Translate

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ, 1949-2024



 Η Τζένη Μαστοράκη (1949-2024) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ένα ποίημά της που περιλήφθηκε στην "Αντι-ανθολογία" του Δημήτρη Ιατρόπουλου, το 1971. Την επόμενη χρονιά τα ποιήματά της κίνησαν το ενδιαφέρον του Γιάννη Ρίτσου και της Νανάς Καλλιανέση, και εκδόθηκε από τον "Κέδρο" το πρώτο της βιβλίο, "Διόδια", με τίτλο που επέλεξε ο ποιητής. Έχουν εκδοθεί τέσσερα βιβλία ποίησης ("Διόδια", 1972, "Το σόι", 1978, "Ιστορίες για τα βαθιά", 1983 και "Μ' ένα στεφάνι φως", 1989), με το τελευταίο βιβλίο της, εμπνευσμένο από το έργο του Δ. Σολωμού, να έχει συγκεντρώσει την καθολική, σχεδόν, αποδοχή κριτικής και κοινού και να έχει επαινεθεί, μεταξύ άλλων, για την αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας (Γ. Π. Σαββίδης) και της μυθοποιητικής παράδοσης (Δ. Μαρωνίτης). Τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. Η διευθύντρια του προγράμματος ελληνικών σπουδών στο Columbia University της Νέας Υόρκης, Karen Van Dyck, αφιερώνει στη Τζένη Μαστοράκη ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της "Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές" (1998), θεωρώντας την "μία από τις κορυφαίες ποιήτριες και μεταφράστριες της Ελλάδας". Δεινή μεταφράστρια, η Τζένη Μαστοράκη είχε μεταφράσει συγγραφείς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Τζέι-Ντι Σάλιντζερ, Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέττι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλαιρ, Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέην, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ, Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ, κι ακόμη τον "Πετροτσουλούφη" του Χάινριχ Χόφμαν και παραμύθια των Αδελφών Γκριμ. Το 1989 τιμήθηκε με το Thornton Niven Wilder Prize του Columbia University (Translation Center) για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου και το 1992 με το ειδικό βραβείο του ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου "Ο ταξιδιώτης της αυγής", του Σι-Ες Λιούις (εκδόσεις Kέδρος). Ποιήματά της στα ελληνικά και σε γαλλική μετάφραση, επιλεγμένα από την ίδια, περιλαμβάνονται στο ιστολόγιό της: http://mastorakilfh2007.blogspot.com.


ΠΗΓΗ: BIBΛΙΟΝΕΤ



Διόδια

IV.

Δραπετεύω μέσ’ απ’ τις λέξεις
που δεν είπα.
Εγκαταλείπομαι
στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα.
Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.
Τρομάζω να περιμένω
αυτό που δε θα’ ρθει.
Τρομάζω στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψα.
Αυτή η σιγή
απόλυτα δική μου
με κατακερματίζει.


Διόδια, Κέδρος 1972

****

Tι έλεγε εκείνη η επιστολή

Μα όταν κάποιος σου μιλά με τρόμους, φωνές χαμένων
σε απαίσια σπήλαια και βάλτους—



εσύ να σκέφτεσαι προπάντων τι μπορεί να εννοεί, ποιό
διαμελισμένο πτώμα κρύβει στο υπόγειο του, τι δαγκωτά
φιλιά και φόνους, νύχτα υπόκωφη, που σιωπηλά τη διασχίζουν
αμαξοστοιχίες (συσκοτισμένες με βαριά παραπετάσματα,
και στους τροχούς πανιά ή βαμπάκι), τι άνομες επιθυμίες,
λύσσα, ψιθύρους, ουρλιαχτά, βεγγαλικά σε λάκκους πολιούχων,
εκδικητές να τον μουσκεύουν στο αίμα όταν κοιμάται, ποιόν
κλέφτη, τέλος, σε βαθύ κοιτώνα χάλκινο, πνιγμένον στα λινά
και κλαίει—



και να τον συμπαθείς, προπάντων να τον συμπαθείς,
αγαπητέ Αρθούρε ή Αλφόνσε.


Ιστορίες για τα βαθιά,
Κέδρος  1983

*****

Α, τι νύχτα ήταν εκείνη

I.


Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια,
καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές,
τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας
απύθμενης υπνολαλίας,
κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι
αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας,
το ανάστημα, μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν—
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό
των αρωμάτων σε κλεισμένους χώρους, τον ταπεινό
αιγιαλό,
τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο
των ονείρων.


II.

 

Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά,
για πάντα εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για
πάντα το κακό σημάδι του, παραφροσύνη δίχως
γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία που εξαντλεί.
Κι ό,τι πονά, κι αν λησμονιέται την αυγή, μια νύχτα
άλλη, πλανήτης βάσκανος, ραγίζει η ανατολή,
κι ανάρια λάμποντας το πέρασμα του στο σκοτάδι,
σαν ερπετό, μεγάλη σαύρα που βουτά, θα ’ρθει,
μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο και χλωρό
κεφάλι, θα ’ρθει, κατάχλωρος απ’ τη φωτιά, κι ό,τι
εξαντλεί, σαΐτα, βόλι και κακό φιλί,
ο μάγος έρωτας, ο τρόμος έρωτας το φέρνει πάλι.


Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος 1989


****

Η πόρτα

Τώρα, επάνω στην πεσμένη πόρτα
περνάνε και κρεμάνε τα τραγούδια τους
δεμένα με χρωματιστές κορδέλες
σαν τάματα σε κάποια
Παναγιά τάδε, τη θαυματουργή.
Ο ποιητής κουβαλάει
την πόρτα στην πλάτη
σωπαίνει.
Θα τον δεις καμιά φορά λοιπόν
να περπατάει σκυφτός
ή να περνάει με το πλάι τα στενά
και κείνο το κάγκελο
στραβωμένο
αφήνει βαθιά χαρακιά

πάνω στην άσφαλτο.




Το σόι, Κέδρος  1978


*****



Οι μεγάλοι

Oι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους
τους Βαρβάρους του Καβάφη
και μια παλιά φυματίωση.
Τις μέρες τους
καταχωρισμένες σε δελτία τροφίμων.
Ένα καρφί στον τοίχο
μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή
τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν
με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσυκλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας

τους μεγάλους.


Διόδια, Κέδρος 1972


****


Η χαρά της μητρότητας



Τα βράδια κάνω επικίνδυνες δουλειές.

Δένω μεγάλους σπάγκους

από παράθυρο σε παράθυρο

και κρεμάω παράνομες εφημερίδες.

Τί τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει.

Μας τα ’παν κι άλλοι, σου λένε.

Κι έπειτα, έχει κάμποσες να τραγουδήσουν

τη χαρά της μητρότητας.

Η κόρη μου γεννήθηκε

σαν όλα τα παιδιά.

Καταπώς φαίνεται,

θα κάνει και γερά ποδάρια,

να τρέχει γρήγορα στις διαδηλώσεις.


Το σόι, Κέδρος  1978

****