Ω
καπετάνιε μου
Ω
καπετάνιε μου.
Η
τελευταία σου αρματωσιά
είναι
αυτή η πανέμορφη φωτογραφική μηχανή
Nikon.
Το
σπασμένο βλέμμα ενός κοκκινολαίμη
σου τη χάρισε,
το
βράδυ που τα αστέρια γκρεμίζονταν
στο αρχιπέλαγος.
Τη
κρατάς σαν μοναδικό όπλο και σημαδεύεις
τα
κρίνα της ακρογιαλιάς, τα ρόδα της
αλμύρας,
αραχνοΰφαντες
αλήθειες, ηλιαχτίδες σερπαντίνες,
που
αρμενίζουν, στου Λίβα το παραμιλητό.
Και
τη ζεστή σου μονοσύλλαβη ανάσα,
λαίμαργα
τη ληστεύουν μ' άγρια φιλιά
τα
πεινασμένα στόματα της μοίρας.
Σε
μιας καμπίνας το υπόκωφο παράπονο,
τον εγκλιματισμένου πόνο,
τα
όνειρα σου έγιναν αργεντίνικα ταγκό,
έγιναν του Ρίο οι θεοί.
Σε
αχανή υγρά πεδία ξεπουλάς,
τους
πεθαμένους ήλιους των ματιών σου,
που
τα τρελά φεγγάρια τους,
σε
ιστία καραβιών γητεύουν του Ωρίωνα
τα γλαροπούλια.
Ω
καπετάνιε, καπετάνιε μου
αν
παίρναμε ένα από εκείνα μεγάλα
κρουαζιερόπλοια,
που
σαλπάρουν από το λιμάνι του Λονδίνου
για
το Πόρτο Αλέγκρε και την Αλταμίρα,
θα
έφευγες μαζί μου
μέχρι
των οριζόντων τις κουρελιασμένες
άκρες,
μέχρι
τους κούφιους ύπνους των βυθών
μέχρι
το θάνατο του κόσμου;