Translate

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΥ /// ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΝΥΦΟΥΛΑ







φωτό: Aγγελική Λάλου




   Στην αρχή δεν την πρόσεξε. Για την ακρίβεια δεν την είδε καν. Πέρασε από μπροστά της και την προσπέρασε. Καθόλου παράξενο, σκουντουφλούσε ακόμα από τη νύστα. Τα βήματά του δεν τα όριζε, ο σκύλος τον έσερνε από το λουρί του. Τους έβλεπες και δεν ήξερες ποιος έβγαζε ποιον βόλτα. Όσο για το ποιος ήταν το αφεντικό…αυτό ήταν ξεκάθαρο. Εκείνος είχε παραδοθεί στις επιθυμίες του μαλλιαρού άσπρου μπόγου που προπορευόταν. Δεν είχε προλάβει παρά να πιει μια γουλιά καφέ όλη κι όλη. Πάλι δεν είχε ακούσει το ξυπνητήρι. Πάλι θα αργούσε για τη δουλειά. Ντύθηκε όπως όπως και βγήκαν αμέσως για τον προκαθορισμένο περίπατο.
Ο καιρός είχε αλλάξει από χτες και δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Είχε βγει έξω με ένα ελαφρύ κουστούμι, τη φόρμα εργασίας του γραφείου, χωρίς παλτό – και τώρα «το είχε δαγκώσει» από το κρύο.
«Είπε ο Φλεβάρης τώρα στα τελειώματα να δείξει την αξία του», σκέφτηκε.
Του άρεσε το κρύο κι ας τον ξεβόλευε, καθώς έπρεπε να ψάχνει για γάντια, παλτό και κασκόλ. Ο παγωμένος αέρας τον αναζωογονούσε. Όμως τώρα το κρύο είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Η βόλτα τους θα κρατούσε λιγότερο σήμερα. Λίγο πριν γυρίσουν πίσω, του λύθηκε το κορδόνι. Έσκυψε να το δέσει και τότε έστρεψε το βλέμμα του απέναντι και την αντίκρισε.
Η ομορφιά της τον τάραξε. Είχε καιρό να δει ή, μάλλον, να διακρίνει κάτι ωραίο. Το βλέμμα του είχε σκληρύνει και δεν εστίαζε τελευταία σε οτιδήποτε ευχάριστο. Τα έβλεπε όλα μαύρα ή γκρι. Όπως τα ρούχα που φόραγε εδώ κι ένα χρόνο. Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος… Έτσι τώρα είχε κοκαλώσει και δεν ήταν από τον τσουχτερό αέρα. Την κοίταζε και δεν μπορούσε να πάρει από πάνω της τα μάτια του. Ακόμα κι ο σκύλος του κατάλαβε και σταμάτησε να τον τραβά.
Είχε δέσει το κορδόνι, αλλά δεν έλεγε να πάρει το πόδι του από το παγκάκι. Είχε αποσβολωθεί. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Τα πάντα είχαν σταματήσει. Όλος ο κόσμος είχε γίνει μικρά άσπρα και ροζ ανθάκια αμυγδαλιάς. Τα έβλεπε να δραπετεύουν από τα κλαδιά τους, να γίνονται στεφάνι και να αγκαλιάζουν τα μαλλιά της. Πόσο της πήγαιναν! Ταίριαζαν ιδανικά με το άσπρο με ροζ παλ αποχρώσεις νυφικό της. Δεν έβλεπε πια μπροστά του το δέντρο. Κοίταζε εκείνη, τη μέρα του γάμου τους. Κάπου στο πλάνο υπήρχε κι αυτός, πιο ευτυχισμένος από ποτέ, κρατούσε ως άλλη ανθοδέσμη λίγα κλαδιά αμυγδαλιάς. Τα αγαπημένα της…
Θα μπορούσε να μείνει εκεί. Να βλέπει τη ζωή του να ανθίζει και να μαραίνεται. Αλλά το κινητό του τον έβγαλε από το λήθαργο. Δεν ήταν κάποιο τηλεφώνημα που τον ταρακουνούσε με τη δόνηση στην τσέπη του παντελονιού του, αλλά μια υπενθύμιση. Χρειαζόταν κάτι να του θυμίζει συνέχεια σχεδόν τα πάντα. Ότι έπρεπε να πάει στη δουλειά. Ότι έπρεπε να ψωνίσει τροφή για το σκύλο. Ότι έπρεπε να συνεχίσει να ζει. Να προσπαθεί, έστω.
