Translate

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ-ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΤΡΙΤΟ

 


Έκανε ζέστη αφόρητη. Στις επάλξεις του έθνους•
ένας ήρωας κρατιόταν απ’ τον ιστό της σημαίας
κι έλεγε: «Η φιλοσοφία, κύριε πρόεδρε, διδάσκει
πως η πραγματικότητα έχει πολλές όψεις».
«Θέλετε να πείτε πως το έθνος έχει πολλές όψεις;»
«Θέλω να πω πως το έθνος σέρνει δέκα χρόνια
αυτόν τον καύσωνα, παρόλο που η πρώην αυτοκράτειρα
της Περσίας δεν παίρνει ναρκωτικά και οι Αμερικανοί
αποκλείουν ένα κραχ παρόμοιο μ’ εκείνο του 1929.
Δεν είναι άδικο να βρεθώ ευνουχισμένος,
χίλια κομμάτια Ιστορίας, κάτω από την Ακρόπολη,
κι ενώ με πνίξατε τη νύχτα κρυφά,
να δημοσιεύσετε πως προσπάθησα να δραπετεύσω
και γκρεμίστηκα μόνος μου, για να μην δικαστώ όπως γράφει ο άθλιος που με ονομάζει
δόλιο κι αιμοβόρο και μιαρό;»
Και κρατιόταν, ακόμα κρατιόταν,
ενώ ένας λιμοκοντόρος,
κηφήνας, παρηγορητής, μεσόκοπων βασιλισσών,
ένας «...πούστης, βραχνάς και όνειδος των Αχαιών»,
φώναζε ο Φιλοκτήτης απ’ τη φιδόπετρά του,
ροκάνιζε τον ιστό του έθνους,εκλεγμένο παράσιτο, διορισμένο τρωκτικό:
τα δόντια του πανάκριβες γραβάτες, τα νύχια του,
δόντια στρατοδίκη με ακράτεια συνταγματική.
Χαμογελούσε φαρμακερά• κρατούσε
στην αγκαλιά του ένα σκιάχτρο θηλυκό
-μαλλιά κουβάρια- κι έλεγε:
«Θα πάει μπροστά ετούτο το κορίτσι.
Το γέννησε η παρθένα Δημοκρατία ετούτο το κορίτσι.
Περιττό να σας πω ποιος είναι ο πατέρας του».
Και χόρευε, χόρευε, τραγουδούσε νευρόσπαστα εμβατήρια για αιμομίκτες κόκορες
μαθημένους να σκοτώνουν με το βλέμμα
στις λάσπες της Αιγύπτου και τις άμμους της Λιβύης.
Την πετούσε στον αέρα
κι όταν ερχόταν πάλι στην αγκαλιά του
-πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης-ξεπαρθενεμένη, πυρωμένη από τον πόθο για σάρκα,
την κοιτούσε με ηδυπάθεια
κάτω από τα σαπρόφυτα φρύδια του κι έλεγε:
«Δούλος σας, κυρία μου!
Ο βασιλεύς μού ανέθεσε να σχηματίσω
εκατόμβες πάθους στην αγκαλιά σας.
Χαρίστε μου αυτόν τον χορό.
Θα καταπλήξουμε.
Θα κατακτήσουμε την αγάπη του λαού.
Θα του εμπνεύσουμε τον σεβασμό
για την αιώνια τέφρα του έθνους».
Και σπαρταρούσε λίγη σάρκα
πάνω από το κάρβουνο ενός ανύπαρκτου ματιού,
σαν να της έκλεινε το μάτι με νόημα
κι άρχιζε να χορεύει ένα παράλυτο βαλς
χωρίς νόημα και να φωνάζει:
«Υπάρχουμε, κυρία μου, όχι επειδή το θέλουμε,
αλλ’ επειδή η Γουατεμάλα είναι γεμάτη μπανανιές.
Ελάτε, αγαπητή μου, ας πάμε εγώ κι εσείς
στην ευφορία της Κεντρικής Αμερικής,
όταν η ελευθερία ξαπλώνει στον ουρανό της Δύσης,
σαν νυσταγμένη μοναχή στην αγκαλιά του θεού».Στις ακτές των Καβείρων: Νάνοι, Δάκτυλοι, Καρκίνοι,
δι’ ἀρρήτων ὀργιασμῷν,
κατασπάραζαν τον έρωτα του Κομφούκιου,
αναζητώντας την ηθική τελείωση
στις προγονικές αρετές των Κινέζων,
που αναζητούσαν το τέλος της ηθικής
στους προγόνους της Τετάρτης Διεθνούς
(Βλέπε, μεταξύ άλλων, Λου Χσουν:
Το Ημερολόγιο Ενός Τρελού).
