Translate

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Ζωή Γκαϊδατζή /// Ποιήματα




Πολύχρωμα Μπαλόνια


Σε κάθε ταινία που έβλεπες

όφειλες να διαλέξεις ένα χρώμα.

Ένα συναίσθημα τη φορά

είναι το μέγιστο που αντέχει κάποιος.

Τα όνειρα είχαν γίνει ασπρόμαυρα

για αποφόρτιση συγκινήσεων.

Μέχρι που κάποιος κοινωνικά απροσάρμοστος

πήδηξε την μάντρα του ονείρου του

και βρέθηκε να κολυμπάει ξαφνικά

σε μία κόκκινη ταινία.

Σήμανε συναγερμός.

Χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια

άρχισαν να ταξιδεύουν

ανάμεσα στις ταινίες, στα όνειρα,

στην κυκλοφορία του αίματος.

Σκυλιά και μωρά ρουφούσαν

την άγνωστη αίσθηση των χρωμάτων.

Το υπουργείο δημόσιας τάξης

πυροβόλησε όλα τα μπαλόνια.

Όλοι λούστηκαν με χρώματα.

Το υπουργείο καταργήθηκε εν μία νυκτί.

Ανικανότης των υπευθύνων.


*


Κιβωτός


Όλα αυτά τα μέταλλα

των ουρανοξυστών, των παλιών συρμών,

των βυθισμένων καραβιών

και των αιολικών κορυφογραμμών

θα μπουν στο καζάνι του γίγαντα

και θα γίνουν σούπα.

Θα γεμίσει ένα τεράστιο καλούπι

και μόλις στερεοποιηθεί

θα ρίξει την κιβωτό στη γη,

όχι στη θάλασσα.

Στη γη θα ταξιδέψει

και θα την σέρνουν

του κόσμου όλου τα ανήλιαγα ζουζούνια

και τυφλοπόντικες και υπόγειες σκέψεις.

Στη γη θα ταξιδέψει

και θα γίνει ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας

εν μέσω λιμού.


*


Στον κάμπο


Οι πλούσιοι φύτεψαν

βατόμουρα και αρτόδεντρα

στους τοίχους τους.

Τετράπαχα ψάρια κολυμπούν

στα απόβλητά τους.


Οι υπόλοιποι, οι ζητιάνοι

ξύνουν τα υπολείμματα

από τους κάδους.

Κάποιοι από αυτούς, περισσότερο τυχεροί,

γυαλίζουν τους τεράστιους καθρέφτες

τους φυτεμένους στον κάμπο.

Μόλις ο φύλακας τρέξει

σε κάποιον αντιπερισπασμό

αρπάζουν μια άκρη ακτίνας

και την τρώνε.


*


Οι επόμενες προσλήψεις


Ήταν από παιδί απείθαρχος

και δεν ενδιαφερόταν για τα μαθήματα.

Στο σχολείο δεν έγινε σωστή εκτίμηση

για τα ταλέντα και τις δεξιότητές του,

παρόλη την υψηλή ευφυία του.

Διασκέδαζε να κρύβει φανταχτερά δαχτυλίδια

– δώρα εραστών – της γριάς θείας του της Λιλής,

πρώην αρτίστας.

Μετά από λίγο καμωνόταν πως τάβρισκε

κι αυτή τον γέμιζε φιλιά και ευχές.

Σπούδασε υπολογιστές.

Δημιούργησε ένα πρόγραμμα αξιολόγησης βιογραφικών

για τις επόμενες προσλήψεις δημοσίου.


Από τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι

πίνουν τσίπουρα μαζί με τους πολίτες

και σβήνουν αβέρτα χρέη

τα βράδια στο σπίτι της θείας Λιλής.

Αυτή τραγουδάει, χορεύει και παίζει μπαγλαμά

μέχρι πρωίας

φορώντας όλα της τα δαχτυλίδια.


*

Νέα τάξη θαυμάτων, εκδ. κύμα 2024


Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ /// 16 +1συγγραφείς μαγειρεύουν κείμενα




ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

ΑΔΙΚΩΣ ΘΝΗΣΚΟΥΜΕ



Θα γκρεμιζόταν.
Σαν επιχειρηματολογία ανυπόστατη
θα γκρεμιζόταν.
Και θα έπληττε.
Όπως πλήττει ο ύπερος
στα αμύριστα ανθολόγια βοτανικής.
Όμως η θάλασσα
η ίδια εκείνη του Ομήρου
̶ η μεσημεριανή και αθέριστη
η αρχαγγελική και ανένδοτη στο κυανό
και στο πυρακτωμένο μαύρο
έριξε το αλάτι της στην οριζόντια γραμμή
που διαπερνά τη γλώσσα.
Τι κι αν η αλμύρα δεν ηχεί.
Σε γυάλινα βαζάκια συντηρεί
την Εύα, τον Αδάμ και το σκουλήκι του μήλου.
Ο ίαμβος επιζεί στου θρήνου τα τελειώματα
̶ υφάλμυρος και αχώριστος πάντα
από την αγάπη.
Η γλώσσα πέρα απ’ την ερμηνεία επιζεί
και είναι αυτή που με άσπρη κρούστα αλατιού
καλύπτει το ψάρι που σπαρταρά αφάγωτο
μες στη λευκή του πανοπλία
έτοιμο για τον φούρνο.
Ψάρια αφάγωτοι βροτοί
̶ ένδοξης ήττας νικητές
διάτρητο δίχτυ μας κρατά
και ξηλωμένο.
Κι όμως εμείς εκεί
απ’ τη συνήθεια του θανάτου μεθυσμένοι.
Κάτι οπωσδήποτε μας διαφεύγει.
Κάποτε η γλώσσα ξεμοναχιάζει το λευκό
μα πάλι κάτι μας διαφεύγει.
Ίσως γι’ αυτό από τους Γάμους του Φίγκαρο
με συγκλονίζει στην τέταρτη πράξη
η καβατίνα του Μότσαρτ «L ’ho perduta».

«L ’ho perduta» σημαίνει: το έχασα.



****


ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ


ἄνοστη μνήμη


                                          τοῦ ποιητῆ Δημήτρη Παπακωνσταντίνου


Τέτοιες μέρες ἀνυπότακτος ὁ πόνος
κάθε ποὺ κτυπᾶ ἡ καμπάνα
κατεβαίνω τὰ σκαλιὰ πηδώντας
καὶ τὴ σκοτεινὴ ἀλήθεια παραπλέοντας
ὣς τὴν ἁπλωσιὰ τοῦ ὀνείρου
γιὰ ἕνα χάδι στὶς σκιὲς


τὰ πορώδη τῆς σιωπῆς ὡστόσο δὲν τρυποῦν
οὔτε οἱ χοὲς μὲ τὰ αἵματα στὸν λάκκο
μήτε τ’ ἀνάγλυφα βλέμματα στὴν κορνίζα
οὔτε κἂν τὰ γράμματά σου στὸ συρτάρι
τίποτα δὲν ξαναφέρνει χρῶμα


κι ἂς μὲ διώχνεις, πουθενὰ δὲν πάω
τὸ καλὸ σερβίτσιο στρώνω μὲ τὰ κρύσταλλα
καὶ τὸ φαγητὸ ψημένο σὰν ἀπὸ τὰ χέρια σου
Κυριακὴ μυρίζει κι ἔρχεσαι γιορτὴ
κάθεσαι στὸ πλάι μοῦ κρατᾶς τὸ χέρι
κι ὅλο διαμαρτύρεσαι πὼς ἡ μνήμη ἄνοστη


τρέχω γιὰ τὸ ἁλάτι Μάνα μὴν ἀναληφθεῖς
μακριὰ μὲ τοὺς ἀτμοὺς ποὺ φεύγουν μὴν κρυώσεις
βάλε μιὰ μπουκιὰ στὸ στόμα μήπως θυμηθεῖς


ἀλλὰ ἤδη ἔχεις χωνευτεῖ στὴ νύχτα

κι ἀπομένω μόνος πάνω ἀπὸ κρύα πιάτα 
νὰ τὰ νοστιμεύουν δάκρυα.


Από την κοινή συλλογή των Κώστα Θ. Ριζάκη και Γιώργου Δελιόπουλου,

Κατά ανεφίκτου γλυφές 1: της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις, Αθήνα: ΑΩ, 2021



***


ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ


ΑΙΜΑ ΑΠΟ ΚΕΡΑΣΙ


Aίμα από κεράσι στα αφίλητα χείλη μου
Εσύ μονίμως στα χείλη ενός γκρεμού
ορατού διά γυμνής αγάπης
έτοιμος είσαι
να πέσεις μόνος στης φυγής το άπειρο
και να σωθείς με τα φτερά της επιείκειάς μου.
΄Ομως
δύσκολοι εκ φύσεως οι λεκέδες
κι από κεράσι κι από αίμα
Κι όταν δεν φιλάς
ανεξίτηλος μένει ο στεναγμός μου.


Αν. 2017


***


UMBERTO SABA

Mετάφραση: Θεοδόσης Κοντάκης


ΦΤΗΝΟ ΜΑΓΕΙΡΙΟ

[Cucina economica]


Αμέτρητη για τη ζωή ευγνωμοσύνη
που ’χει σώσει τέτοια πράγματα πολύτιμα∙
ένας ωκεανός απολαύσεων, ψυχή μου!

Ω, πώς βρίσκεται στη θέση του το καθετί,
πώς καθετί στην ίδια θέση έχει μείνει!
Ακόμα και μες στη μεγάλη φτώχεια υπάρχει σωτηρία.
Της κίτρινης πολέντας η ομορφιά
με συγκινεί και μοναχά απ’ την όψη∙ αναπάλλει η καρδιά
γι’ απολαύσεις πιο μυστικές ακόμα, στ’ όριο
της απόλαυσης που μπορεί ο άνθρωπος να νιώσει.
Αν το μπορούσα εδώ δα θα ’θελα να πεθάνω,
εδώ ένα ένστικτο με τραβά. Αδιάφορα
δειπνούν απέναντί μου δυο χτίστες∙
κι ένας γεράκος που ’φαγε τη μακαρονάδα του
δίχως κρασί, στον εαυτό του είναι κλεισμένος, μες στη ζεστή
γλυκιά φιλοξενία, σαν αγέννητο παιδί
στης μάνας την κοιλιά. Και μοιάζει ίσως
με το φτωχό μου, τον περιπλανώμενο πατέρα
που η μάνα μου καταριόταν∙ ένα μικρό παιδί
άκουγε έκπληκτο. Πολύ κοντά
στις ρίζες μου νιώθω∙ και νιώθω,
αν δεν πλανώμαι, στο σπίτι να γυρίζω:

σ’ αυτούς ανάμεσα γεννήθηκα, μ’ αυτούς θενά πεθάνω.


