***********
<<
Σεβαστέ Αγιοβασίλη, λυπάμαι που το εξομολογούμαι αλλά περιμένω με λαχτάρα το
απροσδόκητο κι αυτό μ΄ έχει σμπαραλιάσει. Τρέμω επίσης την άλλη όψη του
απροσδόκητου κι αυτό μ΄ έχει σακατέψει. Δεν είμαι μικρό παιδί, είμαι σαράντα
χρονών, αλλά μέσα μου δεν έχω ακόμα ωριμάσει. Διατηρώ κάποιες παιδικές
ευαισθησίες που λογικά έπρεπε να τις είχα αποβάλλει εδώ και πολύ καιρό γιατί η
ζωή είναι σκληρή, αλλά εγώ είμαι μαλθακός τύπος, ένα βουτυρένιο ανθρωπάκι.
΄Οταν ήμουν παιδί δεν τολμούσα να σου ζητήσω τίποτα γιατί ήξερα ότι τον λογαριασμό
των δώρων που θα μου έφερνες θα τον χρέωνες τελικά στους γονείς μου, κι αυτοί
οι καημένοι ήταν τόσο φτωχοί, αν και τόσο εργατικοί, κι έτσι έμαθα με τον καιρό
να μην λαχταρώ μποναμάδες. Κατά βάθος, πάντα μου έλπιζα ότι όταν τελικά
μεγαλώσω θα με είχες ανταμείψει γι΄ αυτήν μου την εγκράτεια, χαρίζοντας μου
αυτά που δεν μου χάρισες παιδί. Βέβαια διαψεύσθηκα οικτρά, αλλά αυτό ήταν κάτι
που το ήξερα. Εκείνο που δεν ήξερα είναι ότι έπρεπε να μου χρεωθεί τόση
κακοτυχία, που ακόμη κι αν νοίκιαζα τις Γενικές Αποθήκες του Κράτους δεν θα
χωρούσε μέσα. Δεν θέλω να με λυπηθείς μ΄ αυτό μου το γράμμα, καλέ μου ΄Αγιε
Βασίλη, ούτε να μου χαρίσεις τίποτα. Θέλω από κει ψηλά που είσαι να φτύσεις με
δύναμη τις φάτσες κάποιων ηλίθιων που χασκογελούν γύρω μου και να τους στείλεις
σπίτι τους να τρίψουν το πάτωμα.>>
Τον
πλησιάζει μια άλλη άσχημη υπάλληλος με μια πατσαβούρα στο χέρι και τον ρωτάει: <<
Μπορώ να πάρω τον δίσκο σας; >>. Εντάξει, πάρτον, απαντάει και νιώθει μια τρελή
επιθυμία να της χώσει την πατσαβούρα στο στόμα. Παρολαυτά είναι ευγενής και δεν
κάνει τίποτα. Ξέρει ότι είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι βιάζονται να
βρεθούν στα σπίτια τους. Αυτός δεν έχει να κάνει τίποτα κι αυτό το μίγμα του
τίποτα με το τίποτα τον παραλύει. ΄Η μάλλον πρέπει να γυρίσει πίσω στην
αποπνικτική ατμόσφαιρα της κλινικής και να περιμένει μ΄ αγωνία τη μοιραία
έκβαση, την έκβαση ενός εκτυφλωτικού τίποτα. Ο θυρωρός στην πόρτα τον αφήνει να
μπει, μετά κλειδώνει. Γλιστράει στον σκοτεινό θάλαμο και τον βρίσκει να
κοιμάται βαρειά. Κοιτάζει τον ορό αν είναι εντάξει και μετά κάθεται σε μια
καρέκλα και περιμένει άγρυπνος. ΄Εξω σκάνε τα πρώτα βεγγαλικά. Στον θάλαμο
κανείς άρρωστος δεν νοιάζεται. Σεβαστέ
Αγιοβασίλη, αν πετάξεις πάνω απ΄ αυτόν τον ουρανό στείλε μια νοερή ευχή έστω κι
αν εγώ δεν την ακούσω. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Η ζωή ούτως ή άλλως είναι ένας
άλυτος γρίφος.