(φωνή)
Με ρώτησαν κάποτε ποιος είναι ο προσφιλέστερος μου τρόπος συγγραφής. Πώς και πού παγιδεύω τις ιδέες μου. Οπουδήποτε μπορώ να παγιδεύσω ιδέες, απάντησα! Και στα πιο απίθανα μέρη, ναι! Ένα ερέθισμα μπορεί να καταγραφεί μέσα μου ή στο μπλοκάκι που πάντα κουβαλώ μαζί μου. Αυτό το ερέθισμα με ταλαιπωρεί μέχρι να το αποτυπώσω στο χαρτί με κάποιο τρόπο. Μετά αρχίζει η επεξεργασία όλου αυτού που είναι συνήθως μια αργή και βασανιστική διαδικασία, που όμως παράλληλα μου χαρίζει μοναδική απόλαυση. Δεν ξέρω αν σας καλύπτω, αλλά είναι αυτό που συμβαίνει.(Έξω ακούγεται ήχος βροχής ,μια γυναίκα με αδιάβροχο και μια μικρή βαλίτσα μπαίνει στο δωμάτιο, κλείνει την ομπρέλα της, περιεργάζεται τον χώρο) Μια μουσική ακούγεται.«Και μην τολμήσεις να με κάνεις ποίημα! Μην τολμήσεις! Μ’ ακούς; Μόνο η ζωή σου θέλω να ‘μαι! του φώναξα από το παράθυρο καθώς εκείνος έμπαινε στο παλιό του αυτοκίνητο. Μ’ αυτά τα λόγια έτρεξα και πήρα το σημειωματάριό μου από το κομοδίνο και άρχισα να γράφω με λύσσα. Μέσα στο σώμα μου είχαν φωλιάσει όλοι οι λυγμοί του κόσμου. Ασυναίσθητα σχεδόν ήρθαν στο μυαλό μου οι στίχοι της Πλαθ. «Με νάρκωσαν και με βίασαν». Δεν απείχα και πολύ από αυτή την κατάσταση. Στεντόν και ψυχολογική βία. Τα στεντόν ήταν μια παλιά ιστορία. Η δική μου ιστορία που κάθε φορά το σώμα θυμάται. (παύση) Μια παλιά υστερία καλύτερα! Χωρίς να το σκεφτώ, σχεδόν αυτόματα, τα τοποθέτησα εκείνη την πρώτη μέρα πάνω στο κομοδίνο μου. Έτσι, για ασφάλεια. Μάλλον! Για ασφάλεια! Και ήξερα πως είχα μπροστά μου άλλες 22 μέρες. Στεντόν και βία λοιπόν. Στεντόν και βία. Αυτές ήταν οι λέξεις μου. Η βία. Αυτή η ατέρμονη εσωτερική ένταση που προκαλεί το αίσθημα του ανικανοποίητου και η επίγνωση αυτού. Αυτή η βία σαν σαράκι μού κατέτρωγε την ψυχή. Μια δύναμη απολύτως καταλυτική για την ισορροπία μου. Αναρωτιόμουν αν τα βιβλία του θα έπαιρναν ποτέ θέση στο κομοδίνο μου και άρα εκείνος στη ζωή μου!(Ανάβει τσιγάρο)Μου έλειπε ο λαιμός του. Δεύτερη μέρα χωριστά. Δεύτερη μέρα σ εκείνο το… εδώ μέσα. Προσπαθούσα συνεχώς να θυμηθώ πριν πόσο καιρό είχαμε νοικιάσει αυτό το δωμάτιο. Πριν πόσα χρόνια ήταν ακριβώς; Δεν είναι πάντως εύκολο να ζεις με το «αν» της επιστροφής κάποιου, όχι δεν είναι. Του έγραφα διαρκώς, ευτυχώς που μπορούσα να το κάνω αυτό, όλες τις μέρες. Ήταν το σημείο αναφοράς μου, οι λέξεις που σχετίζονταν με κείνον, αλλά μπορούσαν να υπάρχουν και χωρίς εκείνον. Ακριβώς όπως συνέβαινε και με τις επιθυμίες μου. Οι επιθυμίες μου που σχετίζονταν με κείνον, είχαν τη δική τους αυτόνομη