[Μετάφραση από τα ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης]


Umberto Saba, Το Βιβλίο των Τραγουδιών: 
ανθολόγιο ποιημάτων/ Επιλογή-εισαγωγή-μετάφραση: Θεοδόσης Κοντάκης/
 Βακχικόν, Αθήνα 2019 / 
Α΄Βραβείο Νέων Μεταφραστών
από το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο



***




ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ

ΜΙΣΟ


Σαν το παιδάκι
που κατέβηκε


χαράματα


κρυφά απ’ τους γονείς του
στον σταθμό


κι άφωνο είδε την ταχεία να φεύγει


μ’ αχνούς με τα
υγρά της τζάμια


κρατώντας στο χεράκι του

μισό


μέσα στο σελοφάν το μαντολάτο


Θαμπή πατίνα, Πόλις, 2017


***



ΑΡΙΑΔΝΗ ΚΑΛΟΚΥΡΗ


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ ΔΕΙΠΝΟ




Τα λαχανικά σε ροδέλες
μυρωδικά, αλάτι, λίγο λάδι
έπειτα το νερό – τα κάλυψε και τα λείανε
τέλος η φωτιά, με τη σταδιακή της πύκνωση· ανακατεύεις
άυλη μπάλα υδρατμών ανάμεσα στα χέρια.
Μικρό ξωτικό του δάσους
εκπνέεις καπνό, με πλάτη φαγωμένο ξύλο –
Όλια
Μάσα
Ιρίνα
Θέλω να διαρρήξω τον εσωτερικό ρυθμό που υπαγορεύει
τα ίδια και τα ίδια.
Διακρίνω το σύννεφο· πλησιάζει και όλος ο τόπος σκουραίνει.
Έφτασες στην αντίπερα όχθη
κουπί από χέρια και πόδια
ένα με το κύμα.
Ψηφιδωτό πορτραίτο η ζωή
και τα παιδιά θα πάρουν
τον άγνωστο δρόμο
η Όλια
η Μάσα
η Ιρίνα – αν και μικρότερη

έφυγε πρώτη.


***


AΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ


ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ



Στοργικά με τάισαν συγγενικά μου πρόσωπα
-εκείνες οι γεύσεις πάντα μένουν στη μνήμη μου-
καθώς και μια μοδιστρούλα
στη γειτονιά που έπαιζα παιδί.
Μετά την εφηβεία το τάισμα
είχε τη σημασία του στο ερωτικό παιχνίδι.
Θυμάμαι ένα καλοκαιρινό γλέντι,
ο άνδρας δίπλα μου, που από καιρό ήθελε να με προσελκύσει,
γύριζε προς το μέρος μου και με τάιζε.
Σχεδόν σιωπηλός, χωρίς γαλιφιές και γλυκόλογα,
με ανυπόμονη ορμή μού έβαζε την τροφή στο στόμα.
Τη δύναμη και τη βιασύνη του αρσενικού
που θέλει να κατακτήσει μου μετέδιδε η κίνησή του.


Ηδονή και εξουσία, Μεταίχμιο 2019

***


ΜΑΝΙΑ ΜΕΖΙΤΗ

ΘΥΜΟΣ


Ο ξυλόφουρνος εξυπηρετεί δυο σπίτια
σου κλέβει τη σειρά
στο καπνισμένο τσουκάλι σιγοψήνονται
αδικίες, πίκρες, κουτσομπολιά
ευχαρίστως θα την έψηνες
της αρμόζει
να τσουρουφλιστεί
σάρκα η καημένη
να την κατεβάσεις μόλις γίνει
νοστιμότερο κρέας να μη γευτείς.


Ανέκδοτο


***


ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ ΣΟΦΙΑ

ΜΑΓΙΚΗ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ


Έκοψα το άγχος σε μικρά
συμμετρικά κυβάκια.
Με λίγο αλάτι από ψηλά
θα φτιάξω συννεφάκια.

 Έχω μια πρέζα υπομονή
και δυο κουτάλια πείσμα.
Με λίγο λάδι θα φανεί
το χρώμα από το ξύσμα.
Και σιγοβράζω τα υλικά
μέσα στην κατσαρόλα
με κάτι όνειρα γλυκά
για να πετύχουν όλα.

Ανέκδοτο


*****


ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ


ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ



Είχα κι εγώ μια μητέρα.
Όλοι δικαιούνται από μία.
Δεν ήξερε να μαγειρεύει.
Στο τραπεζομάντιλο κεντούσε φαγητά.
Ο αδελφός όλο πεινούσε.
Εγώ πάχαινα συνέχεια.
Όταν τελικά μας εγκατέλειψε,
αγοράσαμε χύτρα ταχύτητας.
Η βαλβίδα σφύριζε.
Το σπίτι κυλούσε ανεξέλεγκτο στις ράγες.
Ένας σταθμάρχης με πινέλο έβαψε μαύρο
πρώτα τον πατέρα κι ύστερα τον αδελφό.
Αυτό δημιούργησε μουντζούρες στο χαρτί.
Στη φωτογραφία υπήρχαν τα κορμιά
με μία τρύπα μηδενικό στη θέση των προσώπων.
Μου απέμεινε η μητέρα.
Απέκτησε μάλιστα οδηγό μαγειρικής.
Μαγειρεύει πια θεσπέσια δείπνα για έναν στην κουζίνα.


Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ , Πόλις 2018


****


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ


ΤΗΣ ΩΡΑΣ


Εκείνος


Καθόμαστε αντικριστά στις ψάθινες στενές καρέκλες.

Πού τα εστιατόρια των πρώτων μας ρομαντισμών.
Σκίζω λωρίδες απ’ το χάρτινο τραπεζομάντιλο.
Από κάτω του ένα μόνιμο, μονίμως λιγδιασμένο.
Λιγδιασμένη ατμόσφαιρα χιλιοτηγανισμένου παλιόλαδου.
Πρέπει να σ’ το σερβίρω, συμφώνησα με την άλλη.
Στάζοντας ιδρώτα το γκαρσόνι αραδιάζει το μενού:
Σουβλάκι, μπιφτεκάκι, σουτζουκάκι, παϊδάκι· όλα
Της ώρας.
Ξανάρχεσαι σ’ ένα λεπτάκι; Το διακόπτω·
Δεν είναι αυτά
Της ώρας.


ΣΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ


Εκείνη


Νομίζει πως με καταρράκωσε.

Περίμενε σκηνή, κι όπως τη γλίτωσε
αστράψανε τα μάτια του θριαμβικά.
Είν’ όμως έτοιμος να μ’ αποζημιώσει
διατροφή, σπίτι, αμάξι –
κι ούτε που πρόσεξε το μονόπετρο
όσο επιδεικτικά κι αν το λικνίζω.
Το γκαρσόνι επιστρέφει, στάζει λίπος πια:
Χοιρινή, μοσχαρίσια, κοτόπουλο, πανσέτα· όλα
Στα κάρβουνα.
Τον κύριο απέναντι, παιδί μου· ψητό
Στα κάρβουνα.


Λεπρές ισορροπίες, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010



***



ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ΑΛΟΓΑΚΙ ΡΑΓΟΥ



Πριν έντεκα χρόνια ακριβώς, φιλοξενούσα εδώ
τη μητέρα μου. Ιούλιος-Αύγουστος του 2000.
Μόνον ο αγαπημένος μου Raymond Carver
θα μπορούσε να περιγράψει τη συμβίωση
με τη νύφη και τον γιό της, να πιάσει το κλίμα και τη θερμοκρασία
της φιλοξενίας για έναν ολόκληρο μήνα στο κτήμα.
Ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής, μαγειρέψαμε
το περίφημο «ragù di cavallo alla pastakas».
Της είπαμε πως είναι φιλέτο μοσχαράκι.
Το έφαγε με ευχαρίστηση, δεν κατάλαβε τίποτα.
Θα μπορούσα τώρα να της το πω, να ζητούσα
συγγνώμη, να εξιλεωθώ που την κορόιδεψα.
Πάσχει ωστόσο από γεροντική άνοια,
κι είναι η αδελφή μου στη Λάρισα που τη φροντίζει.
Να της το ’λεγα πάλι την ίδια στιγμή θα το ξεχνούσε.
Όταν θα κλαίω πάνω στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο της,
να ξέρετε πως μόνο γι’ αυτό θα κλαίω.
Μια αμαρτία που δεν μπορεί να έχει συγχώρεση.
Μια κοροϊδία δίχως άφεση. Φανταστείτε,
αν μαγείρεψα αλογάκι στη μάνα μου εν αγνοία της,
τι μπόρεσα να σερβίρω στις γυναίκες μου, κατόπιν.


Ταχυδρομική θυρίς, biblioteque, 2021)


***


ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ'


ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΗ ΜΑΘΗΣΕΩΣ


Από μικρή δεν με αφηνε η μαμά μου
με την κουζίνα να έχω εμπλοκή
την ένοιαζε μόνο για τα μαθήματά μου
και μενα με  βόλευε αυτή η πρακτική


Κλεινόμουν έτσι στα διαβάσματά μου
και ως φοιτήρια μετά ασχολιόμουν μόνο με αυτά
Αφού έτοιμα έβρισκα τα φαγητά μου, 
δεν είχα ούτε σκοτούρα ούτε μπελά.


Είναι ντροπή το ξέρω να το λέω
αλλά τόχω πει τόσες φορές
που πια είναι γνωστό:
χρειάστηκε να φτάσω τα τριάντα
για να μάθω να τηγανίζω  ένα αυγό.


Δυσκολευόμουν πάντα με τον τρόπο
δεν είχα άνεση καμιά να κινηθώ.
Οσες φορές προσπάθησα να βάλω φαντασία
(να, όπως κάνω στη λογοτεχνία)
το αποτέλεσμα  ήταν απογοητευτικό.


Τώρα πια το  έχω εμπεδώσει
Δεν κάνουμε όλοι για όλα τα πράγματα στη γη
Μπορεί στη λογοτεχνία κάτι να' χω καταφέρει
Μα στη μαγειρική πήγαν όλα στραβά απ΄την αρχή.


Καμιά φορά για να παρηγοριέμαι
αυτοσαρκάζομαι- τι αλλο πια να πω
Κι όταν με ρωτάνε οι φίλοι  ειρωνικά
για βράδυ τι θα μαγειρέψω
τους απαντάω: «Θα φτιάξω  ένα ποίημα
απ΄αυτά που ξέρω μόνο γω.
Μα να που ένα δίλημμα πάλι με βασανίζει.
Πώς να το φτιάξω εν τελει,
βραστό  ή τηγανιτό;»


Ανέκδοτο



***





ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ


Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ


Το γλύκισμα που με φίλευε η γιαγιά μου κι έχει μείνει αποτυπωμένη γεύση στον ουρανίσκο μου εβδομήντα χρόνια, ήτανε λάχανα γιαχνί, που θα πει χόρτα πιτίσια μαγειρεμένα στην κατσαρόλα τσιγαρισμένα με ξηρό κρεμμύδι, άνηθο κι αλατοπίπερο. Άλλο από τη γιαγιά μου δεν ήθελα, ούτε ζαχαρωτά, ούτε λουκούμια, μήτε παστέλια. Μονάχα λάχανα γιαχνί.

Έφερε σήμερα, πεσκέσι, η αδερφή μου ένα πιάτο λάχανα γιαχνί. Καυκαλήθρες, μηγκνίδες, μυρώνια, σέσκουλα, σπανάκι, πράσα, άνηθο, μαϊντανό, σέλινο, φρέσκο τρυφερό κρεμμύδι και ξηρό.

Με φίλεψε, γυρνώντας τη μνήμη της γεύσης στα παιδικά μου χρόνια. Μόνη διαφορά ότι τότε οι καυκαλήθρες, οι μηγκνίδες, τα σέσκουλα, καθώς και οι ακσούτζες ήσανε χόρτα πιτίσια άγρια, μαζεμένα κάτω από τον ίσκιο των λιόφυτών μας στα Παλιά Αμπέλια της Δεσφίνας και το φρέσκο κρεμμύδι κι ο άνηθος από το μποστανάκι μας στου Ταχτικού τ’ Αλώνι, στη Γρίμα, πλάι στον άγιο Χαράλαμπο, καθώς και το ξερό κρεμμύδι από το περιβολάκι μας στον Άμμο, ενώ στο πεσκέσι ήτανε καλλιεργημένα αγορασμένα από τη Λαϊκή.

