Αντί Βιογραφικού
Ο Πάνος Σ. Νιαβής , γεννήθηκε το Μάη του 1956 στο Μάραθο Ευρυτανίας .Φύσαγε ένας διαολεμένος αέρας Ήττας εκείνα τα δίσεκτα χρόνια. Η στρατιωτική χλαίνη του πατέρα στερημένη της όποιας δόξας ανέμιζε ηττημένο σκιάχτρο πουλιών στη φούρκα του κήπου. Στα δώδεκα βρέθηκε μακριά απ’ την πατρογονική εστία και την αναζητά έκτοτε επί ματαίω χωρίς την αναισθητική στήριξη από τις νεανικές βεβαιότητες και ψευδαισθήσεις γιατί , όπως λέει κι ο ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου στην Ιχνογραφία του «Τυχαίο να 'ναι λες που μόνο ο Κανένας γύρισε στην Ιθάκη; » Παραμένει έκτοτε εσωτερικός εξόριστος , τρωτός και ανέστιος. Κάτι ανεξήγητο τον κυνηγά και οι λέξεις , σαν τούτες που κρατάτε στα χέρια σας , τις οποίες παγιδεύει στο χαρτί τις νύχτες , για άγνωστη σ αυτόν αιτία φωνάζουν : « Ίδε ο Ιβύκου έκδικος »…Ευτύχησε και δυστύχησε στη ζωή του , άλλοτε αυτός η πληγή κι άλλοτε αυτός το μαχαίρι . Αξιώθηκε να δει τα όνειρά του να σπαρταρούν πιασμένα στο δίχτυ της πραγματικότητας θεατά και αθέατα έμπλεα όμως νοήματος . Ευλαβούμενος ενέσταξε σε τούτες τις λέξεις την ωραιότητα των ημερών του που ηττήθηκαν ή που προδόθηκαν από τη « μάστιγα » της πραγματικότητας …. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 2 ποιητικές συλλογές : « Ο μαύρος κότσυφας στο χιόνι » , εκδόσεις Samizdat και « Η Τριγωνομετρία των Παθών » , εκδόσεις Μελάνι
Ονειρική περιπέτεια του Αυγούστου
Αταλάντη Αύγουστος 2010
Χτες , μες τον κάματο του αυγουστιάτικου απομεσήμερου περιπλανώμενος
ήρθε στ όνειρό μου ως ναυαγός σε καταποντισμό ο νεκρός πατέρας .
Αλλόκοτος χαοτικός χωρίς ειρμό ο δυσανάγνωστος κόσμος των ονείρων
να αρδεύει το όνειρο τη μνήμη κι μνήμη την αργοπορία της ή τη λησμονιά της .
Ήταν , λέει , άρρωστος και μαραμένος σαν σκοτεινή παραβολή του Ιησού
σ ένα νοσοκομείο μιας ακατοίκητης φανταστικής Αγίας Πετρούπολης
ξένος σε ένα λιτό θάλαμο συναρπαστικών λέξεων τραυματιοφορέων
του ποιήματος «Καθρέφτες» της Ρωσίδας ποιήτριας Ζινάϊντα Γκίππιους!
Στην απόσκια μεριά της σκάλας κούφιο το μέλλον ακυβέρνητο παραδέρνει. Κάτι φώναξα άηχα , σάλεψε νωχελικά σαν πεπρωμένο δίπλα μου η Αλκμήνη , αναδιπλώθηκε αστραπιαία η σφαγή του ονείρου μες το φτεροκόπημα πουλιών από ακαθόριστες επικράτειες πιο πέρα κι από το μαύρο του θανάτου . Θρόιζε άραγε ο αέρας στον κήπο την πυκνόφυλλη μουριά ή συνέχεια του ονείρου την αργυρόφυλλη σημύδα στο έμπα της νοσοκομείου της αγίας Πετρούπολης ;
Εφήμερα τα όνειρα και ζωές των νεκρών μας στο βαθύ εντός του ονείρου έτσι που σε αναγκάζουν να αγιάζεις μένοντας παιδί μες σε μακρινές παλιές μέρες που κανείς δεν τις θυμάται πια …..
Εικόνισμα αθωότητας
Μπαίνει δειλά από τις χαραμάδες η βρεγμένη Κυριακή .
Στο απέναντι τζάμι δυο παιδικές θλίψεις
παραδίδονται λυπημένες στην κυριαρχία της βροχής ,
εικόνισμα αθωότητας ...
