Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Στεφανος Ξενος /// 213






Κρύβομαι πίσω απ’ την πόρτα
μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Κοιτάζω από το αδιάκριτο μάτι,
σύντροφος στις ηδονικές στιγμές της περιέργειας.
Κενό κείτεται στο μουχλιασμένο διάδρομο
- άδειες ψυχές πώς να γεμίσουν το χώρο -
άοσμοι τοίχοι ντυμένοι σ’ ώχρα φορεσιά
κυκλώνουν το έρεβος και η σκάλα
σαπισμένη από τον έρωτα του χρόνου.
Ανάβω ένα τσιγάρο, κάθομαι.
Ανάβω κι άλλο ένα, μη νιώσω μοναξιά.
Ο ήλιος ορθώνει το ανάστημά του και χαμογελάει.
Πίνω μια δόση ανάσας απ’ το ποτήρι πλάι μου.
Απέναντι ο φρουρός της γνώσης σιωπηρός,
γέμισα τα ράφια του με σκόνη.
Δίπλα κάτι ξέθωρες φωτογραφίες
κάποιου, που δεν μπορώ να θυμηθώ
κι αυτό το βάζο
πόσες φορές πήγε να σπάσει.
Δε βαριέσαι
όλοι τα κομμάτια μας μαζεύουμε.
Ζητιανεύω εικόνες στην τηλεόραση
ακούω βήματα…
δίπλα πηγαίνουν.
Τελείωσε αυτό το πακέτο,
ας περάσω στο επόμενο
-διαδοχή η μοίρα των ανθρώπων.
Το ρολόι στον τοίχο καρφωμένο
θυμίζει τα λεπτά, που αναίτια σκορπάω.
Τικ τακ, τικ τακ,
η μελωδία της άρνησης είναι πιο μεθυστική,
τικ τακ, τικ τακ.
Τρία δωμάτια ολόγυρα
περιμένουν να ερωτοτροπήσω μέσα τους.
Στην υποδοχή του σαλονιού μου η γνώριμη τσατσά
«Αφήστε στο τραπεζάκι το ακριβές αντίτιμο
για να εισέλθετε στις υπέροχες μοναχικές πουτάνες,
γκρίζες, χωρίς θέα, όπως πρέπει».
Τικ τακ, τικ τακ.
Στην ανατολή της σελήνης δύει ο ήλιος
τ’ ασημίζοντα άστρα λαμποκοπούν ευχές,
όμορφα που φαίνονται πίσω απ’ το τζάμι.
Οι γείτονες τσακώνονται πάλι
πρέπει να νιώσουν ζωντανοί.
Ευωδιάζουν χαρά οι κακουχίες των άλλων.
Αναζητώ λίγο κρασί

για να μεθύσω τις ραγισμένες ελπίδες μου,
μήπως και αναγνωρίσω τη λύτρωση.
Επιστροφή στην πολυθρόνα μου,
τικ τακ, τικ τακ.
Για μια στιγμή το ποτήρι ασελγεί στο ακίνητο ρολόι,
ώσπου τα μέλη τους στο πάτωμα θρυμματίζονται
-είναι καλύτερα να τσακίζονται δύο.
Αχ, η τύχη,
αυτοί οι τοίχοι,
καλοί μου φίλοι,
είστε γεμάτοι χαρακιές από
αναμνήσεις, όνειρα και ανάσες.
Μ’ αρέσει να μιλώ μαζί σας,
συνήθισα πια, καλοί μου φίλοι,
συνήθισα να ζω δέσμιος,

την ελευθερία δεν ξέρω τι να την κάνω.

Η φωτό είναι παρμένη από εδώ

Παναγιώτης Βούζης /// Για πού;






Μετά πάμε Παρίσι
για να ζήσουμε όπως
εραστές του ονείρου
σε αδίστακτες στάσεις.
Μετά πάμε πλατεία
για να βρούμε τους άλλους
που βαρέθηκαν μόνοι
μες στους έντεκα τοίχους.
Μετά πάμε μπαλκόνι
και φιλούμε κορίτσια
που ανοίγουν σαν δώρα
αν τους φτιάξεις τη μέρα.
Μετά πάμε σε σένα
που απόμεινες λίγος
γιατί πίστεψες όσους

σε κρατούν εδώ μέσα.


