Translate

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Aύγουστος /// της Ασημίνας Ξηρογιάννη




Ζεις μέσα μου

Κι εγώ μέσα σου

Αλλά μας χωρίζουν

μελτέμια, στεριές

αποσκευές, θέρετρα.

Ύστερα είναι κι η θάλασσα.

Πώς να τα βάλω με το καλοκαίρι;

Όμως, απλώνω τη σκέψη μου,

όσο μπορώ

-πες μου αν το νιώθεις.

Απλώνω τη σκέψη μου σε σένα

Και περιμένω υπομονετικά τα πρωτοβρόχια.


Αναδημοσίευση από ΦΡΑΚΤΑΛ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη «Ημέρες καλοσύνης», εκδ. Πόλις // ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ








 
















 



Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη «Ημέρες καλοσύνης», εκδ. Πόλις

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΑΚΤΑΛ


Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση είχα την ανάγκη να αναφερθώ στις μέρες καλοσύνης της Κρυστάλλης  Γλυνιαδάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Ακολούθησαν πολλές αναγνώσεις βέβαια και τώρα έρχεται το κείμενο.

Το βιβλίο αποτελείται από πέντε ενότητες: «Εισαγωγή: Η Ελλάς των Ελλήνων» με οκτώ ποιήματα, «Πράξη 1η: Ημέρες τρυφερότητας», με πέντε ποιήματα, «Πράξη 2η: Ημέρες σιωπής» με οκτώ ποιήματα «Πράξη 3η: Ημέρες καλοσύνης» με τέσσερα ποιήματα. To τελευταίο ποίημα της ενότητας αυτής με τίτλο «MISTAL GAGNANT» λειτουργεί σαν γέφυρα με την τελευταία ενότητα [Ορατόριο/Μαζική Κλίμακα (Mια εκτενής σύνθεση)]

Το εκλαμβάνω όμως το βιβλίο σαν μια ενιαία ποιητική σύνθεση που θίγει ποιητικώ τω τρόπω το δίπολο «καλό-κακό». Η ποιήτρια αφορμάται συχνά από την ιστορία, αλλά έχει τον τρόπο και τη μεταπλάθει μέσω της τέχνης της ώστε να ενδιαφέρει τον σύγχρονο απαιτητικό αναγνώστη. Έτσι από το μερικό, το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, περνάμε εύγλωττα στο καθολικό. Διαβάζουμε σαν ρεφρέν στίχους-κλειδιά που συνεισφέρουν στην ερμηνεία της ποίησης, αλλά και φωτίζουν την ποιητική της Γλυνιαδάκη:

 

«Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό. Σκέψου./ Σκέψου πώς θα ‘ταν το Καλό·/ το Καλό σκέψου πώς θα ‘ταν/ σε κλίμακα μαζική».

Ποιήματα -αφηγήσεις που έρχονται να μας πουν πως τίποτα δεν τελείωσε και πως εκτός από το μίσος και την κακία στον κόσμο υπάρχει  η πίστη, ο έρωτας, η αγάπη, η καλοσύνη. Που διαδηλώνουν πως υπάρχει η άλλη πλευρά, αρκεί να μην σταματάμε να την αναζητούμε ή να την… «δημιουργούμε». Να μην παύουμε να ελπίζουμε πως τα σκοτάδια μπορούν να γίνουν φως.

Μπορεί το Κακό να έχει στιγματίσει την ιστορία (στην ενότητα με τίτλο Ορατόριο το Κακό μέσω ιστορικών παραδειγμάτων κάνει αισθητή την παρουσία του), αλλά η ποιήτρια έχει τη δύναμη να οραματίζεται έναν κόσμο που το Καλό μπορεί να υπάρχει σε κλίμακα μαζική. Κι αυτό γιατί η τέχνη μπορεί να κάνει τις ανατροπές και να μυεί σε εμπειρίες ανοίκειες σε έναν κόσμο πλουραλιστικό που τα θετικά και τα αρνητικά συνυπάρχουν, όχι πάντοτε αθόρυβα.

