Ο Στάθης Σιώμος στο βιβλίο του με τίτλο «Μονωδίες» παίρνει ανέσπερες λέξεις σε ανάλγητες εποχές και τις μετατρέπει σε ποιήματα!
Ψάχνοντας στο λεξικό την ερμηνεία της λέξης μονωδία διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα: μονοφωνία, άσμα ή μελωδία για μια μόνο φωνή, σόλο. Ο Στάθης Σιώμος, λοιπόν, «μονωδεί», «σολάρει», ωστόσο τα προϊόντα της γραφής του κάθε άλλο παρά «μονόφωνα» είναι. Χαρακτηρίζονται από πολυφωνία. Αν και το κάθε ποίημα έχει τη δική του φωνή, περνάει τα δικά του μηνύματα, όλα μαζί συγκροτούν τον «πολύφωνο» ψυχικό κόσμο του ποιητή που επιτέλους βρήκε το δρόμο προς την καρδιά των αναγνωστών.
Ο ποιητής αρχίζει με ένα διήγημα, άκρως ποιητικό, το οποίο δίνει ωραία πάσα στα ποιήματα. Στο διήγημα με τίτλο «Αλλόκοτες επισκέψεις» ο ποιητής, κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, δέχεται την επίσκεψη της έμπνευσης με τη μορφή μιας ‘Ώρας από το μέλλον. Εξήντα λεπτά, εξήντα μικρά πανέμορφα διαβολάκια τον αναστατώνουν. Συγχρόνως, του επισημαίνουν τον αμείλικτο χρόνο που περνάει και δεν συγχωρεί τίποτα, τον χρόνο που μας κυνηγάει και μας στέλνει στο αμετάκλητο παρελθόν, όπου περιπλανιόμαστε αιώνια στην ανυπαρξία, χωρίς να θυμόμαστε τίποτα και κανέναν πια από τη ζωή μας. Η Ώρα πριν αναχωρήσει παροτρύνει τον ποιητή να εμπιστευθεί τη ζωή, να την αγαπήσει και να την εκτιμήσει, γιατί όλα είναι ζωή, ακόμη και ο θάνατος. Ο ποιητής αναρωτιέται πόσα χρόνια μπορούσαν να χωρέσουν σε μια ώρα, πόση ζωή μπορούσε να γεννηθεί και να χαθεί σε μια ώρα. Μετά από αυτήν την επίσκεψη τίποτα δεν είναι το ίδιο. Οι σκόρπιες σελίδες μπαίνουν στη σειρά, οι λέξεις γίνονται ποιήματα και χωράνε σε ένα μικρό βιβλίο, τις «Μονωδίες», στις οποίες ο ποιητής αφήνει συναισθήματα και σκέψεις να ξετυλιχτούν σαν κουβάρι και να κατακτήσουν τους αναγνώστες.
Ο ποιητής περιπλανιέται στην ποίηση, ζητώντας εξιλέωση που χωρίς αναστολές κατέληξε φαιδρός ενήλικας, ένας από αυτούς που λοιδορούσε παιδί. Αφουγκράζεται την ποίηση που αχνογέγγει στην αναζήτηση, την οδύνη που καιροφυλακτεί στην παρανόηση, τους ανυπότακτους ποιητές στην τζαμαρία της βεράντας με τις λυπημένες κουρτίνες. Τις άγριες νύχτες ονειρεύεται ότι τρέχει στις αλάνες με χαμένα παιδιά, κάποιες μέρες, πριν χαράξει, φτερουγίζουν στην κάμαρα ξεχασμένα όνειρα, αλλά και όνειρα δημιουργικά, πηγή έμπνευσης. Κάθε που ξημερώνει η καρδιά του ποιητή ανατριχιάζει στη σκέψη μήπως τα όνειρα της νύχτας εκφυλιστούν στις ειρωνείες της μέρας από αφελείς ευδαιμονίες και μαραζώσουν μες στην ευτέλεια. Ο ποιητής απογοητεύεται, απελπίζεται, αλλά και αισιοδοξεί γιατί τίποτα δεν χάθηκε, όλα λάμπουν, βαθιά κρυμμένα, δακρυσμένα και μας περιμένουν. Συνάμα, διατρανώνει πως η ελπίδα είναι φιλί ζωής του αήττητου χρόνου στους επίμονους ανυποχώρητους υπερασπιστές του ανέφικτου.