Ευλογία όμως η βροχή ετοιμάζει τις πηγές
της αυριανής μέρας που τα παιδιά
θα κυνηγούν τον Έρωτα στις ανθισμένες πεδιάδες
του έαρος που η γνώση θα συντηρεί το είναι
ενώ θα κρύβεται μες τα χαμόκλαδα το έχειν …..
Η λέξη «ΜΑΝΝΑ» στο κλαράκι του Μπρούνου
Ήρθε η λέξη « μάννα» και στάθηκε παρηχητικά αμήχανη
στο γυμνό κλαράκι του μπρούνου , στον ξένο ακάλυπτο!
μπα , η λέξη μάννα να ‘τανε ή κάνας περαστικός κότσυφας ;
Η μουσική από το απέναντι ημιυπόγειο μιλά την Αλβανική
ο σκοπός της όμως γνωστός το παλιακό Ηπειρώτικο
« Γιώργο μάς πήρε η άνοιξη μάς πήρε το καλοκαίρι…»
Βρέχει αθόρυβα , ένα ρίγος απογυμνώνει
τη λέξη από το νόημα της.
Σύντομη σιωπή κι μάννα πέταξε
στην αμεριμνησία του θανάτου της
εξάλλου καμιά λέξη δεν υπάρχει
χωρίς το ουσιαστικό της περιεχόμενο.
Μαύρος κότσυφας στο χιόνι εκδ. Samizdat 2015
****
O Μαύρος κότσυφας στον κήπο
O κότσυφας στον κήπο γράφει ,
μια εαρινή σονάτα με κάρβουνο.
Εγώ παίρνω τα μεσημέρια τους δρόμους,
πάω συνήθως Λισαβόνα , την 'Aνοιξη .
Πρόσοψη την πρόσοψη στη θάλασσα
σφαδάζουν αναριγώντας τα χρώματα στο νερό.
‘Αλλοτε φθινόπωρο στην Οδησσό
ανεβαίνω τα βρεγμένα σκαλιά της
και ξεχνώ τη δρόσο των ματιών σου!
ή το «σ ΄αγαπώ » σου τυλιγμένο στις φλόγες.
Ο κότσυφας στον κήπο κρυμμένος
γράφει μια λυπημένη σονάτα με κάρβουνο.
Περπατώ στις ρούγες του Ηρακλείου
στύβω το μυαλό μου και το χρόνο
και πετούν πολύχρωμες πεταλούδες
δεμένες με σπάγκους αόρατους
οσμή ομορφιάς που συνάντησα
ταξιδεύοντας στον κόσμο ή στις σιωπές μου.
Αντάμωσα συχνά τον περιπλανώμενο Ιησού,
να πολλαπλασιάζει τις ομορφιές και τις όμορφες.
Από πόλη σε πόλη από βροχή σε καταιγίδα
από Σάββατο σε ασπρόμαυρο χελιδόνι
εκεί εσαεί στα αδιάβροχα μάτια σου
και στα πυράκανθα χείλη σου με γεύση μελιού ,
περνούν και φεύγουν μέρες και νύχτες
κι ο κότσυφας μόνος με χρυσό φλάουτο
τερερίζει μια ατέλειωτη σονάτα από κάρβουνο
αθωώνοντας όλες τις αμαρτίες του κόσμου ...
Μάταιη αναμονή
Ενώ σε περιμένω μέρες , μήνες
χρόνια , μη σου πω και αιώνες ,
Εσύ , ενώ ξεκινάς να με βρεις
δεν φτάνεις ποτέ σε μένα.
Κρύφτηκα κι εγώ σ ένα στίχο
κάτω από την επικείμενη βροχή
και περίμενα να δω που χάνεσαι .
Φτάνεις κάθε σούρουπο
στο σκοτεινό τοπίο της έμπνευσης
κι αντί να μπεις και να μου παραδοθείς
αμαρτωλή κι αθώα πρόστυχη
ο εγωισμός σου σε γυρίζει πίσω !
Εμένα με παίρνει ο ύπνος
και ξημερώνομαι σταθμάρχης τρένων
λίγο έξω από το Λιανοκλάδι
ή στο σκοτεινό Κίελο χειμώνα καιρό
-μένει πάντα αδιευκρίνιστο-
στη σκοτεινή φύση των ονείρων μου !
Ξημέρωμα φθινοπωρινής Κυριακής
Το δειλό βλέμμα του Ήλιου
διαπέρασε τα πρωινά σύννεφα
νικώντας άλλη μια φορά τα σκοτάδια .
