πηγή:
Η φωτό είναι παρμένη από :
http://www.hea.edu.gr/page.php?pid=182
ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ, ΖΗΣΗΣ ΑΪΝΑΛΗΣ, ΛΑΜΠΡΙΝΗ
ΑΙΩΡΟΚΛΕΟΥΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ, ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ,
ΝΙΚΟΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ, ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ, ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ, ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ, ΘΑΝΟΣ
ΓΩΓΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΕΡΗΝΑΚΗΣ, ΝΙΚΟΣ
ΕΥΑΝΤΙΝΟΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΗΛΑΚΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ, ΣΤΑΘΗΣ
ΙΝΤΖΕΣ, ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΚΟΥΝΟΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ΣΤΑΥΡΟΣ
ΚΑΜΠΑΔΑΗΣ, ΧΡΥΣΗ ΚΑΡΠΑΘΙΩΤΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ, ΧΑΡΙΣ
ΚΟΝΤΟΥ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΡΡΕ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ
ΚΥΡΙΑΖΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΗΣ, ΛΕΑΝΔΡΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ
ΛΥΜΠΕΡΗ, ΕΛΕΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΚΟΥΣΗΣ, ΠΑΥΛΙΝΑ ΜΑΡΒΙΝ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ, ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΗΤΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΜΟΥΖΑΚΗΣ, ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ, ΧΑΡΑ ΝΑΟΥΜ, ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΗΣΙΔΗΣ, ΑΝΝΑ ΝΙΑΡΑΚΗ,
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΥΔΕΡΟΣ, ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ, ΕΥΤΥΧΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΑΚΗΣ, ΘΟΔΩΡΗΣ
ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ, ΕΚΑΒΗ ΣΕΧΗ, ΔΑΝΑΗ ΣΙΩΖΙΟΥ, ΠΕΤΡΟΣ
ΣΚΥΘΙΩΤΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΜΥΡΛΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ,
ΝΙΚΟΣ ΣΦΑΜΕΝΟΣ, ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ, ΝΙΚΗ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ,
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΧΗΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ, ΧΑΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ
Αφορμή για την σύσταση αυτής της ανθολογίας στάθηκε ένα κείμενο του
ποιητή Θωμά Τσαλαπάτη. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «η εποχή»,
αν θυμάμαι καλά, περίπου λίγο μετά τις ημέρες των έντονων διαμαρτυριών
για την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από έναν ειδικό φρουρό. Το
κείμενο εγείρει δύο ζητήματα: πρώτον, αν και κατά πόσο βρισκόμαστε
μπροστά σε μία νέα λογοτεχνική γενιά (με τα ασφυκτικά, συχνά, δεδομένα
που απαιτούνται γι΄ αυτή την φιλολογική έννοια) και δεύτερον, ποια είναι
τα χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς. Η σκέψη του φίλου Θωμά, αλλά και η
επέκταση που έκανα εγώ στο μυαλό μου έχει ως εξής: Οι ολυμπιακοί αγώνες
του 2004 αποτελούν ένα γεγονός που ανυψώνει την έννοια του κράτους –
έθνους σε τέτοιο σημείο, κορυφαίο ίσως, ώστε να μιλάμε τότε για μια νέα
μεγάλη Ελλάδα, σχεδόν σε αντιστοιχία με την περίοδο εφόδου των ελληνικών
στρατευμάτων σε τουρκικές περιοχές πέραν των συμφωνηθέντων. Η τότε
καταστροφή είναι γνωστή. Οι «καταστροφικές» συνέπειες των ολυμπιακών
αγώνων (για τους οποίους πολλοί είχαν από τότε τις επιφυλάξεις τους)
άρχισαν να φαίνονται μετά την πτώση της μηνιαίας αυγουστιάτικης μάσκας.
Οικονομική κρίση και πολιτειακή κρίση σε συνδυασμό με διεθνή κρίση και
άνοδο σιγά – σιγά, πλην όμως εμφανώς και σταθερά, εθνικιστικών
φαινομένων. Κάπου εκεί και μετά το 2004 διακρίνουμε και μία ξαφνική και
απρόσμενη άνοδο στις εκδόσεις ποιημάτων νεαρών ανθρώπων που δεν
ξεπερνάνε τα 30 έτη. Ξεχωρίζει, λοιπόν, ο Θωμάς, χωρίς αναγκαστικά να
θέλει την έννοια της «γενιάς», αλλά όμως και χωρίς να την αρνείται
παντελώς, μια «πολιτική τάση». Αναφέρεται σε παραδείγματα και ονόματα
(που ενυπάρχουν στην παρούσα ανθολογία) και διερωτάται μήπως εν τέλει
βρισκόμαστε μπροστά σε μια συγκεκριμένη στροφή της ποίησης από κάπως πιο
υπαρξιακές αναζητήσεις (που μοιάζει να κυρίευσαν τις δεκαετίες του ΄80
και ΄90) σε κάπως πιο πολιτικές και πολιτειακές αναζητήσεις. Μήπως
δηλαδή επιστρέφει η πολιτική σκέψη μέσω της ποίησης σ’ εκείνες τις
ηλικίες που νωρίς ζούνε τις συνέπειες της δεύτερης κατάρρευσης μιας νέας
μεγάλης Ελλάδας. Αναγνωρίζω το γεγονός αυτό αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι
είμαστε ήδη σε θέση να μιλήσουμε για συγκρότηση γενιάς. Εξάλλου κατ’
εμέ είναι εξαρχής υπό ερώτηση αυτή η ίδια η έννοια της γενιάς. Στην
παρούσα σύντομη και συνοπτική ανθολογία (που βασίζεται κυρίως στις
αναγνώσεις των ανθολογούντων παρά στους πιθανόν αρκετά περισσότερους
ανθολογουμένους) θα βρείτε κυρίως ονόματα που δεν ξεπερνάνε τα 35 έτη
και που δημοσίευσαν το πρώτον μετά το 2004. Ωστόσο αποφασίστηκε, για μια
πληρέστερη κάπως καταγραφή της τρέχουσας κατάστασης στην ποίηση νέων
ανθρώπων, να ενταχθούν και ονόματα που φτάνουν περίπου τα 40 έτη.
Υπάρχει περίπτωση κάποιοι να ξεχάστηκαν. Δεν έγινε επίτηδες. Τέλος ας
σημειωθεί ότι δεν υπήρχε θέληση για ονόματα άνω των 40 ετών, όχι για
κάποιο σημαντικό λόγο, αλλά απλώς επειδή στόχος αυτής της ανθολογίας
(και σε κάθε ανθολογία πρέπει να υπάρχει ένας, έστω υποτυπώδης, στόχος)
ήταν οι νέες ηλικίες.