Στις σπηλιές των Τελχίνων: χαμένα κορμιά,
φτερωτές αναπηρίες, γύμνια μέσα-έξω
κραυγαλέα. Κι όλα κλονίζονταν και σπαρταρούσαν
κι έπεφταν πρόθυμα σε μια κατάμαυρη τρύπα,
απ’ όπου έβγαιναν απίστευτα πραγματικά,
ίσως λακανικά. Ο Μπρετόν –αυτός ήταν–
με κατακόκκινο το πρόσωπο:
«Ποιος το περίμενε Νατζά; Ποιος το φανταζόταν;
Ποιος είμαι Νατζά;»Γύρευαν τη φώτιση.
Κανείς δεν ξάπλωνε νωρίς τα βράδια,
κανείς δεν είχε χρόνο για χαμένο χρόνο•
ούτε ο Ηράκλειτος γι’ άλλα σκοτάδια,
αφού αυτός τα είχε γράψει όλα φωτεινά•με τόση θάλασσα τριγύρω,
το αλάτι άφηνε στο δέρμα των βράχων
μια λεπτή μεμβράνη αιθρίας
κι όταν άρχιζε να νυχτώνει, οι σαύρες δεν σάλευαν καν:
τόσο φως ίδρωναν όλη-μέρα οι ακτές.
Κι ενώ οι γάτες άφηναν της νύχτας τις πήλινες σκοπιές,
για να μοιράσουν της αυγής το σκουριασμένο φως,
με ακριβοδίκαια βλέμματα,
στους ζωντανούς νεκρούς της μέρας,
οι ποιητές των εμφυλίων φιλιών
περνούσαν τα κατώφλια τους,
με τη σιωπή ένα σκίσιμο βαθύ από ξίφος Αχαιού
στο μέτωπο και την σκουριά,
φρίκη αλλοπρόσαλλης φυγής
για τα στενά των σκοταδιών•
ξερίζωναν τα μαύρα σπλάχνα της Ευρώπης,
με τα μάτια να αιμορραγούν απελπισία,πάνω από το προσφάγι
τυλιγμένο στα άπαντα του Μολιέρου
και γύρω γελούσαν αυτοί που είχαν διαβάσει Μολιέρο
και μιλούσαν την γλώσσα του Ουγκώ,
σαν να κατάπιναν τα άπαντα του Μπαλζάκ,
στο Σαρλερουά με τ’ όνομα,
μέσα στο ατέλειωτο απόγευμα της καρβουνόσκονης
και των θαμμένων νεκρών Ιταλών
και των θαμμένων ζωντανών Ελλήνων,
τόσο βαθιά στην απόγνωση,
ώστε που νύχτωνε και ο Βιγιόν
άρχιζε να ζητιανεύει το φεγγάρι πόρτα-πόρτα
με τα λόγια τυφλά από το χιόνι :
«Αγαπούσα κι εγώ σαν νέος μια κοπέλα,
όμως εκείνη είχε έναν εραστή
και πιαστήκαμε μια μέρα για τα καλά
κι άδειασα πάνω του ένα πιστόλι θυμό
και χάθηκα. Δεν ξέρω καν πού πέφτει το Παρίσι
ούτε ποιος είναι αυτός ο διάολος ο Ρεμπώ».Στα 1962. Ένα ζώο γυμνό, αργό, αδύναμο
–χώρια η πληγή της γλώσσας–
χαμένο στον παράδεισο μιας φιλεύσπλαχνης οθόνης,
μιας μοντέρνας οθόνης,
όπου οι ταχυδρόμοι απολαμβάνουν
τρυφερές συναντήσεις με ένοπλους αστυνομικούς
και οι οδηγοί των τρένων υπόσχονται γάμο
στους νεαρούς στρατιώτες,
αν οι απεργοί καταφέρουν να κάψουν έναν ναό ολόκληρο•
όχι μικροζημιές που κατασβήνονται αμέσως
και οι ανθρακοφόρες φλέβες του καθολικισμού
μένουν ανεκμετάλλευτες
την στιγμή που οι ορθόδοξοι
σιγουρεύουν τις θέσεις τους στον παράδεισο.
«Τι να τα κάνουν τα σχολεία,
όλη μέρα μέσα στα σπλάχνα της γης;
Για πέταμα είναι κι αυτοί και τα παιδιά τους
μετά από τόσο μαύρο στα πνευμόνια μαυρίζει η ψυχή.
Ο θεός να τους έχει καλά.
Τα υπόλοιπα τα βρίσκουν με τον θάνατο.