ζωή. Γι’ αυτό είχαν διάρκεια και δύναμη, επειδή ζούσαν μια χαρά μόνες τους και έξω από μένα, πράγμα θαυμαστό στ’ αλήθεια, δεν είναι;Έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ πότε το είχαμε νοικιάσει, αλλά όλα ήταν αόριστα και θολά. Άπειρες ασκήσεις επί χάρτου, στίχοι που με κατέκλυζαν και που τους γεννούσε η απώλεια. Η απώλεια είναι πάντα απώλεια, ακόμα κι όταν γίνει ποίηση. Απλά σε αυτήν τη περίπτωση οι στίχοι μοιάζουν με το γλυκό φως του πρωινού και έχουν τη δύναμη να δαμάζουν τα ατίθασα βλέμματα και να αγριεύουν τις νωχελικές ψυχές, όπως θα έλεγε και κείνος, ο ποιητής μου. Είχαμε γνωριστεί σε μια ποιητική βραδιά. Η έλξη ήταν ακαριαία, δεν πρόλαβα να σκεφτώ και πολλά. Γρήγορα ήρθε το δωμάτιο. Το σπίτι μας!, έτσι το λέγαμε! Μικρό για σπίτι, αλλά μεγάλο για να χωρέσει δυο τέτοιες καρδιές που ξεχείλιζαν… ποίηση, έρωτα, παραφορά, καταστροφή.
(ακούγεται η φωνή)
Αν βάλεις πολλούς ανθρώπους να περπατήσουν
σ’ έναν μικρό κλειστό χώρο
σε αυτό το δωμάτιο, για παράδειγμα,
δεν θα μπορούν να κινηθούν με ευκολία
θα δυσκολεύονται, θα ασφυκτιούν.
Κάπου εκεί μπορεί να γεννηθεί ένα ποίημα.
Αν πάλι κάποιος είναι μόνος του
ολομόναχος, κλεισμένος σε έναν τέτοιο μικρό χώρο
για πολλές συνεχόμενες μέρες (23 ας πούμε)
πάλι θα ασφυκτιά… από τη μοναξιά του ίσως.
Και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να γεννηθεί ένα ποίημα
ή πολλά ποιήματα …
ή ένα πεζό …
ή…
Πάνω από το κρεβάτι που μας φιλοξενούσε υπήρχε ο πίνακας του Μουνκ. Το φιλί. Ένας κάπως σωματώδης άντρας σκύβει πάνω σε μια γυναίκα, ολόκληρος σχεδόν την καλύπτει και την φιλά. Το πρόσωπο της γυναίκας δεν φαίνεται. Αν το καλοσκεφτείς όλος ο πίνακας είναι μια πράξη αγάπης. Είναι μια ολοκληρωτική κίνηση προς το αντικείμενο του πόθου. Μια κίνηση που έχει ένα ειδικό βάρος και εκφράζει εύγλωττα την κατάσταση: πρόκειται για το απόλυτο πάθος! Του το είχα πει αυτό και του είχα πει κι άλλα πολλά σχετικά με αυτόν τον πίνακα. «Έχεις… κολλήσει… με τον πίνακα…» «Έχω κολλήσει… αλλά μαζί σου. Ξέρεις, η φιγούρα του άντρα που δεσπόζει στον πίνακα του Μουνκ μου θυμίζει εσένα. Μοιάζετε. Οι αφορισμοί του Μποτόν περί έρωτος, ας πούμε! τι φαινομενικά άσχετος συνειρμός! κι όμως… «Αν τους μετέφραζες για μένα θα ήταν μια πράξη αγάπης, όπως αυτή του άντρα του πίνακα!» Εκείνος με έχωσε με βία στην αγκαλιά του. Περνούσαν οι μέρες μας στο δωμάτιο υπέροχα… μέχρι τον εγκλεισμό μου εκεί για 23 μέρες. Αυτοτιμωρία; Ανασφάλεια; Φοβία όχι τόσο, περισσότερο απειλή. Αλλά ποιόν απειλούσαν; Εκείνον ή εμένα; Θα έβγαινα