Θανάσης Αθανάσιος
« Φαρμακός στην Πυρά »
Στο πέος και στο αιδοίο
Ξυλιές πολλές θα φάτε
7 στο μουνί
7 στον πούτσο
Εμπρός παιδιά, βαράτε
Δημήτρης Αθηνάκης
« Κι ήρθε ο καιρός »
Πολεμιστές
βαδίζουνε συνάμα
με τους λύκους
το δρόμο της επιστροφής
σε δυο μισά ποτάμια
χαϊδεύοντας ηδονικά
το χώμα χέρσας
γης
που φύτρωσε η
νύχτα
ουρλιάζοντας
[Πολεμιστές βαδίζουνε συνάμα με τους λύκους το δρόμο της επιστροφής
σε δυο μισά ποτάμια χαϊδεύοντας ηδονικά στο σώμα στέρφας γης σαν φύτρωσε
η νύχτα ψάλλοντας]
Κι ήρθε καιρός που
σπάραξαν
περιπατητές στα φέρετρα
Ζήσης Αϊναλής
του Κώστα Δεσποινιάδη
« Ακούστηκε κιόλας το τρομερό παράγγελμα Wstawać »
Ακούστηκε κιόλας το τρομερό παράγγελμα Wstawać
Φανήκαν κιόλας τα φαντάσματα εφόδου
Τα εκτελεστικά αποσπάσματα, οι διατεταγμένοι δολοφόνοι
Αρχίσαν κιόλας στα κρατητήρια τα βασανιστήρια
Αρχίσανε στις φυλακές οι εκκαθαρίσεις
Οι προγραφές και τα καταζητείται
Βγήκανε κιόλας οι δοσίλογοι στους δρόμους
Γεμίσανε τα σπίτια παρανόμους
Ο φίλος που δεν πρόλαβες ν’ αποχαιρετήσεις
Ο αδελφός που δεν πρόλαβες ν’ αγκαλιάσεις
Η γυναίκα που δεν πρόλαβες να φιλήσεις
Λεπτό το λεπτό γυρνάμε αιώνες πίσω
Λαμπρινή Αιωροκλέους
Ένα ξάφνιασμα αυτό θέλω μόνο για να έρθω στην ώρα μου
Μια απόλυτη τραγωδία σαν έμβρυο που διαπλάθεται πάνω στον αυχένα των
Πιθήκων
Κι ένα σφυρί
Μικρό και άκαμπτο ένα σφυρί χωρίς γωνίες μια απόλυτη επιφάνεια
Όπως έλεγα
Αυτό μόνο θέλω
Το κουκούτσι της διαύγειας
Να ανοίξει το στόμα σαν αρχαίο κτήνος
Φεγγάρι της σχιζοφρένειας απόλυτο άνοιγμα
Μα τί λέω μόνο τους ίδιους και τους ίδιους θέλω να καταπλήττω
σα να περνά ο βλάμης μπροστά από τα κορίτσια
όπως τ’ ακούς
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ
[Εσύ: στο παράθυρο του κόσμου
Εγώ: σταθερά κάτω στον βυθό]
Περπατάς απόγευμα στον μώλο
σταματάς ακριβώς
πάνω από το σημείο όπου βρίσκομαι
βυθομένος-
Η μορφή σου ορθώνεται τεράστια από πάνω μου-
δεν με βλέπεις
Μόνον εγώ σε / ευρυγώνια στάση
να ατενίζεις το σκηνικό του ορίζοντα
Εσύ να κοιτάζεις στον ορίζοντα
κι εγώ να κοιτάζω εσένα
δίχως να ξέρεις πως σε βλέπω
Ξαφνικά- πρόσκαιρη εικόνα
τεθλασμένης οριζοντογραμμής
κατακλύζει τον χώρο του βυθού μου
σκαρφαλώνω στον κάθετο σωλήνα/αντανάκλαση
που δημιουργεί η γραμμή του ορίζοντα
με κόπο ανεβαίνω- μια λεύγα προς τα πάνω
(6 τώρα μας χωρίζουν_)
Το όνειρο μου ζητάει
κι άλλα στοιχεία
που για την ώρα αδυνατώ
να προσκομίσω
Η εσπερινή παλίρροια
με βία με γυρίζει πίσω
Ουρλιάζω μπουρμπουλήθρες
πετάς κρινάκι λευκό-
φεύγεις
Λάσπη μου καίει τα μάτια
μνήμη διαχέεται στο νερό
κατακάθι αγγέλου
κολλάει στο μυαλό_
υπολλείματα υπόνερων ψιθύρων
πάνω στα μάτια μου
ανα/παράσταση αχιβάδας
[κάμερες μεσ’ στο νερό- χνάρια θεάματος
ο άρτος μουσκεμένος από χείλη θνητά
έπειτα έρχεται η άμπωτις
-και μετά τι;
-Σιωπή]
Σπύρος Αραβανής
Από τις «παραβολές»
Ένας γενναιόδωρος άνθρωπος κάθε πρωί άνοιγε το χρηματοκιβώτιο για να
ταΐσει τα πουλιά στο μπαλκόνι του. Αυτά κοίταζαν τις χρυσές λίρες και
πετούσαν μακριά. «Αχάριστη φύση» μονολογούσε θυμωμένα, «σας προσφέρω το
θησαυρό μου και εσείς τον απαξιώνετε». Ως γενναιόδωρος άνθρωπος, όμως,
συνέχιζε καθημερινά την προσπάθεια. Κάποτε σώθηκαν οι λίρες και άδειασε
το κιβώτιο. Τότε τα πουλιά μπήκαν μέσα του και έφτιαξαν μια ζεστή φωλιά.
Παναγιώτης Αρβανίτης
« ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ »
νοέμβρης
άδειες μέρες
το σκοτάδι στο απέναντι παράθυρο
δεν ήρθε για να μ’ αποκοιμίσει
ο δρόμος με τα χαρούμενα πρόσωπα
δεν ήταν για να μου δώσει ελπίδα
νοέμβρης
άδειες μέρες
η αμερικάνικη πρεσβεία των αναμνήσεών μου
με έτρεψε σε φυγή
και τα τανκς των φιλιών μας
περνούσαν από πάνω μου
χάθηκες
και δεν ξέρω αν έφταιγα εγώ
ή το σκοτάδι στο απέναντι παράθυρο
σωστά μάντεψες
ερωτικό είναι τούτο το ποίημα
Νίκος Βιολάρης
« ΝΥΧΤΑ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟΥ »
Μισός ύπνος
μισός θάνατος.
Με τα χέρια στην άνοιξη
την καρδιά μες στη λάσπη.
Έτσι μεταλάσσομαι.
Μεταξύ ανοίξεως και μη
όπου το δέντρο βαθύ
και ριζώνουν τα κύματα.
Έτσι μεταλάσσομαι.
Μισός Νίκος
μισός θάνατος.
Θεοδόσης Βολκώφ
Μαύρος Άγγελος
Το σώμα αναζητά την καίρια λέξη,
να πει, να πει αυτό που το συνέχει,
τον ίδιο του τον θάνατο ν’ αντέξει,
αυτό που εντός του φέρει μα που απέχει.
Σώμα νεκρό -κι η γλώσσα δε θα στέρξει-,
κατέχεται από αυτό που δεν κατέχει,
στην ανδροφόνο αφέθηκε πια έλξη
και ζωντανό τού ολέθρου του μετέχει.
Μαύρε Άγγελε, θανάτους κραταιώνεις
κι αργά ή γοργά στον Θάνατο τον Ένα
με σέρνεις, με οδηγείς• με ματαιώνεις•
φωνήεν ή σύμφωνο του λόγου μου κανένα
δε μου αφήνεις να ιστορήσω τη ζωή μου…
Βουβή αποβαίνεις, Γλώσσα μου και Γη μου.
Πέτρος Γκολίτσης
«Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
( Ή ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ)»
Έχω σφαγή
την πλάθω σαν ψωμί
την περιφέρω
θα φουσκώσει
αζύμωτη
σαν το λευκό χαρτί τσαλακωμένη
γυρνώ στο σπίτι τα μεσάνυχτα
κοιμούνται τα παιδιά
για καληνύχτα τα φιλώ
και τα σκεπάζω
γέρος το πρωί στο λεωφορείο
μια κοπελίτσα με κοιτά
σηκώνεται για να καθίσω
κάθεται δίπλα μου
και μου κρατά το χέρι
σφαγή στο άσπρο κάθομαι
να δεις που θα με θάψουν
κοιτιούνται μεταξύ τους τα παιδιά
οι προπομποί κρατώντας
κοντάρια σύμβολα θρησκευτικά
γυαλίζει το ασήμι
(να έχει η πρώτη η σειρά
σταυρούς και τα τοιαύτα)
άντε να τελειώνουμε γιαγιά
να πάμε να παίξουμε μπάλα
ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ
Μια φορά που άρχισε το κακό μου
Το σώμα αν πονέσει κρατά μυστικά
το σώμα αν πονέσει σκληρό παραπέτασμα
πάνω στα ίχνη του ο μόχθος
σκάβει τη γη
σκάβει ανθρώπους σκάβει το φως και διυλίζεται
γεμάτη ουλές πατημασιά ταξίδι δίχως.
όρυγμα είναι;
του τριγμού το στερέωμα;
άμμος που στάζει σαν το κλάμα
πάνω σε μάγουλα καυτά;
Σε πλεύση άπνοια
κρατιέμαι
απ’ της λαμπάδας
το σπιθίρισμα
και κάνω βόλτες
που κυκλώνουν
όπως οι μύγες
το κενό.
