Πηγή :ΔΙΑΣΤΙΧΟ
Ο Ντέιβιντ Μάμετ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1947. Είναι ένας πολυβραβευμένος συγγραφέας θεατρικών έργων και όχι μόνο. Δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, καθηγητής σε διάφορα κολέγια και πανεπιστήμια. Πολύπλευρος και πολυσχιδής, μάχιμος ακόμα. Οι ήρωες του έργου του Μάμετ Παραλλαγές πάπιας παίρνουν σάρκα και οστά στη Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου, που έχει σκηνοθετήσει κιόλας την παράσταση.
Ο ήρωας και η ηρωίδα του έργου, που δεν είναι πια νέοι, συναντιούνται σε ένα πάρκο και συζητάνε περί ανέμων και υδάτων, κυρίως όμως για... πάπιες. Δεν πρόκειται για σαφείς χαρακτήρες. Δεν ξέρουμε ακριβώς ούτε από πού έρχονται, ούτε πού πηγαίνουν. Αναρωτιόμαστε πού μένουν, πώς επιβιώνουν, ποιο είναι το παρελθόν τους, αφού το μόνο που γνωρίζουμε είναι αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Δύο άνθρωποι συνομιλούν. Συνυπάρχουν. Με μικρές κι ανούσιες διαφωνίες διασκεδάζουν τη μοναξιά τους. Δεν φαίνεται πως ο ένας είναι πλούσιος και ο άλλος φτωχός. Ούτε αν ο ένας είναι αδύνατος και ο άλλος δυνατός, αν ο ένας είναι άρρωστος ενώ ο άλλος υγιής. Ή αν κάποιος από τους δύο είναι πιο μορφωμένος και κάποιος λιγότερο. Δεν προκύπτει από κάπου ότι έχουν ιδιαίτερες δραματουργικές ανάγκες. H πλοκή του έργου του Μάμετ δεν είναι διόλου περίπλοκη.
Ποια είναι, όμως, τα ελατήρια που κινούν αυτούς τους ανθρώπους; Ίσως αυτή η ίδια η πιεστική ανάγκη να ζήσουν, να υπάρξουν, να εκφραστούν, να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι. Συν-αισθάνονται κιόλας; Mπορεί. Από τη στιγμή που έχουν βρει κοινό θέμα συζήτησης (περί της ζωής και των συνηθειών της πάπιας ως είδος) σημαίνει πως κάπου συγκλίνουν και άρα είναι καλά τα πράγματα. Υπάρχει ελπίδα. Αφού αν αναλογιστεί κανείς τη σύγχρονη εποχή, θα διαπιστώσει πως ο κόσμος έχει γεμίσει με παράλληλους μονολόγους. Όλοι μαζί, αλλά ο καθένας μόνος του. Κόσμος αυτιστικός, αλλόκοτος, μοναχικός. Οι δύο ήρωες δεν απευθύνουν προσωπικές ερωτήσεις, δεν είναι αδιάκριτοι ο ένας με τον άλλο. Μέσα στη φύση περνάνε τις ώρες τους σχολιάζοντας, παρατηρώντας τα ζώα και το φυσικό περιβάλλον, το τοπίο. Ερωτήσεις, απαντήσεις, αρνήσεις, καταφάσεις. Ο ένας συχνά συμπληρώνει τον άλλον. Ο λόγος λιτός, άμεσος, καθημερινός, ρεαλιστικός. Λόγος και σιωπή εναλλάξ. Οι παύσεις διαλύουν κάθε ενδεχόμενο φλυαρίας. Eδώ συγγενεύει και με τον Πίντερ[1] θα μπορούσαμε να πούμε. Όπως τον Χάρολντ Πίντερ έτσι και τον Ντέιβιντ Μάμετ δεν τον ενδιαφέρει να είναι φλύαρος ή διδακτικός, ή υπερβολικά μεταμοντέρνος ή δυσνόητος ή ψεύτικος ή συμβατικός. Δεν τον ενδιαφέρει να γίνει «ταχυδρόμος» και να δώσει το γράμμα. Όμως πάντα υπάρχει κάτι πίσω από αυτό που βλέπουμε, κάτι που ο αναγνώστης/θεατής θα το υποθέσει, θα το ανακαλύψει, θα ψάξει να το βρει, θα το ανασύρει από μέσα του.
