|
Artwork Christian Schloe |
Διαταραγμένο
δωμάτιο
Γύρω-γύρω
τοίχοι με τις απαραίτητες γωνίες να υπακούουν στο συμβατικό αρχιτεκτονικό
μοντέλο του δωματίου. Τετραγωνισμένο δωμάτιο σαν να σχεδιάστηκε από κάποιον
νευρωτικό επιστήμονα, επίμονο απέναντι στην τελειότητα της μορφής, σάμπως εξαρτάται
αυτή από γωνίες ή ίσες αποστάσεις... Στάθηκε σε μια γωνιά του δωματίου.
Περιεργαζόταν τον χώρο και τη διάφανη τελειότητα της μορφής του.
Παλλόμενος ο χώρος σε ρυθμούς μιας
διόλου υγιούς καρδιάς που η αρρυθμία έχει από καιρό ρημάξει. Αν ήταν μουσικό
θέμα, σίγουρα θα δυσκόλευε ακόμα και τον πιο έμπειρο εκτελεστή. Κι αυτό γιατί η
μουσική έχει λογική, έχει μέτρο, πάντοτε έχει ρυθμό με τους χτύπους του
μετρονόμου - αστυνόμου να εισχωρούν στον νου, έτσι που να μην μπορείς παρά να
υπακούσεις στις μουσικές οδηγίες, αν θες όλο αυτό το βάσανο κάποια στιγμή να
τελειώσει.
Άλλωστε στη μέση δεν μπορείς να το
αφήσεις, να το παρατήσεις σε μια άναρχη αρχή μετέωρο∙ πρέπει να το
ολοκληρώσεις, να παραγάγεις άρτιους ήχους, αψεγάδιαστους, προστατευμένους
κυρίως, από την κανονικότητα του ρυθμού του χρόνου στον οποίο, επιτέλους,
μπορείς να παρέμβεις. Να αλλάξεις τις αξίες των μουσικών φθόγγων, να τους
γεμίσεις, να τους αδειάσεις, κι όλα αυτά πατώντας απλά ένα και μόνο πλήκτρο!
Ένα μαγικό κουμπί-ρωγμή στον χρόνο!
Όμως, να, που, ενώ μπορείς να προτάξεις
την ανυπακοή σου, να επιβάλεις τη βούλησή σου, δεν το κάνεις, είναι κι εκείνος
ο μετρονόμος, βλέπεις, που μονάχος του ενεργοποιείται πια. Τικ τακ, τικ τακ… Διάφανοι
χτύποι, καθαροί, πιτσιλιές στο μυαλό που δεν μπορείς να εντοπίσεις. Διάφανοι κι
οι συμμετρικοί τοίχοι του δωματίου τείνουν να συμπιέσουν τον χώρο που
οριοθετούν. Άγνωστης ποιότητας. Δεν μπορείς να δεις μέσα από αυτούς, ούτε καν
τους ίδιους, μόνο να αντιληφθείς μπορείς τα συμμετρικά τους βαθουλώματα, ορθές γωνίες
που καλούνται. Τα αντικείμενα του δωματίου, απροσδιόριστα∙ διάφανες σκιές, που γέμιζαν
τον χώρο, προσδίδοντάς του μια υπόσταση πρόσκαιρη, θνητή, προϋπόθεση απαραίτητη
για την ψυχαναγκαστική εκπλήρωση της θεϊκής τελειότητας που συχνά απασχολεί τα γήινα.
Πόρτα δεν υπήρχε. Τι καλά που δεν υπήρχε
από τη μια! Θα ’ταν διάφανη κι εκείνη, σκεφτόταν. Πώς και πότε βρέθηκε εκεί
μέσα, σκεφτόταν∙ και κυρίως πώς θα έβγαινε από το διαταραγμένο δωμάτιο. Έτσι,
σκεφτόταν.
Προσπάθησε να σπρώξει τους τοίχους, μα
τα χέρια της τους διαπερνούσαν. Παράθυρο αναζητούσε, μα δεν μπορούσε να
ξεχωρίσει τίποτα μέσα στην τόση κατά τα άλλα διαύγεια. Έπειτα, άρχισε να ψάχνει
για μυστική διέξοδο.
Καμία.