Πάτησε ''ok'' στην οθόνη του τηλεφώνου του, αν και ο ίδιος δεν ήταν καθόλου εντάξει με αυτή την επιλογή. Την κοίταξε άλλη μια φορά. Σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία. Και της γύρισε απότομα την πλάτη. Κι έφυγε. Άφησε το σκύλο του στο σπίτι. Πήρε το παλτό του και ξεκίνησε για το γραφείο. Δεν είχε τελειώσει την παρουσίαση για τη νέα καμπάνια. Είχε στερέψει από ιδέες. Δεν αγχωνόταν. Πάντα κάτι έβρισκε την τελευταία ώρα. Τώρα όμως είχε περάσει και αυτή η στιγμή κι ακόμα δεν είχε κατεβάσει κάτι καλό το μυαλό του. Πώς να διαφημίσεις μια ασφαλιστική εταιρεία, την εποχή που κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί για τίποτα. Έπρεπε να βρει ένα σύμβολο. Κάτι διαχρονικό. Κάτι που θα μπορούσε να εμπνεύσει ένα κάποιο αίσθημα σιγουριάς.
Τότε ξαναήρθε στο νου του η πρωινή εικόνα της αμυγδαλιάς. «Αυτό είναι» και σχεδόν χαμογέλασε. Ξαφνικά είχε μπροστά του όλη την παρουσίαση. Θα ξεκινούσε με ένα κοντινό πλάνο στο δέντρο της αμυγδαλιάς. Θα βλέπαμε να σχηματίζονται τα πρώτα μπουμπούκια. Ο καιρός θα ήταν άσχημος και χειμωνιάτικος, αλλά αυτά θα κατάφερναν να ανθίσουν. Και μετά θα έβγαιναν τα πράσινα φύλλα και στο τέλος οι καρποί. Και το σύνθημα: «κοντά σας ένας σύμμαχος παντός καιρού: για να δείτε τα όνειρά σας να ανθίζουν και να αποδίδουν καρπούς».
Αρκετές ώρες μετά βρέθηκε να πίνει ουίσκι, να τρώει αλμυρά ξεροψημένα αμύγδαλα και να δέχεται συγχαρητήρια για τη φαεινή του ιδέα. Άλλος ένας ευχαριστημένος πελάτης. Άλλο ένα χρυσό συμβόλαιο για την εταιρεία του. Δεν του έλεγαν τίποτα πια όλα αυτά. Τα είχε συνηθίσει. Τα είχε σχεδόν βαρεθεί. Έκανε απλώς τη δουλειά του. Και την έκανε γιατί κάπως έπρεπε να περνάει το χρόνο του.
Στο τελευταίο αμύγδαλο στραβοκατάπιε και πνίγηκε. Πόσα να του δώσει κι αυτό το δέντρο σε μια μέρα. Ένιωσε αμήχανα, σαν να είχε καπηλευτεί ένα σύμβολο. Ένα δικό του συνδετικό κρίκο με εκείνη. Κοίταξε τη βέρα του. Άλλος ένας κρίκος. Αλλά τι νόημα είχε πια, με εκείνη να έχει φύγει. Σαν μια αμυγδαλιά που πήγε να ανθίσει αλλά η
βαρυχειμωνιά την έκαψε απότομα. Ένιωσε τη γραβάτα του να τον πνίγει. Έπρεπε να ξεφορτωθεί αυτή τη θηλιά. Χαιρέτησε βιαστικά και έφυγε. Είχε κάνει το καθήκον του. Ας έμεναν οι άλλοι να γιορτάσουν για αυτόν. Για εκείνον είχαν λήξει τα πανηγύρια.