από μέσα ζωντανή; Θα τον ξανάβλεπα ποτέ; H θα ζούσαμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας μαζί, ή θα χανόμασταν για πάντα. Τότε ήταν που μου γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου. Δεν υπήρχε καλύτερη συνθήκη από αυτή. Να βάλω τον εαυτό μου στο εργαστήριο, στο μικροσκόπιο. Εγώ ήμουν το υλικό μου, είχα το μύθο στο τσεπάκι. Αν δεν έγραφα θα τρελαινόμουν. Η ίδια η πραγματικότητα με ξεπερνούσε οπότε κοίταξα να πιαστώ από τις λέξεις και να τις κάνω σανίδα σωτηρίας. Πώς θα μπορούσα να τα βάλω με ένα ερωτικό τρίγωνο. Δύσκολο πράγμα, ειδικά όταν είσαι μέρος αυτού του τριγώνου. Και επειδή τα ερωτικά τρίγωνα φαίνονται ακαταμάχητα επειδή δεν ολοκληρώνονται ποτέ.Τo νούμερο 3 με φόβιζε. Δεν είναι ότι είναι 20.Είναι ότι είναι 23. Αν ήταν 13, θα με φόβιζε εξίσου. Σκεφτόμουν τι μου ήρθε και μένα και το είπα! Ο,τι λες δεν το παίρνεις πίσω. Αλλιώς ο άλλος δεν σε παίρνει στα σοβαρά. Έχεις 23 μέρες για να αποφασίσεις του είπα. Αυτό το νούμερο μου ήρθε στο μυαλό πάνω στα νεύρα μου. Αυτό είπα. Και μετά το έγραψα κιόλας. Για να το επικυρώσω. Η γραφή μου είναι επικύρωση της ζωής μου, αυτή είμαι. Αλλά θα ‘θελα να ‘ναι 14 ή έστω 24.Πάντως θα ‘θελα να λείπει το 3… μου υπενθυμίζει ότι είμαστε 3 στο τοπίο της ζωής μας, οπότε κάποιος από εμάς θα πρέπει να αποκλειστεί.Αλήθεια, γιατί είμαι τώρα εδώ… δεν ξέρω ακριβώς…Ένα είδος μνημόσυνου ίσως…δεν ξέρω. Εκείνος δεν υπάρχει πια. Μα το βιβλίο μου υπάρχει ακόμα. Η ψυχή επιλέγει τους ομοίους της, έλκεται από αυτούς, αυτούς ακολουθεί.Σκέφτομαι να αγοράσω αυτό το δωμάτιο. Ήταν μια σκέψη φευγαλέα, αλλά τώρα παίρνει σάρκα και οστά. Για να μην ξεχάσω ποτέ ότι έμεινα εδώ κλεισμένη 23 μέρες, περιμένοντας τι; Αυτό που ποτέ δεν υπήρχε; 23 μέρες το δωμάτιο ήταν σιωπηλό.Μέσα στη σιωπή της νύχτας οι λέξεις έμοιαζαν σκιές που χόρευαν μέσα στους τέσσερις τοίχους. Άκουγα ανάσες ποιημάτων που τραυματίζονταν πριν ακόμα γραφτούν. Πάντοτε με στοίχειωνε η ίδια ερώτηση: Γιατί με αφήνει να μιλάω μόνη μας, πάντα η σχέση μας ήταν ένα ερωτηματικό. Ένα μεγάλο ερωτηματικό!Άντεχε τους στίχους μου! Εμένα όχι. Εμένα όχι.Με ρωτούν οι δημοσιογράφοι αν η ηρωίδα μου είμαι εγώ. «Δεν ξέρω αν είμαι εγώ ολόκληρη» τους λέω, πάντως έχει πράγματα από μένα. Κουβαλά τις εμμονές, τις νευρώσεις, τις αγάπες μου. Γι’ αυτό είναι και ανθρώπινη, γι’ αυτό την αγαπά ο κόσμος. Εκείνη δημιουργήθηκε από ένα όνειρο. Πάντα ονειρευόμουν την ανοιχτή θάλασσα μαζί του. Κι ας ζούσα στην άκρη της ζωής του. Ένα πεδίο άπειρο, ελεύθερο και φωτεινό, όπου όλες οι λέξεις θα λέγονται με ειλικρίνεια και μετά θα αθωώνονται. Ήταν το Ποίημά μου. Αλλά δεν ήθελα να γίνω ποτέ το δικό του, γιατί πίστευα ότι αν με έκανε ποίημα θα σταματούσε αυτόματα η σχέση μας. Θα ήμουν απλώς μύθος, ή ιστορία.