Όμως η πρόθεση της αδερφής μου έδωσε αξία στην πράξη της κι η γεύση υπήρξε αληθινά έντονη ευδαιμονικά μνημονική επιστροφή. Της αδερφής μου που έχει το όνομα της αλησμόνητης γιαγιάς μας.


Ανέκδοτο


***


ANΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

ΚΟΥΖΙΝΙΚΑ, ΚΑΤΣΑΡΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ


   Δεν είναι για χαμόγελα και αστειάκια ή μάλλον είναι. Θέλουμε δε θέλουμε, του καλλιτέχνη, του λογοτέχνη, του όποιου ασχολείται με όποια τέχνη, το εργαστήρι το λέμε κουζίνα. Η λέξη δεν είναι ελληνική αλλά είναι τόσο διαδεδομένη που παραμέρισε το ελληνικό «μαγεριό» από το κολλαριστό «μαγειρείον», προερχόμενα από το ρήμα «μαγειρεύω» και τα δύο. Υπήρχε κι ένα «μαγέρικο» ίδιο με τα άλλα δυο. Και το μεν «μαγειρεύω» λειτουργεί άριστα στην καθημερινή οικιακή ζωή μας, το «μαγειρείον» όμως παραχώρησε τη θέση του στο λογιότερο «εστιατόριον» από το ρήμα «εστιάω» (φιλοξενώ) που συγγενεύει με το «εσθίω»- τρώω, το οποίο δίνει παρακείμενο «εδήδοκα» με παράγωγα τα «εδώδιμα» (τα φαγώσιμα δηλαδή)· «εδώδιμα αποικιακά, κοινώς μπακάλικο», λέει με έμφαση ο Διονύσης Σαββόπουλος που είχε πάντα έφεση στα Γράμματα και στη Γραμματική… Τελικώς, και το «εστιατόριον» και το «μαγειρίον», με την αποκοπή του καταληκτικού τους «ν» έγιναν απλά καθημερινά· το λαϊκότερο «μαγέρικο» ξεχάστηκε, το «μαγεριό» το πήρε το ποτάμι, παρέμεινε όμως σε ένα ωραίο τραγουδάκι που μας τραγουδάει με μπρίο η Χαρούλα

Ψαράκια τηγανίζει μες στο μαγεριό

Κι αλλού, όταν παριστάνει τη πιο καλή γκαρσόνα, σερβίρει «μαρίδες και τυρί».

Πριν μας παρασύρει όμως ο οίστρος…ας κάνουμε μια στάση σε κείνο το «ν» που κουδούνιζε στην άκρη της λέξης «εστιατόριον» και «μαγειρείον», για να θυμίσουμε τη διαφωνία του Οδυσσέα Ελύτη για την κατάργηση του, μετά την οποία αισθάνεται πως η πόλη γέμισε τρύπες και διερωτάται μήπως «είναι ξένος δάκτυλος» ή «του ’φυγε του μπογιατζή το τελευταίο ψηφίο» από την ταμπέλα: «ΦαρμακείΟ» π.χ. Η υπόθεση οδηγεί σε άλλο conespt - σκεπτικό, ιδέα, έννοια -, «στις δέκα λέξεις μας οι πέντε είναι ξένες», λέει ο ποιητής, αλλά ποιος νοιάζεται για κάτι τέτοια; Η γλώσσα μας μαγειρεύεται με ξένες συνταγές, όπως ας πούμε η τσιπούρα τυλιγμένη σε μία κρούστα από μέλι και καρύδια… μμμ!!!

Ο Ελύτης πάντως θυμάται «μια συναγρίδα ψητή με πολύ εκλεκτό λάδι και λεμόνι» στην Κάλυμνο ή «μια κουταλιά βύσσινο μετά τον μεσημεριανό ύπνο» στη Μυτιλήνη ή το μανταρίνι και τον άψινθο στην απέναντι Ιωνία….

Ο Διονύσιος Σολωμός, για να ξαναγυρίσουμε στα ψάρια, έτρωγε τρυγόνια, αλλά κάπου κάνει λόγο και για κάτι «τζιπούραις» αλλά πού; τρέχα γύρευε. Και μια και η συζήτηση είναι για τα ψάρια, δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Γιάννη Σκαρίμπα, ο οποίος μιλώντας για τα βραβεία, τα πρώτα, τα δεύτερα, τα τρίτα, έλεγε γι’ αυτούς που τα δίνουν «ξεπερνώντας το νόημα του παπά που βλογάει πρώτα τα γένια του» την ακόλουθη παροιμία: «αν αρτυθώ να ’ναι αρνί· αν φάω να ’ναι μπαρμπούνι» (Διαγώνιος, περ. β΄αρ.2 1965) . εδώ το μαγείρεμα και είναι καλλιτεχνία υψηλής ποιότητας… Και μπορεί η εξέλιξη να μεταγλώττισε το «μαγεριό» σε κουζίνα, αλλά το «μαγειρεύω» και το «μαγείρεμα» δεν έγιναν κουζινεύω και κουζίνεμα… Ο μάγειρας όμως εξακολουθεί να μαγειρεύει, αλλά το μαγείρεμα το κάνει μέσα στην κουζίνα και τα σπουδαία και επιφανή εστιατόρια φημίζονται για την Καλή Κουζίνα. Ο σύγχρονος Σεφ δεν κουζινεύει το κουζίνεμα μέσα στο κουζιναριό.

