στερούμε από τη λογοτεχνία την κινητήριο δύναμή της. Άλλωστε και εγώ ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που ασχολούνται με τις παρενέργειες της πολιτικής. Το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑ», ήταν μια αλληγορία για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και διαφορές. Αλλά και το καινούργιο, «ΤΟ ΔΙΚΙΟ», διερευνά τις ευθύνες της πολιτικής και των πολιτικών στην περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου.
VARELAKI:Λογοτεχνία και Διαδύκτιο...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Εγώ είμαι κλασσικός αναγνώστης. Δεν θα μπορούσα ποτέ να διαβάσω ένα ολόκληρο βιβλίο στην οθόνη του υπολογιστή μου. Όμως, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η ζωή προχωράει και, στο μέλλον, υπάρχει η πιθανότητα όλοι να διαβάζουμε από τις οθόνες. Το διαδίκτυο όμως νομίζω ότι μόνο καλά μπορεί να προσφέρει στη λογοτεχνία. Καταρχήν, δεν έχει σημασία από πού θα διαβάζει κάποιος, αλλά να διαβάζει. Και σε αυτή την κατεύθυνση το διαδίκτυο βοηθάει σίγουρα. Κατά δεύτερον, το διαδίκτυο, σε πολλούς ανθρώπους που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εκδώσουν τη δουλειά τους σε βιβλία, δίνει την ευκαιρία να την κοινοποιήσουν στο κοινό. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να καταγραφεί στα θετικά του.
VARELAKI:Τί ονειρεύεσαι; Γράφεις κάτι καινούργιο;
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Γράφω ήδη, εδώ και λίγους μήνες, το τρίτο μου βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα, θέλω να πιστεύω, διαφορετικό απ’ ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα. Χρησιμοποιώ για πρώτη φορά πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και είναι ένα μυθιστόρημα που κινείται μεταξύ του μαγικού ρεαλισμού και της λογοτεχνίας του φανταστικού. Με δυο λόγια: Ένα φάντασμα διηγείται την ιστορία των κατοίκων ενός απομονωμένου χωριού –μια μικρογραφία της κοινωνίας μας– όπου συμβαίνουν διάφορα παράξενα. Περισσότερα θα μπορώ να πω σε κανένα χρόνο από τώρα...
Ονειρεύομαι δυο πράγματα: Πρώτον, να πάει καλά το καινούργιο μου βιβλίο και, δεύτερον, να καταφέρω, όπως ένας γνωστός και καταξιωμένος συνάδελφος, να πάρω δική μου εκπομπή στην τηλεόραση!!! Γιατί, ως γνωστόν, «τη δόξα πολλοί εμίσησαν, το χρήμα ουδείς».
VARELAKI:Σε καλωσορίζω στο varelaki blog και ξεκινώ...
Πώς έμπλεξες με την συγγραφή;
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Να σου πω την αλήθεια, μάλλον τυχαία. Όταν άρχισα να γράφω, πριν πέντε περίπου χρόνια, δεν το είχα σκεφθεί καν ότι μπορεί να γίνω συγγραφέας. Μέχρι τότε η σχέση μου με τη λογοτεχνία ήταν από την πλευρά του αναγνώστη. Απλά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, έτυχε να έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο. Έτσι, ένα πρωί, χωρίς καν να καταλάβω το πως και το γιατί, έκατσα στην καρέκλα και άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Μετά πήραν όλο το δρόμο τους. Πάντως, τώρα που το σκέφτομαι πιο ψύχραιμα, αρχίζω να πιστεύω ότι το γράψιμο ήταν μια εσωτερική ανάγκη η οποία, αργά ή γρήγορα, θα εκδηλωνόταν.
VARELAKI:Οι λογοτεχνικές σου αναφορές...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Αγαπάω ιδιαίτερα τους κλασσικούς συγγραφείς: Ντοστογιέφσκι, Χεμινγουέι, Μπαλζάκ, Ζολά, Κάφκα και όλη σχεδόν τη δική μας γενιά του ’30, με προεξάρχοντες τους Σωτήρη Πατατζή και Καραγάτση. Τον τελευταίο, παρότι σήμερα πολλοί τον απαξιώνουν, τον θεωρώ τον πιο ταλαντούχο Έλληνα μυθιστοριογράφο όλων των εποχών. Παρεμπιπτόντως να αναφέρω ότι, τη συγκεκριμένη συγγραφική γενιά, την εκτιμώ όχι μόνο για το ταλέντο της αλλά και για την ευρυμάθειά της. Όλοι σχεδόν όσοι την απάρτιζαν ήταν άνθρωποι με τεράστιο πλούτο γνώσεων.
VARELAKI:<ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ>-νέο βιβλίο.Πού αναφέρεται;Πώς προέκυψε;Λεπτομέριες παρακαλώ!
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» είναι ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Αφορμή για τη συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος στάθηκε η γενικότερη αγάπη μου για την ιστορία. Ήταν μια καλή ευκαιρία για εμένα να διερευνήσω λεπτομερώς τι ακριβώς συνέβηκε τη συγκεκριμένη περίοδο. Αιτία όμως ήταν η προσωπική ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου, η οποία πλήγηκε όσες λίγες από τον πόλεμο και τη Κατοχή. Πιο συγκεκριμένα δυο δίδυμα αδέλφια του πατέρα μου, ο Κοσμάς και ο Δαμιανός, χάθηκαν τότε. Ο πρώτος έπεσε στο Αλβανικό μέτωπο και ο δεύτερος συνελήφθη σε κάποιο μπλόκο στις αρχές του ’44 και εκτελέστηκε. Μετά την εκτέλεση του Δαμιανού ο πατέρας μου αποφάσισε να βγει στο βουνό και να γίνει αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Η απόφασή του αυτή έγινε η αιτία για να συγκρουστεί σκληρά με τον συντηρητικό πολιτικά αλλά και σαν χαρακτήρα πατέρα του. Αυτό, με δυο λόγια, είναι το ξεκίνημα της ιστορίας του βιβλίου.
«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» είναι βασισμένο σε πολύ μεγάλο βαθμό στα πραγματικά ιστορικά περιστατικά της εποχής. Δυο περίπου χρόνια, όσο δηλαδή διήρκεσε η συγγραφή, μελέτησα συστηματικά την ιστορία της συγκεκριμένης περιόδου. Εκτός αυτού όμως, για καλή μου τύχη, εκτός από τα βιβλία, είχα την τύχη να με συνδράμουν στην προσπάθειά μου και τρεις φίλοι ιστορικοί, οι οποίοι ειδικεύονται στη συγκεκριμένη περίοδο. Θέλω να πιστεύω πως, όσοι μπουν στον κόπο να διαβάσουν το βιβλίο, ακόμη κι αν δεν έχουν καμία σχέση με τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα πάρουν μια εικόνα του τι συνέβη την ταραγμένη εκείνη περίοδο. Μέσα από το μύθο προσπάθησα να ερμηνεύσω και όχι μόνο να καταγράψω γεγονότα και συμπεριφορές και, θέλω να πιστεύω, σύμφωνα και με όσα μου είπαν οι φίλοι ιστορικοί που με βοήθησαν, ότι η προσπάθειά μου είναι επιτυχημένη.
Κλείνοντας την απάντησή μου, ας πω δυο λόγια ακόμη για το μυθιστόρημα. Καταρχήν στο βιβλίο εμπλέκονται η μυθοπλασία με την αλήθεια και το αποτέλεσμα είναι ένα πολυσέλιδο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Έρωτες, μάχες, διώξεις, αγωνία, αδιέξοδα, η ζωή και ο θάνατος, η μικροψυχία αλλά και η μεγαλοψυχία των Ελλήνων είναι τα υλικά που χρησιμοποίησα για να φτιάξω ένα μυθιστόρημα που εστιάζει στις δυσκολίες των καθημερινών ανθρώπων της εποχής. Γι’ αυτό, όταν με ρωτούν αν έχω γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, απαντώ πως το μυθιστόρημά μου –αν υποθέσουμε πως οι ταμπέλες είναι απαραίτητες– είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα σε συγκεκριμένο ιστορικό φόντο και με αρκετές πολιτικές αναφορές.
VARELAKI:Μια κλασσική ερώτηση...απλά ο καθένας μας που γράφει την απαντά διαφορετικά.Εσύ λοιπόν...γιατί γράφεις;
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Ίσως η απάντησή μου να φανεί λίγο μελό ή κλισέ, αλλά νομίζω ότι ισχύει για την πλειονότητα όσων γράφουν. «Το γράψιμο είναι ανάγκη». Στους περισσότερους προκύπτει ξαφνικά και απρόβλεπτα. Τουλάχιστον σε εμένα έτσι συνέβηκε. Απ’ όταν παράτησα τη δημοσιογραφία, οφείλω να ομολογήσω ότι είχα γράψει –για δέκα περίπου χρόνια– από ελάχιστα έως καθόλου. Όμως, κάποια στιγμή, άρχισα να γράφω άσχετα πράγματα σε ένα τετράδιο. Σιγά σιγά αυτό έγινε καθημερινή συνήθεια. Μέχρι που η συνήθεια έγινε έξη και με οδήγησε στη συγγραφή του πρώτου μου μυθιστορήματος.
