ΣΥΝΝΕΦΑ
Πάντα μου άρεσαν τα σύννεφα
Του γκρίζου αποχρώσεις ανασυντασσόμενες
Σύνθεση μιας αέναης περιπέτειας
Το γαλήνιο ταξίδι της πολιτείας
Οι δρόμοι της και οι πλατείες
Λόφοι πέτρινοι φτερούγες σταχτιές
Νύφες λευκές και γαμπροί στητοί στα μόνιππα
Μπροστά από μια ιδέα ήλιο
Ψαράδες στην άκρη του γιαλού
Μια κοιλάδα με γιγάντια κρίνα
Η μελωδία της σιωπής
Κι ύστερα βαριά πατήματα δεινοσαύρων
Εκατόγχειρες
Ο Περσέας αποκεφαλίζοντας τη Μέδουσα
Κι η πολιτεία Μορμώ με τις χίλιες μορφές
Και πίσω της του Βορέα τα άλογα
Το τεράστιο τρένο αναπτύσσοντας ταχύτητα
Και πιο πίσω φτερωτές θύελλες οι Άρπυιες
Η συντριβή των δέντρων
Η επέλαση και η κλαγγή των όπλων
Κι ύστερα η φλόγα κι η βροντή
Τα χρώματα του ήχου.
Σύννεφα που έφταναν ως την άκρη τον τρόμο.
Σύννεφα στο ρευστό γκρίζο του φθινόπωρου
Ως τις όχτες του χειμώνα
Ιστορίες που τις έπαιρνε ο αέρας
Τόσο εφήμερες
Μορφές ανυπόστατες
Και τόσο αληθινές
***
Η ΑΔΕΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ
Πάντα αφήνει δίπλα του άδεια την καρέκλα
Και γεμάτο ένα ποτήρι κρασί
Ο δρομέας από το μέλλον ασθμαίνων
Θα φτάσει τροπαιοφόρος
«Νενικήκαμεν»
Οι συνδαιτημόνες στεφανηφόροι θορυβούν
Συλημένη η αίθουσα δεξιώσεων
Νενικήκασιν!
Καιρός να αποχωρήσουν
Και μένει αυτός μόνος
Να επιμένει
Κι δίπλα η καρέκλα
Άδεια ως τα βάθη του παρελθόντος του.
Το κρασί σπονδή επινίκιος
***
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
Κατασκευαστής ονείρων·
Τα συναρμολογούσε με υπομονή
Ανέβαινε στον διπλανό λόφο
Και τ’ άφηνε να πετάξουν.
Κανένα δεν ταξίδεψε
Γκρεμίζονταν· διαλύονταν όλα
Κι όμως όλα ήταν με τέχνη καμωμένα
Όνειρα αληθινά
Πτερόεντα.
Και ατός του δεν απόκαμε ποτέ
Αυτή ήταν άλλωστε η δουλειά του
Κι ούτε άλλο τι ποτέ τον είχαν μάθει.
Πέθανε κατασκευαστής ονείρων που
Δεν ταξίδεψαν ποτέ.
Ίσως δεν ήταν τα όνειρά του
όνειρα ταξιδιάρικα.
Ο ΚΟΥΡΟΣ
Πάντα σε στάση εκκίνησης· έτσι γεννήθηκε
Δεν βρήκε ποτέ τον λόγο να ξεκινήσει
Κι έμενε έτσι· εν στάσει. Ανεκπλήρωτος!
Στην πέτρα
Σκαλίζοντας στίχους…
Χρόνια και χρόνια σμίλευε στην πέτρα περιστέρια
Σιωπή και δάκρυ κι είχανε θλίψη στα δυο τους μάτια.
Πώς να πετάξει το όνειρο σαν το βαραίνει η πέτρα;
Πώς να ζητήσεις την πηγή η δίψα αν δεν σε σπρώχνει;
Ζυμώνει η ανάγκη το όνειρο και ξεπηδάει η ελπίδα.
Τον έπλασε ο αέρας κι η βροχή
Βγήκε απ’ τον βράχο· πέτρα!
Κι έμεινε πέτρα
Δε βλέπει την Ανάγκη να κινήσει και τ’ άλλο πόδι
Ο Κούρος ―να κινηθεί
Την Ανάγκη να φτιάξει λέξεις να μου τις χορέψει.
Στεκόταν ―Όλη του τη ζωή στεκόταν στη μέση της πλατείας
Και μιλούσε με τ’ αγάλματα.