Στο ποίημα «Προς δυσμάς» ο ποιητής κάνει απολογισμό της ζωής του. Προσεγγίζοντας το αναπότρεπτο ανθολογεί την ύστερη μαρτυρία στα προεόρτια της αναχώρησης. Στην «Πρωινή απειλή» δηλώνει ανυποχώρητος, αποφασισμένος να μη λυγίσει στα «κατά συνθήκη ψεύδη», στην «Εποίκιση» τονίζει το χρέος των πνευματικών ανθρώπων να αποικίσουν την ηθική έρημο πάνω στα συντρίμμια αυτού του τόπου, τώρα που δεν απόμεινε τίποτα ανόθευτο και άχραντο να πιστέψουμε, ενώ στο «Χάος» προσπαθεί να συναρμολογήσει τα δικά του, σκόρπια, σακατεμένα, αποπλανημένα, συντρίμμια, καρφώνοντας το χάος του σε μια στιγμή για να σταματήσει να διαστέλλεται. Στα «Μαθήματα γραμματικής» επισημαίνει πως οι καιροί απαιτούν πράξεις και φτάνουν πια οι ανακοινώσεις. Στα ποιήματα «Εν ψυχρώ» και «Κοσμιότητες» ο ποιητής καταγγέλλει τα ανθρώπινα πλάσματα για την άπληστη υφέρπουσα αυταρέσκειά τους και την υποκρισία τους. Υπαρξιακά ερωτήματα αναδύονται στο ποίημα «Αναπάντητα», στο «Ενθάδε κείται» κραυγάζει τη ματαιότητα της ύπαρξης. Μια διάχυτη αίσθηση ανασφάλειας βιώνει ο ποιητής στο ποίημα «Ο άλλος εαυτός», ενώ στις «Ανασκαφές» αναφέρεται στις εσωτερικές αλήθειες που αρνούμαστε να ομολογήσουμε. Στον «21ο Μεσαίωνα» εκφράζει την ανησυχία του για την εποχή μας, για τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, για τη φθορά των ιδεών και των ηθών.
Χαρακτηριστικό στοιχείο στα ποιήματα του Σιώμου είναι οι επαναλαμβανόμενες λέξεις. Μία λέξη που εμφανίζεται σε πολλά ποιήματα είναι η «λέξη». Στο διήγημα «Αλλόκοτες επισκέψεις» οι Ώρες γράφουν σε μια λευκή σελίδα όσες λέξεις τις αρέσουν, όσες προλαβαίνουν πριν χαθούν. Η Ώρα φεύγει και ο ποιητής μένει μόνος σε ένα ακατάστατο δωμάτιο με δεκάδες σκόρπιες σελίδες με λέξεις. Στο τέλος, αφήνεται στο διάσπαρτο μαγευτικό κόσμο των λέξεων, οι οποίες γίνονται ποιήματα. Στις «Ανάλγητες εποχές» οι ανέσπερες λέξεις απελευθερώνουν το αυτονόητο. Στην» Απόδραση» οι λέξεις είναι αιχμάλωτες, στο «Εν Ψυχρώ» τα ανθρώπινα πλάσματα σκοτώνουν ακόμη και με λέξεις, στο «Παλίμψηστο» ο ποιητής, ίσως, απευθυνόμενος στον εαυτό του, διερωτάται πως γίνεται, αν και έμαθε χιλιάδες λέξεις, το βιβλίο της ψυχής του να παραμένει δυσανάγνωστο, στο ποίημα «Το αλύτρωτο Καλό» οι λέξεις γίνονται μυθικές, ενώ στο ποίημα «‘Ατροπος» μια λέξη ανείπωτη διαχέεται στην ατμόσφαιρα.