Στην Πράξη Δεύτερη -ημέρες σιωπής συναντάμε πρώτα το ποίημα «Αγόρι και γάτα» που είναι σε διάλογο με τη χαρακτηριστική φωτογραφία που το συνοδεύει. Μια φωτογραφία, όπως οτιδήποτε εξάλλου μπορεί να δώσει την αφορμή για ποίηση. Στο πρώτο πλάνο το αγόρι, πίσω του η γάτα. Διαβάζω στη σελίδα 39: «Στη γωνία της φωτογραφίας/ ένα αγόρι˙ δεν θα ‘ναι πάνω από δεκατριών ετών/ Ας πούμε γεννημένο το 1900, εκατόν είκοσι χρόνια πριν. Πίσω του μια γάτα/ ασπρόμαυρη σαν γελάδα. Το αγόρι/κοιτάζει το φακό βαριεστημένα. Η γάτα/ κάτι ψάχνει στο περβάζι όπου στέκεται./Το αγόρι βαριέται γιατί παίρνει ώρα/ να τραβηχτεί η στερεοσκοπική φωτογραφία/να στηθεί το τρίποδο, να είναι όλα έτοιμα˙/ Με κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα  εκατόν είκοσι ετών[…]/

Το εν λόγω ποίημα τελειώνει με τους εξής  αυτοαναφορικούς (σχετικά με τη λειτουργία της ποίησης) στίχους:

Τι να την κάνεις/ την ποίηση όταν πια τίποτα/ δεν σε γλιτώνει από τον θάνατο (σελ. 40) 

 

  Δεν είναι όντως βέβαιο ότι οι στίχοι βάζουν φωτιά, πάντως έχουν την δύναμη να διεισδύουν σε συνειδήσεις, να δίνουν ισχυρά ερεθίσματα, να εξελίσσουν τη σκέψη και το συναίσθημα με έναν τρόπο μοναδικό.

 

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

 

Επιπροσθέτως, μπορεί κανείς να σημειώσει πως ενώ η ποιήτρια ανιχνεύει, ευθαρσώς χαρτογραφεί το Κακό, δεν στέκεται μελοδραματικά στο να συνθέσει απλά αρνητικές εικόνες ή να δημιουργήσει ένα απόλυτα δυστοπικό τοπίο. Στη σελίδα 66 γράφει χαρακτηριστικά:

 

Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό
χωρίς Θεό, στην εποχή μετά το θάνατό Του.
Μοιάζει με άρρωστο φωτάκι
που ξεκινά σ’ ένα σοκάκι σκοτεινό
σαν κουδουνάκι στον αστράγαλο του νεκροθάφτη
στις πόλεις της πανούκλας.
Κανείς μην πλησιάσει.
Μα νά, δειλά, όλοι ανοίγουν τα παράθυρα
να δουν, περίεργοι, τι σέρνεται στον δρόμο
κι αφήνουν να περάσει εντός,
με ένα χάδι στις κουρτίνες,
το μοχθηρό ετούτο φως
που λαμπαδιάζει τα δωμάτια
ανάβει τα καντήλια
κάνει τα κτίρια να φωσφορίζουνε σκληρά
και σκάβει στις εξώπορτες χάσκοντες τάφους.
Το Κακό μετά το τέλος του Θεού
μοιάζει με θάνατο ανούσιο
σε κλίμακα μαζική,
γενοκτονίες εθνοκαθάρσεις διακρίσεις
ανθρωποβόρες μάχες για την κατάκτηση
μιας νέας πηγής νοήματος και ηθικής
το μέτρο όλων το άτομο
το μέτρο όλων η κοινωνία
το μέτρο όλων η ιδεοληψία
το μέτρο όλων ποτέ το μέτρο –

Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό. Σκέψου. Σκέψου πώς θα ’ταν το Καλό· το Καλό σκέψου πως θα ’ταν σε κλίμακα μαζική.

 

Ενώ λοιπόν εντοπίζει τη δυστοπία, έχει την δύναμη ταυτόχρονα να ονειρεύεται την καλοσύνη. Αποδομεί έτσι τη δυστοπία. Την παραμερίζει. Τη διαλύει. Την νικά.

