Ανέκδοτο
***
ΓΙΩΡΓΟΣ
Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ
Η
ΠΡΟΘΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Το
γλύκισμα που με φίλευε η γιαγιά μου κι
έχει μείνει αποτυπωμένη γεύση στον
ουρανίσκο μου εβδομήντα χρόνια, ήτανε
λάχανα γιαχνί, που θα πει χόρτα πιτίσια
μαγειρεμένα στην κατσαρόλα τσιγαρισμένα
με ξηρό κρεμμύδι, άνηθο κι αλατοπίπερο.
Άλλο από τη γιαγιά μου δεν ήθελα, ούτε
ζαχαρωτά, ούτε λουκούμια, μήτε παστέλια.
Μονάχα λάχανα γιαχνί.
Έφερε
σήμερα, πεσκέσι, η αδερφή μου ένα πιάτο
λάχανα γιαχνί. Καυκαλήθρες,
μηγκνίδες, μυρώνια, σέσκουλα, σπανάκι,
πράσα, άνηθο, μαϊντανό, σέλινο, φρέσκο
τρυφερό κρεμμύδι και ξηρό.
Με
φίλεψε, γυρνώντας τη μνήμη της γεύσης
στα παιδικά μου χρόνια. Μόνη
διαφορά ότι τότε οι καυκαλήθρες, οι
μηγκνίδες, τα σέσκουλα, καθώς
και οι ακσούτζες ήσανε χόρτα πιτίσια
άγρια, μαζεμένα κάτω
από τον ίσκιο των λιόφυτών μας στα Παλιά
Αμπέλια της Δεσφίνας και
το φρέσκο κρεμμύδι κι ο άνηθος από το
μποστανάκι μας στου
Ταχτικού τ’ Αλώνι, στη Γρίμα, πλάι στον
άγιο Χαράλαμπο, καθώς
και το ξερό κρεμμύδι από το περιβολάκι
μας στον Άμμο, ενώ
στο πεσκέσι ήτανε καλλιεργημένα
αγορασμένα από τη Λαϊκή.
Όμως
η πρόθεση της αδερφής μου έδωσε αξία
στην πράξη της κι η γεύση υπήρξε αληθινά
έντονη ευδαιμονικά μνημονική επιστροφή. Της
αδερφής μου που έχει το όνομα της
αλησμόνητης γιαγιάς μας.
Ανέκδοτο
***
ANΘΟΥΛΑ
ΔΑΝΙΗΛ
ΚΟΥΖΙΝΙΚΑ, ΚΑΤΣΑΡΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Δεν
είναι για χαμόγελα και αστειάκια ή
μάλλον είναι. Θέλουμε δε θέλουμε, του
καλλιτέχνη, του λογοτέχνη, του όποιου
ασχολείται με όποια τέχνη, το εργαστήρι
το λέμε κουζίνα. Η λέξη δεν είναι ελληνική
αλλά είναι τόσο διαδεδομένη που παραμέρισε
το ελληνικό «μαγεριό» από το κολλαριστό
«μαγειρείον», προερχόμενα από το ρήμα
«μαγειρεύω» και τα δύο. Υπήρχε κι ένα
«μαγέρικο» ίδιο με τα άλλα δυο. Και το
μεν «μαγειρεύω»
λειτουργεί άριστα στην καθημερινή
οικιακή ζωή μας, το «μαγειρείον» όμως
παραχώρησε τη θέση του στο λογιότερο
«εστιατόριον» από το ρήμα «εστιάω»
(φιλοξενώ) που συγγενεύει με το «εσθίω»-
τρώω, το οποίο δίνει παρακείμενο «εδήδοκα»
με παράγωγα τα «εδώδιμα» (τα φαγώσιμα
δηλαδή)· «εδώδιμα αποικιακά, κοινώς
μπακάλικο», λέει με έμφαση ο Διονύσης
Σαββόπουλος που είχε πάντα έφεση
στα Γράμματα και στη Γραμματική…
Τελικώς, και το «εστιατόριον» και το
«μαγειρίον», με την αποκοπή του
καταληκτικού τους «ν» έγιναν απλά
καθημερινά· το λαϊκότερο «μαγέρικο»
ξεχάστηκε, το «μαγεριό» το πήρε το
ποτάμι, παρέμεινε όμως σε ένα ωραίο
τραγουδάκι που μας τραγουδάει με μπρίο
η Χαρούλα
Ψαράκια
τηγανίζει μες στο μαγεριό
Κι
αλλού, όταν παριστάνει τη πιο καλή
γκαρσόνα, σερβίρει «μαρίδες και τυρί».