Μια άλλη λέξη που τη βρίσκουμε σε πολλά ποιήματα είναι η λέξη παίζω και τα παράγωγα και ομόρριζά της (παιχνίδι, παιχνιδιάρικος, παιδί, παιδικός). Στις «Αλλόκοτες επισκέψεις» τα εξήντα λεπτά που αναστατώνουν τον ποιητή είναι παιχνιδιάρικα, στις «Αμυχές», ο ποιητής επιστρέφει στην «πατρίδα» των παιδικών του χρόνων, στις γειτονιές που έπαιζε παιδί, στις «Περιπλανήσεις» ονειρεύεται ότι τρέχει σε αλάνες με παιδιά που δεν μεγάλωσαν ποτέ και λυπάται που κατέληξε ένας φαιδρός ενήλικας. Στα «Νούφαρα» μιλάει για παιδιά που ξεχάστηκαν με τα παιχνίδια τους μέχρι αργά τη νύχτα, στους «Δισταγμούς» διαπιστώνει ότι όσα δεν είπαμε θα μας κατατρέχουν και θα δακρύζουν σαν παιδιά, στα «Άδεια προαύλια» ανατρέχει στα παιδικά δειλινά, όπου γεννήθηκε η νοσταλγία για ό,τι θα χανόταν, στα «Πρότυπα» μας παροτρύνει να αγαπάμε τα παιδιά και να μην τ’ αναγκάζουμε να ασπάζονται τις πεποιθήσεις μας, ενώ στις «Αόρατες ουλές» η αλήθεια ότι επιλέξαμε μια ξένη ζωή βρίσκεται θαμμένη σε παιδικά τραύματα.
Αισθητή η παρουσία και της έννοιας του χρόνου στην ποίηση του Στάθη Σιώμου. Στις «Αλλόκοτες επισκέψεις» η Ώρα παροτρύνει τον ποιητή να αγαπάει το τώρα, στο ποίημα «Προς Δυσμάς» το αναπότρεπτο προσεγγίζεται με φθαρμένα ευλογημένα χρόνια, στις «Αλυσίδες» ο ποιητής, κοιτώντας πίσω στο χρόνο, ανακαλύπτει, αλυσοδεμένα στο παρελθόν, και τα παρόντα και τα μέλλοντα, ωστόσο καταβάλλει προσπάθειες να καρφώσει το «Χάος» σε μια στιγμή, στην «Πρόσκληση» μας ενθαρρύνει να νιώθουμε ευγνώμονες για το χρόνο και τις στιγμές που μας δόθηκαν, ενώ στην «Ανάρρωση» δεν φτάνει ο χρόνος για να μεταμορφωθεί η νοσηρότητα σε ευγνωμοσύνη.
Η «ζωή», πανταχού παρούσα στα ποιήματα της συλλογής. Στις «Αλλόκοτες επισκέψεις» η σκόρπια ζωή του ποιητή έρχεται σε αντίθεση με την τάξη στα γραπτά του, στις «Αλυσίδες» η ζωή όλο μακραίνει και φεύγει, στο ποίημα «Μεσοπέλαγα» πνιγμένες ζωές αγνοούνται. Στα «Μισθωτήρια» ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι πλέον μάθαμε να ζούμε ως άχαροι ένοικοι της ζωής μας, στην «Πρόσκληση» η ζωή μας προσκαλεί και συγχρόνως μας προκαλεί σε μια αδιάκοπη γιορτή, στο «Μέχρις εσχάτων» η ελπίδα μεταμορφώνεται σε φιλί ζωής.
Η νύχτα και ο φόβος είναι δύο λέξεις που διαπερνούν την ποίηση του Σιώμου. Κάποιες νύχτες άγρυπνες, άγριες σκοτεινές ο ποιητής ονειρεύεται, άλλες φορές φοβάται ότι τα όνειρα της νύχτας θα εκφυλιστούν στις ειρωνείες της μέρας, στιγμές-στιγμές νοσταλγεί τα παιδικά παιχνίδια που τέλειωναν όταν έπεφτε η νύχτα, αλλού η αγωνία του εξωτερικού κόσμου και του έσω κόσμου του ποιητή να συναντηθούν προσκρούει σε μερόνυχτα σύγχυσης και φόβου που κρατάνε τους δύο κόσμους χώρια. Τις νύχτες βγαίνουν οι ανασφάλειες στο φως και αναμετράσαι με φόβους και απώλειες. Ο παντοδύναμος φόβος, μέντορας και ευαγγελιστής, σε οδηγεί σε λανθασμένες επιλογές ζωής, φτάνοντας στο σημείο να ζεις μια ξένη ζωή. Σε άλλο ποίημα ο φόβος παλεύει με την αλήθεια και γεννιέται το Κακό. Το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο, ωστόσο ο ποιητής μας καλεί να μην το φοβόμαστε. Αν και απρόβλεπτο και απροσδιόριστο, είναι αληθινό και μοναδικό.