 

«Η αγάπη έχει έναν θόρυβο/ κι ο θάνατος κρότο κούφιο» (σελ.89)

 

«[…] σ’ ακούω τις ακούω σας ακούω όλους μαζί/ καρδιές συντονισμένες, καρδιές διεγερμένες/για κάτι νέο, μια νέα ήπειρο, μια νέα ζωή/ νέο σώμα/ νέο δέρμα, ένα νέο φιλί/ μια αρχή και ένα τέλος, μια αρχή/ ένα φως, ένας διάπλους δύσκολος/ μα λυτρωτικός, μια νέα ζωή […]» (σελ.90)

«και με αναγκάζετε να σταθώ απέναντί σας/για να σας πω τα πράγματα δεν έχουν πάντα έτσι/ο άνθρωπος φάσκει και αντιφάσκει/ κι αυτή είναι η ομορφιά του[…]» (σελ.73)

 

Κλείνοντας, πρόκειται για μια σύνθεση γενναιόδωρη, γεμάτη παρρησία, που εξυμνεί τον έρωτα, την αγάπη, την κατάφαση της ζωής. Στίχοι που διαδηλώνουν, που χορεύουν, που ονειρεύονται, που σε κάνουν να χαμογελάς, να σαστίζεις, να διευρύνεσαι. Που μαρτυρούν πως το φως της ποίησης μπορεί να είναι ευεργετικό και να γεννά ό,τι πιο όμορφο, λαμπερό και ουσιαστικό. Να στέκεται απέναντι σε κάθε πουριτανισμό ή στενομυαλιά. Να ζητάει τα αδύνατα.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Κονστάνς Ντεμπρέ «Love me tenter», Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη, Εκδόσεις Πόλις /// ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

 


Κονστάνς Ντεμπρέ «Love me tenter», Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 168

 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΌ ΤΟ ΦΡΑΚΤΑΛ

Πόσο λυτρωτικό είναι να αισθάνεσαι πως υπάρχει χώρος μέσα σου για ένα ιδιαίτερο βιβλίο! Διαβάζοντας επίσης, πολλά βιβλία πάντα έχεις ανάγκη να συναντήσεις κάτι που θα σε ξαφνιάσει. Και οι δύο παραπάνω δηλώσεις με αφορούν. Ευτυχώς, έχω άπλετο χώρο μέσα μου για ιδιαίτερα και καλά βιβλία. Επίσης, νιώθω ευτυχής που βρέθηκε κάτι να με ξαφνιάσει, να μου δημιουργήσει προσδοκίες για περαιτέρω ανάγνωση.

Κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο με τίτλο Lovε me tender της Κονστάνς Ντεμπρέ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Το θέμα του  βιβλίου δεν είναι τελείως άγνωστο ή ανοίκειο στις μέρες που ζούμε. Είναι όμως συγκλονιστικό. Εκείνο που μας κινητοποιεί εσωτερικά είναι ο τρόπος της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο. Με ρυθμό και διαύγεια. Με αμεσότητα και με αέρα προφορικότητας. Με γλώσσα του σήμερα που κόβει την ανάσα! Δεν θα το πω απλά «κυνισμό» και θα τελειώσω. Θα το πω ανατρεπτικότητα. Είναι η αλήθεια ωστόσο, και μόνον η αλήθεια-κι όποιος αντέξει. Καθηλωτική η αφήγηση, θα μπορούσε να ανέβει ίσως και ως θεατρικός μονόλογος. Μια γυναίκα ξεγυμνώνεται μπροστά στο κοινό και αφηγείται την ιστορία της. Δεν μένω στο ότι η γυναίκα είναι ομοφιλόφυλη. Μένω στο ότι πρόκειται για μια ιστορία βαθιά ανθρώπινη. Που θέτει πολλά επιμέρους ζητήματα, που θέτει υπαρξιακά ερωτήματα και φλερτάρει με τις ενδεχόμενες απαντήσεις.

Η μητέρα και η νέα ταυτότητα, ο πρώην σύζυγος, ο γιος, ο πατέρας της, οι ερωμένες. Αυτοβιογραφείται η Ντεμπρέ στην ουσία. Ανιχνεύει τον κόσμο της, τη νέα ζωή που έχει επιλέξει να ζήσει, την νέα αντίληψη για τα πράγματα. Το θέμα είναι: πού βρίσκεται η ηρωίδα αναφορικά με τα παραπάνω πρόσωπα; Πόσο τα επηρεάζει, αν τα επηρεάζει και γιατί; Εγκαταλείπει τη ζωή της για χάρη μιας άλλης, νέας ζωής, που όμως την εκφράζει περισσότερο, που τη φέρνει πιο κοντά στο είναι της, στο εγώ της, στον εαυτό της. Πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο; Ανάγλυφα δίνονται από την Ντεμπρέ οι δυσκολίες, τα εμπόδια, οι αντιδράσεις.