Πριν
μας παρασύρει όμως ο οίστρος…ας κάνουμε
μια στάση σε κείνο το «ν» που κουδούνιζε
στην άκρη της λέξης «εστιατόριον» και
«μαγειρείον», για να θυμίσουμε τη
διαφωνία του Οδυσσέα Ελύτη για την
κατάργηση του, μετά την οποία αισθάνεται
πως η πόλη γέμισε τρύπες και διερωτάται
μήπως «είναι ξένος δάκτυλος» ή «του
’φυγε του μπογιατζή το τελευταίο ψηφίο»
από την ταμπέλα: «ΦαρμακείΟ» π.χ. Η
υπόθεση οδηγεί σε άλλο conespt - σκεπτικό,
ιδέα, έννοια -, «στις δέκα λέξεις μας οι
πέντε είναι ξένες», λέει ο ποιητής, αλλά
ποιος νοιάζεται για κάτι τέτοια; Η γλώσσα
μας μαγειρεύεται με ξένες συνταγές,
όπως ας πούμε η τσιπούρα τυλιγμένη σε
μία κρούστα από μέλι και καρύδια… μμμ!!!
Ο
Ελύτης πάντως θυμάται «μια συναγρίδα
ψητή με πολύ εκλεκτό λάδι και λεμόνι»
στην Κάλυμνο ή «μια κουταλιά βύσσινο
μετά τον μεσημεριανό ύπνο» στη Μυτιλήνη
ή το μανταρίνι και τον άψινθο στην
απέναντι Ιωνία….
Ο
Διονύσιος Σολωμός, για να ξαναγυρίσουμε
στα ψάρια, έτρωγε τρυγόνια, αλλά κάπου
κάνει λόγο και για κάτι «τζιπούραις»
αλλά πού; τρέχα γύρευε. Και μια και η
συζήτηση είναι για τα ψάρια, δεν μπορώ
να μη θυμηθώ τον Γιάννη Σκαρίμπα, ο
οποίος μιλώντας για τα βραβεία, τα πρώτα,
τα δεύτερα, τα τρίτα, έλεγε γι’ αυτούς
που τα δίνουν «ξεπερνώντας το νόημα του
παπά που βλογάει πρώτα τα γένια του»
την ακόλουθη παροιμία: «αν αρτυθώ να
’ναι αρνί· αν φάω να ’ναι μπαρμπούνι»
(Διαγώνιος, περ. β΄αρ.2 1965) . εδώ το μαγείρεμα
και είναι καλλιτεχνία υψηλής ποιότητας…
Και μπορεί η εξέλιξη να μεταγλώττισε
το «μαγεριό» σε κουζίνα, αλλά το
«μαγειρεύω» και το «μαγείρεμα» δεν
έγιναν κουζινεύω και κουζίνεμα… Ο
μάγειρας όμως εξακολουθεί να μαγειρεύει,
αλλά το μαγείρεμα το κάνει μέσα στην
κουζίνα και τα σπουδαία και επιφανή
εστιατόρια φημίζονται για την Καλή
Κουζίνα. Ο σύγχρονος Σεφ δεν κουζινεύει
το κουζίνεμα μέσα στο κουζιναριό.
Αλλά
μέσα στον ναό της μαγειρικής. Ωραία που
είναι η γλώσσα…μαγειρεύει κι εκείνη
όπως θέλει τα δικά της… αλλάζει τον
τονισμό, δανείζεται, συγκόπτει, εκθλίβει,
συναιρεί γράμματα, απλώνει ή προσθέτει
συλλαβές,, κάνει ό,τι θέλει τέλος πάντων
και ασχολείται με τα σκεύη… κάνει
σκευωρίες; !!! Όλα τα να περιμένει κανείς…
Η λέξη είναι
το σημείο της ιδέας, έλεγε ο Διονύσιος
Σολωμός που παθιαζόταν με τις λέξεις…
Πρώτα πρώτα, ένα ταψί παραδοσιακό, από
καλογυαλισμένο χαλκό–τα χαλκώματα,
στα ράφια ή κρεμασμένα στον τοίχο –
ήταν η βιτρίνα και ο πλούτος του σπιτιού.
Το πόσο γυάλιζαν οφειλόταν στην ικανότητα
της καλής νοικοκυράς, όπως σήμερα τα
ασημικά. Φυσικά υπήρχε και ο περίφημος
γανωτζής –επάγγελμα εξαφανισμένο πια-
που γύριζε στις γειτονιές και τα γυάλιζε.
και
κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του,
ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο
ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.
…………………………………………………………..
Ώρα
μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Μάη στη
ναυτική ταβέρνα
νύχτα
μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο
το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το
δείπνο.
Σ’
αυτούς τους στίχους, στη Ρωμιοσύνη ΙΙ,
ο Γιάννης Ρίτσος μας έδωσε τη νύχτα σαν
«ταψί» που λάμπει σαν φεγγάρι. Κι έχει
τη σημασία της η νύχτα που κρέμεται στου
γανωτζή τον τοίχο, γιατ’ είναι αυτός
που κάνει τα σκεύη να αστράφτουν και να
λάμπουν ... και είναι η νύχτα πριν τη
μεγάλη μάχη, όταν οι λεβέντες ετοιμάζονται
για την θυσία της αύριον. Και
είναι όλα τα αρώματα εκεί κι ο Πειρασμός
της άνοιξης είτε μας έρχεται από τον
Σολωμό είτε από τον Σικελιανό τον θαλερό.
Και
μια και το ’φερε η κουβέντα, θυμάται
κανείς εκείνη την «ασημόκουπα» πώς
λάμπει, πώς αστράφτει, γεμάτη από το
κρασί και τη μέθη του έρωτα. Σαν άγιο
δισκοπότηρο, στα μέτρα τα δικά μας, δεν
παρεισέφρησε τυχαία, την έχουμε συναντήσει
στο δημοτικό τραγούδι:
Θα
γένω ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου
Εσύ
να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα
Να
μην ξεχάσω το σχόλιο του Γιώργου Σεφέρη
όταν σε μια ταβέρνα σε ένα ταξίδι έφαγε
ψάρια τηγανισμένα από τρεις μέρες. Αλλού
«Μας σερβίρισαν ρύζι με κάρι κι ένα κάτι
σαν ένα πουλί που κολυμπούσε διαμελισμένο
σ’ ένα μπιντέ σάλτσα…». Αλλού μιλάει
για το «γιουβέτσι», όπου όλα ανακατεμένα
σε ένα ταψί υπαινίσσονται την πολιτική.
Το πολιτικό μαγείρεμα είναι πιο επινοητικό
από το κυριολεκτικό. Επιστρέφουμε στα
καθημερινά και στην αναγκαία κυριολεξία…
Να όμως που πάλι η τέχνη κολλάει και στα
καθημερινά και διαγκωνίζεται με την
κυριολεξία, η οποία, ωστόσο, όσο και αν
απωθείται από την επιφάνεια, λειτουργεί
υποδόρια και δεν μας αφήνει να
αποστασιοποιηθούμε. Με μια ωραία
μεταφορά, αντλημένη από το αγροτικό
λεξιλόγιο, η κουβέντα ζωντανεύει τα
τρέχοντα και, όταν μπαίνει κάθε μέρα το
τσουκάλι στη φωτιά, αναδεικνύεται σε
αντικείμενο μέτρησης της οικονομικής
ευστάθειας και δείγμα ευημερίας. Είναι
αυτό του σήμερα το λέμε «καλάθι της
νοικοκυράς». Αλλά κι αυτό το τσουκάλι
δεν έμεινε ανεπηρέαστο από την εξέλιξη·
μεταμορφώθηκε σε κατσαρόλα. Η λέξη είναι
ιταλική· casseruola, η οποία με τη σειρά της
είναι λατινική cattia ή cattia olla, η οποία
σημαίνει «χάλκινο δοχείο. Και να ’μαστε
πάλι στη γειτονιά μας και στα χαλκώματά
μας. Απαραίτητο σκεύος για το νοικοκυριό,
η κατσαρόλα, έχει και αυτή τα παρασημαινόμενά
της, εφόσον «κατσαρόλα» ίσον καλοφαγία.
Θυμηθείτε τη
σκηνή από τον ασπρόμαυρο ελληνικό
κινηματογράφο, όταν ο στενεμένος
οικονομικά Φώτης (Βασίλης Λογοθετίδης)
δεν μπορεί να παντρευτεί την αιώνια
αρραβωνιαστικιά γιατί δεν έχει λεφτά.
