Translate

Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

notationes /// ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2018 /// ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Εικονογράφηση :Kυριάκος Γουνελάς



Ανθολόγηση-Επιμέλεια :Aσημίνα Ξηρογιάννη


ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

Γη και θάλασσα


Η γη είναι καλή με τους χειμώνες της, τα δάση,
τις μεγάλες πολιτείες, τα χωράφια, τα εργοστάσια...
Η θάλασσα είναι καλή με τα υπερωκεάνια,
τα κοπάδια τα χέλια που ψάχνουν τις πόρτες των ποταμιών,
με τις βαρκούλες στα μικρά λιμάνια, τις φουρτούνες,
τα πουλιά που χτενίζουν τα άγρια μαλλιά της...
Δες τα παιδιά καθώς τις ζωγραφίζουν
μ΄ ένα χοντρό καταγάλαζο κραγιόνι.
Η γη και η θάλασσα μητέρα
ενώνουν τους ανθρώπους.


Απόσπασμα από το ποίημα του Τίτου Πατρίκιου «Γη και θάλασσα», στο βιβλίο «Ποιήματα Ι,1943-1953,εκδ.Κέδρος


***


NIKHΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Το σχολικό μου…

Το σχολικό μου βιβλίο
Το ξεχνούσα εδώ
ριγμένο στην άμμο σου
και διάβαζα εσένα.
Μου μάθαινες το
μεγαλείο του χρώματος ,
του φωτός και του ήχου,
μου μόρφωνες ,θάλασσα,
την ψυχή.
           Όταν
θα πήγαινα στον κόσμο
κατόπιν να διδάξω και γω.


Συνάντηση με τη θάλασσα, εκδ. Τρία Φύλλα, Αθήνα 1991

***

Το έργο των ποιητών

Οι ποιητές κατοικούν έξω άπ' τον φόβο.
Και όπως ο ήλιος φωτίζει απευθείας ,κι εκείνοι μιλούν
απευθείας. Παλάμη δεν δύναται να τους κλείσει το στόμα,
να δεσμεύσει το θείο τους πάθος. Γνωρίζοντας
από τι πάστα γίνονταν οι βασιλιάδες, ξέρουν
να διαχωρίζουν του θεού τους νόμους απ' τους νόμους τους.
Επαναλαμβάνουνε, όπως το σύνθημα οι φύλακες,
την αλήθεια που απαγορεύεται.
                                        Ο ποιητής
είναι το πνεύμα της γης που σηκώνεται όταν
γίνεται σκότος ,και λάμπει όπως ένα
κομμάτι αστραπής σε μεγάλο
ύψος τη νύχτα.


Σχολική Ποιητική Ανθολογία Θεόδωρου Α. Γιαννόπουλου, Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία,

***'


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ

Παιδικό


Θα λιγοστεύει η σελήνη
ψηλά, δισκίο που αναβράζει.
Θα με τραβούν ,καθώς χαράζει,
απ' της κουβέρτας μου τη δίνη...


Κάποιος θα σπεύδει να με πλύνει,
τα πράγματά μου θα ετοιμάζει-
και της μητέρας μου θα μοιάζει
που πάλι με ξυπνά ,με ντύνει


κι έχω εξετάσεις στο σχολείο...
Στην αίθουσα θ΄ αγωνιούμε,
θα μας πούν :κλείστε το βιβλίο»,


δεν θα' χω (μια ζωή!) διαβάσει.
Μονάχα στα κλεφτά, πριν μπούμε
έριξα μια ματιά στην πλάση.


περ. Ποίηση, τεύχος 6.(1995).Ο τίτλος από την εκδ.Ελλειπτική, εκδ.Υψιλον, Αθήνα 1998

***


ΝΑΖΙΜ ΧΙΧΜΕΤ

Aς δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά

Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά
Ας τον δώσουμε να παίξουν σαν ένα πολύχρωμο μπαλόνι
να παίξουν τραγουδώντας ανάμεσα στ' αστέρια
ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά
σαν ένα τεράστιο μήλο, σαν ψίχα ολόζεστου ψωμιού
να χορτάσουν μια μέρα τουλάχιστον
ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά
να μάθει έστω και για μια μέρα ο κόσμος τη φιλία
τα παιδιά θα πάρουν άπ΄ τα χέρια μας τον κόσμο,
θα φυτέψουν αθάνατα δέντρα.


Ανθολόγιο Γ' και Δ' Δημοτικού

***

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η πέτρα


Νύχτα πείνα κατοχή
και στη θράκα για ψωμί
ψέναμε μια πέτρα.