Θα ’λεγε κανείς πως το έργο αποτελεί εύστοχο σχόλιο για τη μοναξιά των ανθρώπων. Στην έβδομη παραλλαγή, η Έμιλι λέει: «Ο καθένας μας χρειάζεται έναν φίλο σ’ αυτή τη ζωή». Και ο Τζορτζ: «Σ’ αυτή και σε κάθε άλλη ζωή». Καταλήγουν στο ότι δεν αξίζει να ζεις τη ζωή, αν δεν έχεις έστω έναν φίλο. Νιώθεις μοναξιά, αν δεν έχεις έναν φίλο, αν δεν είσαι φίλος ο ίδιος. «Ο άνθρωπος δεν είναι το νησί του εαυτού του». Ούτε οι κάκτοι, ούτε τα άλλα φυτά, ούτε τα λουλούδια, ούτε και τα ζώα μπορούν να ζουν μόνα τους. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν μπορεί.
Το έργο του Μάμετ είναι ένα στιγμιότυπο ζωής, που όμως έχει κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις. Η μοναξιά είναι η αιτία για τα προβλήματα των ανθρώπων, για την κατάπτωση, τη σιωπή ή την κατάθλιψή τους. Οι δύο ήρωες ανασαίνουν κοντά στη φύση, παρηγοριούνται, αλληλεπιδρούν, έχουν διέξοδο, έστω και σύντομη. Θα εξακολουθήσουν να είναι φίλοι, άραγε; Θα ξαναβρεθούν ποτέ; Θα το επιδιώξουν; Ή αυτή θα είναι η πρώτη και η τελευταία τους φορά; Mήπως είχαν ξαναβρεθεί και κάποιες άλλες φορές στο παρελθόν;
O Mάμετ δεν καταφεύγει στην ανάλυση. Δεν γίνεται περιγραφικός, ούτε συναισθηματικός ή μελοδραματικός. Πετυχαίνει να δώσει το παρόν των ηρώων που ζουν τη στιγμή στο πάρκο. Οι ήρωες είναι ανθρώπινοι, απολαμβάνουν το τώρα, προσυπογράφουν την τέχνη της συνύπαρξης. Δεν μιλούν για τα προσωπικά τους, αλλά για τη φύση, το περιβάλλον, τις πάπιες, τη ζωή και τις συνήθειές τους. Ίσως σε αυτές τις κουβέντες βρίσκουν παρηγοριά, ανακούφιση, αισθάνονται ότι κάπου ανήκουν.
«Μπορεί άραγε να χτιστεί μια σχέση όταν οι άνθρωποι μιλούν για οικολογία, αλλά και για την κοινωνική πραγματικότητα;» σημειώνει στο πρόγραμμα της εν λόγω παράστασης της Θεατρικής Σκηνής ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Μανώλης Τσαγκαράκης. Kάπου μέσα στο κείμενο λέγεται χαρακτηριστικά το εξής: «Τίποτα δεν είναι για το τίποτα. Όλα έχουν κάποιο σκοπό». Άραγε, αναλογιζόμαστε, η συνάντηση αυτών των δύο ξένων έχει κάποιο σκοπό; Eπίσης, λέγονται και αυτά:
ΕΜΙΛΙ: To ότι είσαι σε αυτό το παγκάκι έχει κάποιο σκοπό.
ΤΖΟΡΤΖ: Kαι το παγκάκι έχει κάποιο σκοπό.
Ο ρόλος της πάπιας
Τραβάει την προσοχή μας η ερώτηση που απευθύνει ο Τζορτζ: «Στο νεκροκρέβατό της τι θα έλεγε η πάπια, αν είχε μιλιά;» Και η Έμιλι απαντά: «Ότι θέλει να ζήσει κι άλλο». Και πάλι ο Τζορτζ: «Σωστά. Αλλά μεταμέλεια; Tύψεις; Άλλα αρνητικά συναισθήματα; ’Oχι, όχι. Είναι σε αρμονία με τη φύση». Έμιλι: «Είναι μέρος της φύσης. Είναι πάπια». Τζορτζ: «Ναι, αλλά και ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης».
Η πάπια στο έργο αυτό του Μπέκετ κατέχει κυρίαρχη θέση. Είναι το βασικό αντικείμενο συζήτησης, είναι ο συνδετικός κρίκος των ηρώων. Η ίδια όμως, ακόμα κι αν είναι εκεί μπροστά τους στη λιμνούλα, δεν καταλαβαίνει ό,τι λέγεται για εκείνη. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φύσης, από την οποία έχει απομακρυνθεί ο άνθρωπος. Η φυσική της θέση είναι δεδομένη. Αλλά δεν διαθέτει τη συνείδηση ή την κρίση. Δεν διαθέτει τον Λόγο. Δεν μπορεί να κάνει διάλογο με τους ανθρώπους, να νιώσει κάτι, να υπερασπιστεί τον εαυτό της –ενδεχομένως– αν χρειαστεί.