Αλλά μέσα στον ναό της μαγειρικής. Ωραία που είναι η γλώσσα…μαγειρεύει κι εκείνη όπως θέλει τα δικά της… αλλάζει τον τονισμό, δανείζεται, συγκόπτει, εκθλίβει, συναιρεί γράμματα, απλώνει ή προσθέτει συλλαβές,, κάνει ό,τι θέλει τέλος πάντων και ασχολείται με τα σκεύη… κάνει σκευωρίες; !!! Όλα τα να περιμένει κανείς… Η λέξη είναι το σημείο της ιδέας, έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός που παθιαζόταν με τις λέξεις… Πρώτα πρώτα, ένα ταψί παραδοσιακό, από καλογυαλισμένο χαλκό–τα χαλκώματα, στα ράφια ή κρεμασμένα στον τοίχο – ήταν η βιτρίνα και ο πλούτος του σπιτιού. Το πόσο γυάλιζαν οφειλόταν στην ικανότητα της καλής νοικοκυράς, όπως σήμερα τα ασημικά. Φυσικά υπήρχε και ο περίφημος γανωτζής –επάγγελμα εξαφανισμένο πια- που γύριζε στις γειτονιές και τα γυάλιζε.


Απάνου στο τραπέζι το ψωμί κ η ελιά,

μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη

και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας


καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.


…………………………………………………………..


Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Μάη στη ναυτική ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο

μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.


Σ’ αυτούς τους στίχους, στη Ρωμιοσύνη ΙΙ, ο Γιάννης Ρίτσος μας έδωσε τη νύχτα σαν «ταψί» που λάμπει σαν φεγγάρι. Κι έχει τη σημασία της η νύχτα που κρέμεται στου γανωτζή τον τοίχο, γιατ’ είναι αυτός που κάνει τα σκεύη να αστράφτουν και να λάμπουν ... και είναι η νύχτα πριν τη μεγάλη μάχη, όταν οι λεβέντες ετοιμάζονται για την θυσία της αύριον. Και είναι όλα τα αρώματα εκεί κι ο Πειρασμός της άνοιξης είτε μας έρχεται από τον Σολωμό είτε από τον Σικελιανό τον θαλερό.

Και μια και το ’φερε η κουβέντα, θυμάται κανείς εκείνη την «ασημόκουπα» πώς λάμπει, πώς αστράφτει, γεμάτη από το κρασί και τη μέθη του έρωτα. Σαν άγιο δισκοπότηρο, στα μέτρα τα δικά μας, δεν παρεισέφρησε τυχαία, την έχουμε συναντήσει στο δημοτικό τραγούδι:


Θα γένω ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου

Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα


Να μην ξεχάσω το σχόλιο του Γιώργου Σεφέρη όταν σε μια ταβέρνα σε ένα ταξίδι έφαγε ψάρια τηγανισμένα από τρεις μέρες. Αλλού «Μας σερβίρισαν ρύζι με κάρι κι ένα κάτι σαν ένα πουλί που κολυμπούσε διαμελισμένο σ’ ένα μπιντέ σάλτσα…». Αλλού μιλάει για το «γιουβέτσι», όπου όλα ανακατεμένα σε ένα ταψί υπαινίσσονται την πολιτική. Το πολιτικό μαγείρεμα είναι πιο επινοητικό από το κυριολεκτικό. Επιστρέφουμε στα καθημερινά και στην αναγκαία κυριολεξία… Να όμως που πάλι η τέχνη κολλάει και στα καθημερινά και διαγκωνίζεται με την κυριολεξία, η οποία, ωστόσο, όσο και αν απωθείται από την επιφάνεια, λειτουργεί υποδόρια και δεν μας αφήνει να αποστασιοποιηθούμε. Με μια ωραία μεταφορά, αντλημένη από το αγροτικό λεξιλόγιο, η κουβέντα ζωντανεύει τα τρέχοντα και, όταν μπαίνει κάθε μέρα το τσουκάλι στη φωτιά, αναδεικνύεται σε αντικείμενο μέτρησης της οικονομικής ευστάθειας και δείγμα ευημερίας. Είναι αυτό του σήμερα το λέμε «καλάθι της νοικοκυράς». Αλλά κι αυτό το τσουκάλι δεν έμεινε ανεπηρέαστο από την εξέλιξη· μεταμορφώθηκε σε κατσαρόλα. Η λέξη είναι ιταλική· casseruola, η οποία με τη σειρά της είναι λατινική cattia ή cattia olla, η οποία σημαίνει «χάλκινο δοχείο. Και να ’μαστε πάλι στη γειτονιά μας και στα χαλκώματά μας. Απαραίτητο σκεύος για το νοικοκυριό, η κατσαρόλα, έχει και αυτή τα παρασημαινόμενά της, εφόσον «κατσαρόλα» ίσον καλοφαγία. Θυμηθείτε τη σκηνή από τον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο, όταν ο στενεμένος οικονομικά Φώτης (Βασίλης Λογοθετίδης) δεν μπορεί να παντρευτεί την αιώνια αρραβωνιαστικιά γιατί δεν έχει λεφτά. Και από ευτυχή συγκυρία- έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του και η Σάντα Τσικίτα (Ίλια Λυβικού) τη δική της- βρίσκεται με ένα ευμέγεθες πακέτο χαρτονομίσματα στο χέρι για να μπορέσει επιτέλους να το πάρει το κορίτσι. Και όπως πέφτουν τα χαρτονομίσματα στο τραπέζι και η ψυχή ελευθερώνεται από τις αμαρτίες, αυτός απαριθμεί γεμάτος χαρά:

Να και το πετσετικό, να και το τζετ ζερεδικό, πάρτε τυρόπιτες, πάρτε κρουασάν… 

Το τζετζερεδικό ανάμεσα στα πρώτα… θυμάστε την Έλλη Λαμπέτη με την άδεια κατσαρόλα, όταν ολοκληρώθηκε το «Σ’ αγαπώ»;