Θάνος Γώγος
Πόλυ Ντεκόρ Χέδερς
i)
Όπως τα ψάρια συνωστίζονται στην βαλίτσα μου
Και διάγουν την ανθρωπολογία σε κάτι ασήμαντο
Γελά κι εκείνη μαζί τους
Γνέφοντας η στιγμή για τη γη έχει έρθει
Και οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να μιλούν άλλο πια
ii)
Από τον ουρανό που φλέγεται
Μέχρι τη γη που κοιμάται
Ένας κόσμος δεν θα είναι ποτέ αρκετός
Κι αφήνει την φωτιά
Να προσαρμόσει πάνω μας
Όπως μια έρημος
Αγκαλιάζει δυο λουλούδια και τα πνίγει
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ
Ωκεανίδων και Ευρυδάμαντος
Οι γειτονιές μας καίγονται και οι φλέβες μας φουντώνουν
Στα μαγαζιά τα σώματα, τα φώτα, οι μουσικές
Η Καλλιρρόης κι η Συγγρού καθρέφτες που θολώνουν
Σε ράγες πάνω η πόλη μας κοιμάται ηλεκτρικές
Φανέλες κυανέρυθρες και κόκκινες σημαίες
Συνθήματα που γράφουμε κι αμέσως θα σβηστούν
Θρησκείες τις βαφτίσαμε, μα ήτανε παρέες
Παρέες ποιοι θα διάλεγαν, αλήθεια, ν’ ασπαστούν;
Αφήνομαι στις νύχτες μας και ψάχνω τη φυγή σου
Τον πόνο της ελπίδας σου, το φως του ταξιδιού
Την πιο κρυφή κι ανείπωτη, την πιο παλιά πληγή σου
Για να την κάνω ν’ ακουστεί φωνή μικρού παιδιού
Κι εκεί στην Ευρυδάμαντος και στην Ωκεανίδων
Θα πάει πέντε το πρωί και πέντε το πρωί και τότε θα σ’ το πω
Σε πείσμα χρόνων και καιρών και αδειανών κερκίδων
Αμάντα, πάντα σ’ ήθελα, Αμάντα, σ’ αγαπώ.
Δημήτρης Ελευθεράκης
« Σεργκέι Γεσένιν »
Προτού κτυπήσει του όρθρου η καμπάνα
να ’ρθείς να με ξυπνήσεις αύριο, μάνα.
Αφήνοντας τη θαλπωρή του κόσμου
έξω θα βγω, και θα ’ναι ο αδελφός μου.
Στον ύπνο μου τον είδα· στο παλτό του
είχε κρυμμένο τ’ άγιο πρόσωπό του.
Όρθιος, περιμένοντας στο χιόνι,
του Οκτώβρη κάτω τίναζε τη σκόνη.
Θα βγω· κι αυτός μαζί του θα με πάρει
να βρούμε το λειψό, αρχαίο φεγγάρι.
Σκυφτοί θα περπατήσουμε στον δρόμο
πηγαίνοντας αργά, ώμο τον ώμο.
Μάνα, αύριο νωρίς να με ξυπνήσεις
προτού τη λάμπα του σπιτιού μας σβήσεις.
Κι αν μάθεις πως ποιητής ήταν ο γιος σου
σβήσε το φως, και κάνε τον σταυρό σου.
ΝΙΚΟΣ ΕΡΗΝΑΚΗΣ
η σκόνη, σκόνη δεν γίνεται
τα όνειρα του καλοκαιριού δεν μετράνε
έντασηΕΝΤΑΣΗ έντασηΕΝΤΑΣΗ έντασηΕΝΤΑΣΗ έντασηΕΝΤΑΣΗ
όταν έχω τον ήλιο πίσω μου
φοβάμαι μην με παρενοχλήσει
αυτό δεν συμβαίνει με το φεγγάρι
το ατομικό είναι εικονική πραγματικότητα
η συλλογικότητα το εφηύρε
ο παράδεισος και η κόλαση κρύβονται κάτω από μία πέτρα
έτσι, χωρίς αιτία
δεν υπάρχει αλήθεια για κάθε ψέμα
κι αυτό σημαίνει πως υπάρχουν ψέματα που είναι αλήθεια
Νίκος Ευαντινός
« Παρ’ ολίγον έκρηξη »
Αυτοσχέδιος χειροκροτικός μηχανισμός
ενετοπίσθη αργά τη νύχτα
στη βάση του Άγνωστου Μίδα.
Ειδικοί εγγαστρίμυθοι της ομάδας
εξουδετέρωσης ξαφνικών συγχύσεων
έσπευσαν στο σημείο
και με ελεγχόμενη έκρηξη συνθημάτων
απεκατέστησαν την τιμή
της ελεύθερης βούλησης.
Την ανευθυνότητα της πράξης τους
ανέλαβαν οι «Γελωτοποιοί
του δεν γνωρίζω / δεν απαντώ*»
με τηλεφώνημα τους στην εφημερίδα Αγκίστρι,
ως όφειλαν
*δεν γνωρίζω / δεν απαντώ = συνηθισμένη φράση όσων περπατούν άσκοπα στους δρόμους, όσων είναι πολύ, μα πάρα πολύ επικίνδυνοι.
ΝΙΚΗΤΑΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ
«AD HOC»
Το νόμισμα έχει πάντα δύο πλευρές,
αυτά όσο στροβιλίζεται στον αγέρωχο αγέρα.
Αλίμονο όταν η μια πλευρά
πλευριτώνεται προσεδαφίζεται
τσακίζονται θρυμματίζονται τα πλευρά της
σερβίρονται μερίδα ωμά παϊδάκια
στο πιάτο που φανερώνει η άλλη πλευρά
κι απομένει η άλλη πλευρά
- της ζωής.
Αλίμονο και στους ποιητές
που γράψανε και τι δεν γράψανε.
Αλίμονο που για κακή τους τύχη
είχαν διαλέξει γράμματα.
Βασίλης Ζηλάκος
«ΤΟ ΣΟΒΑΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ»
Ὑπάρχει µιὰ ἐλιὰ στὴ µέση τῆς χώρας τῶν πάγων
Ὑπάρχει ἕνας δαίµονας ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν
στὴν κορφή της
Τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πετά
µὲ βία στὸ σκοτάδι
Ὑπάρχει ἕνα κορίτσι ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν στὴ σκιὰ
τοῦ δέντρου
Στρώνει τὰ µαῦρα της µαλλιὰ γιὰ νὰ µὴν τραυµατι-
σθοῦν ἐκεῖνοι
Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τοῦ δαίµονα
Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ γιατὶ δὲν εἶναι
παιχνίδι
Τὸ παιχνίδι της δὲν εἶναι παιχνίδι γιατὶ δὲν χρειά-
ζεται
νὰ ξεριζώσει καὶ νὰ πετάξει τίποτα καὶ κανέναν στὸ
σκοτάδι
ὥστε νὰ πείσει ἔτσι τὸν ἑαυτό της πὼς µόνο αὐτὸ
ὑπάρχει.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
«ΟΤΑΝ»
Όταν απομακρύνθηκε το πλήθος,
Ξέσπασαν ανήσυχοι ψίθυροι,
Ακούγονταν βήμματα κάτω από τα πόδια μας.
Δεν έδωσα σημασία.
Στάθηκα στο μέσο του οδοστρώματος
Και περιεργάστηκα την ευρύτητα της λεωφόρου.
Πίσω μου τουφέκιζαν τη μέρα.
Εμπρός μου ο λαός που ανέβαινε,
Σκαλωσιές στον ορίζοντα.
Και όλο τείνω, το νιώθω,
Προς την εποχή μου.
Στάθης Ιντζές
« ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΦΘΑΡΜΕΝΟΥΣ »
Δεν αραχνιάσαν δα και όλα τα ηλιοβασιλέματα.
Υπάρχουν και αρυτίδιαστα πρόσωπα ιδανικά
για εναποθέσεις προσδοκιών σε περιόδους ξηρασίας.
Υπάρχω δε κι εγώ μια ατέλεια στο χωροχρόνο,
ένας απρόθυμος διαβάτης τηρουμένων των λασπολογιών.
Αν ακολουθήσεις κατά γράμμα
τις οδηγίες προς φθαρμένους
δε θα συναντήσεις ποτέ σου πρόβλημα αραχνών
αγαπητέ συνοδοιπόρε.
ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΧΡΟΝΙΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ
Ήρθε η Κ. κρατώντας
Σ΄ ένα δίσκο γραμμοφώνου το κεφάλι μου
Η βελόνα καρφωμένη στη φλέβα της σιωπής
Καθώς το στόμα μου τραύλιζε
Ένα τραγούδι για κωφαλάλους
Ξάφνου ανέβασε στροφές ο έρωτάς της
Και ο θάνατος άρχισε να περιστρέφεται
Με τόση ορμή
Που εκκωφαντική απλώθηκε η σκιά του
‘’Είδες πώς ακούγεται’’ μου ‘πε η Κ.