Στην ποίηση του Στάθη Σιώμου ο λυρισμός είναι διάχυτος. Αυτό διαφαίνεται από τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις, τις προσωποποιήσεις που χρησιμοποιεί, από τον πλούτο των επιθέτων που προσδιορίζουν τα ουσιαστικά (π.χ. προτεραιότητα θλιβερή, απερίγραπτη προσμονή, σαγηνευτική αυτοπεποίθηση, αχαλίνωτο δέος, λέξεις αυτόφωτες, σκέψεις ακατέργαστες, υποχείριες μέρες, αλλόφωτοι καιροί, λευκές σιωπηλές μνήμες, επίγειες/ιπτάμενες λεηλασίες, αιματοβαμμένη ηγεμονία, αλύτρωτη ατολμία κ.α), καθώς και από τους εντυπωσιακούς συνδυασμούς λέξεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής (π.χ. προεόρτια αναχώρησης, παλάμη του χρόνου, δάκρυα δραπέτες, στεναγμοί αιχμάλωτες λέξεις της ομορφιάς, ακτές της ψυχής, βλέμματα κύματα, ασέλγεια των καιρών, διάφανα λατομεία χαρμολύπης, ύφος σεμνότυφης συμπόνιας, έπαρση αναίσχυντης κατανόησης, γονική παροχή διάσπαρτης άγνοιας, ακροαματικότητα της δυστυχίας, όμηρος της αλαζονείας, φυλές του υπεδάφους, ταράτσα των αστεριών με το πλυσταριό κ.α.).
Στις «Μονωδίες» εντοπίζουμε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, διάσπαρτα σε διάφορα ποιήματα. Ο ποιητής, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι έχει εμμονή με το παρελθόν. Αγαπημένο θέμα η επιστροφή στα παιδικά του χρόνια, στις αλάνες και στις γειτονιές που έπαιζε παιδί. Ο ποιητής ψάχνει να βρει στην παιδική του ηλικία τα αίτια της ευτυχίας ή της δυστυχίας του ως ενήλικας, προσπαθεί στα παιδικά δειλινά και στα παιδικά τραύματα να βρει αυτό που θα δικαιολογήσει τις επιλογές της ενήλικης ζωής του (Αμυχές, Περιπλανήσεις, Νούφαρα, Αλυσίδες, Άδεια προαύλια, Αόρατες ουλές). Ίσως το πιο αυτοβιογραφικό είναι το ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Άτροπος». Η Άτροπος ήταν μία από τις τρεις μοίρες -οι άλλες δύο ήταν η Λάχεση και η Κλωθώ. Η Άτροπος εξέφραζε το αμετάβλητο, το μοιραίο, το πεπρωμένο. Το όνομά της, άλλωστε, σήμαινε το αναπόφευκτο. Το ποίημα εκφράζει το «αναπόφευκτο» της ζωής του ποιητή. Ο ποιητής, στην ουσία, συνομιλεί με τον εαυτό του, κάνει απολογισμούς και διαπιστώσεις, εντοπίζει λάθη και αβλεψίες. Αφετηρία πάντα η οδός Αισχύλου στου Ψυρρή, ο δρόμος που ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Τόσα χρόνια με μια αθέατη θλίψη
η ψυχή του ένας αιχμάλωτος Άμλετ
μια λέξη ανείπωτη
μια πόρτα μισάνοιχτη
ένα βήμα μετέωρο
μια αλύτρωτη ατολμία
Αισχύλου 12 ήταν όλα γραμμένα
από τους αρχαίους δρόμους
και την ταράτσα των αστεριών με το πλυσταριό
μέχρι τις αλάνες με τα κρυφά αναφιλητά...
Η ποίηση του Σιώμου σε συναρπάζει. Σε καλεί σε μονοπάτια αδιάβατα, σε εδάφη ακατοίκητα, διεγείρει πρωτόγνωρα συναισθήματα, εγείρει προβληματισμούς, δίνει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, περνάει μηνύματα, προκαλεί τη σκέψη. Μπορεί οι εποχές να είναι ανάλγητες, αλλά οι ανέσπερες λέξεις φωτίζουν τα αδιάβατα μονοπάτια. Οι «Μονωδίες» είναι ένα μεθυστικό ταξίδι μύησης στο μαγικό κόσμο των λέξεων του ποιητικού σύμπαντος του Στάθη Σιώμου, ένα διεισδυτικό «βλέμμα» στα άδυτα της ψυχής του ποιητή, ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσουμε όλοι μας.