Στήν Αὐτοπροσωπογραφία τοῦ λευκοῦ ὁ Χάρης Βλαβιανός, πιό ὥριμος ἀπό ποτέ, ἐπανέρχεται, μέ βλέμμα ἀνανεωμένο, σέ γνώριμους τόπους τῆς ποίησής του, διευρύνοντας ἀκόμη περισσότερο ὡστόσο τό πεδίο τῶν στοχαστικῶν καί γλωσσικῶν του ἀναζητήσεων. Ὁ ἀπωλεσθεῖς παράδεισος τοῦ ὁριστικά χαμένου ἀλλά ἐξακολουθητικά ἀναζητούμενου νοήματος, ἡ ἐπισφάλεια τῶν λέξεων ἑνώπιον τοῦ τραύματος τοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί ἡ ἀδυναμία ἐπικοινωνίας στίς καθημερινές ἐπαφές, ἡ διακειμενικότητα ὡς καταστατική συνθήκη τῆς ποιητικῆς γραφῆς, ὁ ποιητής ὡς κρίκος μιᾶς μακρᾶς ἁλυσίδας ἑτερόκλητων προγόνων τῆς ἐγχώριας ὅσο καί ἐν γένει τῆς δυτικῆς λογοτεχνικῆς παράδοσης, εἶναι ζητήματα πού διατρέχουν, φανερά ἤ ὑπογείως, καί τίς πέντε ἑνότητες τῆς συλλογῆς.Στήν «Ὠδή στό χαμένο νόημα», τήν πρώτη καί ἐκτενέστερη ἑνότητα τοῦ βιβλίου, ὁ Βλαβιανός προχωρεῖ κατά βάση σέ μιά σαρκαστική μελέτη τῶν (ἀστικῶν) ἠθῶν. Νευρ(ωτ)ικοί ἐραστές, βγαλμένοι λές ἀπό ταινία τοῦ Woody Allen (ἤ ἀπό τσεχωφική «κωμωδία») διασκεδάζουν τήν ἀνία τους, ἐπιστρατεύοντας φθαρμένες μεταφορές, καθώς ὑποδύονται τούς ἥρωες κάποιου (μελο)δράματος ἤ μυθιστορήματος – κατά προτίμηση ἐπιστολικοῦ. Μέ ἀνατρεπτικό χιοῦμορ καί εὔθυμη διάθεση ὁ ποιητής εἰρωνεύεται τίς ἐσωτερικῆς καύσεως τραγωδίες τῶν πρωταγωνιστῶν (τοῦ ἰδίου συμπεριλαμβανομένου), δείχνοντας πώς ἡ ζωή δέν εἶναι παρά μιά ἀτελής μίμηση μιᾶς ὄχι πάντοτε καλογραμμένης λογοτεχνίας. Ἡ ἑνότητα περιλαμβάνει ὅμως καί ποιήματα πολύ προσωπικά, πού προσπαθοῦν μέσα «στόν γενικό κυκεώνα τῆς ἀνακρίβειας τοῦ αἰσθήματος», νά μιλήσουν γιά τή δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ ἔρωτα, τῆς φιλίας καί τῆς πατρικῆς ἀγάπης. Στή δεύτερη ἑνότητα, «Σχεδόν διάσημος», συγκροτεῖται μιά μᾶλλον λοξή Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας (κυρίως ποίησης), ἀπό τόν Διονύσιο Σολωμό ὥς τίς μέρες μας· ἕνας προσωπικός λογοτεχνικός κανόνας ἀπαρτιζόμενος ἀπό ἐκκεντρικά –καί προγραμματικά ἔκκεντρα– snapshots. Στήν τρίτη ἑνότητα, τά «Ἀνθρώπινα, πολύ ἀνθρώπινα» ἐκκινοῦν ἀπό ἀνεκδοτολογικοῦ τύπου βιογραφικές ἤ μυθοπλασιακά ἀναπλασμένες λεπτομέρειες ἱστορικῶν καί μυθικῶν προσώπων, ἐνῶ στόν κύκλο τῶν τεσσάρων ποιημάτων τοῦ «Germanicum» ἀποτυπώνεται ἡ στάση τοῦ ποιητῆ στό ζήτημα τῶν ἐκλεκτικῶν σχέσεων τοῦ ναζιστικοῦ καθεστῶτος μέ τή γερμανική φιλοσοφία. Τέλος, στήν «Ἀντοχή τῶν ποιητῶν» περιλαμβάνονται μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Stevens, Pound, Pessoa, Milosz, Auden, Lowell, Berryman, Ashbery, O' Hara, Herbert, Holub, Hughes, Plath, Heaney, Longley καί Carson, ὀργανικό μέρος τῆς δημιουργικῆς ἐργασίας τοῦ Βλαβιανοῦ, συνέπεια τῆς πάγιας θέσης τῆς ποιητικῆς του γιά τή γραφή ὡς ἐπανεγγραφή.
Διαβάζοντας τή συλλογή, ὁ ἀναγνώστης ἔρχεται ἐν τέλει σέ ἐπαφή μέτό λευκό σέ ὅλες τίς ἀποχρώσεις καί ἐντάσεις του – τό τυραννικόλευκό τῆς ἄγραφης σελίδας, τό ἐναγώνιο λευκό τῆς σιωπῆς, τό βουβόλευκό τοῦ πένθους, τό θαμπό λευκό τῆς μνήμης, τό λευκό ὡςσύμβολο λύτρωσης καί ἐλπίδας, ὡς σημεῖο ἀναγέννησης. Καταθέτοντας τήν ποιητική του ἀλήθεια, ὁ Βλαβιανός ἀποκαλύπτει τά πολλαπλά πρόσωπα καί προσωπεῖα τῆς τέχνης καί τῆς ζωῆς.