Άρθρο του Γιώργου Ξενάριου στο "Διαβάζω", τεύχος Ιανουαρίου 2012, Απολογισμός πεζογραφικής παραγωγής (μυθιστόρημα, διήγημα) του 2011.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
Απολογισμός πεζογραφικής παραγωγής 2011
Ο αστερισμός κάτω από τον οποίο επιχειρείται ο φετινός απολογισμός δεν είναι ευοίωνος. Με την οικονομία και την κοινωνία της χώρας σε βαθιά κρίση, η ─ταραγμένη ή ατάραχη─ λογοτεχνία, αφενός, επιχειρεί να αποτυπώσει την πρόσφατη ιστορική διαδρομή που μας οδήγησε ως εδώ και, αφετέρου, να παρηγορήσει ─όσο πια της είναι επιτρεπτό και εφικτό─ το πιο ευάλωτο κομμάτι του κοινού με αφηγήσεις που μοιάζουν να προέρχονται από ένα, ολοένα περισσότερο μυθολογούμενο, παρελθόν.
Πριν όμως προχωρήσουμε στα επιμέρους, ίσως να μην ήταν περιττό να δούμε από λίγο πιο κοντά τη σχέση ιστορίας-λογοτεχνίας και τη συναφή ελληνική ιδιαιτερότητα:
Ο βαθμός ωριμότητας μιας εθνικής λογοτεχνίας κρίνεται και από το είδος της σχέσης που διατηρεί με την Ιστορία, απώτερη και εγγύτερη, αλλά και με τις επιμέρους αφηγήσεις που συνθέτουν το όλο εθνικό αφήγημα. Παράλληλα, στη σχέση αυτή αποτυπώνεται η αντίληψη που τρέφει το λογοτεχνικό σύστημα περί χρηστικότητος: όσο πιο ανώριμη είναι μια λογοτεχνία, τόσο περισσότερο οι επιμέρους συντελεστές της βλέπουν σε αυτήν έναν εν δυνάμει καταγραφέα της Ιστορίας (όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του παρόντος), ακόμη χειρότερα: μια άλλη δυνατότητα της Ιστορίας να εισχωρήσει στο συλλογικό φαντασιακό. Μια τέτοια όμως χρήση της λογοτεχνίας, πέρα από το ότι υποκρύπτει μια κλειστή, αυτιστική σχέση με τον εαυτό της, υποδηλώνει και μια μονόχορδη, μονόμπαντη σχέση με την Ιστορία: γεγονός-καταγραφή-ιστόρηση, σχέση όπου το υλικό της Ιστορίας, αυτομάτως και μονοσήμαντα, μετατρέπεται σε πραγματολογικό υλικό της λογοτεχνικής αφήγησης. Με άλλα λόγια, οι ώριμες εθνικές λογοτεχνίες, όταν καταπιάνονται με την Ιστορία, δεν τη μεταφράζουν αυτόματα σε αφήγηση, αλλά, διαθλώντας την, την επεξεργάζονται φαντασιακά, ενώ οι ανώριμες, αδύναμες λογοτεχνίες, όπως η ελληνική, ανακαλύπτουν σε αυτήν ένα έτοιμο, τετελεσμένο πραγματολογικό υλικό.
Έτσι λοιπόν, υπό την πίεση της τρέχουσας κρίσης, βλέπουμε να γεννιούνται και να πληθύνονται τα μυθιστορήματα με θέμα τη Μεταπολίτευση ─την ερμηνεία της οποίας μια άκριτα δημοσιολογούσα άποψη έχει αναβαθμίσει σε ερμηνευτικό κλειδί διά πάσαν νόσον─ και αυτή η τάση, ας μας επιτραπεί η πρόβλεψη, ολοένα θα ενισχύεται.
Από την άλλη, σ’ έναν χώρο που δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία, συνεχίζουν να εμφανίζονται παρηγορητικές αφηγήσεις που επιχειρούν να θεραπεύσουν τον εθνικό μας εγωισμό με εκδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας, αναδρομές στις «χαμένες πατρίδες» και σε κωνσταντινουπολίτικα φαντάσματα, κολακεύοντας έναν επαναγεννημένο εθνολαϊκισμό και τον πανταχού παρόντα μέσο όρο.
Μια άλλη συνθήκη υπό την οποία επιχειρείται ο φετινός απολογισμός είναι, βέβαια, η γιγάντωση της παραλογοτεχνίας. Εκατοντάδες τίτλοι, χιλιάδες αντίτυπα φορτωμένα με ιστορίες αγάπης, success stories ή, ξανά, ψευδο-εθνο-ιστορικές διηγήσεις καταλαμβάνουν τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, εξωθώντας τούς, λιγότερους πια, πραγματικούς συγγραφείς στα ψηλά ράφια, κοιτάζοντάς τους ειρωνικά, από χαμηλού, και οδηγώντας τη λογοτεχνία σε ασφυξία.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια το κακό έχει παραγίνει: στην άνιση μάχη με τη λογοτεχνία, η παραλογοτεχνία έχει πάρει κεφάλι: η Μαίρη Παπαδοπούλου-Πετράκη φιλοξενείται σε μεγάλες βιβλιοπωλικές αλυσίδες για να κάνει, ενώπιον του κοινού, την κατάθεση ψυχής που προϋποθέτει και συνεπάγεται το κείμενό της, ενώ στην Άνω Ποταμούλα Ημαθίας, στο καφενείο του χωριού, όλο και κάποιος δημοφιλής συγγραφέας θα κάνει και αυτός την ανάλογη κατάθεση στο (σίγουρο) ταμείο της εθνολαϊκιστικής αφέλειας ─ κι όλα αυτά συνοδευμένα, βέβαια, από χιλιάδες αντίτυπα. Τίτλοι επί τίτλων που υποδύονται τη λογοτεχνία έχουν υποκαταστήσει στη συνείδηση ενός τμήματος του ευρέος κοινού την πραγματική λογοτεχνική αφήγηση με τα θλιβερά υποκατάστατα άλλοτε μιας πληκτικά επαναλαμβανόμενης αισθηματολογίας και άλλοτε μιας εθνο-λαϊκιστικής εξάρσεως και ιστοριολαγνικής ψιμυθίωσης, οδηγώντας το σε μια, ανέκκλητη φοβάμαι, αλλοίωση της αντίληψης για το τι είναι λογοτεχνία.
Και ας μη φέρει κανείς ως αντεπιχείρημα το κοινολεκτούμενο ότι, τάχα, αν ένας υποψήφιος αναγνώστης προσεγγίσει την ανάγνωση μέσω ενός τέτοιου βιβλίου, μπορεί, αργότερα, να διαβάσει κάτι πιο σοβαρό. Ουδέν ψευδέστερον: η παραλογοτεχνία είναι τοξική, μολυσματική, όπως λέει ένας φίλος: κολακευμένος που διάβασε ─και «κατάλαβε»─ ένα «εύληπτο», «κατανοητό» βιβλίο, ο αναγνώστης κλείνει θυμωμένος όποιο βιβλίο, απλώς, δεν βεβηλώνει το προφανές και δεν του δίνει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωες του «μυθιστορήματος», δηλαδή δεν του επιτρέπει τον αυτοθαυμασμό μέσ’ από τις σελίδες του. Ιδιαίτερα αν πρόκειται για κάποιον από τους συγγραφείς που θεωρούνται «δύσκολοι»…
Βεβαίως το φαινόμενο της παραλογοτεχνίας ούτε καινούριο είναι ούτε ελληνική αποκλειστικότητα αποτελεί. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας έχει πάρει, βοηθούντων των λεγόμενων κοινωνικών δικτύων στο Διαδίκτυο, γιγαντιαίες διαστάσεις. Κι ενώ οι προηγμένες εθνικές λογοτεχνίες διατηρούν πάντα ένα ευρύ κοινό που ενδιαφέρεται για την αυθεντική λογοτεχνική αφήγηση, η ελληνική φαίνεται να χάνει τη μάχη από την παραλογοτεχνία ─ όχι χωρίς συνευθύνη του ελληνικού λογοτεχνικού συστήματος (ευθύνη που θα προσπαθήσω να καταδείξω σε προσεχές σημείωμά μου). Ας ευχηθούμε τουλάχιστον η βαθιά κρίση που διερχόμαστε να αναταράξει κάπως την κλίμακα αξιών του κοινού, να αναδιατάξει τις σχέσεις λογοτεχνίας-παραλογοτεχνίας και να ανατάξει το χαμένο γόητρο της αυθεντικής λογοτεχνικής αφήγησης.
*
Ο Μένης Κουμανταρέας (Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ, εκδ. Κέδρος) επανέρχεται σ’ ένα νεανικό του γραπτό και, χωρίς επιγενόμενες επεμβάσεις, το παρουσιάζει για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μαθητείας με χώρο δράσης την Αγγλία, όπου είχε πάει, νεαρός, ο συγγραφέας. Φρέσκο, νεανικό και δροσερό, με πραγματικούς πρωταγωνιστές, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα, νεανική, πτυχή του γνωστού συγγραφέα.
Ο Κώστας Μουρσελάς (Στην άκρη της νύχτας, εκδ. Πατάκη), ενώ επανέρχεται σε δύο παλιούς μας γνώριμους, τον Μανωλόπουλο και τον Ρετσίνα, καταπιάνεται με κάτι καινούριο, αφού στο μυθιστόρημα παρεισφρέει, με τρόπο ευθύ και πλάγιο, το πρόσωπο του Παπαδιαμάντη, πρόσωπο, που, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει στοιχειώσει τον συγγραφέα. Τύψεις, ενοχές, έρωτας και νομοτέλειες βρίσκονται στο στόχαστρο του συγγραφέα μέσα στην, πυκνωμένη αφηγηματικά, διάρκεια μιας νύχτας.
Ο Μάνος Ελευθερίου (Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα, εκδ. Μεταίχμιο) έγραψε, ίσως, το καλύτερο μέχρι τώρα μυθιστόρημά του, εκείνο όπου κατορθώνει να συγκεράσει τον έμφυτο λυρισμό του, συνοδευμένο από μια ατμόσφαιρα ονειρικής νοσταλγίας, με την αφηγηματική οικονομία. Επανερχόμενος στις αγαπημένες του εμμονές, το θέατρο και τη Σύρο, μας μεταφέρει, μέσ’ από μια ενδιαφέρουσα μείξη φαντασιακού και πραγματικού, σ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι ο «δήμος ονείρων» του. Άνθρωποι και ρόλοι σ’ ένα πεζογραφικό δράμα.
Ο Πέτρος Μάρκαρης (Περαίωση, εκδ. Γαβριηλίδη) μας προτείνει το δεύτερο μέρος της τριλογίας του με θέμα την κρίση. Με παρόντα και εδώ τον πασίγνωστο επιθεωρητή Χαρίτο, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει και σ’ αυτό το μυθιστόρημα τις αρετές του: συμπαγής δράση, αδροί ήρωες, αίσθηση του αφηγηματικού χρόνου. Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται, πέρα από εκείνο της θέσης του αστυνομικού μυθιστορήματος ως λαϊκού αναγνώσματος, είναι ο υπερβολικά ευθύς και άμεσος τρόπος με τον οποίο αντικρίζει την Ιστορία.
Ο Γιώργος Συμπάρδης (Υπόσχεση γάμου, εκδ. Μεταίχμιο) μας προτείνει μια τοιχογραφία της σύγχρονης καθημερινότητας, ένα πολυπρόσωπο παιχνίδι χαρακτήρων, μέσ’ από το οποίο αναδεικνύεται το ψυχικό βάθος των ηρώων αλλά και ο τρόπος με τον οποίο, εντέλει, τελείται η ζωή μέσ’ από τα μικρά ή μεγάλα δράματά της. Ο ολιγογράφος συγγραφέας, δεν υπάρχει αμφιβολία, τα καταφέρνει περίφημα στις λογοτεχνικές επιδιώξεις του: σφρίγος, ρεαλισμός, έμμεση αποδέσμευση της συγκίνησης. Ωστόσο το ερώτημα κατά πόσο μια τέτοια, παραδοσιακή, λογοτεχνία μπορεί να συλλάβει τη σημερινή πολυπλοκότητα παραμένει εκκρεμές.
Ο Αλέξης Πανσέληνος (Σκοτεινές επιγραφές, εκδ. Μεταίχμιο) συνθέτει ένα πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο μυθιστόρημα, όπου συνυπάρχουν πολλά από τα είδη της ιστορίας του μυθιστορήματος: μυθιστόρημα χαρακτήρων, μαθητείας, ρεαλιστικό, φανταστικό συναιρούνται σε αυτή τη σύνθεση, όπου οι τρεις κύριοι πρωταγωνιστές της, περασμένης ηλικίας πια, μέσ’ από συνεχείς αναδρομές, αναμετρούνται με το παρελθόν τους, μα πιο πολύ με την άφευκτη φθορά του χρόνου. Η σήμερον ως χθες.