‘’Παρά τη σκόνn αιώνων
Που’ χει μαζέψει πάνω του
Τι κάθεσαι, έλα να χορέψουμε’’
Έκλεισα τα αυτιά μου
Στο τραγούδι της σειρήνας του ασθενοφόρου
Κι έμεινα εκεί να αρρωστήσω κι άλλο
Με την πάρτη της
Χρόνιο περιστατικό εξάλλου
Τι δουλειά έχω εγώ
Να τρέχω στα επείγοντα
Με όσους σπεύδουν να κρυφτούν
Κάτω από τη ζωή τους
Λες και θα προλάβουν το θάνατο
Με εκείνους που τρέχουν
Προς την έξοδο κινδύνου
Ξεχνώντας πως απ’ το σώμα του
Δεν ξέφυγε κανείς
‘ ’Κλαις; ‘’ με ρώτησε
‘’Μπα, σκόνη μπήκε στα μάτια μου’’
Γύρη που μεταφέρει ο αγέρας
Μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων
‘’Δεν είναι τίποτα
Κάποιο σκουπιδάκι του χρόνου
Μη σταματάς
Συνέχισε να χορεύεις
Το κομμάτι τα σπάει’’
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΚΟΥΝΟΣ
Η γιορτή
Γιορτάζουν κάθε χρόνο άχρωμα που σβήνει
κάθε κερί χλομό·
σαν να κουράστηκαν από το φως που χάριζε
ή από συνήθεια,
αλλά ποτέ δεν τις ακούνε
όταν στο ρολόι τριγύρω φτερουγίζουν,
όταν τα δυο μικρά του άλογα περήφανες ιππεύουν
–οι μύγες.
Αεικίνητες –παραφωνία μιας προσευχής μικρής
για μια παγωμένη αγάπη·
μια πικραμένη αγκαλιά,
ένας ψίθυρος στους δείκτες του επάνω.
Ανυπομονούν να αποδείξουν αυτό που δεν δεχτήκαμε ποτέ:
το τέλος κανείς δε θα γιορτάσει.
Αργοκίνητοι –μαραμένοι– οι δείκτες.
Το ρολόι χάθηκε μες στο σκοτάδι –ακούς;
Μόνο οι μύγες.
Βασίλης Καλογήρου
*
Αληθινά ήταν όλα
τα δακρυσμένα
σαββατοκύριακα
στο χωριό της μητέρας μου
οι συγγενείς κλαίγανε
από φόβο
τα ζώα κλαίγανε
από δυστυχία
κι εγώ
ήμουν ο μόνος
που ευχόμουν
να μεγαλώσω
για να μπορώ να κλαίω
ελεύθερα
κι αν τα κατάφερνα
να σωθώ
ήθελα να τρώω χόρτα
και να κρατώ
μαχαίρι
ή να μου χαρίζανε
φτερά
να τα ‘κρυβα κάπου
μέχρι να τους πείσω
ότι κάποια μέρα
θα ξαναγυρίσω
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΜΠΑΔΑΗΣ
ΛΕΥΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Γιατρός με μαύρα
παπάς με άσπρα
Μαύρος κύκνος
άσπρος πάνθηρας
Μαύρο πρόβατο
άσπρος σκλάβος
Δες η ζάχαρη
με το αλάτι
ίδιο χρώμα
άλλο πράμα
Χρυσή Καρπαθιωτάκη
« Σημείωμα στο ψυγείο »
Έχω ποτίσει τα λουλούδια στο μπαλκόνι.
Μην ψάξεις μες στην τσέπη θα σε κόψουν
Τα θρύψαλα απ’ το τελευταίο χάδι μου.
Κατά τ’ άλλα συνέχισε κανονικά
Να ντύνεσαι ζεστά να μην το παρακάνεις
Με το τσιγάρο να με θυμάσαι όταν
Ερωτεύεσαι και βρέχει.
Μαρία Κατσοπούλου
« ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ »
Ήμασταν σαν αποσμητικό για ευαίσθητες επιδερμίδες
Σαν Johnson’ s baby shampoo
Τέλος
Χωρίς αλκοόλ
Χωρίς δάκρυα
Ναταλία Κατσού
« Στο ίδιο σημείο ή στο ανθοπωλείο; »
στο ίδιο σημείο
στο ίδιο σημείο
στρέφομαι
σήμερα όπως οι ανεμόμυλοι
αέρας άδειος
παίζει με τα σύρματα
ανάμεσα στα πλευρά μου
σα να έχω ξεχάσει γιατί βρίσκομαι
εδώ
ή οπουδήποτε
σίγουρη πως μόνη μου
εγκαταστάθηκα
πάνω στο γκρίζο
-γιατί κάποτε φέγγει γαλάζιο- κανείς
δεν με έσυρε
κι είχα τόσα να -
όχι, είχα κάτι να κάνω
τόσο δυνατό
το φάντασμα
που δεν φανερώνεται
το τίποτα ως τοπίο
γίγαντες σε πεδίο
κι εγώ αιχμάλωτη
τουλάχιστον ας φυσούσε
δυνατότερα
να τσακιστεί ο ανεμόμυλος
να νιώσω άνθρωπος
Χάρις Κοντού
«Η μελωδία της τύχης»
Το δωμάτιο είν’ ακατάστατο
Γέμισες σπαραγμό τα σεντόνια
Η ανάσα σου πότιζε τα λευκά λουλουδάκια
στο νυχτικό της εφηβείας μου
Τα μακριά σου βήματα έφταναν μέχρι τα πόδια
Τα λεπτά σου δάχτυλα αγγίζουν το φθινόπωρο
- και πώς μπορώ κάθε φορά να είμαι τ’ αποτσίγαρο στις στάχτες σου
Εκοψα τρίχα τρίχα τον ναρκισσισμό μου
κι έπεσε στο πάτωμα
(μελαχρινή μου κατηφόρα)
Και μου μιλάει το πορτρέτο σου όταν έχει κρύο…
Οταν σ’ ακούω ακτινογραφώ τα κόκαλά μου
λα μινόρε και τρία τέταρτα
(ρυθμός ασθενικής καρδιάς)
Δεν είσαι συ που σέρνεις τη φυγή
αλλά εγώ που αναπνέω για λογαριασμό σου
Το γκρίζο του τοίχου ξεβάφει στα μάτια σου Μου έβαλαν ορό να γεμίσω με αυταπάτη
Το δωμάτιο είναι ένας θάλαμος
αεροστεγής
Αγαστός ο ορίζοντας της πλάνης μου
και η ανυπαρξία σου πιο λεία από ποτέ
αρχαίε επισκέπτη,
Μετρονόμε.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΡΡΕ
ΣΦΑΓΗ
Είμαστε νέοι αλλά ξεσπάμε
Στη λήθη όπως το παράσιτο στ’ ολόλαμπρο φρούτο
Και οι χυμοί μας και τ’ άρωμά μας μοναχοί δίχως τη μέριμνα
Του Θεού, στο πέτρινο κελί αυτού του σύμπαντος που μας περικλείει
Προσευχόμαστε και η προσευχή μας είναι παλίρροια σιωπής
Άλλοτε επικίνδυνη, ανελέητη να σκεπάζει τις παρακαταθήκες μας
Πάνω στην βραδινή άμμο, άλλοτε σιγανή, ν’ αποτραβιέται θλιμμένη
Πίσω στον άβαθο κοιτώνα του μαύρου νερού.
Θέλω για μας η ανάγκη να ‘ναι ένα σύνδρομο έμφυτο
Από τη φύση μας πρέπον και αδιαμφισβήτητη υποχρέωση
Όπως το να‘χουμε θρησκεία, πατρώο οίκο και σέβας στο αίμα
Μα ως εκεί κι όχι πιο πέρα · όχι εκείνην ως παιδί φυματικό
Να φροντίζουμε από πείσμα και τύψη κι όταν βαριανασαίνει
Από της άκρες των μαλλιών της έως το ήπαρ της στριγγλίζοντας Έλεος
Να πορευόμαστε στη δική μας γαλήνη ανοίγοντας
Ένα και μόνο το πικραμένο παράθυρο της ένδειας.
Γιατί θα γίνουμε κάποτε γηραιοί και θα ξεσπάσουμε
Στο έδαφος όπως το κρυστάλλινο ποτήρι απ’ το τρεμάμενο χέρι
Και το γλυκό ποτό που είχαμε μέσα μας θα ποτίσει
Το σφαλιστό βλαστό του χαμού.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΟΥΒΕΛΑΣ
« ΓΡΑΜΜΑ »
Μαρία,
Αυτός ο κύριος με τις φουσκωμένες τσέπες από
το κατάστημα αλλαντικών, κάποια μέρα θα
καταφέρει να γεμίσει κρέας την υποσιτισμένη σου
ψυχή.
Όμως εσύ, καθισμένη στον πάτο του μπουκαλιού,
κατά καιρούς θα στρέφεις το βλέμμα ψηλά,
πάνω απ’ το λαιμό.
