-
Γύρισα κοριτσάκι!
-
Άργησες πολύ. Και δεν είμαι κοριτσάκι. Γέρασα.
-
Είσαι στην πιο ωραία σου ώρα. Αυτό σημαίνει
ώριμη.
-
Πάντα ήσουν καλός στα λόγια. Κοίτα τα χέρια μου.
Μέσα στις χούφτες μου
ωρίμαζαν τα φρούτα τα καλοκαίρια.
Ώσπου μαράγκιασαν. Ζάρωσε ο λαιμός μου.
Στέγνωσαν τα μάγουλά μου. Έχωνα
τα νύχια στις σάρκες μου. Σε φώναζα. Και δεν ερχόσουν.
-
Ήρθα όμως τώρα Πιπίνα μου. Κάτσε κοντά μου να τα
πούμε.
-
Με άφησες νιόπαντρη με ένα μωρό, μια γριά κι ένα
σκυλί. Λείπεις 20 χρόνια. Πρώτα για να συνδράμεις τάχα μου το φίλο σου που τον
παράτησε η γυναίκα του. Μετά γύριζες σε όλα τα λιμάνια και τα χαμαιτυπεία με
τις καμπαρετζούδες να λικνίζονται στην πίστα προσπαθώντας να σε φέρουν στα νερά
τους. Σε μέθυσε η Κίρκη με τα ροσόλια της. Με την Καλυψώ γέννησες άλλο γιό.
Νομίζεις πως δε τα μάθαινα; Καθόμουν η ηλίθια κι έγραφα όλη μέρα σενάρια. Είχα πει στους μνηστήρες πως θα διάλεγα
πρωταγωνιστή μόλις το ολοκλήρωνα. Τις νύχτες έσβηνα ότι είχα γράψει. Κι αυτοί
απ’ έξω έτρωγαν, έπιναν και την Άρτα
φοβερίζανε. Εσύ
άφαντος. ΚΑΙ ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΠΙΠΙΝΑ.
Τόσες φορές σου έχω πει ότι σιχαίνομαι τα υποκοριστικά.
-
Και τι δε σιχαίνεσαι εσύ; Όλα σε ενοχλούσαν.
Δίπλα στο τζάκι δεν καθόσουν γιατί μυρίζουν λέει μετά κάπνα τα μαλλιά σου και τα ρούχα σου.
Στραβομουτσούνιαζες κι αποσυρόσουν στα ενδότερα όποτε μαζευόμαστε με τους
συντρόφους γιατί τα ανέκδοτά μας σου φαίνονταν χυδαία κι επειδή έσταζε το λίπος
από τα σφαχτά στα γένια μας. Η Ευρύκλεια σου βρώμαγε σκόρδο. Ο πατέρας μου σε
έκανε να πλήττεις και να δυσανασχετείς
με τις ερωτήσεις του. Ο Άργος σε νευρίαζε επειδή σου έκανε χαρές. Εγώ
επειδή σε πείραζα και σε κανάκευα. Ὀλα σου έφταιγαν. Όλα!
-
Μα δεν προλάβαμε να γνωριστούμε. Μια άβγαλτη
κοπέλα ήμουν που βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον.
-
Εσύ ήσουν εδώ από τα γεννοφάσκια σου. Θα
μπορούσες να βρεις έναν τρόπο να με βοηθήσεις να εγκλιματιστώ Τι σόι
πολυμήχανος είσαι;
Αλλά δε σκέφτηκες ούτε μια
φορά να ‘ρθεις να μ’ ανταμώσεις στον κήπο, την ώρα που σεργιάνιζα μόνη και
μιλούσα με τα μπουγαρίνια και τους ασφόδελους.
Να με πάρεις απ’ το χέρι και να
κατηφορίσουμε ως τ’ ακρογιάλι, εκεί που ο Εύμαιος φέρνει το κοπάδι να πιεί
θαλασσινό νερό. Να μου βγάλεις αργά τα πέπλα και το χιτώνα και μαζί να
κολυμπήσουμε ως τον απέναντι κάβο. Κι ύστερα να ξαπλώσουμε γυμνοί στα βότσαλα κι ως το ξημέρωμα να μηχανεύεσαι
χάδια και φιλιά πάνω στο αλμυρό κορμί μου.
Τότε θα γινόμουν η βασίλισσά σου.
Και συ ο παντοτινός βασιλιάς μου!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ
Άφωνα και υγρά
κορυφώνονται στον ουρανίσκο
Όλα τα λάμδα και τα ρω
Που δε λογάριασα
Και τα φωνήεντα όλα
που ποτέ δεν πρόφερα
Δηλητήριο