Θέληση να υπάρχει», έσκουζε η κόκκινη πόρνη
ο πριμάτος, ο σπιούνος του Πάπα,
με αντιδακρυγόνους διόπτρας ανάμεσα στα πόδια,
εκεί που οδύρονταν τα όνειρά του.
Οι προλετάριοι χάιδευαν, στο εφηβικό σκοτάδι
του ανεπτυγμένου υποκόσμου,
μιαν αλκοολική Ιστορία,
για λίγα ψίχουλα μοντέρνας ψυχαγωγίας,
κι ένα ξεροκόμματο θράσος.
Επάρατη αθωότητα,
ένοχη αποτελεσματικότητα της πείρας,κάτι σάπιο στον πυθμένα της συγκίνησης
κι ο νεαρός ερωτευμένος φιλόσοφος
των υφαντών αρρυθμιών:
«Αν δούμε τον άνθρωπο ως άνθρωπο,
και την σχέση του με τον κόσμο ως ανθρώπινη,
τότε ο έρωτας μόνο με έρωτα μπορεί ν’ ανταλλαχθεί,
η πίστη μόνο με πίστη.
Αν αγαπάς χωρίς ο έρωτάς σου να βρίσκει ανταπόκριση,
είναι σαν να μην παράγει έρωτα ο έρωτάς σου.
Αν, παρά το γεγονός πως εκφράζεσαι ως εραστής,
δεν μπορείς να καταστήσεις τον εαυτό σου
ερωτικό αντικείμενο,
τότε ο έρωτάς σου είναι ανίσχυρος: μια δυστυχία
στην αγκαλιά της μιας αγίας οικογένειας•
της μιας στοχαστικής οικογένειας,
που άνοιξε την αγκαλιά της
και δέχτηκε την ορφανή πραγματικότητα,
και τη μεγάλωσε να γίνει μια λογική,
μελετηρή πραγματικότητα
και να γυρεύει το ταίρι της στην Ευρώπη
και στις άλλες πληγές του κόσμου
όλου απ’ άκρη σ’ άκρη».Xτυπιούνταν αλύπητα oι καρδινάλιοι του Μαμωνά,
με γροθιές συνταγματικά κατοχυρωμένες
ποιος άφησε 250 ψυχές να διαφθαρούν απ’ το σκοτάδι,
σ’ έναν πολύτιμο τάφο στρατηγικής σημασίας:
δαίμονες, τελώνια, χτικιά,
να παίζουν όλη νύχτα εκεί κάτω ζάρια
φτιαγμένα από τα κόκαλα των Δρυίδων,
των σεβάσμιων Δρυίδων,
κι από τα κόκαλα των παρθένων,
των γλυκύτατων παρθένων,
με τον μικρό λευκό Μονόκερο
να κοιμάται ανάμεσα στα μύρα
των κατάλευκων βυζιών
και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν
ιστορίες για Συλφίδες
ερωτευμένες με ιππότες, που μιλούσαν
μια γλώσσα βαθιά σαν σπήλαιο.
Μα δεν ήταν πια (οι εν λόγω προλετάριοι)
ούτε καν απελπισμένοι.
Μια θλίψη έπρεπε να διαχειριστούν.
Επιτέλους• είχαν κάτι ολότελα δικό τους.
Μόνο το φίδι του κόσμου δεν υπολόγιζαν,
μες στα ξερόχορτα της αδηφάγας λαχτάρας τους  vα ζήσουν, να ζήσουν κυρίως επικίνδυνα ημιθανείς:
Φιλοκτήτες, Αίαντες, Οιδίποδες, Αντιγόνες, Ισμήνες
πεταμένοι στα σκουπίδια του διπρόσωπου Ιανού,
του χορτασμένου Ιανού.
Κι εκείνος ο Φοίνικας:
«Τελειώνετε με τις ταξικές αντιπαραθέσεις.
Θα σας πνίξει στον ύπνο το δίκιο σας.
Μην του δίνετε θάρρος.
Δεν ξέρει με τι έχει να κάνει».
Στο τέλος, έμεναν πάντα με το στόμα ορθάνοιχτο,
μπροστά σ’ έναν ορίζοντα φονιά,
αδίστακτο, αδέκαστο, αμετάκλητα αιμοβόρο,
λίγο πριν βγει ο ήλιος και καθαρίσει η σκουριά της αυγής
κι επιστρέψει καθένας στην εξορία των παθών του•
επίμονη, αδίστακτη, αδέκαστη,
αμετάκλητα αιμοβόρα εξορία.
Κι οι ποιητές: «Τι τόπος είναι αυτός;
Πώς λέγεται η κόλαση στη γλώσσα του Μπαλζάκ;»
«Σιωπή».