Η Ευγενία Φακίνου (Το τρένο των νεφών, εκδ. Καστανιώτη) επιβιβάζεται σ’ ένα τρένο στην κορυφή των Άνδεων και, μέσω του ήρωά της, του Κανένα, διατρέχει κομμάτια της ιστορίας της Λατινικής Αμερικής. Συντροφιά της αυτούσια τμήματα μυθιστορημάτων λατινοαμερικανών συγγραφέων σ’ ένα διακειμενικό παιχνίδι.
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (Η επιδημία, εκδ. Πατάκη), εκκινώντας από τη μόνιμη εμμονή του με την ελληνική αρχαιότητα, μας προτείνει μια παρωδία, στο πλαίσιο της οποίας ένας ανθυποθεός του Δωδεκαθέου επισκέπτεται τη σημερινή Αθήνα, όπου, μέσα σ’ ένα παραλήρημα έκφρασης και αυτο-έκφρασης, κάνει όλα όσα θα έκανε ένας σύγχρονος ομόλογός του. Αναλογίες, ομοιότητες και παραλληλισμοί με τη σημερινή κατάσταση και τη βαθιά κρίση.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος (Τα παιδιά του Κάιν, εκδ. Μεταίχμιο) επιχειρεί να αναδιφήσει την πρόσφατη μεταπολιτευτική ιστορία μέσ’ από ένα βιβλίο που συνδυάζει το μυθιστόρημα ενηλικίωσης με αφηγηματικές τεχνικές από τον κινηματογράφο και λανθάνοντα κοινωνικά σχόλια. Μυθιστόρημα από το οποίο δεν λείπει η αφηγηματική άνεση και ευχέρεια, το τελικό αποτέλεσμα όμως υπονομεύεται από τη μεγάλη χαλαρότητα της συνολικής σύνθεσης και, όπως αναφέραμε στην εισαγωγή του σημειώματός μας, από μια μονοσήμαντη ματιά στη θέαση της Ιστορίας ως πραγματολογικού υλικού της λογοτεχνίας.
Ο Αλέξης Σταμάτης (Κυριακή, εκδ. Καστανιώτη), ορμώμενος ίσως από τον Οδυσσέα ή από τον ΜακΓιούαν, μας περιγράφει μια πυκνή ημέρα του ήρωά του, την Κυριακή των εκλογών του 2009. Με αποτελεσματικούς αφηγηματικούς μηχανισμούς και με μια επαρκή ενδοσκόπηση, ο συγγραφέας κατορθώνει να πυκνώσει τον αφηγηματικό χρόνο και να διεισδύσει στον ψυχικό χώρο του ήρωά του.
Ο Χρήστος Αγγελάκος (Το δάσος των παιδιών, εκδ. Μεταίχμιο) με φόντο, ξανά, τη Μεταπολίτευση γράφει ένα μυθιστόρημα όπου κυριαρχούν τα παιχνίδια με τον χρόνο, πραγματικό και αφηγηματικό. Σε μια περιδίνηση, την οποία υποστηρίζουν αποτελεσματικά μοντερνικοί τρόποι αφήγησης, ο συγγραφέας ασχολείται με παλιούς λογαριασμούς των ηρώων του, διαπλέκοντας το ατομικό με το συλλογικό, το παρόν με το παρελθόν και μιλώντας για την ερωτική επιθυμία, βάσανο και σωτηρία μαζί.
Ας σημειωθούν ακόμη τα εξής: Γιώργος Αριστηνός, Flash στη νύχτα (εκδ. Τόπος), Σώτη Τριανταφύλλου, Για την αγάπη της γεωμετρίας (εκδ. Πατάκη) και Τεύκρος Μιχαηλίδης, Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού (εκδ. Πόλις).
*
(Δυστυχώς, τη στιγμή που γράφεται ο παρών απολογισμός ─τέλη Νοεμβρίου-αρχές Δεκεμβρίου─ δεν έχω προλάβει να διαβάσω αρκετές από τις συλλογές καταξιωμένων λογοτεχνών που μόλις εκδόθηκαν ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν αυτές τις μέρες [Ζατέλη, Δημητρίου, Καρυστιάνη, Σφυρίδης κ. ά.]. Έτσι, θα περιοριστώ, αναγκαστικά, σε συλλογές που εκδόθηκαν κάπως πιο παλιά μέσα στο έτος που διανύουμε.)