Και από ευτυχή συγκυρία- έβαλε ο διαβολάκος
την ουρά του και η Σάντα Τσικίτα (Ίλια
Λυβικού) τη δική της- βρίσκεται με ένα
ευμέγεθες πακέτο χαρτονομίσματα στο
χέρι για να μπορέσει επιτέλους να το
πάρει το κορίτσι. Και όπως πέφτουν τα
χαρτονομίσματα στο τραπέζι και η ψυχή
ελευθερώνεται από τις αμαρτίες, αυτός
απαριθμεί γεμάτος χαρά:
Να
και το πετσετικό, να και το τζετ ζερεδικό,
πάρτε τυρόπιτες, πάρτε κρουασάν…
Το τζετζερεδικό ανάμεσα στα πρώτα…
θυμάστε την Έλλη Λαμπέτη
με την άδεια κατσαρόλα, όταν ολοκληρώθηκε
το «Σ’ αγαπώ»;
Ο
έρωτας περνάει και από το στομάχι…
Αλλά
έρχεται και η αμφισβήτηση, όχι γιατί,
λόγω «διαίτης» που μερικοί νομίζουν
πως είναι άλλο πράγμα από τη «διατροφή»
–άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα
του αλλιώς- δεν τρώω παρά μόνο ψητά ή
στον ατμό, αλλά γιατί η «κατσαρόλα» ως
λαϊκό σκεύος παρασκευής μεγάλης ποσότητας
φαγητού για να χορτάσει ο «λαουτζίκος»,
όπως θα έλεγε και η Μαντάμ Σουσού από
τον αριστοκρατικό Βύθουλα, θεωρήθηκε
κάπως παρακατιανή, έναντι της σχάρας
όπου ψήνονται οι «μπριτζόλες», οι
«τζιπούρες», τα λαβράκια και ο αστακός…
Εγώ δεν δένω την τύχη μου στο χερούλι
της κατσαρόλας, τραγουδάει ο George Brassens
για να σηματοδοτήσει τον ασυμβίβαστο,
αυτόν που βρίσκεται μακριά από τον
ταπεινό και κανονικό άνθρωπο ή αυτόν
που είναι μποέμ, δηλαδή …περιθωριακός.
«Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει
ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, άνθρωπο των
καπηλειών και των τρωγλών, και τον
παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο,
τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό
Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ»,
ξέχασε τον Διογένη και άλλους τινάς.
Αλλά σήμερα ο καθείς δεν χρειάζεται
καθόλου κατσαρόλα καθότι παίρνει φαγητό
απέξω …
Τώρα
είναι και ένα άλλο σκεύος που αποκτά
λογοτεχνική- καλλιτεχνική παρουσία·
είναι το μπρίκι του καφέ. Όσο και αν
εξελιχτήκαμε και πίνουνε ένα εσπρεσάκι,
έναν καπουτσίνο, έναν φίλτρου, έναν νες
καφέ φραπέ, υπάρχουν και οι πιστοί του
ελληνικού. Θυμάστε τη διαφήμιση του
Ευγένιου Σπαθάρη με τον Σαββόπουλο; Ε! και μόνο για τη διαφήμιση
θα έπρεπε να πίνουμε ένα ελληνικό και
Μπράβο μας και Λουμίδη μας και λογοτεχνικό
πατάρι μας….
Το
«μπρίκι», έχει την παρουσία του συχνά,
συχνότατα, στον ελληνικό κινηματογράφο.