Τώρα είναι ο ίδιος ιστορία. Υπήρξε στ’ αλήθεια ποτέ o άντρας που έγραφε ποιήματα; Μα αν δεν υπήρξε με ποιον ερχόμουν σ’ αυτό το δωμάτιο; Τo λέω αυτό μάλλον γιατί δεν μπορώ να δεχτώ το θάνατό του. Μάλλον γι’ αυτό. Του είχα γράψει ένα ποίημα που του άρεσε πολύ… ένα ποίημα που μιλούσε για χωρισμό. (Το βγάζει από την τσέπη της το Σχεδίασμα και το διαβάζει ή ακούγεται από τη φωνή). Τελικά αποδείχτηκε προφητικό. Χωρίσαμε. Μακάρι να σε είχα εγώ χωρίσει. Ακούς από κει; Μακάρι να τα είχα πάρει τα χάπια τότε, αναγκαστικά θα το ζούσες αυτό, έπρεπε να το ζήσεις, αυτό σου άξιζε. Αλλά τόσο σ’ αγαπούσα! Τόσο διάολε σ’ αγαπούσα!«Κάθε Τετάρτη στο γνωστό μέρος», Έβρεχε, χιόνιζε, εμείς εκεί. Γύρω στις 6.30 νομίζω. Μια Τετάρτη σου ‘χα πει: Αν όχι τώρα, πότε. Αν όχι εμείς, ποιοι; Είναι κλεμμένο αυτό που λες, μου είχες πει. Ναι μπορεί, δεν θυμάμαι. Είναι σίγουρα κλεμμένο, ξανάπες!Ήταν προφανές ότι δεν μπορούσες να μου δώσεις απαντήσεις στα επίμαχα ερωτήματα. Άντεχες τους στίχους μου. Εμένα όμως όχι.
(Ακούγεται από τη φωνή η Φθινοπωρινή Ιστορία)
Πολλές φορές δημιουργείς ο ίδιος το ερέθισμα πουν χρειάζεσαι για να γράψεις. Αυτο-σκηνοθετείσαι. Δημιουργείς τις συνθήκες εκείνες, το περιβάλλον, τα συμφραζόμενα που θα σε βάλλουν σε πρόσφορη εσωτερική διαδικασία και που θα σε οδηγήσουν στο ανοίκειο βλέμμα. Είναι ανάγκη να είναι κανείς θερμός-αν όχι καυτός-απέναντι στο αντικείμενο της γραφής του. Σε βαθμό που να ερωτοτροπεί άγρια μαζί του σε κάθε εκδοχή, σε κάθε σχεδίασμα. Χρειάζεται να καίγεται κανείς μέσα του. Κι εγώ καιγόμουν! Εσύ ήσουν το ερέθισμα, ο λόγος που μπήκα στο δωμάτιο. Εσύ ήσουν το δωμάτιο. Σε χρειαζόμουν! Ακόμα και τώρα σε χρειάζομαι που έχεις φύγει από τη ζωή. Δες με, γυρίζω στον τόπο του εγκλήματος. Εδώ από όπου ξεκινήσαμε. Αναζητώ μυρωδιές, αναμνήσεις, κομμάτια από καιρό ξεχασμένα. Μετά από τόσα χρόνια. Φλερτάρω με την απουσία σου. Έχω ακόμα στο κινητό μου το κενό μήνυμα που μου είχες στείλει την δέκατη μέρα που ήμουν κλεισμένη εδώ και περίμενα την απόφασή σου, την επιλογή σου! Τι νόημα είχε το κενό σου μήνυμα, αλήθεια; Κρατούσες στα χέρια σου το μέλλον μας κι εγώ δούλευα τη νουβέλα μου πυρετωδώς. Σου είχα απαντήσει αμέσως: «Δεν μπορώ να ερμηνεύσω τη λευκότητα, μωρό μου», σου είχα γράψει επί λέξει. Μπορεί να αποτελέσει η