Ο έρωτας περνάει και από το στομάχι…

Αλλά έρχεται και η αμφισβήτηση, όχι γιατί, λόγω «διαίτης» που μερικοί νομίζουν πως είναι άλλο πράγμα από τη «διατροφή» –άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς- δεν τρώω παρά μόνο ψητά ή στον ατμό, αλλά γιατί η «κατσαρόλα» ως λαϊκό σκεύος παρασκευής μεγάλης ποσότητας φαγητού για να χορτάσει ο «λαουτζίκος», όπως θα έλεγε και η Μαντάμ Σουσού από τον αριστοκρατικό Βύθουλα, θεωρήθηκε κάπως παρακατιανή, έναντι της σχάρας όπου ψήνονται οι «μπριτζόλες», οι «τζιπούρες», τα λαβράκια και ο αστακός… Εγώ δεν δένω την τύχη μου στο χερούλι της κατσαρόλας, τραγουδάει ο George Brassens για να σηματοδοτήσει τον ασυμβίβαστο, αυτόν που βρίσκεται μακριά από τον ταπεινό και κανονικό άνθρωπο ή αυτόν που είναι μποέμ, δηλαδή …περιθωριακός. «Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ», ξέχασε τον Διογένη και άλλους τινάς. Αλλά σήμερα ο καθείς δεν χρειάζεται καθόλου κατσαρόλα καθότι παίρνει φαγητό απέξω …

Τώρα είναι και ένα άλλο σκεύος που αποκτά λογοτεχνική- καλλιτεχνική παρουσία· είναι το μπρίκι του καφέ. Όσο και αν εξελιχτήκαμε και πίνουνε ένα εσπρεσάκι, έναν καπουτσίνο, έναν φίλτρου, έναν νες καφέ φραπέ, υπάρχουν και οι πιστοί του ελληνικού. Θυμάστε τη διαφήμιση του Ευγένιου Σπαθάρη με τον Σαββόπουλο; Ε! και μόνο για τη διαφήμιση θα έπρεπε να πίνουμε ένα ελληνικό και Μπράβο μας και Λουμίδη μας και λογοτεχνικό πατάρι μας….

Το «μπρίκι», έχει την παρουσία του συχνά, συχνότατα, στον ελληνικό κινηματογράφο. Όταν π.χ. ο Λάμπρος ο Κωνσταντάρας αποκτά «ρόδα» δηλαδή «κούρσα», δηλαδή Ι.Χ. πάει βόλτα τους φίλους του στη Βάρκιζα να δουν τον νέο δρόμο, και όταν σε μία στάση για καφέ, κάνει την κίνηση εκείνος να πληρώσει, πετάγεται ο Λογοθετίδης (πάλι), ο καλός ο νοικοκύρης και τον σταματά: «Α, όχι. Εσύ τη ρόδα, εγώ το μπρίκι», δίνοντας ένα δείγμα της καλής συμπεριφοράς ανάμεσα σε φίλους… Να τώρα που μου ήρθε εκείνη η φράση του Σαββόπουλου: «Ο Λογοθετίδης μας συμφιλιώνει με τον πατέρα μας». Βέβαια, αν θέλετε να νιώσετε πώς παίζουν τα ρουθούνια μέσα στο «μαγεριό», ελάτε στη Λοκάντα του μισέ Μπαστιά, δηλαδή στο εδωδιμολεσχοοικητήριο, να οσφρανθείτε μπαχάρια και πιπέρια και νοστιμιές: εντράδες, γιουβαρλάκια, δολμάδες, κιοφτέδες, κρεατοσφαιρίδια, παστουρμάδες, τριχείας τεταριχευμένους χαλλούμιν,τζουτζούκια, νηφοκοκκόζωμον, ποκλαβατην, και άλλα πολλά τα οποία«μαγειρεύτηκαν» στη Βαβυλωνία και μπήκαν στην ελληνική γλώσσα, όχι από τον διάσημο Νικόλαο Τσελεμεντέ, αλλά από τον Δημήτριο Βυζάντιο, στα 1836.

Δεν πρέπει βεβαίως να ξεχάσουμε και εκείνο το τεράστιο καζάνι στην αυλή που μέσα έβραζε η αλισίβα και έκανε κατάλευκα τα σεντόνια κι απέξω ήταν κατάμαυρο. Κατάμαυρο απέξω ήταν και το τηγάνι. Από πάνω σαν τηγάνι, από κάτω σαν μπαμπάκι, από πίσω σαν ψαλίδι, τι είναι; Αίνιγμα του παλιού, αθώου καιρού. Και από τον παλιό, αθώο καιρό, τοποθεσία στη Σάμο και σήμερα λογοτεχνικό περιοδικό. Ο Γιώργος Βέης κάτι ξέρει από Τηγάνι, σαμιώτικο κρασί, ψιθυρίσματα της πευκοβελόνας το καταμεσήμερο, στάμπες στο τοίχο και άλλα σήματα του παλιού καιρού επίκαιρα και μη λησμονημένα που οι λέξεις μεταφέρουν…

  Λοιπόν, ξέχασα για ποιο πράγμα ξεκίνησα να γράφω και, μια γλυκιά μέθη από το γλυκό κρασάκι στης Ασημίνας (!!!) το Βαρελάκι και τη φλογέρα εκείνου του αυλητή, του σουραυλή του Παπαδιαμάντη, γλίστρησα στην κατηφορίτσα των συνειρμών, των σκευών, των γεύσεων, των αρωμάτων, των εικόνων και των υπαινιγμών που οι λέξειςαποπνέουν. 

Συμπαθάτε με …


****


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ



Στην Κουζίνα ο Στίχος


Η μαγειρική και η ποίηση είναι δύο τέχνες που ανήκουν στον ίδιο γαστρονομικό σύμπαν της ψυχής. Κι αν η πρώτη τρέφει το σώμα και η δεύτερη την καρδιά, τότε και οι δύο υπηρετούν την ίδια πείνα: αυτή του ανθρώπου να νιώσει, να θυμηθεί, να μοιραστεί, να αγαπήσει.

