Μια παρέα γυναικών γύρω στα τριάντα ζουν και κινούνται στα Εξάρχεια και τα πέριξ, τα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα. Στο επίκεντρο η Ιωάννα, η Κάτια και η Δέσποινα, φίλες από τα φοιτητικά τους χρόνια. Πίνουν καφέδες και ποτά συζητώντας πρωτίστως τα ερωτικά τους και ό,τι άλλο ελαφρύ ή βαρύτερο προκύψει. Διαβάστε την προδημοσίευση.ΠΗΓΗ : http://www.vakxikon.gr/content/view/2264/604/
Ένα θα σου πω, Γιωργάκη, αγόρι μου
Λιαζόμαστε στα Εξάρχεια, στη ραστώνη του κυριακάτικου μεσημεριού, με φρέντο και φραπέδες, τα ένθετα των εφημερίδων και τα κάζουαλ καλοκαιρινά μας ρούχα. Δεν είμαστε άσχημες. Θα έλεγα πως ήμαστε μάλλον καλές. Κι ας παραπονιόμαστε όλη την ώρα, μια πως χοντρύναμε, μια πως γεράσαμε, μια πως κοντύναμε και ούτω καθεξής.
Ο μεσημεριάτικος καφές της Κυριακής είναι θεσμός στην παρέα μας από τα φοιτητικά μας χρόνια. Εκτός από τις περιόδους που κάποια από μας μόλις βρήκε γκόμενο κι έχει μάτια μόνο γι’ αυτόν ή συμβαίνει κάτι άλλο εξίσου έκτακτο, εμείς με χιόνια και βροχές θα πάρουμε τις εφημερίδες μας, μπισκοτάκια από το περίπτερο, τσιγάρα, αναπτήρες και, κατά τις τρεις, θα μας δεις να συγκλίνουμε μία-μία προς την πλατεία: εγώ κλειδώνω τη μηχανή, βγάζω το κράνος και τινάζω τα μαλλιά μου όπως έχω δει στις διαφημίσεις, η Δέσποινα βιαστική κι αλαφιασμένη, να κουβαλάει πάντα μια τεράστια τσάντα, ένα μικρότερο τσαντάκι, δυο σακούλες από τα ZARA, μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα κι ό,τι άλλο μπορεί να της φανεί απαραίτητο για μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και, τελευταία, η Κάτια ανηφορίζει αργά τη Θεμιστοκλέους με ψηλά τακούνια κι αφηρημένο βλέμμα, χωρίς να δείχνει πως συνειδητοποιεί τον πανικό που προκαλεί το πέρασμά της στον ανύποπτο αντρικό πληθυσμό.
Η Κάτια είναι ωραία σαν Ιταλίδα σταρ του σινεμά. Ψηλή,καμπυλωτή, με μακριά καστανά μαλλιά και σαρκώδη χείλη, είναι τόσο εντυπωσιακή που μόλις την πρωτοδείς νομίζεις πως είναι ψεύτικη. Αναρωτιέσαι, αυτό το υπέροχο πλάσμα είναι δυνατόν να μιλάει και να σκέφτεται; Σε τι θα μπορούσε, δηλαδή, να της φανεί χρήσιμη η ύπαρξη μυαλού; Κι αυτό ακριβώς είναι η κατάρα της. Όχι απλώς έχει μυαλό που δουλεύει με χίλιες στροφές το λεπτό, αλλά το χρησιμοποιεί κιόλας. Εδώ και δέκα χρόνια περίπου που βγήκε στην αγορά εργασίας είναι υποχρεωμένη να αποδεικνύει καθημερινά πως είναι ικανή να προοδεύσει ανεξάρτητα από το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της.
Όταν την πρωτογνώρισα δεν ήταν έτσι. Κυκλοφορούσε σαν ασέξουαλ φεμινίστρια της δεκαετίας του ογδόντα: μακριές φούστες, φαρδιά πουλόβερ, αρβύλες και τα μαλλιά κοτσίδα - έκρυβε την ομορφιά της για να μη φαίνεται ηλίθια. Ώσπου η αδελφή του πατέρα της έπαθε καρκίνο και της έκοψαν και τα δύο στήθη. Η Κάτια της συμπαραστάθηκε πολύ, περνούσε ατέλειωτες ώρες στο νοσοκομείο και τη συνόδευε στις ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης ώσπου, τελικά, κατάλαβε πως το σώμα της είναι δώρο κι όχι βάρος και, επιπλέον, πως δεν θα το έχει για πάντα έτσι ωραίο και υγιές. Τότε αποφάσισε να γράψει στα παπούτσια της όλους τους κομπλεξικούς συναδέλφους της και να πετάξει σ’ αυτούς το μπαλάκι: αν έχετε πρόβλημα μαζί μου λύστε το μόνοι σας, δεν θα μεταμφιέζομαι εγώ για να κοιμάστε εσείς ήσυχοι! Από τότε προσπαθεί να διατηρεί την αυτοπεποίθηση και την ψυχραιμία της μιλώντας λίγο, δουλεύοντας πολύ κι αποφεύγοντας τα πολλά-πολλά με τους κακομούτσουνους και τους σκατόψυχους.
«Πήρα δύο κιλά» μας ανακοινώνει καθώς σταυρώνει τις γάμπες της. «Κι είπα στον Δερμέζη να πάει να γαμηθεί».
Είχαμε πιει τον μισό καφέ, είχαμε εξαντλήσει όλο το θέμα των γενεθλίων μου, είχαμε πει του κόσμου τις βλακείες και ξαφνικά μας πετάει τη βόμβα. Κλασική Κάτια. Φυσικά, αρχίσαμε κι οι δυο μαζί τα πού, πότε, πώς - απίστευτο, το τέρας μας το φύλαγε για το τέλος!
«Την Παρασκευή, του πήγα το προσχέδιο του πρότζεκτ που ετοιμάζω για να το συζητήσουμε και μου άρχισε τα ίδια. Πόσο του ’χω λείψει, και γιατί δεν μπορούμε να βγαίνουμε δηλαδή σαν φίλοι, και πως δεν μπορεί να με ξεπεράσει, και τις ίδιες μαλακίες για χιλιοστή φορά και του λέω “Δεν το κατάλαβα, πώς θα βγαίνουμε σαν φίλοι αφού δε μ’ έχεις ξεπεράσει;” και ξαφνικά αγριεύει και βαράει το χέρι του στο γραφείο κι αρχίζει τις φωνές “τι μας το παίζεις εδώ μέσα, εγώ σ’ αγαπάω κι εσύ δε γυρνάς να με κοιτάξεις, κι έτσι σβήνεις ένα χρόνο” και όλο να υψώνει τη φωνή, εγώ τελείως κουλ, τον ακούω χωρίς να μιλάω κι αφού τελειώνει και ξεφυσάει, κάθεται στην καρέκλα και σκύβω από πάνω του χαμογελαστή, παίζω τις βλεφαρίδες και του λέω: “Ένα θα σου πω, Γιωργάκη, αγόρι μου. Άντε και γαμή- σου”. Μεταβολή, πάω στο γραφείο μου, μαζεύω την τσάντα μου και φεύγω».
«Και τι έγινε;»
«Με έχει πάρει διακόσια τηλέφωνα, δεν το σηκώνω φυσικά, και μου αφήνει μηνύματα στον τηλεφωνητή, “συγνώμη μωρό μου” και τέτοιες πίπες. Δεν ξέρω τι να κάνω με τον ηλίθιο, δεν θέλω να τη χάσω αυτή τη δουλειά».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΦΟΥΡΝΑΡΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΕΔΩ