Όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει ή μήπως όλοι οι κακοί πρέπει να πεθάνουν;»
Της Τσιοτινού Αθανασίας *
Το μυθιστόρημα του Γεράσιμου Μπέκα με τίτλο «Όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει» -τίτλο που παραπέμπει σε στίχους τραγουδιού του Leonard Cohen (“Everybody knows the war is over / Everybody knows the good guys lost”), τους οποίους ο συγγραφέας παραθέτει πριν το πρώτο κεφάλαιο- έχει μια εντυπωσιακή έναρξη που προϊδεάζει τον αναγνώστη για την εντυπωσιακή συνέχεια.
Ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο με έναν ευφάνταστο τρόπο κάνει μια αναδρομή στην αρχαία Αθήνα και μας μιλάει για το «Διάταγμα των Μαρμάρων» και για τον τρόπο αντιμετώπισης της ολισθηρότητας των μαρμάρων στην αρχαία εποχή. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με χιούμορ ένα διαχρονικό πρόβλημα της Αθήνας, εκκινώντας από την αρχαιότητα, καταλήγοντας στο σήμερα, τοποθετώντας την αρχή και συγχρόνως το τέλος του μυθιστορήματος, κάπου εκεί στα ολισθηρά μάρμαρα της πρωτεύουσας. Οφείλω να ομολογήσω ότι διαβάζοντας το πρώτο κεφάλαιο ένιωσα ένα μούδιασμα. Τι σχέση έχει αυτή η διαχρονική ολισθηρότητα των μαρμάρων της Αθήνας με την ιστορία του οπισθόφυλλου, αναρωτήθηκα. Ευτυχώς στην τελευταία σελίδα του πρώτου κεφαλαίου έγινε η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, το μούδιασμα άρχισε σιγά-σιγά να φεύγει και το χιούμορ του συγγραφέα να γίνεται αντιληπτό. Η αίσθηση του χιούμορ του συγγραφέα είναι κάτι που αφήνει ανεξίτηλα τη σφραγίδα του ακόμη και στον τρόπο που ο συγγραφέας σκιαγραφεί τον ήρωά του, στον τρόπο που ο ήρωας, ο Άρης Κομμένος-Στάιν, αντιμετωπίζει τη ζωή του και τις αποκαλύψεις που σχετίζονται με αυτή.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα: στο σήμερα όπου ζει ο Άρης, ο ήρωάς μας και στο χθες, όπου αρχίζουμε να μαθαίνουμε για τον άλλο ήρωα του βιβλίου, το μοναχό Στυλιανό. Ο Άρης, ελληνικής καταγωγής, είναι υιοθετημένος από τον Χέλμουτ και την Γκίττε, ένα ζευγάρι Γερμανών. Ζει κι εργάζεται στη Φραγκονία της Γερμανίας, όπως και ο συγγραφέας. Η ζωή του ως νοσηλευτής σε γηροκομείο δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Τίποτα δεν τον αποσπά από την καθημερινότητα και τη ρουτίνα, τίποτα δεν τον συγκινεί ώστε να γλιτώσει από τα λιμνάζοντα νερά και τη στασιμότητα.
Η ιστορία του Στυλιανού ξεκινάει το 1943 στο Κομμένο της Άρτας, λίγο πριν την καταστροφή από τους Γερμανούς. Ο Στυλιανός, γιος του Άρη Μερκούρη, του αντάρτη που πολεμάει τους Γερμανούς στα βουνά, βρίσκεται στη θεία του την Τασία. Η αναγγελία της είδησης της σφαγής στο Κομμένο, την επομένη της εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου, επισπεύδει την αναχώρηση του Στυλιανού για το Άγιο Όρος, όπου θα γίνει μοναχός.
Οι ιστορίες των δύο ηρώων εξελίσσονται ξεχωριστά, του Άρη από το πρόσφατο παρελθόν στο σήμερα, και του Στυλιανού από το χθες στο σήμερα, μέχρι να συναντηθούν οι ιστορίες τους και οι ζωές τους. Μια σειρά προσώπων, συμπρωταγωνιστών στις ιστορίες των δύο βασικών ηρώων, διαμορφώνουν την εξέλιξη της ιστορίας μας. Ο Χέλμουτ και η Γκίττε, οι γονείς του Άρη, η Σιμπέλ, η φίλη και συνάδελφος του Άρη, η Κλαούντια, η Βανέσα, ο Άντον Μπάντεν από τη μια, ο Σάκης ο ταξιτζής, ο μοναχός Αθανάσιος, η Αφροδίτη από την άλλη. Κυρίαρχη η μορφή της κυρίας Ξενάκη, τροφίμου του γηροκομείου που εργάζεται ο Άρης. Η παρουσία της καταλυτική για την πορεία της ιστορίας. Η κυρία Ξενάκη παροτρύνει τον Άρη να μεταβεί στην Ελλάδα για να διευθετήσει μια προσωπική της υπόθεση με τη βοήθεια ενός περιπτερά και της εγγονής της, της Αφροδίτης.
