Translate

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Μάγια Αγγέλου /// ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ





Ακόμα ανατέλλω


Μετάφραση Ασημίνα Ξηρογιάννη



Μπορείτε να με γράψετε στην ιστορία
Με τα πικρά ,στρεβλά σας ψέματα
Μπορείτε να με σύρετε στην ίδια τη βρωμιά
Αλλά ακόμα, σαν τη σκόνη, θ' ανεβαίνω ψηλά.



Σας αναστατώνει η ευφορία μου;
Γιατί με περιβάλλετε με σκοτάδι;
Μήπως γιατί περπατώ σαν να κατέχω πετρελαιοπηγές
Που ξεχειλίζουν απ΄ το σαλόνι μου;


Ακριβώς όπως τα φεγγάρια και όπως οι ήλιοι
Mε τη βεβαιότητα της παλίρροιας
Aκριβώς όπως οι ελπίδες που πηγάζουν από ψηλά
Ακόμα θ ανατέλλω.


θέλατε να με δείτε να σπάω;
Καλυμμένο κεφάλι και χαμηλωμένα μάτια;
‘Ωμους που πέφτουν κάτω σαν δάκρυα
Aδύναμη από τις οργισμένες μου κραυγές;



Μήπως το αγέρωχό μου ανάστημα σας προσβάλλει;
Δεν σας έρχεται πολύ δύσκολο
Που γελώ σαν να έχω ορυχεία χρυσού
Σκάβοντας στην πίσω αυλή μου;

Μπορείτε να με πυροβολήσετε με τις λέξεις σας
Μπορείτε να με σφάξετε με τη ματιά σας
Μπορείτε να με δολοφονήσετε με το μίσος σας
Αλλά ακόμα, σαν αέρας, θα ανεβαίνω ψηλά.


Μήπως η σεξουαλικότητά μου σας ενοχλεί;
Εκπλήσσεστε
Που χορεύω σαν να φορώ διαμάντια
Tη στιγμή που σμίγουν οι μηροί μου;


Πέρα από τις καλύβες της ντροπής της ιστορίας
Ανατέλλω
Πάνω από ένα παρελθόν που ρίζωσε στον πόνο
Ανατέλλω
Είμαι ένας μαύρος ωκεανός, κυματιστός και ανοιχτός
Εκπνέοντας γιγαντώνομαι κι αντέχω στην παλίρροια


Aφήνοντας πίσω νύχτες φόβου και τρόμου
Ανατέλλω
Σε ένα ηλιοβασίλεμα που είναι θαυμαστά ξάστερο
Ανατέλλω
Κουβαλώντας τα χαρίσματα που οι πρόγονοι μού κληροδότησαν
Είμαι το όνειρο και η ελπίδα του σκλάβου.
Ανατέλλω
Ανατέλλω
Ανατέλλω

***

Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό frear.gr

***

Δήμητρα Χάιδα /// ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




βραδυνό

θέλω απλά να έρθεις μαζί μου


το στήθος μου
όπως θα θυμάσαι
έχει μια τρύπα
πάντα
έχω τον νου μου
να της αλλάζω σακούλα
πριν γεμίσει
να τραβάω τις κολλημένες τρίχες
από τον πάτο της
να είμαστε σίγουροι
πώς θα κρατήσει μέσα της
την κάθε υπόνοια


σήμερα τρελάθηκε!
ξεβράζει
εκδικητικά
αγνοούμενα σώματα
ξερνάει
ασταμάτητα
ξεραμένο αίμα
από λέξεις καρφιά
που καταπίνω
όταν πίνω
με τους φίλους μου


έλα μαζί μου


το κρεβάτι βουλιάζει
ξαπλώνω και βυθίζομαι
στην πιο γλυκιά εξάρτηση


δε στο 'χα πει, αλλά.


θα 'θελα να 'μουν δύο

***

ε

Η άμμος σου πάνω μου 
τα μαλλιά μου κολλημένα

Ο αέρας δεν υπήρχε 

παρέσερνε τα πάντα
η άμμος πέτρες αιχμηρές
έγδερναν την πλάτη σου 
και εσύ να γδύνεσαι 
να μην αφήσεις σημείο σου ανεκμετάλλευτο
οικόπεδο νο.3
ο λαιμός σου
η κάτοψη
ανάμεσα στα πόδια σου οικόπεδο νο.5

Eίναι γνωστό ότι οι παραλίες μας κινδυνεύουν

εξάλλου η περίοδος χάριτος τελείωσε
τη στιγμή που άφησες το πατρικό
τώρα το φάντασμα επιστρέφει τις αργίες
μην του ανοίγεις

 το στόμα σου
 ανά διαστήματα ανοιχτό
 ένα μαύρο δάσος έρεε
 ζεστό
 θέλω να το διασχίζω
 ξανά και ξανά

 νύχτα.