Για να κοιτάξεις με νοσταλγία
τον έρωτα – τον φελλό που σε σφηνώνει.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ
Στην Κυριακή
Βγάζω από την απόσταση τη νύχτα και
Πέρα απ’ τις μορφές που καινούργιες προβάλλουνε
Βλέπω
Να συλλαμβάνει ο κόσμος
Τη μορφή σου
Σαν πέτρα διαμελίστηκε
Η καρδιά που σκορπίστηκε,
Φωλιές, γεννώντας, μεσοπέλαγες
Και μνήμες θέλησης
Αυτόχθονες θα τις σκηνώνουν κρατώντας
Εμένα
Μακριά απ ‘τα κομμάτια μου
Αυτό που δεν θυμούνται, μα το λένε ουρανό,
Στέκει σαν στάχτη που δεν πέφτει
Ωχρός
Σαν έφηβος που τάισε το ένστικτο του (η ψυχή
Θυμιδίες στα έλη της σήψης δεν
είναι
μια κιτρινίλα μες στο γκρι του γκρίζου)
Το αίμα
Νωπό
Μες απ’ τα νύχια των εδώ ηγεμόνων
Μεσουρανεί
Στη φωνή μου σαν στέμμα:
Αθώοι, Αθώοι, Αθώοι
(Αυτές οι πόλεις
Δεν σε χωρούν εάν στοχαστείς την αθωότητα
Μα φτάνω
Από την άτρωτη Πλευρά του Κόσμου
Όπου η Φωτιά είναι απλούστατο
Φως
Και η σάρκα που σκορπίστηκε, γίνεται Σώμα)
Βασίλης Κυριαζάκης
Συλλογή
Η προσωπική μου συλλογή από χειμώνες.
Η προσωπική μου συλλογή από δέρματα φιδιών.
Από σπηλιές σε απόκρημνες πλαγιές και γκρέμνα.
Από ερημίτες και αφορισμένους κ’εξόριστους.
Η προσωπική μου συλλογή από Χίμαιρες.
Από νεκρά ινδιάνικα χωριά και θλιμμένα Τοτέμ.
Η συλλογή μου από χρυσές δακτυλήθρες.
Από ροζιασμένα χέρια και δείκτες και αντίχειρες.
Χθές, ονειρεύτηκα ότι απέκτησες και’συ αντίχειρα.
Φύτρωσε στο αριστερό πίσω πόδι σου.
Και έγινες και’σύ ξαφνικά άνθρωπος.
Θα σ’το κόψω. Το θέλω.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
(απόσπασμα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Μικρή Διαθήκη»)
Σου επιτράπηκε να περάσεις την λαξευμένη με άστρα πύλη
ο ψίθυρος σου πνίγει τα ουρλιαχτά, οι παλιές υποσχέσεις
συμφιλιώνονται στους λειμώνες της κατανόησης για να τυλιχθεί η φωνή σου
μια για πάντα στο χάρτινο μου παλάτι:
οξυδερκής αυτός που παραστέκεται στη σιωπή που κρύβουν
οι εκπληρωμένες του πράξεις.
Στο μαυσωλείο των ονείρων.
Θα έρθω στον ύπνο σου και θα σε στολίσω με το χρυσάφι που για μένα ξόδεψες.
Εκείνο το βράδυ, θυμάσαι; επιστρέφοντας άκουσες το δοχείο
να σπάει που όλο αυτό τον καιρό φύλασσες με τόση προσοχή
σταγόνα, σταγόνα, να συλλέγεις το μέλλον μας.
Σε έσυραν με βία, το κελί έβλεπε μόνο από ένα μικρό παράθυρο: έγινες
τόσο επινοητική που τελικά μπορούσες από αυτή την κάθετη σχισμή να
επιστρέφεις στο πέλαγος
αναγνωρίζοντας με ευκολία τους κηπουρούς του βυθού τα δελφίνια που
κάλπαζαν πίσω σου, και των ματιών σου τα δάκρυα με γαλήνη εξάγνιζαν.
Δεν γίνεται να τελειώσει κάποιος τόσο εύκολα, δεν γίνεται να χτίζεις
για αιώνες τείχη, αγνοώντας στο βάθος του χρόνου τη δύναμη της αγάπης,
που σμικρύνει τα επιτεύγματα και ισοπεδώνει τις προσπάθειες
που ενώ εσύ λες σκοτάδι εκείνη αντεκδικείται με φως και πείθεσαι για το αιώνιο αποτέλεσμα.
Λένε πως όποιος έφτασε τα όρια έχει και την πιθανότητα να τα ξεπεράσει.
Βρίσκοντας ξανά τα χαμένα του φτερά και την λαλιά των αγγέλων τολμώντας να δαμάσει το άπειρο.
Το άπειρο που ονειρεύτηκες και που μαζί του ταυτίστηκες.
ΛΕΑΝΔΡΟΣ
*
έξι μέρες
οκτώ ώρες την βδομάδα
400 ευρώ τον μήνα
έτος 2011
ανασφάλιστα
γκαρσόνα
υπάρχει πιο καταθλιπτικό ποίημα;
Δημήτρης Λεοντζάκος
[Στο παράλογο έφιπποι]
– σαν θανάσιμοι ιππείς –
Θα αστράφτει ο χρυσός
Κι αργυρά τα λιοντάρια της νύχτας
Και θα μπούμε στην ύπαιθρο χώρα
Στην πόλη
Και θα μπούμε αναβάτες στη νύχτα
Με ανορθόδοξα δώρα
Με γαλάζια πουλιά
Με λεπτών θηλαστικών μελωδίες
Κλουβιά από θώρακες φονικών φαλαινών
Αλαλαζόντων φιδιών οπτασίες
Πλεγμένοι με κέδρους
Δαιδαλώδεις στολές τιμωρών
Απόκρημνες λίμνες για στέμμα
Και θα έρθουν ραγδαίοι ποταμοί
Θα μας ραίνουν την κόμη
Ροδοπέταλα νεαρών κοριτσιών
Και αυτομάτων λέξεις
Ρημάτων ριπές
Και θα έρθει λοξά η αυγή
– των ζωγράφων!–
Με σκοτάδια στα χείλη
Απαλά θα μας τέμνουν τα στιλπνά της στιλέτα
– νεαροί των ιστών ανατόμοι –
Να ανατείλει το σώμα
Να ανθίσουμε στο αίμα
Αφροδίτη Λυμπέρη
Απολογισμός ημέρας
Ξημερώνει Παρασκευή.
Έχω έναν γιο κι έναν σκύλο.
Τα τρύπια μου παπούτσια μείναν με το στόμα ανοικτό.
Ένα κομμάτι κρέας στα πλακάκια της κουζίνας αποσυντίθεται.
Στην απέναντι μπαλκονόπορτα καθρεφτίζεται η μορφή μου.
Το κλειδί στην πόρτα κοσμεί την εσοχή.
Οι ρίζες των μαλλιών μου σε καθοδική πορεία.
Κάποιος θα με απαγκιστρώσει
πριν αρχίσω να σπαρταράω πάλι
στα πόδια σου.
Ίσως ο ιχθυοπώλης.
Έλενα Λυμπεροπούλου
Ελάτε να γνωρίσουμε τον φόβο
Κάθεται σε ένα παγκάκι και γύρω-γύρω μέλισσες
Σχεδόν παιδί, σχεδόν εραστής, σχεδόν πολεμιστής
Κόβει τα μαλλιά του, καπνίζει ασταμάτητα, αναβοσβήνει σιωπηλός
Κερνά τις νύχτες λουκουμόσκονη απ’ τις βαθιές του τσέπες
Η ζωή του μακρινή, μεγάλη και άγρια
Ότι επάνω του ορμά , το πίνει, το στραγγίζει από αίμα
Θυμός και άγρια πείνα το λημέρι του
Όταν θα τον ξυπνήσει μια σειρήνα τραγουδά
Κάποιες φορές γδύνεται το σκοτεινό του βλέμμα
Βλέπει ένα όνειρο μέσα στη μέρα
Μη φοβάστε, πλησιάστε
Αν γίνει φίλος σας
στον τρομαγμένο χώρο σας
θα ανθίσει ο εαυτός σας.