Aντίθετα, ο Lévinas[2] έχει αναφερθεί –στο πλαίσιο της ενανθρώπισης των ζώων– στο Βobby τον σκύλο, ο οποίος «μόνος αυτός ανάμεσα στους ανθρώπους μπορεί να αναγνωρίσει και να μοιραστεί με τον τρόπο του την ανθρωπινότητα των κρατουμένων» στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ σε κάποιες λογοτεχνικές περιπτώσεις, όπου τα ζώα διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο ή προσωποποιούνται ποιητική αδεία ή για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες ενός έργου. Πρώτη περίπτωση το σκυλί[3] του ομηρικού Οδυσσέα, που χρειάστηκε να τον δει πρώτα και μετά να πεθάνει ήσυχο. Παρουσιάζεται να περιμένει τον γυρισμό του και να κατανοεί και να ανακουφίζεται όταν πονάει, ακριβώς επειδή υπάρχει ψυχολογική ερμηνεία για τη συμπεριφορά του. Δεύτερη περίπτωση τα άλογα του Αχιλλέα στο ομότιτλο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη,[4] που είναι εμπνευσμένο από την ραψωδία Ζ της Ιλιάδας.Tα άλογα σαν άνθρωποι θρηνούν για τον χαμό του Πατρόκλου. Τρίτη περίπτωση, το λαλίστατο πουλάκι[5] των δημοτικών τραγουδιών σκοπίμως αναφέρεται κι αυτό. Συνήθως φέρνει τα μαντάτα και δείχνει τον δρόμο, ενώ συχνά έχει μεγαλύτερη γνώση από τους ανθρώπους για τα πράγματα. Η συμμετοχή των ζώων στις παραπάνω περιπτώσεις είναι συγκινητική. Στο έργο του Μαμετ οι πάπιες κατακλύζουν τις αράδες του κειμένου, αλλά είναι απούσες. Κυριαρχούν μέσα από την απουσία τους, την αποχή, τη μη συνείδηση, τη μη συμμετοχή τους
Εισπράττoυμε πως η σκηνοθεσία είναι συμβατή με το πνεύμα του έργου του Μάμετ. Ένας άντρας, μια γυναίκα, στο πάρκο, μπροστά από τη λίμνη, που κουβαλούν στην πλάτη τους το παρελθόν τους, αλλά μπροστά στα μάτια των θεατών δεν κάνουν λόγο γι’ αυτό. Ζουν το απόλυτο παρόν, συνυπάρχουν ολοκληρωτικά. Τίποτα ερωτικό δεν υποβόσκει ανάμεσά τους. Στο τέλος βέβαια αναχωρούν μαζί. Και δεν παίρνει ο καθένας τον δρόμο του, ίσως αυτό κάτι να σημαίνει.
Σιωπές, εξάρσεις, υφέσεις, αντιθέσεις, αλλά καμία εχθρότητα. Δίνουν την εντύπωση πως ακούν ο ένας τον άλλο, πως είναι ευλογία να βρίσκονται εκεί παρέα και να συζητούν, να έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν σκέψεις, ιδέες, εντυπώσεις. Συντροφικότητα και αλήθεια, αυτό αναδύεται από την υποκριτική των έμπειρων Αντώνη Αντωνίου και Νατάσας Ασίκη.
Σκοτάδι ανάμεσα στις παραλλαγές. Ο μεταξύ τους διάλογος μπορεί να ανακυκλώνεται, αλλά οι ιδέες περνάνε και καρφώνονται σαν πρόκες. «Όλοι ξέρουν ότι η Θεατρική Σκηνή ανέβασε για πρώτη φορά τον Μάμετ στην Ελλάδα με το έργο To σεξ το επιούσιον σε μια έξοχη μετάφραση του Παύλου Μάτεσι το 1984. Να μαστε λοιπόν, 35 χρόνια, μετά με ένα έργο του Μάμετ γραμμένο στην ίδια εποχή με την ίδια διάθεση, εξίσου όμορφο και εξίσου δύσκολο στην απλότητά του», σημειώνει ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντωνίου, με τον οποίο είχα μια ενδιαφέρουσα συνομιλία στο τέλος της παράστασης.