Όταν π.χ. ο Λάμπρος ο Κωνσταντάρας αποκτά
«ρόδα» δηλαδή «κούρσα», δηλαδή Ι.Χ. πάει
βόλτα τους φίλους του στη Βάρκιζα να
δουν τον νέο δρόμο, και όταν σε μία στάση
για καφέ, κάνει την κίνηση εκείνος να
πληρώσει, πετάγεται ο Λογοθετίδης
(πάλι), ο καλός ο νοικοκύρης και τον
σταματά: «Α, όχι. Εσύ τη ρόδα, εγώ το
μπρίκι», δίνοντας ένα δείγμα της καλής
συμπεριφοράς ανάμεσα σε φίλους… Να
τώρα που μου ήρθε εκείνη η φράση του
Σαββόπουλου: «Ο Λογοθετίδης μας
συμφιλιώνει με τον πατέρα μας». Βέβαια,
αν θέλετε να νιώσετε πώς παίζουν τα
ρουθούνια μέσα στο «μαγεριό», ελάτε στη
Λοκάντα του μισέ Μπαστιά, δηλαδή στο
εδωδιμολεσχοοικητήριο, να οσφρανθείτε
μπαχάρια και πιπέρια και νοστιμιές:
εντράδες, γιουβαρλάκια, δολμάδες,
κιοφτέδες, κρεατοσφαιρίδια, παστουρμάδες,
τριχείας τεταριχευμένους χαλλούμιν,τζουτζούκια,
νηφοκοκκόζωμον, ποκλαβατην, και άλλα
πολλά τα οποία«μαγειρεύτηκαν»
στη Βαβυλωνία και μπήκαν στην ελληνική
γλώσσα, όχι από
τον διάσημο Νικόλαο Τσελεμεντέ, αλλά
από τον Δημήτριο Βυζάντιο, στα 1836.
Δεν
πρέπει βεβαίως να ξεχάσουμε και εκείνο
το τεράστιο καζάνι στην αυλή που μέσα
έβραζε η αλισίβα και έκανε κατάλευκα
τα σεντόνια κι απέξω ήταν κατάμαυρο.
Κατάμαυρο απέξω ήταν και το τηγάνι. Από
πάνω σαν τηγάνι, από κάτω σαν μπαμπάκι,
από πίσω σαν ψαλίδι, τι είναι; Αίνιγμα
του παλιού, αθώου καιρού. Και από τον
παλιό, αθώο καιρό, τοποθεσία στη Σάμο
και σήμερα λογοτεχνικό περιοδικό. Ο
Γιώργος Βέης
κάτι ξέρει από Τηγάνι, σαμιώτικο κρασί,
ψιθυρίσματα της πευκοβελόνας το
καταμεσήμερο, στάμπες στο τοίχο και
άλλα σήματα του παλιού καιρού επίκαιρα
και μη λησμονημένα που οι λέξεις
μεταφέρουν…
Λοιπόν,
ξέχασα για ποιο πράγμα ξεκίνησα να γράφω
και, μια γλυκιά μέθη από το γλυκό κρασάκι
στης Ασημίνας (!!!) το Βαρελάκι και τη
φλογέρα εκείνου του αυλητή, του σουραυλή
του Παπαδιαμάντη, γλίστρησα στην
κατηφορίτσα των συνειρμών, των σκευών,
των γεύσεων, των αρωμάτων, των εικόνων
και των υπαινιγμών που οι λέξειςαποπνέουν.
Συμπαθάτε με …
****
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ
Στην Κουζίνα ο Στίχος
Η μαγειρική και η ποίηση είναι δύο τέχνες που ανήκουν στον ίδιο γαστρονομικό σύμπαν της ψυχής. Κι αν η πρώτη τρέφει το σώμα και η δεύτερη την καρδιά, τότε και οι δύο υπηρετούν την ίδια πείνα: αυτή του ανθρώπου να νιώσει, να θυμηθεί, να μοιραστεί, να αγαπήσει.
Ο ποιητής είναι μάγειρας των συναισθημάτων. Επιλέγει τις λέξεις όπως ο σεφ τα υλικά του. Δεν χρησιμοποιεί απλώς λέξεις ωραίες αλλά εκείνες τις ώριμες, τις εποχιακές λέξεις που μοσχοβολούν μνήμη, τις φρέσκες λέξεις της εμπειρίας, τις πικρές ή αλμυρές λέξεις της απώλειας, τις γλυκές της αγάπης. Όπως ακριβώς ένα φαγητό μπορεί να είναι βαρύ ή ανάλαφρο, έτσι και η ποίηση πλάθεται ανάλογα με την εσωτερική θερμοκρασία του ποιητή.
Ποιος δεν θυμάται ένα πιάτο από τα παιδικά του χρόνια και δεν συγκινείται; Ποιος δεν έχει κλάψει πάνω από μια κατσαρόλα, ή δεν έχει γράψει ένα στίχο με το πιρούνι να ακουμπά στην άκρη του πιάτου; Η κουζίνα είναι ένα είδος σκηνής όπου η καθημερινότητα γίνεται τελετουργία. Εκεί γεννιούνται οι πιο βαθιές ποιητικές στιγμές. Η σιωπή πριν το πρώτο βράσιμο, ο ήχος του λαδιού που τσιτσιρίζει, το ανακάτεμα με προσοχή σαν να γυρίζεις μια μνήμη προσεκτικά για να μην σπάσει.