Δημήτρης Μακούσης
« (ηχώ στο όχι) »
Ήταν σπασμένα τα μεγάλα αστραφτερά μάρμαρα της Αμφικτυονίας οι παλιοί
θεοί είχαν γίνει πια κόμιξ που επωλούντο σε τιμές ευκαιρίας στις
υπαίθριες αγορές τα παράθυρα δεν έδειχναν πια ήλιο θάλασσες βουνά μήτε
πια ουρανό μαύρες μαύρες χαραμάδες και πίνακες με κυκλώματα που γυάλιζαν
στο μάτι σαν κόσμος τέλεια τεντωμένος τα χαρούμενα πρόσωπα έχουν
φυτρώσει πια κάγκελα και αιωρούνται σύρματα στις καδένες που βρίσκονται
τυλιγμένες στους ελικώδεις λαιμούς των ανθρώπων μνησικακία είναι να
αρνείσαι να συγχωρήσεις το τίποτε ειδικά όταν το κάτι που αγγίζουν τα
χέρια είναι αφρός όξινος που λιώνει και λιώνει και καίει τα κύτταρα
κορμιά να μην ξοδεύονται σε συγκατανεύσεις πλαστικών ονείρων έτσι τους
πρέπει
Παυλίνα Μάρβιν
« Το κτήνος που έφαγε κουκιά »
Το θηρίο μου φωνάζει απ’ το ντουλάπι
αγόρασ’ μου στολή θηρίου, να παραστήσω
τον χασάπη των παθών σου και
κλίβανος κρεματορίου να χρηματίσω
που ’χες θηρίο και το ξέκανες στα πάθη
δεν θα θρηνήσω, μα θα ζητήσω
πριν με φουντάρεις απ’τη γέφυρα του Ρίου
να πεις τάχα πως εγίνει
του παλιού
,…………καλού
………………θηρίου
που λίγο, πολύ λίγο ακόμη και θα σέ τρωγε
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΦΑΝΤΑΖΟΜΟΥΝ
Φανταζόμουν την καρδιά σου
Ένα τεράστιο καρπούζι με άλικο χρώμα
με μικρές χαραγματιές από τις οποίες αναβλύζει το κόκκινο υγρό της ψυχής σου,
Φανταζόμουν τα χέρια σου δύο τσαμπιά σταφύλια
που ο καθένας ήθελε να γευτεί θρυμματίζοντας με τους σιαγόνες του ένα- ένα τα κουκούτσια
Φανταζόμουν τα στήθη σου δύο κοραλλιογενείς υφάλους
που πολλοί θα έτρεμαν να εξερευνήσουν από φόβο.
Αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τη γεύση των χειλιών σου,
το μυαλό μου αδυνατούσε να κατασκευάσει μια α-φάνταστη εικόνα.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΗΤΑΣ
« Le sonnet d’après Joséphin »
Κάνει εύθυμα η Τρελή: Δε χωράω εδώ μέσα, οι ραφές
θα εκραγούν. Κι ας μου ράβει κορσέ ο Προκρούστης.
Έπειτα φουσκώνει στήθη και λυγίζει τους γοφούς της,
τείνοντας απ’ την ανάποδη ένα μπράτσο ευτραφές.
Αγαπώ αυτές τις ήπιες μάχες κι είμαι υπομονετικός.
Είναι το ένδυμα στενό και πρέπει να εφαρμόσει
στο ανάστημά της. Εδώ θα σκύψει, εκεί θα χαλαρώσει
–ώμοι, κεφαλή και μπούστο θα εισέλθουν τελικώς.
Με τέχνη τώρα σχεδιάζουμε και υπό την επιφάνεια
των πτυχών. Λείες καμπύλες και μια σβέλτη φόρμα.
Δείτε: Το ένδυμα σκιρτά και η ομορφιά παρούσα !
Δε γνωρίζω αν νιώθει άνετα με τα εξωτικά φουστάνια.
Τίποτα πιο λίγο στην καρδιά, ούτε πιο πολύ στο σώμα.
Έτσι μου αρέσει η Γυναίκα, έτσι ποθώ τη Μούσα.
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΜΙΧΑΗΛ
Αυτογνωσία
Ως πότε οι ποιητές θα ξαγρυπνάτε;
Χιλιάδες βράδια κι αν ξοδέψετε
κι άλλες χιλιάδες ξαστεριές
θα έχετε πάντα μέσα σας εκείνο να σας κλαίει:
ποτήρια αδειανά
και δάχτυλα γδαρμένα από στιχάκια αιμοβόρα.
Οι μακρινές στεριές σας πάντα θα χτίζονται στο μύθο
κι οι προσευχές θα στήνουνε καρτέρια για το χθες
κρεμώντας απ’ τους ώμους τους
τις άμορφες φαρέτρες των σωτήρων.
Και τι είμαι εγώ για να μιλώ;
Ένας απρόσωπος κλητήρας των ονείρων.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ
ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΗΠΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΡΕΑΤΑ
Όταν σου λένε καρκίνος στον πνεύμονα
μεταστάσεις στο ήπαρ και το πάγκρεα
έχεις ακριβώς το χρόνο που χρειάζεσαι
για να διαπιστώσεις ότι
δε θα ξαναπάς στην Άνδρο
δε θα ξανακούσεις Φώτη Πολυμέρη
δε θα αρνηθείς ξανά να πεταχθούν
οι φουρκέτες της γιαγιάς σου.
Με την ολόδροση αυτή εγλυκάδα στα χείλη
κλείνεις τα μάτια σου γεμάτος μίσος
για την εξάρτηση του οίκου σου, της μουσικής σου
της μοναδικής προσωπικής σου ιστορίας
από πνεύμονες, ήπατα και παγκρέατα.
ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ
« CERCA MI »
Πρέπει να μάζεψα
τα πράγματά μου
σε κάποια στιγμή έκστασης.
Μάλλον σήκωσα
και τους τοίχους
γιατί
η πόρτα αυτονομήθηκε.
Ανοιγοκλείνει στο κενό
έκτοτε.
Θα μπεις;
Θα βγεις;
Έρχεται βροχή.
ΧΑΡΑ ΝΑΟΥΜ
Του ποιητή
στον αναγνώστη
My red filaments burn and stand, a hand of wires.
Now I break up in pieces that fly about like clubs.
A wind of such violence
Will tolerate no bystanding: I must shriek.
Sylvia Plath
Τα παραμύθια φορούν τακούνια
Χαράσσουν τα πεζοδρόμια
Διαδηλώνουν για
το ένα μου χέρι
Το άφησα να ταλαντεύεται
στον απλωτό
Κυριακές πρωί
Απεχθάνομαι το σιδέρωμα
παθητικές στοίβες ρούχων
-δεν θα με φορέσουν ποτέ
Σου μιλάω για τα παραμύθια
που
χθες
-Κυριακή-
μάζεψαν το χέρι μου
εκείνο που γράφω
Αυτό εδώ
Ανυπόμονο όπως πάντα
έγινε αλεπού
κι
αρπακτικά φωνήεντα
Στο πρόσφερα
(το χέρι λέω)
προστακτικά να το εξημερώσεις
Μαζί με δάχτυλα
κοφτερά νύχια
και το σφηνωμένο δαχτυλίδι
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΗΣΙΔΗΣ
« Μπουκαλικός »
Εμφιαλώθηκα μια μέρα μέσα σε μια μποτίλια
κι είδα τον κόσμο από μέσα
κατάλαβα πως είναι να σε ξεκαπακώνει ο οποιοσδήποτε
να σε ανακινεί κάθε τυχάρπαστος
έμαθα να γαντζώνομαι στα τοιχώματα
να κατακάθομαι στον πάτο
διδάχτηκα να μεταβάλλω τη στάθμη μου
δεν σκαρφάλωσα ποτέ, παρά μόνο όταν
με αναποδογύρισαν
Οι άθλιοι
Έπεσα στο πάτωμα κι έγινα θρύψαλα
δεν είναι ζωή αυτή
να φοβάσαι μη σε αναποδογυρίσει κάποιος
κάποιος που ‘ναι τούμπα χρόνια τώρα
κι ακόμα να τον πάρουν χαμπάρι.
ΑΝΝΑ ΝΙΑΡΑΚΗ
Mε το κεφάλι προς τα πάνω
Έκκεντρες απώλειες
σε τροχιές ρητορικές
αρχαίων λόγων.
Απαγορευτικές δεσπόζουν
πάνω στα δάκρυα.
Είναι ο πνιγμός, ο ύστατος φόβος
μέσα σε μήτρα υγρή και σκοτεινή.
Να ψάχνεις μάταια για ένα φως
με το κεφάλι προς τα πάνω.
Χρόνια πολλά αργότερα
σε ύπτια θέση, στην πλάτη της
θάλασσας ακουμπάς,
και με τα μάτια να καίγονται
φυλακίζεις στη μνήμη σου
σύννεφα κι ένα γαλάζιο καθρέφτη.