Ανήμπορη να βγει, αποφάσισε να σκάψει βαθιά
μες στο δωμάτιο. Έχωσε τα νύχια της σε μια από τις τόσο λανθασμένες, μα ορθές,
κατά τα άλλα, γωνίες και άρχισε να την ξεφλουδίζει. Ατελείωτα διάφανα φύλλα
παραμέρισαν σχηματίζοντας μια βαθιά τρύπα ακριβώς στα μέτρα της κρατούμενης. Πήρε
μια δυνατή ανάσα και μεμιάς βυθίστηκε εντός της, αφήνοντας πίσω μερικά δάκρυα, δάκρυα
μιας διάφανης μα τουλάχιστον γνωστής ποιότητας∙ ίχνη απεγνωσμένα.
Προτού προλάβουν τα μάτια της να
στεγνώσουν βρέθηκε σε μια σκοτεινή, κυλινδρική στοά. Από μακριά ακούγονταν
φωνές που έμοιαζαν να συνθέτουν αυτόνομους μονολόγους σε θεατρικά μονόπρακτα. Ένιωθε
μια περίεργη ασφάλεια, σχεδόν αφηγηματικού τύπου, σαν ηρωίδα άσημου παραμυθιού
με αίσια, για εκείνη, έκβαση. Αντικρίζοντας
το σκοτάδι μπορούσε να συγκεντρωθεί, να περιπλανηθεί στα σκοτεινά στενάκια του νου
της, να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της ή καλύτερα να τις κηρύξει σε πλήρη
αταξία! Αρκεί πια με την τελειότητα και τη νευρωτική της υπόσταση.
Ψηλαφίζοντας τον χώρο διαπίστωσε πως έλειπαν
και οι τρομακτικές γωνίες του δωματίου. Μια σκοτεινή, κυλινδρική στοά, αν και φαντάζει
εφιάλτης για πολλούς, στεκόταν όνειρο για εκείνη. Καλύτερο το σκοτάδι κι η υγρή
στοά του παρά εκείνο το διαβολικά συμμετρικό και τελειομανές δωμάτιο.
Υγρές σταγόνες κυλούσαν κατά μήκος των
τοιχωμάτων της στοάς άμορφα, άτακτα και νωχελικά – τι δικαίωση! – για να
αναδευτούν με το χώμα στο τέλος της διαδρομής τους. Η υγρασία θύμιζε κάτι από φθινόπωρο.
Άγγιξε με το χέρι της τις σταγόνες και διψασμένη τις δοκίμασε. Είχαν την αλμύρα
της θάλασσας. Τα δάκρυά της είχαν αρχίσει να κυλούν μες στη σκοτεινή τρύπα. Πια,
μπορούσε να τα αντικρίσει, να τα διακρίνει. Πια, δεν χάνονταν στο διάφανο
δωμάτιο. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη. Το ακούμπησε στα τοιχώματα, να
απορροφήσει τις πρότερες σκέψεις εντός του, μέχρι να στεγνώσουν.
Έχοντας παραμείνει αρκετά τόσο στο
σκοτάδι όσο και σε εκείνο το τρομερό δωμάτιο, μπορούσε πλέον να στρέψει το
βλέμμα της σε άλλη κατεύθυνση. Μια μεταβολή αρκούσε για να δει το φως εμπρός
της.
Με αργόσυρτο βήμα και μισάνοιχτα μάτια βγήκε
από τη στοά, μόνη και ελεύθερη όσο ποτέ.
Ήταν πράγματι φθινόπωρο. Ο ουρανός
φωτογράφιζε τη θλίψη του αποχαιρετώντας με τον δικό του τρόπο το καλοκαίρι που έφευγε
κι αυτό για άλλους προορισμούς. Στον δρόμο διάφανες ομπρέλες να προστατεύουν
από τη φορτισμένη ατμόσφαιρα τους πεζούς∙ όχι πως τις έχουν ανάγκη, ποτέ δεν
τις έχουν ειλικρινά ανάγκη οι πεζοί∙
μονάχα τις κρατούν σφιχτά μέσα στα χέρια θέλοντας να προσδώσουν στους εαυτούς
τους μια κάποια ευαισθησία ή λογική, ίσως, μέχρι να φτάσουν και να παραμείνουν στο
διάφανο διαταραγμένο δωμάτιό τους, δέσμιοι σε αυτό, μάρτυρας των τραγικών τους
μονολόγων. Πού κουράγιο, άλλωστε, για φωτεινές ή σκοτεινές περιπλανήσεις σε
τέτοιο καιρό -σε τέτοιους καιρούς.
Η βροχή δυνάμωνε. Σήκωσε το κεφάλι προς τον
ουρανό και του ’κλεισε το μάτι. Σαν να ’ξερε κάτι παραπάνω.