Αναρωτιόταν συχνά πώς φτιάχνεται
ένας άνθρωπος…
Ο αρχαϊκός Κούρος κίνησε και το άλλο πόδι τελικάΚι ανέβηκε στον Παρθενώνα ιππέας στα Παναθήναια.
«Κόστια: Σήμερα έκανα κάτι ελεεινό-σκότωσα αυτόν τον γλάρο.
…πολύ σύντομα θα σκοτώσω και τον εαυτό μου
με τον ίδιο τρόπο»
Α. Τσέχωφ «Ο γλάρος»
Η παράσταση καθαρά ερασιτεχνική
Επίμονες φλυαρίες –όχι βέβαια του Τσέχωφ-
Σκηνοθετικές υπερβολές
Η λίμνη μόνο είχε μια αυθεντικότητα
Αυτό το στιλπνό μαύρο στο βάθος στα δεξιά της σκηνής
«Δεν γίνεται να μην τον αγαπώ, Κώστια»
Και ο πυροβολισμός αναμενόμενος
Μέσα σ’ ένα πεθαμένο τοπίο.
Ρόλοι διεκδικούν το μερίδιό τους
Ανεκπλήρωτοι άνθρωποι
Κι ωστόσο να μιλάμε για νέες μορφές έκφρασης…
*
Ο γλάρος ζύγιζε τα φτερά
Η τράτα ξεψάριζε στη μικρή προβλήτα
Ο κύριος με το σιέλ πουκάμισο
Περίμενε για φρέσκα ψάρια
Ο ψαράς ζύγιζε τον κόπο του
Κι ο γλάρος με κάθετη εφόρμηση
Έκλεψε το μερίδιό του
Είχε ρόλο στη σκηνή.
Η αυθεντικότητα της φύσης!
*
Γλυκό πρωί του Οκτώβρη.
Το απόγευμα θα ερχόταν η βροχή.
Να αλλάξει επιτέλους το τοπίο
Πέφτει ομίχλη τέτοιαν εποχή
Είναι και η υγρασία που σπάει τα κόκκαλα
Η παραίτηση στο βάθος του φθινοπώρου
Η απραξία
Κάποτε είχε ήλιο
Δακρυσμένο το πρωινό
Και τα επτά χρώματα του ουράνιου τόξου
Παιδιά να παλεύουν
Συνθήματα και αχτένιστα μαλλιά
Η φλόγα στα χείλη
Και στη ματιά σπαθί.
Στον πεζόδρομο απόψε
Λόγια λιμνάζουν χυμένα ανάμεσα σε καφέδες
Χέρια σερφάρουν στους ιστότοπους
Σκοτώνουν την ώρα τους
Παιδιά στα μπαρ του γκρίζου απομεσήμερου
Σόμπες υγραερίου παλεύουν να ρουφήξουν
Την υγρασία του Νοέμβρη.
*
Περπατάνε απόψε στον πεζόδρομο
Δρόμος κάποτε διπλής κυκλοφορίας.
«Πώς πάλιωσαν τα χρώματα;
Πώς γέρασε, αλήθεια, τούτος ο δρόμος!»
«Πώς άλλαξε θέλεις να πεις…» απάντησε ο άλλος.
***
ΦΕΥΓΕΙΣ
Φεύγεις
Μακραίνεις και μικραίνεις στο βάθος του δρόμου
Μακραίνεις και μικραίνεις στο βάθος του χρόνου
Κίτρινα φύλλα
Δέντρα γυμνά κλαδιά
Το άσαρκο σώμα των πάλαι ποτέ ημερών μας
Πώς λίγνεψαν τα παιδιά με τα ροδαλά μάγουλα;
Γιατί να λιγοστεύει ο ήλιος μου το φως του;
Κι έρχεσαι ξανά από το βάθος του χρόνου μου
Κι όλο αναπτύσσεσαι
Μακραίνεις αφύσικα
Κι έχεις ντυθεί όλα τα σημεία της στίξης που άφησα πίσω μου
Ερωτηματικά και παύσεις κυρίως.
Γεμίζεις τούτο το κίτρινο τοπίο
Και δεν αφήνεις χώρο
Να δω έστω για λίγο τα ντροπαλά κυκλάμινα
Που βγήκαν ξανά μέσα από την πέτρα
άνθισαν μες στο φθινόπωρο κι αγκαλιασμένα
Για τον έρωτα
Για της ζωής τον έρωτα μού σιγοτραγουδούν.