Η γλώσσα της ποίησης είναι συχνά γαστρονομική. Λέμε, «γλυκός λόγος», «καυστικός στίχος», «πικρές αλήθειες», «γεύση λέξης». Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για «λάδι και λεμόνι», ο Νίκος Γκάτσος έβαζε τον ήλιο στο τραπέζι, κι ο Νίκος Καββαδίας κουβαλούσε στις μπουρούδες της θάλασσας τις μυρωδιές από κουζίνες ανατολικές. Η ποίηση δανείζεται τη γεύση για να πλησιάσει το άφατο γιατί καμιά φορά μια μυρωδιά από ψωμί που ψήνεται λέει περισσότερα από εκατό λέξεις.
Κι όπως στη μαγειρική, έτσι και στην ποίηση, η υπερβολή χαλάει τη γεύση. Ο μεγάλος σεφ, όπως και ο μεγάλος ποιητής, ξέρει πότε να σταματήσει, πότε να αφήσει χώρο για τη σιωπή, για το άδειο πιάτο, για το λευκό χαρτί. Ένα ποίημα μία συνταγή.
Οι στίχοι, σαν φέτες που κόβονται με λεπτό μαχαίρι.
Το θέμα, σαν καρύκευμα πότε έντονο κι άλλοτε διακριτικό.
Η παύση, σαν σιγανό μαγείρεμα. Το κόμμα η δοκιμή μ’ ένα βαθύ κουτάλι.
Θέλει ακόμα βράσιμο ο στίχος. Και να ο τίτλος, το καπάκι της κατσαρόλας που κρατά μέσα το άρωμα, μέχρι να ανοίξει η ψυχή του αναγνώστη.
Η ποίηση της μαγειρικής είναι και ποίηση της γενναιοδωρίας, του μοιράσματος. Κάθε πιάτο που προσφέρεται είναι μια αφιέρωση. Κάθε λέξη που γράφεται με αγάπη είναι ένα κομμάτι ψωμί. Η μητέρα που ζυμώνει χωρίς λόγια, είναι ποιήτρια. Ο πατέρας που βράζει μια σούπα, χωρίς να πει τίποτα, απαγγέλλει τους πιο καθαρούς στίχους φροντίδας.
Όταν ο ποιητής πεινάει, δεν ψάχνει μόνο τροφή. Ψάχνει νόημα. Κι όταν μαγειρεύει, μαγειρεύει για κάτι παραπάνω από γεύση. Μαγειρεύει για ανάμνηση, για σχέση, για παρουσία. Όπως έλεγε και η γιαγιά: «Το φαΐ γίνεται νόστιμο ακόμα κι αν του λείπει το αλάτι, αρκεί να έχεις κάποιον να το φάτε μαζί.»
Η ποίηση γίνεται αληθινή όταν κάποιος τη μοιραστεί.
Κι ίσως τελικά, κάθε καλοψημένο ποίημα να είναι ένα δείπνο για την ψυχή.
****
ΜΥΡΤΩ ΧΜΙΕΛΕΦΣΚΙ
ΒΑΡΥΣΤΟΜΑΧΙΑ
Οι φτηνές σαρδέλες, που φαγώθηκαν το μεσημέρι με μια έτοιμη μερίδα φακές, ήταν αμετακίνητες στο στομάχι του. Σαν μια στρογγυλή πέτρα στη μέση του κορμιού του, που τον κόλλησε πρώτα ανάσκελα στο στρώμα και μετά συνέχισε να τον κατεβάζει· στο πάτωμα, στον από κάτω όροφο, στο ισόγειο και τέλος στο υπόγειο ─ όπου έμεινε να κοιμάται τον μεσημεριανό του ύπνο δίπλα σε κάτι κούτες με αδιάφορο περιεχόμενο.
O πίσω τοίχος, ο ανεπίσημος, Ενύπνιο 2021
*Oι φωτογραφίες είναι παρμένες από το pixabay και το Pexels
*Ανθολόγηση για το Varelaki: Aσημίνα Ξηρογιάννη