Ο Άρης για πολλοστή φορά θα έρθει στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά δεν θα έρθει για διακοπές, όπως τόσες άλλες φορές είχε έρθει στο παρελθόν με τους θετούς γονείς του. Αυτή τη φορά έρχεται για να συναντήσει την αλήθεια της κυρίας Ξενάκη. Στην ουσία έρχεται για να συναντηθεί με τη δική του αλήθεια και την προσωπική του ιστορία!
Ο συγγραφέας με έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής μας φέρνει σε επαφή με την ιστορία της Ελλάδας, την νεότερη ιστορία που δυστυχώς δεν διδάσκεται, όπως και όσο θα έπρεπε στα σχολεία. Η συμβολή του Γεράσιμου σημαντική στη συνάντηση νέων ανθρώπων με την ιστορία. Το βιβλίο είναι η αφορμή, δίνει το έναυσμα για μια αναζήτηση ιστορικών στοιχείων για το Κομμένο της Άρτας και το Ολοκαύτωμα από τους Γερμανούς, τους κακούς Γερμανούς, αφού «όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει».
Ο συγγραφέας δίνει έναν τίτλο στο βιβλίο του που σου κινεί την περιέργεια και σε ωθεί να το διαβάσεις. Ένας τίτλος με πολλές ερμηνείες. Όλοι οι καλοί Έλληνες έχουν πεθάνει και όλοι οι κακοί Γερμανοί ζούνε; Όλοι οι καλοί έχουν πεθάνει, γιατί αν ζούσαν δεν θα επέτρεπαν να συμβεί το κακό; Ένας κόσμος μόνο με καλούς δεν θα ήξερε τι σημαίνει πόλεμος, αδικία, δυστυχία, πείνα. Ένας κόσμος με καλούς θα επεδίωκε την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ευημερία, την αγάπη και τη συναδέλφωση των λαών. Άραγε υπήρξαν ποτέ καλοί άνθρωποι, αφού η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη με πολέμους και αδικίες; Και αν υπάρχουν καλοί άνθρωποι, μπορούν να κάνουν ανεμπόδιστα το καλό, αφού οι ισχυροί του κόσμου και συνάμα κακοί είναι αυτοί που αποφασίζουν για τις μοίρες και την τύχη των λαών, των αδυνάτων αυτού του κόσμου;
Δυστυχώς, το καλό συνυπάρχει με το κακό και τα όρια ανάμεσά τους είναι δυσδιάκριτα. Ο Χέλμουτ είναι καλός. Προσπαθεί με την υιοθεσία ενός ελληνόπουλου να αποτινάξει από πάνω του την οργή και το θυμό για το κακό που προκάλεσε ο πατέρας του στους Έλληνες. Και ποιος είναι ο πραγματικός πατέρας; Αυτός που μεγαλώνει ένα παιδί ή αυτός που γεννάει ένα παιδί; Και πόσο κακός είναι ο πατέρας
που γέννησε ένα παιδί αλλά δεν το μεγάλωσε, γιατί οι συνθήκες της ζωής του δεν βοήθησαν να μεγαλώσει το παιδί του και να γίνει καλός πατέρας;
Αν και απαισιόδοξος ο τίτλος, η αισιοδοξία είναι διάχυτη παντού. Ο συγγραφέας, με την αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει, μας κλείνει το μάτι και μας λέει ότι το καλό θα συνεχίσει να υπάρχει, θα δίνει τις μάχες του με το κακό, πότε θα βγαίνει νικητής και πότε όχι. Άλλωστε, η ζωή δεν είναι μόνο νίκες, αλλά και ήττες.
Το χιούμορ του συγγραφέα, διάχυτο ακόμη και στον επίλογο, όπου επεμβαίνει η Σιμπέλ και μαλώνει τον συγγραφέα για το τέλος που επέλεξε για το βιβλίο του. Εγώ προσωπικά διαλέγω την εκδοχή της Σιμπέλ, ως φύσει και θέσει αισιόδοξο άτομο. Η εκδοχή της Σιμπέλ, άλλωστε, μας υπενθυμίζει για ακόμη μία φορά ότι το καλό θα συνεχίσει να υπάρχει σε πείσμα των συνθηκών που θέλουν ένα κόσμο ζοφερό, χωρίς καλοσύνη.
Στα συν του μυθιστορήματος είναι η υπέροχη μετάφραση του Αποστόλη Στραγαλινού, ο οποίος μας μεταφέρει τη φρεσκάδα και την ανάσα του συγγραφέα. Σε καμία περίπτωση δεν νιώθουμε ότι διαβάζουμε ένα μεταφρασμένο κείμενο. Ο συγγραφέας στάθηκε τυχερός, αφού έτυχε μιας τόσο μεστής και ουσιαστικής μετάφρασης.
Η εξαιρετική μετάφραση, η αίσθηση του χιούμορ και αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του συγγραφέα, λιτός, απέριττος, που σε καμία περίπτωση δεν γίνεται εξεζητημένος μας δίνουν ένα δυνατό μυθιστόρημα που το διαβάζεις με κομμένη την ανάσα, απνευστί και δεν θέλεις να το αφήσεις πριν ανακαλύψεις την αλήθεια του, μια αλήθεια οδυνηρή, αλλά προτιμότερη από το ψέμα και το ψεύτικο που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και κατακλύζει τις ζωές μας.
-----------------------
* Φιλόλογος-Θεατρολόγος, Μed