λευκότητα την αρχή της μυθοπλασίας; Τώρα ξέρω πως μπορεί.Moυ έδινες το νήμα του μύθου μου, του μύθου μας. Από την άλλη, θα ρωτούσε κάποιος τι σημαίνει λευκότητα ακριβώς και δεν θα μπορούσα να του δώσω σαφή απάντηση. Όπως δεν θα μπορούσα να πω με σαφήνεια γιατί επέστρεψα. Γιατί ζήτησα τα κλειδιά από τον ιδιοκτήτη πάλι για να μείνω εδώ… Θα μείνω; Για πόσο… δεν ξέρω. Αλλά το ήθελα να γυρίσω, ήταν μια ανάγκη που με υπερέβη. Ήρθα σαν υπνωτισμένη σχεδόν. Ούτε και τώρα έχω φέρει ρούχα πολλά. Δεν θα μου χρειαστούν. Πολλά μολύβια, σημειωματάρια… το παλιό εκείνο σημειωματάριο με τα σχεδιάσματα επί χάρτου, μια φωτογραφία σου Αλέξαντρε…. δύο κουτιά υπνωτικά… 2 σοκολάτες… 2 βιβλία με ποιήματα της Πλαθ, ένα παλιό σου πουκάμισο… έχεις χορέψει ποτέ με ένα άδειο πουκάμισο;(χορός…/summer tϊμε in Prague)Σε όλη μου τη ζωή πάλευα με τους ορισμούς. Άλλοτε να ορίσω τα πράγματα, βάζοντάς τα και σε κουτάκια ακόμα. Άλλοτε πάλι εργαζόμουν προς την κατεύθυνση να καταλύσω κάθε τι οριστικό, να διαλύσω οποιαδήποτε βεβαιότητα. «Οι βεβαιότητες χαλάνε τη μαγεία της ζωής», έτσι δε μου έλεγες; H βεβαιότητα και η ποίηση είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα. Από καιρό πάλευα αυτό το ειρωνικό ποίημα. Του είχα δώσει τον τίτλο «Ορισμοί (;) Ποτέ δεν τα θυμάμαι απ’ έξω…ψάχνει , (βρίσκει το σημειωματάριο…διαβάζει):
ORISMOI –
Δεν άλλαξα λέξη… εγώ και συ πάντα αρνιόσουν να μας ορίσεις. Τι δύστροπος άντρας. Και ψυχρός. Αποστασιοποιημένος. Αλλά για μένα ήσουν ο πιο γλυκός του κόσμου.«Σε πήρε μαύρο σύννεφο»/Ακούς; Άρχισε πάλι να βρέχει… Έβρεχε και κείνη τη μέρα, έβρεχε δυνατά, αυθάδικα. Δεν μας είχαν φέρει το κρεβάτι.’ Έχοντας αποκτήσει κοινούς κώδικες επικοινωνίας, είχαμε ρωτήσει μαζί, με μια φωνή, ο ένας τον άλλο: «Ποιο φιλί προτιμάς;» Απαντήσαμε ταυτόχρονα, αλλά εσύ είπες το φιλί του Κλίμτ κι εγώ το φιλί του Μουνκ. «Και γιατί θέλεις να κρεμάσουμε το φιλί του Moυνκ;» «Γιατί είναι το πιο παθιασμένο φυσικά», απάντησα. Εσύ με κάλυψες έπειτα με το σώμα σου, σχεδόν ολόκληρη, ώστε να μην φαίνομαι, και πλησίασες αργά το πρόσωπό μου. Κάναμε έρωτα σαν τρελοί στο πάτωμα εκείνη τη νύχτα. Δεν είχε έρθει ακόμα το κρεβάτι που είχαμε παραγγείλει. Όταν τελειώσαμε σου διάβασα το ερωτικό μου χαϊκού: «Τρία βλέμματα./Εγώ, εσύ και αυτή./Εμείς και εμείς!» Μπράβο, μικρή, μου είπες και μου χάιδεψες το κεφάλι με τρυφερότητα. Η αίσθηση ότι ταλανιζόσουν ανάμεσα σε μένα και σε κείνη συνιστούσε το πιο αυθεντικό ποίημα. Αλλά ξέρεις τι; Σε είχα προειδοποιήσει: «Μην μακρηγορήσεις άλλο πάνω στη θλίψη