Κρύβομαι πίσω απ’ την πόρτα
μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Κοιτάζω από το αδιάκριτο μάτι,
σύντροφος στις ηδονικές στιγμές της περιέργειας.
Κενό κείτεται στο μουχλιασμένο διάδρομο
- άδειες ψυχές πώς να γεμίσουν το χώρο -
άοσμοι τοίχοι ντυμένοι σ’ ώχρα φορεσιά
κυκλώνουν το έρεβος και η σκάλα
σαπισμένη από τον έρωτα του χρόνου.
Ανάβω ένα τσιγάρο, κάθομαι.
Ανάβω κι άλλο ένα, μη νιώσω μοναξιά.
Ο ήλιος ορθώνει το ανάστημά του και χαμογελάει.
Πίνω μια δόση ανάσας απ’ το ποτήρι πλάι μου.
Απέναντι ο φρουρός της γνώσης σιωπηρός,
γέμισα τα ράφια του με σκόνη.
Δίπλα κάτι ξέθωρες φωτογραφίες
κάποιου, που δεν μπορώ να θυμηθώ
κι αυτό το βάζο
πόσες φορές πήγε να σπάσει.
Δε βαριέσαι
όλοι τα κομμάτια μας μαζεύουμε.
Ζητιανεύω εικόνες στην τηλεόραση
ακούω βήματα…
δίπλα πηγαίνουν.
Τελείωσε αυτό το πακέτο,
ας περάσω στο επόμενο
-διαδοχή η μοίρα των ανθρώπων.
Το ρολόι στον τοίχο καρφωμένο
θυμίζει τα λεπτά, που αναίτια σκορπάω.
Τικ τακ, τικ τακ,
η μελωδία της άρνησης είναι πιο μεθυστική,
τικ τακ, τικ τακ.
Τρία δωμάτια ολόγυρα
περιμένουν να ερωτοτροπήσω μέσα τους.
Στην υποδοχή του σαλονιού μου η γνώριμη τσατσά
«Αφήστε στο τραπεζάκι το ακριβές αντίτιμο
για να εισέλθετε στις υπέροχες μοναχικές πουτάνες,
γκρίζες, χωρίς θέα, όπως πρέπει».
Τικ τακ, τικ τακ.
Στην ανατολή της σελήνης δύει ο ήλιος
τ’ ασημίζοντα άστρα λαμποκοπούν ευχές,
όμορφα που φαίνονται πίσω απ’ το τζάμι.
Οι γείτονες τσακώνονται πάλι
πρέπει να νιώσουν ζωντανοί.
Ευωδιάζουν χαρά οι κακουχίες των άλλων.
Αναζητώ λίγο κρασί
για να μεθύσω τις ραγισμένες ελπίδες μου,
μήπως και αναγνωρίσω τη λύτρωση.
Επιστροφή στην πολυθρόνα μου,
τικ τακ, τικ τακ.
Για μια στιγμή το ποτήρι ασελγεί στο ακίνητο ρολόι,
ώσπου τα μέλη τους στο πάτωμα θρυμματίζονται
-είναι καλύτερα να τσακίζονται δύο.
Αχ, η τύχη,
αυτοί οι τοίχοι,
καλοί μου φίλοι,
είστε γεμάτοι χαρακιές από
αναμνήσεις, όνειρα και ανάσες.
Μ’ αρέσει να μιλώ μαζί σας,
συνήθισα πια, καλοί μου φίλοι,
συνήθισα να ζω δέσμιος,
την ελευθερία δεν ξέρω τι να την κάνω.
Η φωτό είναι παρμένη από εδώ