Η φωτό είναι παρμένη από εδώ

Νιόβη Ιωάννου /// Ο ΙΔΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ







όταν έπεσε το σκοτάδι χιλιάδες μικρά λευκά ποντίκια βγήκαν απ’ τους υπονόμους ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη και τα σπίτια ανέβηκαν στα κρεβάτια μας τρυπώνοντας απ’ τα ρουθούνια άρχισαν να ροκανίζουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου πόσο διαφέραμε ο ένας απ' τον άλλον καθόλου αίμα δεν έσταξε όμως νιώσαμε τη γλυκιά θαλπωρή και μετά από λίγο όλοι φορέσαμε τις ουρές μας για να γίνουμε ο ίδιος άνθρωπος εκείνο το βράδυ με μια υποδόρια ύπουλη κίνηση τα ποντίκια έγδαραν αργά και σταθερά την σάρκα της πόλης εμείς γελούσαμε στον ύπνο μας ευτυχισμένοι -ακόμα μπορούσαμε να επινοούμε τα όνειρα που μας έκαναν να γελάμε- μπερδεμένοι ωστόσο από την γλυκιά αίσθηση του πόνου και τις απρόσμενες ελλείψεις που άφηναν την ελπίδα μέσα μας να πεθαίνει τελευταία

Η φωτό είναι παρμένη από εδώ!

Μαργαρίτα Παπαγεωργίου /// Ο Πόλεμος των Κόσμων




Ζούμε στην εποχή των πιο ακραίων
του καιρού φαινομένων στη γη.
Τα τσουνάμια είναι καθημερινά
κι εκτός από τα νησιά και τα παράλια
φτάνουν συχνά και στα σύνορα.
Οι πυρκαγιές έχουν ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Κι αφού ξεμπερδέψαμε με τους γίγαντες
τους γρύπες, τους δράκους και τα στοιχειά,
τους λέοντες και τα φίδια έχουμε στα κλουβιά.
Ναρκοθετήσαμε τον αέρα, τη γη, τα ύδατα, τα φυτά.

Η πολιτεία της κολάσεως πλέον ξεπηδά
με νέα είδη πιο ζωντανά
μα απ΄ τα θηρία πιο θεριά,
μικροσκοπικά στο μάτι αόρατα
στο αίμα κατοικούν και στον αέρα
τρώνε από το πιάτο μας κρέατα και πουλερικά
τριγυρνούν σε λιμάνια και σε δρόμους
διασκεδάζουν σε κινηματογράφους και μουσεία
ταξιδεύουν με αεροπλάνα και κρουαζιερόπλοια
κάθονται στα θρανία μελετώντας ιστορία,
ενώ εμείς μετοικίσαμε στη χώρα τού μακριά
χωρίς στόμα, χέρια, καμία αγκαλιά

Αν το πιάσεις τελικά απ’ αλλού
ο μέγας πόλεμος των ειδών
έχει έναν και μόνο κοινό εχθρό


(Τουλάχιστον, προς ώρας, στον πλανήτη μας)

 Ηφωτό είναι παρμένη από εδώ !

Mαρία Σκουρλά /// 'Εξοδος



Θα έχουν όλα τελειώσει

όταν την απόκοσμη θέα
ξωπίσω μας θα αφήσουμε
κι όσα ζήσαμε ·
έπειτα στην έρημο θα φτάσουμε
σκοτώνοντας φίδια και τους σκορπιούς
με τους σπινθήρες μας
κι αποκαμωμένοι
σ’ ένα ύψωμα θα ανέβουμε
πάνω από την πόλη ·
εκεί μέσα στη σκηνή του δικού μας μαρτυρίου
με πληγωμένα χέρια
τις εντολές θα πιάσουμε
ξαναγραμμένες από την αρχή
θα είναι
θα μιλούν για την ουσία της ζωής

και για άλλο τίποτα.


Από εδώ παρμένη η φωτό