μου» σου είχα πει πολλές φορές. Αλλά εσύ μόνο σιωπή. Την πήρες μαζί σου αυτή τη σιωπή στη μοιραία σου έξοδο. Διάβασα στις εφημερίδες ότι πάλευες με τον καρκίνο. Η τιμωρία ίσως που ζούσαμε κι οι δύο πλασματικές ζωές όταν δεν βρισκόμασταν εδώ; Δεν είναι εύκολο να είναι ευτυχισμένος κανείς όπου είναι. Δεν είναι εύκολο κανείς να ζει τον πραγματικό του χρόνο, να ταυτίζεται με το παρόν του. Η ζωή μου σαν να ήταν πάντα εδώ. Αυτές οι 23 μέρες ήταν η πραγματική μου ζωή. Η αληθινή μου ζωή μέσα σε αυτό το μικρό δωμάτιο όπου πέρασα περιμένοντάς σε. Σκηνοθέτησα τον αληθινό μου χρόνο. Ηρωίδα του δικού μου έργου. Μέσα στο παρόν μου το παρελθόν και το μέλλον μου. Και να ‘μαι πάλι εδώ, σε γνώριμη συνθήκη. Τώρα όμως δεν σε περιμένω. Δεν μπορείς να έρθεις εσύ, έχασες την ευκαιρία σου. Μπορούσες να είχες έρθεις τότε… μέσα σε 23 μέρες. Και δεν ήρθες. Το δωμάτιο, το κρεβάτι, πάνω από το κρεβάτι ο πίνακας του Μουνκ. Ο τετράγωνος καθρέφτης απέναντι. Η ντουλάπα, το καφέ κομοδίνο, τα στεντόν πάνω στο καφέ κομοδίνο (έξω από το κουτί τους) το παράθυρο. Εγώ στην κουνιστή πολυθρόνα. Υποτίθεται ότι κάποια στιγμή θα άκουγα ήχο αυτοκινήτου απ ‘ έξω. (Νομίζω μου‘χες πει ότι σου είχαν κλέψει το ποδήλατο) Τότε θα πεταγόμουν αμέσως από την κουνιστή πολυθρόνα, θα έτρεχα στο παράθυρο και θα ήταν η έξαψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. Ήχο αυτοκινήτου δεν άκουσα ποτέ. Αυτό με θύμωσε περισσότερο παρά με λύπησε. Άλλωστε ποτέ δεν μου άρεσε το μελό. Τα στεντόν έμειναν απείραχτα πάνω στο κομοδίνο. Έβαλα το τέλος που εξυπηρετούσε τον θυμό μου. Απλά έφυγα. Αφού ποτέ δεν θα ερχόσουν Απλά έφυγα. Κατά βάθος το ήξερα ότι θα γυρίσω πάλι.’ Όλα είναι στο μυαλό μου /εδώ μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο με ακούω, με αφουγκράζομαι στη σιωπή. Με ανιχνεύω. Με καλλιεργώ. Με αποσυναρμολογώ για να με συναρμολογήσω πάλι, αλλά με άλλο τρόπο έτσι ώστε όταν βρεθώ μπροστά στη λευκή κόλα να είμαι απολύτως έτοιμη να γράψω, να ‘χω τη σωστή θερμοκρασία, να ‘χω τις σωστές προϋποθέσεις να αποτυπωθώ. Να γιατί ήρθα λοιπόν. Νά τη η απάντηση: για να αποτυπωθώ πάλι πιο σωστά αυτή τη φορά τώρα που δεν ζεις πια. Και τώρα ξέρω την έκβαση, θα δώσω άλλο τέλος. Σου γράφω για τελευταία φορά, αγαπημένε! Άκου το μυστικό μου: ξέρεις τί θα πει να σε προδίδει το αιμορροϊδικό σου πλέγμα; Είναι σαν… Όποτε σπάνε οι ευαίσθητες χορδές σου, χάνεις αίμα. Όσο είσαι σε μεγάλη αναμονή τόσο πιο πολύ λερώνεται το εσώρουχό σου…Βγάζει από τη μικρή βαλίτσα το κουτί με τα χάπια, τα παίρνει….)Μουσική