Όσο συζητάνε, η γυναίκα απασχολείται παράλληλα με διάφορα. Πλέκει, τρώει ποπ κορν, λιμάρει τα νύχια της, διαβάζει, παίζει με τα γυαλιά ηλίου της, κάνει αέρα με τη βεντάλια της. Αλλά δεν χάνει τίποτα από τα λόγια του άντρα, που συχνά στρέφεται στην εφημερίδα του. Ο ένας κρέμεται από τα χείλη του άλλου, ο ένας είναι ανοιχτός στον άλλο και δείχνει ενδιαφέρον γι’ αυτό που έχει να του πει. Η μεταξύ τους συνομιλία έχει έναν ρυθμό, υπάρχει μια μουσικότητα στον λόγο τους που κερδίζει τον θεατή, ο οποίος διασκεδάζει με αυτή την παράξενη συνύπαρξη. Δεν είναι αγώνας λόγων, δεν ανταγωνίζονται –σοβαρά τουλάχιστον– ο ένας τον άλλο – αν και πότε πότε εντοπίζεται μια προσπάθεια εντυπωσιασμού, ειδικά από την πλευρά του άντρα. Η γενική αίσθηση είναι πως πρόκειται για μια τίμια συναλλαγή, μια σκηνική πραγμάτωση που συνάδει με το κλίμα του έργου. Οι ηθοποιοί φαίνεται πως είχαν εργαστεί πάνω στο κείμενο ώστε να δώσουν ερμηνείες διαυγείς και στέρεες, διατηρώντας τις λεπτές ισορροπίες σε ό,τι αφορά την παράξενη αλληλεπίδραση των μοναχικών ηρώων.
Γενικά, από το έργο έχει αφαιρεθεί κάθε διακοσμητικό στοιχείο και μένει η ουσία της ιστορίας. Η ουσία, λοιπόν, και η καθαρότητα της αλληλεπίδρασης των δύο αυτών απλών ανθρώπων. Όπως έχει κι ο ίδιος ο Μάμετ σημειώσει: «Το έργο κινείται ανάλογα με το πόσα στοιχεία του μπορεί να αφαιρέσει ο συγγραφέας».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] [όπως άλλωστε και η πλειοψηφία των έργων του Pinter – θυμίζει καταγραφή προφορικού λόγου, χωρίς κανένα λογοτεχνικό φτιασίδωμα. Μέσα από τους αποδραματοποιημένους διάλογους («καθρέφτης της πιο κοινότοπης γλώσσας»), εκπηγάζει η ωμή πραγματικότητα και ο κυνισμός του μεταπολεμικού κόσμου, μεταφέροντας τη φρίκη, τον σιωπηλό πόνο, τον τρόμο και το κενό που νιώθει ο άνθρωπος, ενώ η ένταση του λόγου κλιμακώνεται μέσα από τους υπαινιγμούς, τις παύσεις και τις παρατεταμένες σιωπές] Βλ. αναλυτικότερα: ως3 μηνιαίο περιοδικό πολιτισμού, στο: http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_Harold-Pinter.html
[2] Γιώργος Πεφάνης, Θεατρικά Bestiaria, Εισαγωγή, σελ.19.
[3] Ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα, που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο προκειμένου να ανακαλύψει το τι συνέβαινε στο ανάκτορό του κατά τη μακρά απουσία του. Aμέσως μετά, ο Άργος πέθανε (Οδύσσεια, ρ 291 κ.ε.).
[4] Παραθέτουμε τους στίχους της Ιλιάδας (P 424-458) / O θρήνος των αλόγων (μτφρ. Θ.Κ. Στεφανόπουλου):
Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης
ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ’ τον άδειο αιθέρα.
Όμως τα άλογα του Αιακίδη, αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,
έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος
κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.
Ο Αυτομέδων, ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,
άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,
άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·
εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια
πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο
ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.
Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,
που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,
έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,
με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·
ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρά τους στο χώμα,
καθώς εμύρονταν αποζητώντας τον ηνίοχο·
η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη
που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό.
Παραθέτουμε και το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη
«Τα Άλογα του Αχιλλέως»
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο –αφανισμένο–
μια σάρκα τώρα ποταπή –το πνεύμα του χαμένο–
ανυπεράσπιστο –χωρίς πνοή–
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα που είναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.» – Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή. [1897]
[5] Συχνά στον διάλογο χρησιμοποιείται συμβατικό πρόσωπο για την προώθηση της δράσης ή του διαλόγου (το πουλί λ.χ. που μιλά με ανθρώπινη ομιλία αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο των δημοτικών τραγουδιών).
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Κείμενο: Ντέιβιντ Μάμετ
Μετάφραση: Mιχαέλα Αντωνίου
Σκηνοθεσία: Aντώνης Αντωνίου
Σκηνικά – Κοστούμια: Nίκος Κασαπάκης
Φωτισμοί: Mαριέττα Παυλάκη
Φωτογραφίες: Nίκος Κόκκας
Υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων: Aγγελική Νομικού
Επιμέλεια προγράμματος: Mιχαέλα Αντωνίου
Σχεδιασμός προγράμματος: Aναστασία Γαλιά
Παίζουν οι ηθοποιοί: Aντώνης Αντωνίου, Νατάσα Ασίκη
Παραστάσεις μέχρι 5/4/20: Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 20:00, Τετάρτη στις 19:00
Τιμή εισιτηρίων: 10-15 ευρώ
Θεατρική Σκηνή
Νάξου 84, Κυψέλη
Τηλ.: 210.2236890