Έσκασε στα τέσσερα
μαύρισε και ράισε
μα δεν έγινε ψωμί


Και την έκανα κομμάτια
την εμοίρασα στα πιάτα
μα κανείς δεν άγγιζε.


Τότε γονατίζοντας
ζήτησε συγχώρεση
ούρλιαξε η μάνα.


Ποίηση, Εκδ.Ικαρος ,Αθήνα 2002

***
ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ

Το παράθυρο


Πίσω από το παράθυρο το ίδιο πάντα δέντρο.
Κάποτε ξεμπλέκαμε τους χαρταετούς μας
από τους κλώνους του.
Αργότερα χαράζαμε στον κορμό του
το αλφαβητάριο των ενθουσιασμών.
Tώρα ξεκουραζόμαστε στη ρίζα του.


Ημερολόγιο, Αθήνα 1963

***


ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

Απριλομάης


Πέσε βροχούλα σιγαλά
με το νερό μαλάκωσε το χώμα

τα ράμφη των χελιδονιών να πάρουν
λάσπη για τη φωλιά τους.


περ. Πλανόδιον, τεύχος 24,(1996)

***

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η μπάντα


Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.
'Επαιζε εμβατήρια. 'Ενα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ
με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής
που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε τη στροφή του δρόμου.

'Ετσι η μπάντα έστριψε, και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.
Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.


Ποιήματα,(1968-1987)Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1992

***

***

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Τι μ' αρέσει


Κι αν μου κτίστε και παλάτια
και μου πείτε: κάτσε δω,
δεν γυρνώ τα δυο μου μάτια
μια στιγμούλα να τα δω.


Κι αν μου στήστε κι εναν θρόνο
με χρυσάφι καπνιστό,
μηδ΄ αυτόν ,σας βεβαιώνω,
δεν θενά τον λιμπιστώ.


Καθενού πουλιού τ΄ αρέσει
μόνο η ίδια του η φωλιά.
μένα μοναχά μια θέση:
Tης μαμάς μου η αγκαλιά.


Περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων»(27-1-1896)

*
Θύελλα

Μαύρα τα βουνά
καταχνιά τα θάφτει.
Θύελλα περνά,
και βροντά και αστράφτει.

'Ανεμος φυσά,
η καλύβα τρίζει,
ο γιαλός λυσσά,
κυματεί κι αφρίζει.

Γλάρος που πετά
για φαγί γυρεύει.
Βάρκα στ' ανοιχτά,
ναύτης κινδυνεύει.

Αχ!παρακαλώ,
κάμε,Πλάστη,χάρη!
Σώσε τον καλό,
το φτωχό βαρκάρη!

Από Τα 'Απαντα του Γ.Β.


***


ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

'Ανθρωποι της πόλης


Θα τους δείτε το πρωί της Κυριακής
-πηγαίνοντας για την εκκλησία-
να πλένουν οικογενειακώς το αυτοκίνητο.
Είναι οι άνθρωποι της πόλης που ετοιμάζονται.
Θα βγούνε στην εξοχή.
Θα πάνε να φέρουνε
στο διαμέρισμα λουλούδια.


Ο ευτυχισμένος καιρός επέρασε, Αθήνα 1979


***


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Γαλήνη


Δεν ακούγεται ούτ΄ ένα κύμα
εις την έρμη ακρογιαλιά
λες κι η θάλασσα κοιμάται
μες στης γης την αγκαλιά.


Ποιήματα και Πεζά, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου Εκδ. Στιγμή. Αθήνα 1994


***


ΘΕΤΗ ΧΟΡΤΙΑΤΗ

Ο υπολογιστής μου


Στον κομπιούτερ τίκι -τίκι
γυροφέρνει το ποντίκι
πάει με το δικό μου χέρι
ψάχνω να 'βρω πόσα ξέρει


αν τα θέλω, μου μαθαίνει
από μένα περιμένει
ακύσιμά του το μυαλό μου
το γεμίζω για καλό μου


είναι άξιος βοηθός μου
φίλη μηχανή του κόσμου
τάχα, θα μπορούσε η γνώση
και καρδούλα να του δώσει;


Από το Ανθολόγια Α' και Β' Δημοτικού

***

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ


Το τραγούδι του κλόουν


Δεν έχεις πού να κοιμηθείς
δανείσου το παπούτσι μου
δεν έχεις πού να ζεσταθείς
δανείσου την καρδιά μου
δεν έχεις πού να πιεις νερό
ξεδίψασε το δάκρυ μου
δεν έχεις πού να ονειρευτείς
δανείσου τα όνειρά μου.


Κρύβω βαθιά στις τσέπες μου
δυο ψίχουλα ψωμί,
κρύβω τον ήλιο, τα πουλιά
κι ένα άσπρο γιασεμί
κι όλα θα γίνουν αύριο
καρβέλια, χρώματα
για να χορτάσουν των παιδιών
μάτια και στόματα.




'Οταν κάνουμε πόλεμο



'Οταν κάνουμε πόλεμο
η γη έχει πονόλαιμο
πονάει η καρδιά της
και κλαίνε τα παιδιά της
κι όλο κάνουνε πόλεμο
κι άντε με τον πονόλαιμο
τον άρρωστο λαιμό της
από τον πόλεμό της.
Ενάντια στον πονόλαιμο
στον πόνο και στον πόλεμο
υπάρχει μια ασπιρίνη
άνθρωποι, πέστε Ειρήνη.


Τα ποιήματα του Κλόουν, Καστανιώτης, Αθήνα ,1983


***


ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ


Η θύελλα


Θύελλα είμαι
Σαρώνω τα πάντα
Γυρίζω τον κόσμο
Σφυρίζω σφυρίζω


Σαν θύελλα που ΄μαι
Σηκώνω αέρα
Θολούρα απλώνω
Γυρίζω σαν σφαίρα



Μαζί μ΄ άλλη θύελλα
Μαζεύουμε σκόνη
Ορμάμε στη θάλασσα
Και κείνη φουσκώνει


*



Μικρά παιδιά

Παίζουνε μαζί στους δρόμους
κάνουνε τους τροχονόμους
και γεμίζουνε χαρά
ολάκερη τη γειτονιά.


Τρέχουν από δω, τρέχουν από κει,
στέκονται τώρα προσοχή,
άλλα σπεύδουν να κρυφτούν,
κάποια άλλα κυνηγούν.

Πω πω κοίτα πανηγύρι!
Σπάσαν ένα παραθύρι!
Βγήκαν έξω οι γειτόνοι
μ' ένα βλέμμα που ...δαγκώνει .


Φεύγουν τα παιδιά γελώντας
-μερικά χοροπηδώντας.
Και δεν είναι καν θλιμμένα
για τα τζάμια τα σπασμένα.

(Ανέκδοτα)


***

XAΡΗΣ ΣΑΚΕΛΑΡΙΟΥ

Τα παιδιά στην πόλη



Τι ζωή παιδιά ειν ' αυτή
μες στις πολιτείες
τις ψηλές τις άχαρες
πολυκατοικίες;


Σαν σαρδέλες στο κουτί
όλοι στριμωγμένοι
ζούμε, μπαινοβγαίνουμε
άγνωστοι και ξένοι.


Μήτε κήπο μήτε αυλή
μήτε πρασινάδα
όνειρο άπιαστο η απλωσιά
κι η χρυσή λιακάδα.


Τι ζωή φρικτή ειν' αυτή
στη μεγάλη πόλη
μες στη σκόνη ,στον καπνό
και δουλειά και σκόλη!


Από το βιβλίο του Οργανισμού, Β' δημοτικού

*

Η μυγδαλιά


Μες στα κρύα, μες στα χιόνια
με την πρώτη ηλιοφεγγιά
πρώτη ανθίζει μες στον κήπο
η μικρούλα η μυγδαλιά.


Ο βοριάς δεν την τρομάζει
δε φοβάται το χιονιά,
-Γρήγορα μας λέει ,τελειώνει,
φεύγει η βαρυχειμωνιά.


Μ' άσπρα λουλουδένια πέπλα
έχει ομορφοστολιστεί
κι όλη μέρα καμαρώνει
σα νυφούλα γελαστή.


Φτάνει με τα χελιδόνια
με της αύρας τα φτερά
η 'Ανοιξη μυριανθισμένη
με τραγούδια και χαρά.


περ. Χελιδόνια, τεύχος 5.(1980)

***
ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

Στο Μουσείο


Το ακέφαλο άγαλμα ,στημένο
στη μέση της αίθουσας κοιτάζω.
Απ' τα πόδια ως το λαιμό, σπουδάζω
τις λεπτομέρειες :το λυγισμένο


κάπως γόνατο, το τεντωμένο
χέρι, τους μυς του στήθους. Αλλάζω
θέση και απόσταση. Θαυμάζω
στο σύνολο το σώμα. Και προσμένω


από τη μια στιγμή ως την άλλη
(της φαντασίας η δύναμη μεγάλη
όταν σε τούτο η τέχνη βοηθεί),


ασύγκριτα προσθέτοντας κάλλη,
στη θέση ,απ' όπου λείπει, να φανεί
υπέροχο, απολλώνειο, το κεφάλι.


Τα ποιήματα.1951-1985,εκδ.Στιγμή,Αθήνα 1986


***


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Πρωινό άστρο


Σ' ένα μαξιλάρι- φεγγαράκι
το παιδί μου αποκοιμήθηκε.
Ολη η πλάση στις μύτες των ποδιών
κοιτάζει άπ' το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.


Ολα τ' αστέρια
μια μυγδαλιά ανθισμένη αστέρια
μπρος το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.


Ο θεός των σπουργιτιών και των παιδιών
πίσω από μια κουρτίνα λουλουδένια
κοιτάζει το παιδί μου που κοιμήθηκε.


Σιγά, μανούλα,
σιγά.
Θα το ξυπνήσεις.


Τι θόρυβο που κάνει
η πορτούλα της καρδιάς σου
καθώς ανοιγοκλείνει
στον κήπο της χαράς.



Από τα Ποιήματα 1930-1960(2ος τόμος)Αθήνα ,1974


***


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Ο γλάρος


Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
γλάρος είναι και πηγαίνει


Από πόλεμο δεν ξέρει
ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του ' δωκε φύκια
και χρωματιστά χαλίκια


Αχ αλί κι αλίμονό μας
μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
δε γυαλίζουν τα χαλίκια


Χίλιοι δυο παραφυλάνε
σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
κι ωσάμ αύριο δεν υπάρχεις


Από «Τα Ρω του 'Ερωτα», Υψιλον Αθήνα 1986


***


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Σπίτι με κήπον


Ήθελα να΄ χω ένα σπίτι εξοχικό
μ΄ έναν μεγαλο κήπο-όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δέντρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά, είν΄ ευμορφότατα)
αλλά για να΄ χω ζώα. Α να΄ χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες-οι δύο κατάμαυρες,
και δύο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεση.
'Εναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγροικώ
να λέγει πράγματα μ΄ έμφαση και πεποίθησην.
Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ΄ έφθαναν.
Θα ΄θελα και δύο άλογα(καλά είναι τ΄ αλογάκια).
Κι εξάπαντος τρία, τέσσερα απ΄ τ' αξιόλογα
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γα ι δούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ ΄οι κεφαλές των.


'Απαντα Ποιητικά, εκδ. Υψιλον


***


ΣΟΦΙΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥ

θαλασσινό σχολείο


Πώς θα ΄θελα η θάλασσα
να ήταν το σχολειό μου
και του σχολειού μου η φορεσιά
να' τανε ...το μαγιό μου.


Να' χα τα βότσαλα χαρτί,
τα φύκια συνδετήρι,
κοχύλια τα μολύβια μου
κι ο αστερίας σβηστήρι.


Στην άμμο η ορθογραφία μου
να ήτανε γραμμένη 
να΄ ρχεται κύμα γρήγορα
τα λάθη μου να παίρνει.


Και να' χα για δασκάλες μου
τις βάρκες π' αρμενίζουν
να μ ' έπαιρναν κάθε πρωί
στη Γη να με γυρίζουν.


Θαλασσινό σχολείο, Εκδ. Περί

***





ΤΖΙΑΝΙ ΡΟΝΤΑΡΙ


Ο μαύρος ήλιος


Η κόρη μου ζωγράφισε
ολόμαυρο έναν ήλιο.
Είχε βάλει γύρω γύρω
πού και πού καμιάν ακτίνα
με μπογιά πορτοκαλί.



'Εκοψα λοιπόν το φύλλο
το ΄δειξα σ΄ εναν γιατρό
που αμέσως πήρε ύφος
λυπημένο σοβαρό
και μου είπε ορθά κοφτά
«θα' χει ψυχολογικά»
.

«Μέσα στο μυαλό της κρύβει κάτι
κι είναι λυπημένη
και τα βλέπει όλα μαύρα η καημένη,
μα αν το πρόβλημά της είναι οφθαλμολογικό,
πήγαινε τον ειδικό
να της βάλει γιατρικό».



Ακούγοντας αυτά για το παιδί μου
από το φόβο παραλίγο να κοπεί η αναπνοή μου.
Μα κοιτώντας πάλι, βρήκα σε μια γωνιά του φύλλου
μια φρασούλα που έλεγε :«είναι η έκλειψη του ήλιου».


Από το δίσκο «Η ηχώ και τα λάθη της», Σείριος, Τραγούδι: Σαββίνα Γιαννάτου


***


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ο Διάκος


Μέρα του Απρίλη
πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.


Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.


Εκελαηδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.


Τ΄ άνθη ευωδούσαν .
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»


Από το βιβλίο «Απαντα τα ευρισκόμενα», τ. Α .Ερμής, Αθήνα 198

***

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΡΟΚΟΣ

Συμφωνία μ΄ ένα δέντρο

'Εχω φίλο μου πιστό
ένα δέντρο φουντωτό.
Συμφωνία του΄ χω κάνει
με χαρτί και με μελάνι.
Να του δίνω εγώ νερό.
Να μου δίνει αυτό χορό.
Να παινεύω τα πουλιά του.
Να του λέω σ΄ αγαπώ.
Να μου δίνει τον καρπό.
Ν ' αγκαλιάζω τον κορμό του.
Να με λέει κι αδερφό του.
Και να ζήσουμε μαζί
όσο ζω κι όσο θα ζει


Σταλαματιές, Α.Σ. Ε. Θεσσαλονίκη 1982

***

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Παλιό σχολειό


Παλιό σχολειό, που χάθηκες
στη θύμηση και στον καιρό,
που τ' όνειρο είχες για χαρά
και συντροφιά το πέλαγο,


να υπάρχεις τάχα στο νησί
και μες στις τάξεις να γυρνά,
τις ώρες που είσαι μοναχό,
ενός κοριτσιού η αθώα ψυχή;


Tις ώρες που ΄σαι μοναχό,
να΄ ρχεται ακόμα, μυστική,
στ΄ άδεια θρανία, στη μοναξιά,
η νύχτα και να κατοικεί;


(Γιατί αγαπάς, γιατί πονείς
ένα παλιό σχολείο, που τώρα γκρέμισε;
Γιατί αγαπάς ,γιατί πονείς
τους σάπιους τοίχους,
που ο καιρός πια τους λησμόνησε;)


Παλιό σχολείο της λησμονιάς,
να υπάρχει ακόμα ζωντανή
στις άδειες τάξεις να γυρνά
μια Παναγιά Βυζαντινή;


Mια Παναγιά ,που χάθηκε
στη θύμηση και στον καιρό,
μια Παναγιά θαλασσινή,
που χάθηκε στο πέλαγο,


με τα χρόνια, με τα πουλιά
και τα κυνηγημένα σύννεφα
Με τα χρόνια, με τα πουλιά
και τα όνειρα που έκαναν πανιά...


Τα Ποιήματα Α', Εκδ. Νεφέλη ,Αθήνα 1988




***


ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ


Χειμερινό ηλιοστάσιο


Τα παιδάκια τρέχουν ακόμα
Κρύβουν με κίνδυνο τους αθώους
Αγαπούν τους τρελούς


Κοιμούνται πάντα μες σ΄ έναν καθρέφτη


Με τα μικρά τους χέρια
Ξεθάβουν μια αχτίδα


Θάβουν τον τρόμο και την πείνα.


Σύνοψη ,τομ .Α, εκδ .Εγνατία Θεσσαλονίκη 1980


***


ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

[Το δάσος...]


Το Δάσος, κοίτα, απόγυρε
στης Νύχτας την αγκάλη.
Μύρο αποπνέει μεθυστικό,
στενάζει με το αηδόνι.
Το φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
και στον καθρέφτη του ρυακιού
τα μάγια του ξαπλώνει.


Απαντα, εκδ. Ωρόρα, Αθήνα 1992


***
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ


[Οι άνεμοι...]


Οι άνεμοι έχουν κάτι μεγάλα,
υπόλευκα φτερά και σε καλούν,
σε παίρνουν πάντα προς τη θάλασσα,
να δεις τα γαλανά νερά της.
Να δεις τα κύματά της, να καταλάβεις πόσο είναι αμέτρητα.


Οι άνεμοι μπορούν να΄ χουν
φτερά βαθύχρωμα, πλατειά σαν
των αρπακτικών πουλιών, σε φέρνουν
πάνω σε βράχια και βουνά. Για να
κοιτάξεις τα πλούτη της γης
να τα θαυμάσεις.


Είναι οι άνεμοι πνεύματα διάφανα,
κοντά σου στέκονται
και σε ψηλώνουν προς το άγνωστο.


Τα χελιδόνια, Αθήνα 1920

***



Εικονογράφηση :Kυριάκος Γουνελάς


*To τεύχος είναι αφιερωμένο στις παιδικές ψυχές που χάθηκαν άδικα στις πυρκαγιές (καλοκαίρι 2018)