Σε αυτόν θα καταφεύγεις
καθ’ όλη την πορεία σου.
Σείριος, Κασσιόπη, Βέγας
Κι ένα γαλάζιο κάτοπτρο.
Θα ψάχνεις μάταια για ένα φως
με το κεφάλι προς τα πάνω.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
*
Πες μου,
γιατί να γράφεις ποιήματα
όταν δεν υπάρχουν αναγνώστες;
Oι άνθρωποι απελπίστηκαν
και βγήκαν στους δρόμους.
Κι η ποίηση μοιάζει τώρα μακρινή ανάμνηση,
μια τέχνη γραφική..
Εδώ υπάρχει η ζωή που πρέπει να διασωθεί.
Υπάρχουν τα παιδιά
και τα παιδιά δεν μεγαλώνουν με λέξεις.
Εδώ χρειάζονται χέρια και σώματα και περίστροφα
που θα δολοφονούν τους δισταγμούς και τις αναβολές.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΥΔΕΡΟΣ
Μοτοσικλέτα
τοποθέτησε στην Μπανιέρα
ένα-ένα τα Κομματάκια της Μοτοσικλέτας
Ξέπλυνέ τα Επιμελώς,
να φύγει το Καυσαέριο
Κατόπιν πρόσθεσε,
δύο λίτρα Άσφαλτο,
ανακατεμένη με Ξεραμένο λάδι
Άψογα…
Τώρα, γέμισέ την με Γάλα
Και φόρτωσέ την στην Ζυγαριά
είμαι Σίγουρος
θα ισορροπήσει.
θα ισορροπήσει…
…με τα Γαλανά σου Μάτια,
όταν άφησες το Φρένο.
ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΛΟΥΚΑΣ
ΤΙ ΣΑΚΑΚΙ ΚΙ ΑΥΤΟ
Η μια του τσέπη γεμάτη λύπη.
Του κόσμου, δική μου - δεν έχει σημασία.
Λύπη είναι και φαίνεται από παντού
σαν το φεγγάρι.
Στην άλλη τσέπη ένα φίδι η χαρά
και φοβάται να βγει.
Στριφογυρίζει μες στη φόδρα
και κάπως ξεχνιέται.
Κι όποτε την ξυπνάω
με δυο μάτια πιο ανθρώπινα κι απ’ τ’ ανθρώπινα
με κοιτάζει.
Σαν το ζώο που δεν εμπιστευόμαστε
και το βγάζουμε έξω το βράδυ.
Ευτυχία Παναγιώτου
Το χάρισμα
εμείς δεν είχαμε δει την ουτοπία; ξημέρωνε η αγάπη
τα πέλματά μας είχαν πυροδοτήσει έκσταση. και χάναμε ηδονικά
το φως μας
μα όσο η μουσική το πάτωμα έκαιγε
όσο οι ήχοι τα μέσα μας άναβαν
τόσο τα πλήθη γύρω πάγωναν, τόσο ο ουρανός σκοτείνιαζε
κι ένας αγκώνας αίφνης πετάχτηκε να μας χωρίσει.
σ’ έστρεψε μακριά μου.
όλο μίκραινες, όλο αναρροφιόσουν
και σε δάγκωνα να μείνεις, ολόκληρο σ’ έσερνα απ’ το μανίκι
μέχρι που έφτασες να γίνεις ίσος με μια τελεία.
τα τεντωμένα μου δάχτυλα βρήκαν το ρούχο αδειανό.
κούφιο χέρι
η καημένη η μαμά σκυμμένη πνίγει ένα λυγμό
ο μπαμπάς ράβεται κοστούμι τη συγγνώμη
κι εγώ κορίτσι στα δεκαπέντε, με τις πλάτες γυρισμένες,
παρακολουθώ απ’ το τζάμι τη βροχή.
κάτι είχε από καιρό συμβεί.
θυμάμαι μόνο
μπαλόνια
μαμά μπαμπά κοίτα ένα μπαλόνι, τα μπαλόνια είν’ ωραία, οι άνθρωποι είν’
ωραία μπαλόνια φεύγουν οι άνθρωποι φεύγουν στον ουρανό μπαλόνια στα
χέρια τους μπαλόνια -
το δικό μου χέρι έμμονο, γράφει
για εκρηκτικά
με διαύγεια στο τίποτα
με ουτοπία στις φλέβες
απασφαλίζει το κάτω μου κουμπί.
το λες αυνανισμό αντιρρησία και
γελάει, το κοριτσάκι γελάει, εμείς γελάμε, είμαστε, μόνοι εγώ κι εσύ.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Δ»
Άνοιγε κόκκινο στη μνήμη:
μία ρωγμή στο τρυφερό
κουφάρι ενός κορυδαλλού
α΄
Δεν ήθελα να ξέρω τ’ όνομά της·
χαμογελούσε κ’ έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.
Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μου συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.
Έψαχνα στα τυφλά
το δρόμο για την επομένη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΑΚΗΣ
« ΛΕΩΝΙΔΑΣ »
Μόνος γυρίζει στ’ αλογάκια
μόνος κρύβει τα ζαχαρωτά
με όλα τα μολών λαβέ ξεκουρδισμένα
να τον κεράσει
ποιος τολμά;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
« Ψάπφα »
«Μαζί ανακαλύψαμε τη μηχανή αφήγησης: τον χρόνο. Η αφή από το σώμα σου χάρτης για τα τοπία που έρχονται καταπάνω μας».
Έλεγα τότε. Στον ύπνο μου κρίταμο: ωμή, κι από μέσα, ψημένη στ’αλάτι.
Ύστερα κατηφόρα, μόνο, μπουκωμένος το κέρμα που δεν έφτασε για
δεύτερη, χάλκινη κουβέντα μες στον θάλαμο. Σιμώνει η Ψάπφα, χιλιάδες
εξάμηνα μετεξεταστέα. Περπατάμε βουβοί, καθέναν άλλος οβολός δένει τη
γλώσσα. Και τώρα, εγώ κι η πόα Ψάπφα, ενώπιον ταχυδρομείου, με
προπληρωμένο φάκελο και χωρίς κανένα σχέδιο για το υπόλοιπο της μέρας,
δεμένοι ανάμεσα σε αόρατα δίκτυα τηλεφωνικά, χωρίς μονάδα ανάμεσά μας να
τα αδράξουμε. «Ακόμη κι η τύχη είναι τεχνική, στου μάστορα τα χέρια»,
της γυρνάω. «Δε μας παρατάς», μου κάνει. «Εγώ μόνα καθεύδω. Καιρός να το
συνηθίσεις κι εσύ. Και μη σκεφτείς το σάλιο σου να ταξιδεύει κάτω απ΄τα
γραμματόσημα».
(Ζωγράφου, Αθήνα)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ
«Από αντίδραση»
Οι άνθρωποι
σάρκινες ψευδαισθήσεις.
Περιποιείσαι τα μέλη τους,
τα μαλλιά τους,
τα δόντια τους…
Κι έπειτα
χάνονται,
σβήνουν μόνοι
ή επιστρέφουν τις νύχτες
από αντίδραση.
ΕΚΑΒΗ ΣΕΧΗ
Οι θλιμμένες ποιήτριες
Οι θλιμμένες ποιήτριες αγαπούν τη θλίψη τους .
Μπορούν και ξεχωρίζουν το φθινόπωρο από την άνοιξη
μέσα από τα εποχιακά ποιήματά τους.
Ξέρουν να βρίσκουν τα πεζοδρόμια
που χύθηκαν χωρισμοί επάνω τους
και μπορούν να χαράζουν εξιλέωση.
Ξέρουν να γράφουν ακόμα και όρθιες.
Κουβαλάνε πάντα ένα βιβλίο,
τη φωτογραφική τους μηχανή
και ψίχουλα από το πρωινό που πήραν
με τον αγαπημένο τους.
Ξέρουν να διανύουν το χώρο
και να σκοτώνουν το χρόνο με ευλάβεια.
Μπορούν να σου δοθούν
δίχως δεύτερη σκέψη,
δίχως όρια,
δίχως κανόνες
με απόλυτη ανάγκη να γίνουν ένα με εσένα.
Οι θλιμμένες ποιήτριες ξέρουν από κάβλα,
ξέρουν και από ταπείνωση και από ντροπή.
Μπορούν να κοιμούνται την ημέρα
με τα παντζούρια κλειστά
και να ονειρεύονται ξύπνιες.
Ξέρουν να σπαταλάνε τις σκέψεις τους
σε εικόνες που θέλουν να ζήσουν,
να λάβουν μέρος σε βρώμικες
αλλά όχι βρωμερές καταστάσεις
και να καθαρίσουν το τοπίο.
Μόνο τούτο δεν ξέρουν να κάνουν:
Να μετατρέψουν το μελαγχολικό τους βλέμμα
σε χαμόγελο μικρού κοριτσιού.
ΔΑΝΑΗ ΣΙΩΖΙΟΥ
« ΤΟ ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ »
Χρόνια όσα και τα δικά μου
κεντούσε η γιαγιά μου
δαντέλα ολόλευκη
στο γάμο μου να τη φορέσω
και τώρα που στο τέλος πλησιάζει
παίρνει σιγά σιγά
κι αθόρυβα να τη χαλά
θα φτιάξει, μου λέει, άλλα μοτίβα
πιο όμορφα και τυχερά
κι όλο ξηλώνει και ξαναράβει
το φυλαχτό της ενάντια στο χρόνο.
ΠΕΤΡΟΣ ΣΚΥΘΙΩΤΗΣ
από τις “εικόνες RORSCACH'
5.
Η γκόμενα άρχισε να του κάνει νερά
οπότε σκέφτηκε
να της κάνει κι αυτός
ύστερα σκέφτηκε
να βρει άλλη
ύστερα σκέφτηκε
πως κι η άλλη
θα του έκανε νερά
ύστερα σκέφτηκε
να σταματήσει να σκέφτεται
και να την πάρει τηλέφωνο
να πάει σπίτι της
μόλις την πήδηξε κατάλαβε
πως λύνονται οι γόρδιοι δεσμοί
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΜΥΡΛΗΣ
«O σωσίας»
Ποιος έζησε την ζωή μου
τις ώρες που βραδιάζει,
ενώ βιαζόμουν να μπω στο σπίτι
για να κλάψω
Ποιος έπαιξε στη θέση μου
το παιχνίδι των άστρων
κι έχασα την ζωή μου
Κανείς
δεν γνωρίζει τίποτε
για το αίνιγμα
της ανθρώπινης σιωπής.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
« ΑΚΡΟΤΑΤΗ ΥΓΕΙΑ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ »
Όλη νύχτα
προσπαθώντας και προσπαθώντας
να καταπιεί
ένα σφυρί
Πεπεισμένος
ότι αυτό το σφυρί
είναι ολόκληρη η πατρίδα του
Κυριάκος Συφιλτζόγλου
από το ύψος των περιστάσεων
εξαφανίστηκε το ύψος
πλέον έχουμε να κάνουμε
μόνο με περιστάσεις
το κατάλαβαν καλά
οι εναερίτες
εμφανώς
καψαλισμένοι
ΝΙΚΟΣ ΣΦΑΜΕΝΟΣ
« Καθώς παίζει η μουσική »
αργά τη νύχτα
καθαρός ουρανός
και
πολύχρωμα
αστέρια
τα παιδιά
γυρίζουν
στα σπίτια τους
ενώ ονειρεύονται
λιβάδια
εκείνη
τον περιμένει
στη πόρτα
με το
νυχτικό της
ανεβαίνει τις
σκάλες
της δίνει
ένα φιλί και
την αγκαλιάζει
σφιχτά
καθώς ένας
άνδρας
γέρνει στους
τοίχους
Θωμάς Τσαλαπάτης
« ΒΑΡΕΛΙ »
Ένα πρωί ο κύριος Κρακ μελαγχόλησε. Ανέβηκε σε ένα βαρέλι με ρέγγες
και κοίταζε τον ουρανό. Του άρεσε να μετράει τα αεροπλάνα που έπεφταν.
Γύρω του μια βλάστηση αραιή και γέροι που πετούν χαρταετούς. Και ένας
λάκκος που καταλήγει η πιο βαθιά απορία, σφαγμένη ή έστω ξέψυχη από το
γαργαλητό. Κάτι βήχει μες στο σκοτάδι και ο κύριος Κρακ νιώθει να
χαμογελά τις πιο λάθος στιγμές. Οι γέροι με τους χαρταετούς πιασμένους
στα σύρματα παθαίνουν ηλεκτροπληξία. Ο κύριος Κρακ τούς κοιτά. Τους
κοιτά και τρώει μήλα.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ
« Ιφιτζενί »
έχω ό,τι ακριβώς επιθυμείς να πιστέψεις
είναι όλα εδώ
η εφηβεία σου
το μαλακισμένο σου παρελθόν
μυστικά ψέματα ντροπές
φιλιά και δάκρυα που δεν αγγίζουν κανέναν
με διαβάζεις και οι λέξεις μου δάχτυλα που πλησιάζουν για να επιβάλουν μια συμφωνία σιωπής
γλιστρούν στις εκκρίσεις σου και ηττάσαι
τώρα
δε θα έχουμε τίποτα κοινό
ΝΙΚΗ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ
«Hide and Sick»
Τους φίλους με τα ματωμένα γόνατα
τους έντυσαν με τα μακό
Tους έμαθαν να κρύβονται
-μόνο να κρύβονται-
Τους φίλους από μανταρίνι και χώμα
δεν τους έψαξε κανείς
Θα χουν σαπίσει στις αυλές
πίσω από τα αυτοκίνητα
Tα πτώματά τους ανήλικα
πάλλονται άθαφτα
Μαμά, βάλε με στην κοιλιά σου
-μόνο για απόψε-
και γέννα με αύριο στο δρόμο
Έχω μέσα μου
ΞΕΛΕΥΘΕΡΙΑ για όλους
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ
ΖΩΗ ΜΕ ΑΟΜΜΑΤΟ
Παντρεύτηκα έναν
Τυφλό
για να’ ναι καλός και
να μπορώ.
Κάθε μεσημέρι,
«για να μου φτιάξει το κέφι»,
έβαζε μουσικές στη διαπασών και χόρευε στο κέντρο περίπου
του σαλονιού.
Μια μέρα,
κι ενώ χόρευε,
τσάκισε τη μέση του με τρόπο τέτοιο,
που ένα τεράστιο χάπι μπλε
από την τσέπη του βρέθηκε στο πάτωμα.
Έσκυψα, το μάζεψα, δεν είπα τίποτα, πήγα στο μπάνιο, εκείνος χόρευε.
Αδύνατον να το καταπιώ,
το άφησα να λιώσει στη γλώσσα μου
κι αυτό
άρχισε να διαλύεται όπως ας πούμε μια ταμπλέτα πλυντηρίου.
Όταν επέστρεψα στο σαλόνι
εκείνος με τα χέρια ψηλά ακόμη χόρευε
και τη χαρακτηριστική στο πρόσωπο
έκφραση
ενός όποιου αόμματου
είναι σίγουρος ότι τον κάνουν χάζι.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΧΗΣ
Το αντάρτικο πόλης ως μια εκ των καλών τεχνών
Στρατόπεδα συγκέντρωσης
Υποδοχής μεταναστών
Στα τσιγκέλια των σφαγείων
Πέτρου Ράλλη και Κηφισού.
Στη Στάση του Ήττα.
Τσιγάρο και γραφομηχανή
Κάλυκες αποτσίγαρα
Οδοφράγματα χάρτινα
Διασχίζοντας ερπύστριες τις νύχτες
Το φως συρματόπλεγμα
απόηχοι, απόμερες εκρήξεις.
Μιλάω μόνο τα βήματα
Στις διαλέκτους της πληγής
Στους σπασμούς
Μέσα στον ειρηνόφιλο ζόφο
Η Επιθυμία Απελευθερώνει
Βραχύβιες μάχες με το θάνατο
Χωρίς τον τρόμο της Ιστορίας.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ
« προτρεπτικό »
εκεί που δεν υψώνονται
ας πάψουμε να βλέπουμε βουνά
γιατί στις κορυφές τους
καθώς λένε
κατοικούνε οι θεοί
και οι θεοί θέλουνε το κακό μας
ΧΑΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ
« ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ »
Εγώ που εκμισθώνω
γκαρσονιέρες υπόγειες
στην υπηρεσία του ουρανού πάντα
ημίψηλα καπέλα, στρουθοκαμήλους, μιναρέδες
τις κατακόρυφες κατασκευές
τρίμματα νοσηλεύω.
Πιό συμφέρον αντίτιμο και λιγότερος κόπος
να αρκείται κανείς στου γαλάζιου τα θραύσματα
προς λαϊκή κατανάλωση
τα παρέχει αφειδώς
του μισθίου ο φεγγίτης.