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, εκδ. Πατάκη), δύο χρόνια μετά την προηγούμενη συλλογή του, επανέρχεται με έναν κύκλο διηγημάτων, που στο κέντρο του βρίσκεται η γενέθλια πόλη. Ο συγγραφέας επιβεβαιώνει, και σε αυτή τη συλλογή, τις διηγηματογραφικές αρετές του: εκκινώντας από το ευτελές, καταφέρνει να το αναγάγει σε μείζον• αιχμαλωτίζοντας το ακαριαίο, περνάει στο διαρκές και, το κυριότερο, πατώντας στο καθημερινό και στο γήινο, του προσδίδει έναν χαρακτήρα σχεδόν εξωτικό, καλύτερα: υπερβατικό, και το απογειώνει.
Ο Κώστας Καβανόζης (Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια, εκδ. Πατάκη), επιβεβαιώνοντας ευφρόσυνα την αναζητητική του διάθεση, συνθέτει μια συλλογή διηγημάτων όπου κυριαρχεί το παράλογο σε διάφορες εκδοχές ─οικείες και ανοίκειες─ της καθημερινότητας. Με μια γλώσσα συνεχούς ροής προκειμένου να αποτυπωθεί η αντίστοιχη ροή της συνείδησης, σε αστικό ή αγροτικό περιβάλλον, με παρούσα ─και σ’ αυτό το τρίτο του βιβλίο─ τη μυθολογημένη μυθική παράδοση της Θράκης, ο συγγραφέας μάς προτείνει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων της χρονιάς.
Ο Γιάννης Μπασκόζος (Ποιοι ακούνε ακόμη τζαζ;, εκδ. Κέδρος) γράφει μια σειρά από σύντομα ─πλην ενός─ διηγήματα όπου κυριαρχεί η μουσική. Με τρόπο απλό, χωρίς πολύπλοκους αφηγηματικούς μηχανισμούς, εκθέτει βιωματικά στιγμιότυπα, τα οποία επιχειρεί να αισθητοποιήσει. Παρούσα σε μερικά από αυτά και η πολιτική, όχι όμως ως παρηγορητική προσδοκία αλλά ως βιωμένος χρόνος. Άμεσο, σχεδόν δροσερό.
Ο Σπύρος Γιανναράς (Ζωή χαρισάμενη, εκδ. Πόλις), με βασικό του εργαλείο το ύφος, μας προτείνει μία συλλογή από αλληγορικά, καταγγελτικά (ενίοτε καθ’ υπερβολήν), στηλιτευτικά διηγήματα. Έχοντας κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος, επιβεβαιώνει τη θετική επίγευση που μας άφησε το πρώτο του βιβλίο.
*
Η καταγραφή της λογοτεχνικής παραγωγής μιας χρονιάς δεν είναι ουδέτερη πράξη. Το κυριότερο περιεχόμενό της, πάνω και από την καταγραφική πρόθεση, είναι η αποτίμηση, με όλη την αυθαιρεσία του καταγράφοντος, των σημαντικότερων βιβλίων μιας συγκεκριμένης περιόδου, των βιβλίων δηλαδή εκείνων που επηρεάζουν ─είτε θετικά είτε αρνητικά─ τη διαμόρφωση του λογοτεχνικού συστήματος στη συγχρονία του. Έτσι, πέρα από τις αναπόφευκτες, λόγω χρονικών πιέσεων, παραλείψεις ─που αδικούν αξιόλογους συγγραφείς─, μπορεί να παραλείπονται βιβλία που μια κοινόχρηστη λογική θεωρεί σημαντικά αλλά που, στην ουσία, δεν είναι. Επίσης, σε μια τέτοια καταγραφή-αποτίμηση είναι φυσικό να μην έχουν θέση βιβλία που ανήκουν στην παραλογοτεχνία, βιβλία που τα κινεί μόνο η υπερβάλλουσα κινητικότητα του συγγραφέα τους και, ακόμη, βιβλία που, ενώ θεωρούνται λογοτεχνικά, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά αφελείς εκτυπώσεις μιας νομιζόμενης πραγματικότητας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