Βγήκε έξω και τον χτύπησε ο παγωμένος αέρας. Η θερμοκρασία πρέπει να είχε πέσει τουλάχιστον άλλους έξι βαθμούς από το πρωί. Ο σκοτεινός θολός κι ελαφρά κοκκινωπός ουρανός έδειχνε πως μέχρι και χιόνι θα μπορούσε να πέσει. Μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο κι έβαλε το καλοριφέρ στο φουλ. Δεν είχε πέσει έξω στις προβλέψεις του, το καντράν έδειχνε σχεδόν μηδέν. Από το ραδιόφωνο έκτακτο δελτίο έντονων καιρικών φαινομένων έδινε συμβουλές για αποφυγή άσκοπων μετακινήσεων. Προλάβαινε δεν προλάβαινε να βγάλει το σκύλο του για τη βραδινή του βόλτα.
Έλα όμως που ο λευκός μαλλιαρός μπόγος του τον περίμενε πώς και πώς και κούναγε ουρά, αυτιά και ό,τι άλλο μπορούσε από τη χαρά του. Άλλωστε τι ανάγκη είχε αυτός, με τόσο μαλλί το κρύο ήταν το καλύτερό του. Φόρεσε ένα χοντρό πουλόβερ κάτω από το παλτό του, κουκουλώθηκε και βγήκε έξω. Δεν θα την πάταγε όπως το πρωί. Τώρα ήξερε από τι να προφυλαχθεί. Θα προσπαθούσε να μη την κοιτάξει. Όμως μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, το μοναδικό φως του δρόμου έπεφτε πάνω της. Ξεχώριζε από μακριά. Θα ήταν αδύνατο να μη την προσέξει. Μόνη, πανέμορφη και απροστάτευτη, στο έλεος του καιρού και του χειμώνα. Θυμήθηκε τη διαφήμιση που σκαρφίστηκε εξαιτίας της. Το μυαλό του ξεστράτιζε κι ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του. Κι ας μη φορούσε πια τη γραβάτα του. Είδε την αμυγδαλιά του να μεταφέρεται με ασθενοφόρο, να νοσηλεύεται, να παίρνει κουβάδες χάπια, να δέχεται χημικά και γιατροσόφια, να γεμίζει καλώδια και σωληνάκια, να μαραίνεται…να λιώνει. «Χους ην και εις χουν απελεύσει».
Δεν γινόταν να την αφήσει έτσι. Για μια ακόμη φορά θα το πάλευε. Γύρισε σπίτι. Τάισε τον σκύλο του και προσπάθησε να σκεφτεί τι μπορούσε να κάνει. Από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να αρχίσει να χιονίζει. Έπρεπε να βιαστεί. Να βρει κάτι να την ντύσει. «Αυτό είναι» φώναξε. Μέχρι κι ο σκύλος απόρησε που είχε καιρό να ακούσει τη φωνή του και του ανταπέδωσε ένα παιχνιδιάρικο γαύγισμα. Δεν έδωσε σημασία και ανέβηκε γρήγορα στο πατάρι. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Κατέβηκε με μια κούτα ερμητικά κλεισμένη. Την έσκισε λες και ξέσκιζε τη σάρκα του. Έβγαλε από μέσα αυτό που έψαχνε και βγήκε στο δρόμο. Από τη βιασύνη του είχε ξεχάσει και το παλτό και τα γάντια του. Όμως δεν κρύωνε. Το αίμα του έβραζε. Έφτασε στο δέντρο που τον 
περίμενε λες κι είχαν ραντεβού. Κι αυτός την κοίταζε με όλη τη λατρεία των ερωτευμένων. Με απαλές κινήσεις άρχισε να της τυλίγει τη λευκή με τις ροζ αποχρώσεις μουσελίνα. Θα κράταγε ζεστά τα κλαδιά με το πέπλο και τα άνθη θα τα προστάτευε με το τούλι, έτσι εύθραυστα που ήταν. Ούτε που το κατάλαβε για πότε άρχισε να χιονίζει. Δεν τον ένοιαζε πια. Και σήκωσε τα χέρια του χαμογελώντας ψηλά στον ουρανό, σαν να χαιρετούσε κάποιον παλιό του γνώριμο και αγαπημένο.
Το πρωί τους βρήκαν αγκαλιασμένους. Και ήταν το πιο όμορφο ζευγάρι που είχαν δει. Εκείνη μια νύφη υπέροχη και ζηλευτή. Σε ένα κλαδί της άστραφτε το χρυσό δαχτυλίδι. Ους ο Θεός συνέζευξε…