Ο ποιητής είναι μάγειρας των συναισθημάτων. Επιλέγει τις λέξεις όπως ο σεφ τα υλικά του. Δεν χρησιμοποιεί απλώς λέξεις ωραίες αλλά εκείνες τις ώριμες, τις εποχιακές λέξεις που μοσχοβολούν μνήμη, τις φρέσκες λέξεις της εμπειρίας, τις πικρές ή αλμυρές λέξεις της απώλειας, τις γλυκές της αγάπης. Όπως ακριβώς ένα φαγητό μπορεί να είναι βαρύ ή ανάλαφρο, έτσι και η ποίηση πλάθεται ανάλογα με την εσωτερική θερμοκρασία του ποιητή.

Ποιος δεν θυμάται ένα πιάτο από τα παιδικά του χρόνια και δεν συγκινείται; Ποιος δεν έχει κλάψει πάνω από μια κατσαρόλα, ή δεν έχει γράψει ένα στίχο με το πιρούνι να ακουμπά στην άκρη του πιάτου; Η κουζίνα είναι ένα είδος σκηνής όπου η καθημερινότητα γίνεται τελετουργία. Εκεί γεννιούνται οι πιο βαθιές ποιητικές στιγμές. Η σιωπή πριν το πρώτο βράσιμο, ο ήχος του λαδιού που τσιτσιρίζει, το ανακάτεμα με προσοχή σαν να γυρίζεις μια μνήμη προσεκτικά για να μην σπάσει.

Η γλώσσα της ποίησης είναι συχνά γαστρονομική. Λέμε, «γλυκός λόγος», «καυστικός στίχος», «πικρές αλήθειες», «γεύση λέξης». Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για «λάδι και λεμόνι», ο Νίκος Γκάτσος έβαζε τον ήλιο στο τραπέζι, κι ο Νίκος Καββαδίας κουβαλούσε στις μπουρούδες της θάλασσας τις μυρωδιές από κουζίνες ανατολικές. Η ποίηση δανείζεται τη γεύση για να πλησιάσει το άφατο γιατί καμιά φορά μια μυρωδιά από ψωμί που ψήνεται λέει περισσότερα από εκατό λέξεις.

Κι όπως στη μαγειρική, έτσι και στην ποίηση, η υπερβολή χαλάει τη γεύση. Ο μεγάλος σεφ, όπως και ο μεγάλος ποιητής, ξέρει πότε να σταματήσει, πότε να αφήσει χώρο για τη σιωπή, για το άδειο πιάτο, για το λευκό χαρτί. Ένα ποίημα μία συνταγή.

Οι στίχοι, σαν φέτες που κόβονται με λεπτό μαχαίρι.

Το θέμα, σαν καρύκευμα πότε έντονο κι άλλοτε διακριτικό.

Η παύση, σαν σιγανό μαγείρεμα. Το κόμμα η δοκιμή μ’ ένα βαθύ κουτάλι.

Θέλει ακόμα βράσιμο ο στίχος. Και να ο τίτλος, το καπάκι της κατσαρόλας που κρατά μέσα το άρωμα, μέχρι να ανοίξει η ψυχή του αναγνώστη.

Η ποίηση της μαγειρικής είναι και ποίηση της γενναιοδωρίας, του μοιράσματος. Κάθε πιάτο που προσφέρεται είναι μια αφιέρωση. Κάθε λέξη που γράφεται με αγάπη είναι ένα κομμάτι ψωμί. Η μητέρα που ζυμώνει χωρίς λόγια, είναι ποιήτρια. Ο πατέρας που βράζει μια σούπα, χωρίς να πει τίποτα, απαγγέλλει τους πιο καθαρούς στίχους φροντίδας.

Όταν ο ποιητής πεινάει, δεν ψάχνει μόνο τροφή. Ψάχνει νόημα. Κι όταν μαγειρεύει, μαγειρεύει για κάτι παραπάνω από γεύση. Μαγειρεύει για ανάμνηση, για σχέση, για παρουσία. Όπως έλεγε και η γιαγιά: «Το φαΐ γίνεται νόστιμο ακόμα κι αν του λείπει το αλάτι, αρκεί να έχεις κάποιον να το φάτε μαζί.»

Η ποίηση γίνεται αληθινή όταν κάποιος τη μοιραστεί.

Κι ίσως τελικά, κάθε καλοψημένο ποίημα να είναι ένα δείπνο για την ψυχή.


****


ΜΥΡΤΩ ΧΜΙΕΛΕΦΣΚΙ


ΒΑΡΥΣΤΟΜΑΧΙΑ


Οι φτηνές σαρδέλες, που φαγώθηκαν το μεσημέρι με μια έτοιμη μερίδα φακές, ήταν αμετακίνητες στο στομάχι του. Σαν μια στρογγυλή πέτρα στη μέση του κορμιού του, που τον κόλλησε πρώτα ανάσκελα στο στρώμα και μετά συνέχισε να τον κατεβάζει· στο πάτωμα, στον από κάτω όροφο, στο ισόγειο και τέλος στο υπόγειο ─ όπου έμεινε να κοιμάται τον μεσημεριανό του ύπνο δίπλα σε κάτι κούτες με αδιάφορο περιεχόμενο.

 O πίσω τοίχος, ο ανεπίσημος, Ενύπνιο 2021





*Oι φωτογραφίες είναι παρμένες από το pixabay και το Pexels

*Ανθολόγηση για το Varelaki: Aσημίνα Ξηρογιάννη





Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Πού-της Ασημίνας Ξηρογιάννη


Πού



Πού μού δίνεις αυτό το φιλί;
Στο μάγουλο, πες μου ή στο λαιμό;
To ποίημά σου θα γράψεις ηχηρά ή αθόρυβα-ανάλογα.
Εσύ ξέρεις.
Μόνο μην δώσεις λάθος ερμηνεία στην αγάπη μας.
Μόνο μην εφησυχαστώ
στης γλώσσας σου την παρηγοριά
Μην μεθύσω
με της χειρονομίας σου τη μέθη.


***


Σημείωση: o πίνακας που συνοδεύει το ποίημα:

Το κλεμμένο φιλί(Ζαν Ονορέ Φαγκονάρ)

*