Υπάρχει δε και το μεγάλο στοίχημα (μεγάλο για ποιον; στοίχημα γιατί;) Θα καταφέρει να κερδίσει άραγε τον γιο της, θα μπορέσει να κτίσει μια ουσιαστική σχέση μαζί του, θα είναι δυνατό μητέρα και γιος να έχουν μια κοινή πορεία και ένα κοινό μέλλον;

 

Κονστάνς Ντεμπρέ

 

Είναι ένα τολμηρό κείμενο λοιπόν αυτό. Τολμηρή είναι η  ηρωίδα, καθώς αποφασίζει να ζει περιπλανώμενη, με λίγα πράγματα, σε σπίτια φίλων, χωρίς λεφτά. Να κολυμπάει συνεχώς στην πισίνα, να αλλάζει διαρκώς ερωμένες, να αποφεύγει τις δεσμεύσεις, να απολαμβάνει την κάθε στιγμή. Ζούσε πριν με ευμάρεια και πλούτο. Είχε οικογένεια, καλή δουλειά, κοινωνική αναγνώριση, αποδοχή, ασφάλεια. Ο,τι δηλαδή επιθυμεί, για ό,τι αγωνίζεται ο σύγχρονος άνθρωπος, ο άνθρωπος της δύσης. Κι όμως εκείνη σπάει τα στερεότυπα, διαλέγει τα θέλω της, διαλέγει να είναι εκείνη και όχι η άλλη που επιβάλλει η κοινωνία. Διαλέγει να ικανοποιήσει τις βαθύτερες επιθυμίες της, κάτι όμως που έχει βαρύ κόστος. Να χάσει την επιμέλεια του παιδιού της, να απομακρυνθεί από αυτό και η σχέση τους να καταλήξει αβέβαιη, ίσως και ανέφικτη.

Παραδέχεται ότι είναι μια αγριότητα η αγάπη. Και το αποδέχεται κιόλας. Δεν ζητάει λύπηση, δεν απολογείται, μαθαίνει να επιβιώνει χωρίς δισταγμό, επειδή προτιμά την αληθινή έκφραση από τη συμβατική. «Κάθε μέρα με σώζω. Φυσικά, χρειάζεται να ξαναρχίσω την επομένη», λέει κάπου.

Μπορεί να φέρει τον κόσμο στα μέτρα της; Μάλλον όχι. Το θέμα είναι πως ούτε κι ίδια χωρά σε αυτόν τον κόσμο που αισθάνεται πως την περιορίζει, την καταπιέζει, την περιθωριοποιεί. Δεν υπάρχει μελόδραμα. Και δεν πρέπει. Γιατί αν υπήρχε θα αποδυναμωνόταν η αφήγηση. Η πληγή είναι η πηγή της αφήγησης. Το βίωμα η πρώτη ύλη. Υπέροχη η διαχείρισή τους.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Έρικα Αθανασίου «Θαμμένα λόγια», εκδ. Bell //// Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //
















 

 

Έρικα Αθανασίου «Θαμμένα λόγια», εκδ. Bell

 ΑΝΑΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΑΚΤΑΛ

Η Έρικα Αθανασίου με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό της, τα περισσότερα για παιδιά, αποτελεί πια μια διακριτή φωνή στα ελληνικά γράμματα. Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο Θαμμένα λόγια, ένα βιβλίο που δίνει πολλές αφορμές για προβληματισμό και καταπιάνεται με θέμα κοινωνικό, σύγχρονο που αφορά όλους μας.

Η ηρωίδα της είναι μια γυναίκα που έχει υποστεί κακοποίηση, ήδη από την παιδική της ηλικία. Πόσα πράγματα, πόσες λέξεις και σκέψεις έχουν θαφτεί μέσα της, έχουν καταχωνιαστεί στα βάθη της καρδιάς της και που πολύ θα ήθελε να φανερώσει, να εξωτερικεύσει, να μοιραστεί. Η βία προχωρά χέρι χέρι με το φόβο που στοιχειώνει τους ανθρώπους που την υφίστανται σε κάθε της μορφή, λεκτική, ψυχολογική ή πραγματική.