 ο αέρας μολυσμένος 

ζητούσες και άλλο
περπάταγες γυμνή
όσο εμείς βυθιζόμασταν στο χώμα
 «Πάντα έψαχνα μια οργή να με ανθίσει»

 Όταν ξυπνήσαμε έλειπες

***

ΧΡΥΣΑ ΜΑΣΤΟΡΟΔΗΜΟΥ /// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





Δημόσια αναμονή

Περάσαμε το ένα τρίτο της ζωής μας
σε αίθουσες δημόσιας αναμονής 
κοιτάζοντας τα παπούτσια του μπροστινού μας
κλωτσώντας το μέλλον μας
σε θυρίδες δίχως φως 

Το άλλο τρίτο
σε λάθος ανθρώπους το ξοδέψαμε
σε συναισθήματα δίχως αξία 
και σε φιλίες χωρίς αντίκρισμα κανένα

Σε λάθος κόσμο επενδύσαμε
στη χώρα που κατάπιε 
τα όνειρά μας
πιστεύοντας 
κίβδηλους υποκριτές

Για αυτό δε θέλω να αναρωτιέμαι 
πόσος κλασματικός χρόνος μου απέμεινε. 

Τόσος λίγος χρόνος
για τόσα πολλά λάθη.

***

Απουσία

κλειδιά στο τραπέζι
η παρουσία σου˙
τώρα 
κλειδιά στο τραπέζι
η απουσία σου

***

Ποίηση

Ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο
παρά προδομένες λέξεις 
που πνίγονται 
σε κορμιά από τον καιρό βασανισμένα

δεν είναι τίποτε άλλο 
παρά φωνές που θέλουν να ακουστούν
ασφυκτιούν σε θνητά σώματα
ζητούν αέρα 

Ποίηση δεν είναι παρά
ένα έμβρυο που αγωνιά
τη μέρα να αντικρύσει

δεν είναι παρά 
διαβάτες χαμένοι μες την νύχτα
που καταφύγιο ποθούν να βρουν

Ποίηση δεν είναι παρά
ψυχές φυλακισμένες
που ελευθερία και δικαίωση αποζητούν

δεν είναι παρά
κραυγές χαράς ή πόνου 
που όταν δεν αντέχουν πια
Γίνονται ποιήματα

***

Κλειδιά στο τραπέζι,Οδός Πανός 2018


***

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΠΟΤΣΙΟΣ /// ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Η μοίρα του ποιητή


Πρωί, πρωί βρήκαν τα ποιήματα
Στους δρόμους της πόλης σκορπισμένα
Πρωί, πρωί και τ’ άψυχο κορμί
Μπρούμυτα να επιπλέει στου
Χρυσαφιού και τ’ ασημιού τ’ ανάμεσα
Παραδομένο σε λικνίσματα καθώς
Που πρόσταζε ο Γραίγος
Είπαν πως σκόρπισε τα ποιήματα
Γιατί τον έπνιγαν, κι έπειτα
Έπεσε στη θάλασσα να δροσιστεί.
Πνίγηκε όμως όχι απ’ τα σκορπισμένα
Μα απ’ εκείνα που ποτέ δεν έγραψε
Βαρίδια σκαλωμένα στην ψυχή.


***

Ο κύκλος


Άσε έστω αυτόν τον κύκλο ανοικτό.
Φτάνει τόσους και τόσους που ‘κλεισες.
Σε βλέπω μ’ αυτήν την κάτασπρη
κιμωλία στο χέρι και τρομάζω.
Πανικοβάλλομαι τέτοιες ώρες
να ψάχνω για σφουγγάρι.
Όσο μένει ανοικτός
είναι για ‘μένα μια αφορμή.
Όταν τον κλείσεις
δεν θα ‘χεις πια καμιά δικαιολογία


***

(Ανέκδοτα)

***