.διότι, στην καλύτερη περίπτωση, ήξερα
ότι θα αργούσες από χιόνι ή από όξινη βροχή
θα έχανες την άνοιξη μέσα από τα χέρια σου
τα καλοκαίρια στην Πάρο
την έξαρση στην Αρχαία Μεσσήνη
και θα έμπαινες κατευθείαν στο συρταράκι
της φθινοπώρου ταφής
ένα ενθύμιο πλέον
τρυφερότητας, διαψεύσεων κι αναστολών
ξεπερνώντας έτσι οριακά των αδυναμιών
την υλικότητα, την οικτρή ασχετοσύνη των τρίτων.
α, ναι, έμεινε μόνο αυτό το βότσαλο στο τραπέζι μας
να θυμίζει εκείνη την τόσο ηχηρή υπόσχεση
«μα θα ξανάρθω»
λες και μπορεί να επαληθευθεί το θαύμα του Ορφέα
λίγο προτού σκοντάψει σ΄ εκείνη τη μαύρη πέτρα
εκτός, λέω τώρα που τα συλλογίζομαι
άλλη μια φορά όλα αυτά τα καθέκαστα της θύελλας,
εκτός κι αν όλο αυτό το σκηνικό της αναχώρησης
ήταν μια παγίδα, μια σκέτη φενάκη,
κάτι σαν φιλοσοφικό ανέκδοτο,
από αυτά που μαθαίνουν πρόθυμα
απέξω οι πρωτοετείς όλου του κόσμου-
κοιτάζω τώρα το στήθος σου στη φωτογραφία
καθώς ανοίγει στην κατάφαση των προσφορών
τη διάρκεια των σπασμών στον ήρωα μυαλό
το αναφαίρετο δικαίωμα προσδοκίας της αίσθησης
όχι σαν όνειρο πια,
αλλά σαν ανταύγεια σταθερή και άλλο τόσο ειλικρινή
από σάρκα και αίμα
πώς άραγε να στο πω
πώς άραγε να στο γράψω
καλύτερα λοιπόν έτσι με δύο καρφιά:
έρεβος
λογισμού.