Η γυναίκα της ιστορίας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, σαν να μονολογεί. Επιθυμεί διακαώς να πείσει τη Μαρίζα που είναι συγγραφέας να  τραβήξει την προσοχή της ολοκληρωτικά, να εξιστορήσει για αυτήν τα γεγονότα, είναι υπέρτατη ανάγκη της να κάνει αποκαλύψεις και ίσως να βρει μια κάποια δικαίωση. Υπάρχουν δύο χρονικά επίπεδα το παρελθόν και το παρόν.

Ο λόγος ρέων, άμεσος, λιτός, αποκαλυπτικός, στοχεύει αμέσως στην καρδιά του αναγνώστη. Φανταζόμαστε ένα τεράστιο στόμα να μιλάει, να είναι χείμαρρος, να εξαπολύει κραυγές και κακίες. Μια γυναίκα πονάει, μάχεται για την επιβίωση σε έναν κόσμο που της έχει δείξει το πιο φρικτό, το πιο αποτρόπαιο πρόσωπό του. Μια γυναίκα -θύμα με επιθυμία να εκδικηθεί ίσως ή να γίνει χειριστική ακόμα. Πρώτα ο πατέρας, μετά ο άντρας, η ιστορία επαναλαμβάνεται μοιραία, τα χτυπήματα δεν έχουν τελειωμό. Γίνεται εξομολόγηση εκ βαθέων. Τα άλλα πρόσωπα υπάρχουν μέσα από τις αφηγήσεις της ηρωίδας, που τα συστήνει στο κοινό συνδέοντάς τα με την ίδια και την ιστορία της.

Το θέμα επίκαιρο, έχει πολλές πλευρές και αλίμονο αν το αποσιωπούμε ή το παραβλέπουμε. Δυστυχώς η κοινωνία νοσεί, μαστίζεται από έμφυλη βία, χρειάζεται διαρκώς αφύπνιση, ιδίως της νέας γενιάς που καλείται να έχει την ευθύνη ενός κόσμου που δεν της αξίζει. Ζορίζεται πολύ ο αναγνώστης, γροθιά στο στομάχι, δυσαρέσκεια, αλλά αλήθεια και ουσία. Είναι τρομαχτικές σχεδόν οι αναφορές που σχετίζονται με το πώς περνούσε η ηρωίδα μέσα στο σπίτι της μέ έναν άντρα που τη μισούσε και φρόντιζε να της το δείχνει με κάθε τρόπο. Tα παιδιά της αδιάφορα, απομακρυσμένα, αποστασιοποιημένα, ζουν ξεχωριστές ζωές καθώς μεγαλώνουν. Αρνούνται να αγαπήσουν, αλλά και να παραδεχτούν πως δεν έζησαν όμορφα παιδικά χρόνια δίπλα σε ανίκανους γονείς και μια μάνα χαμένη, μισότρελη, άρρωστη, υποτιμημένη, έγκλειστη χρόνια σε ένα σπίτι χωρίς αληθινή ζωή. Και με έναν πατέρα διπρόσωπο, ανίκανο.

Μια γυναίκα παρατημένη παντελώς, κακοποιημένη, σωματικά και ψυχολογικά, που όμως κατακλύζεται από το σύνδρομο της Στοκχόλμης και πετάει την ευκαιρία να  απαλλαγεί από τον βασανιστή της, καθώς δεν καταθέτει εναντίον του στο δικαστήριο όταν της δίνεται η ευκαιρία και δεν υπογράφει τα χαρτιά του διαζυγίου (σελ.215) Και μετά από αυτό μαθαίνουμε ότι εκείνος προσπαθεί να την βγάλει από τη μέση με… φυσικούς τρόπους, για παράδειγμα βάζοντας χαλίκια και γυαλιά μέσα στο φαγητό της (σελ.223-224)

Διαβάζω στη σελίδα 230 ένα απόσπασμα που φωτίζει χαρακτηριστικά την ψυχολογία της ηρωίδας, αλλά και τη σκέψη της.

« […]Δεν πήγαινα πουθενά. Δεν ερχόταν κανένας να με δει. Αλλά μάλλον κάποιος πρέπει να τα έχει βάλει μαζί μου από την ημέρα που γεννήθηκα. Ίσως να είναι ο Διάβολος. Σε θεούς δεν πιστεύω, στον Διάβολο όμως πιστεύω. Τα έχω βάλει μαζί του πολλές φορές και βγαίνει πάντα νικητής. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι κακό που δεν με έχει βρει, αλλά κάθε φορά που το σκέφτομαι διαπιστώνω πως υπάρχει κάτι ακόμα.»