VARELAKI:Φαίνεται πως διανύουμε με αντι-λογοτεχνική εποχή,αν μπορώ να το πω έτσι...Παρόλα αυτά κάποιοι επιμένουν στη λογοτεχνία...Αλλοι νοσταλγούν τους κλασικούς μας λογοτέχνες...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Είναι γεγονός ότι η εποχή μας είναι γενικώς «αντί». Όμως η λογοτεχνία αφορά στη φαντασία και στο συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων. Καλή, κακή ή μέτρια, δεν έχει τόση σημασία, όσο οι άνθρωποι φαντάζονται και αισθάνονται, θα συνεχίσουν να γράφουν λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι συνυφασμένη με την ύπαρξή μας ως είδος. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ξεχωρίσαμε από τα υπόλοιπα ζώα και γίναμε έλλογα όντα, αρχίσαμε να διηγούμαστε ιστορίες. Τις πρώτες εκείνες εποχές οι πρόγονοί μας τις σκαλίζανε στους τοίχους, αργότερα τις έγραψαν στους πάπυρους, σήμερα τις τυπώνουμε στο χαρτί, αλλά τις βλέπουμε και στην οθόνη του υπολογιστή. Ο τρόπος μπορεί να άλλαξε, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Όπως είπα και πρωτύτερα, στους κλασσικούς συγγραφείς έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία. Όμως, νομίζω, ότι και σήμερα γράφονται αξιόλογα πράγματα. Απλώς δεν προβάλλονται τόσο πολύ. Σήμερα, που όλα έχουν σχέση με το χρήμα, προωθούνται πράγματα «εύπεπτα» με στόχο να πιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες.
VARELAKI:Λογοτεχνία και Πολιτική...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Σχέση αίματος, θα έλεγα. Η λογοτεχνία και η πολιτική έχουν στενότατη συγγένεια. Ένας μεγάλος αριθμός της λογοτεχνικής παραγωγής, διαχρονικά, αφορά στην κριτική και καταγραφή της πολιτικής και των αποτελεσμάτων της. Όπερ σημαίνει ότι, αν αφαιρέσουμε την πολιτική από τη ζωή μας, στερούμε από τη λογοτεχνία την κινητήριο δύναμή της. Άλλωστε και εγώ ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που ασχολούνται με τις παρενέργειες της πολιτικής. Το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑ», ήταν μια αλληγορία για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και διαφορές. Αλλά και το καινούργιο, «ΤΟ ΔΙΚΙΟ», διερευνά τις ευθύνες της πολιτικής και των πολιτικών στην περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου.
VARELAKI:Λογοτεχνία και Διαδύκτιο...
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Εγώ είμαι κλασσικός αναγνώστης. Δεν θα μπορούσα ποτέ να διαβάσω ένα ολόκληρο βιβλίο στην οθόνη του υπολογιστή μου. Όμως, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η ζωή προχωράει και, στο μέλλον, υπάρχει η πιθανότητα όλοι να διαβάζουμε από τις οθόνες. Το διαδίκτυο όμως νομίζω ότι μόνο καλά μπορεί να προσφέρει στη λογοτεχνία. Καταρχήν, δεν έχει σημασία από πού θα διαβάζει κάποιος, αλλά να διαβάζει. Και σε αυτή την κατεύθυνση το διαδίκτυο βοηθάει σίγουρα. Κατά δεύτερον, το διαδίκτυο, σε πολλούς ανθρώπους που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εκδώσουν τη δουλειά τους σε βιβλία, δίνει την ευκαιρία να την κοινοποιήσουν στο κοινό. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να καταγραφεί στα θετικά του.
VARELAKI:Τί ονειρεύεσαι; Γράφεις κάτι καινούργιο;
N.ΑΡΑΠΑΚΗΣ:Γράφω ήδη, εδώ και λίγους μήνες, το τρίτο μου βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα, θέλω να πιστεύω, διαφορετικό απ’ ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα. Χρησιμοποιώ για πρώτη φορά πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και είναι ένα μυθιστόρημα που κινείται μεταξύ του μαγικού ρεαλισμού και της λογοτεχνίας του φανταστικού. Με δυο λόγια: Ένα φάντασμα διηγείται την ιστορία των κατοίκων ενός απομονωμένου χωριού –μια μικρογραφία της κοινωνίας μας– όπου συμβαίνουν διάφορα παράξενα. Περισσότερα θα μπορώ να πω σε κανένα χρόνο από τώρα...
Ονειρεύομαι δυο πράγματα: Πρώτον, να πάει καλά το καινούργιο μου βιβλίο και, δεύτερον, να καταφέρω, όπως ένας γνωστός και καταξιωμένος συνάδελφος, να πάρω δική μου εκπομπή στην τηλεόραση!!! Γιατί, ως γνωστόν, «τη δόξα πολλοί εμίσησαν, το χρήμα ουδείς».