Όσο για τη μητέρα της, την εγκατέλειψε κυνικά στα χέρια του παιδεραστή πατέρα της  και έφτιαξε εκ νέου τη ζωή της. Όταν μετά από πολλά χρόνια τη συνάντησε-είχε πια γίνει γιαγιά- ήταν πλήρως απαθής μαζί της, ήταν ψυχρή και της έδειξε ξεκάθαρα πως δεν έχει συναισθήματα για κείνη (ούτε και τύψεις) και εξακολουθεί να μην τη θέλει στη ζωή της.

«[…] Άνοιξε την πόρτα και δεν με ρώτησε ποια είμαι. Με κέρασε καφέ, παρότι της είπα ότι δεν πίνω, τον ήπια και με έπιασαν περισσότερο τα νεύρα μου. Δε δικαιολογήθηκε, μου μίλαγε περήφανη για την οικογένειά της, για το πόσο καλά τα κατάφερε απ’ όταν άφησε τον πατέρα μου. Κουβέντα για το ότι μαζί του άφησε και μένα. Δε με ρώτησε τι κάνω, πώς τα βγάζω πέρα. Ίσως ήξερε. Μάλλον όμως δεν την ενδιέφερε. Δεν μου είπε να ξαναπάω. Μου είπε ότι όταν είμαστε μικροί όλοι κάνουμε λάθη. Μου είπε κατάμουτρα ότι ήμουν ένα λάθος. Ίσως αυτή ήταν χειρότερη από τον πατέρα μου. Εκείνος ήταν άρρωστος και, ό,τι και να μου έκανε με το διεστραμμένο μυαλό του, με τον τρόπο του με φρόντισε. Μου έμαθε τα πέντε γράμματα που ήξερα, φρόντισε να τρώω. Αυτή τι έκανε; Έφυγε. Έφυγε γνωρίζοντας ότι με άφηνε μ’ έναν διεστραμμένο.» (σελ. 222)

 

Έρικα Αθανασίου

 

Η Έρικα Αθανασίου επηρεάζεται από τη ρέουσα πραγματικότητα, όπως είναι φυσικό συχνά να συμβαίνει στους πεζογράφους ή τους ποιητές. Αν σκεφτούμε πως τα τελευταία ιδίως χρόνια το φλέγον ζήτημα είναι οι γυναικοκτονίες και η βία κατά των γυναικών, αλλά και τα ζητήματα που αναδύονται αναφορικά με περιστατικά παιδεραστίας και παιδοβιασμών, τότε θα αντιληφθούμε πόσο επίκαιρο είναι το βιβλίο.

Τα θαμμένα λόγια βγαίνουν στην επιφάνεια. Η σιωπή γενικά δεν είναι η λύση, ακόμα κι αν λένε πως μερικές φορές είναι χρυσός. Αμέσως μου έρχεται στο μυαλό το γνωστό και δημοφιλές πια ποίημα του Νεσίν «Σώπα μη μιλάς» που καταδικάζει κάθε μορφή αυταρχισμού και λογοκρισίας. Η έκφραση είναι ανθρώπινο δικαίωμα και πρέπει να ικανοποιείται. Η ανάγκη για εξομολόγηση μπορεί να γεννήσει την δημιουργία ενός βιωματικού βιβλίου και σίγουρα στην περίπτωσή μας είναι σημαντική η ανατροπή του τέλους. Η ηρωίδα επιθυμεί να ακουστεί η ιστορία της, μόνο που κανείς δεν μπορεί να την διηγηθεί καλύτερα από την ίδια που την έζησε.

Εκείνο που μας κερδίζει είναι ότι η συγγραφέας δεν γίνεται διδακτική ή γραφική. Δείχνει, καταγγέλλει, δεν ηθικολογεί. Επαναλαμβάνω δείχνει και αφυπνίζει. Υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά του κόσμου τούτου, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να την αγνοούμε. Πώς από τα σκοτάδια γίνεται το φως; Μπορεί εντέλει να γεννηθεί φως από τα σκοτάδια;