Άγρυπνος μετρούσε αυτούς
που τον θυμούνται κι αυτούς που θυμάται .
Η Adel , από κάπου φώναζε απελπισμένη
Hello, it's me ...Hello , can you hear me ?
Αποδημητικά χρόνια περνούν και πάνε.
Το γαλάζιο της θάλασσας χαμογέλασε αυτάρεσκα .
Η Κυριακή φόρεσε το γιορτινό της πουκάμισο,
κι αυτός ακόμη υπερασπίζεται το κλάμα
των νυχτερινών αισθημάτων του ανυπεράσπιστος ...
Η Τριγωνομετρία των Παθών , εκδ. Μελάνι 2019
Ανέκδοτα ποιήματα
Εκείνο το απόγευμα
Εκείνο το απόγευμα
αυτός την έκρυψε στις τσέπες του ,
τις τσέπες ενός μαύρου σακακιού
από παλιούς χειμώνες .
Γιατί χρόνια τώρα
χειμώνα καλοκαίρι
φορούσε χειμώνες .
Αυτή όμως κρύφτηκε στο μυαλό του
και του καταστρέφει τα βράδια
με άγρυπνο Φως
τους φανταστικούς του κήπους
με τις μαύρες ανεμώνες του ...
Έξοδος μεγάλης Παρασκευής
Βγήκα με συλλαβές πένθιμες
να χαθώ στην έπαρση της βουής
και στη συμπόνια του σούρουπου
και βρήκα την έπαρση της άνοιξης
να περιφέρεται μοναχική
κι ο ουρανός δυσοίωνος κι άδικος
έβρεχε βαριά σιωπή
Έξοδος μεγάλης Παρασκευής
Βγήκα με συλλαβές πένθιμες
να χαθώ στην έπαρση της βουής
και στη συμπόνια του σούρουπου
και βρήκα την έπαρση της άνοιξης
να περιφέρεται μοναχική
κι ο ουρανός δυσοίωνος κι άδικος
έβρεχε βαριά σιωπή
και το αίμα χιλιάδων εσταυρωμένων ...
Ο μαύρος κότσυφας το φθινόπωρο
Η μάνα βαριά άρρωστη
έγραφε στίχους στη μνήμη μου .
Μια κοίταζε έμενα ,στοργικά ,
μια κάρφωνε το βλέμμα της
στοχαστικά στον απέναντι τοίχο .
-Μέχρι να το καταλάβεις
θα έχει περάσει , μονολόγησε ,
και σκούπισε με την παλάμη ανάστροφα
την περισσή αγωνία
του επικείμενου θανάτου ,
από το κάθιδρο μέτωπό της .
Τα λόγια της σφυρί και σκαρπέλο
σκάλισαν την παλιά πέτρα
που ακουμπούσε η βαριά λύπη της.
-Ποιος ; τη ρώτησα , μεγαλόφωνα ,
να της ξύσω το χαλκό των χειλιών της .
-Η Ζωή μου απάντησε , ξέπνοα
κι έγειρε να κοιμηθεί αμετάκλητα
μέσα σ ‘ένα πνιγηρό καλοκαίρι .
Πέρασαν πολλοί χειμώνες στριφνοί
ή καλοκαίρια ανέμελων θριάμβων ,
και φθινοπωρινές εσωστρέφειες
ή άνοιξες με ξέπλεκες προσδοκίες .
Κι ένα βράδυ ,καθημερινό κι αδιάφορο
μου χτύπησε την πόρτα ξαφνικά
εκείνο το ελάχιστο , σκουριασμένο
« Μέχρι να το καταλάβεις
θα ‘χει περάσει», της μάνας !
Από κάπου ακούστηκε
ο ραγισμένος κελαϊδισμός
του μαύρου κότσυφα ,
κρυμμένου στις απουσίες
και τις αποσιωπήσεις του φθινοπώρου ,
αναστατώνοντας ορμητικά
το εύρος της επίγνωσης
Ο μαύρος κότσυφας το φθινόπωρο
Η μάνα βαριά άρρωστη
έγραφε στίχους στη μνήμη μου .
Μια κοίταζε έμενα ,στοργικά ,
μια κάρφωνε το βλέμμα της
στοχαστικά στον απέναντι τοίχο .
-Μέχρι να το καταλάβεις
θα έχει περάσει , μονολόγησε ,
και σκούπισε με την παλάμη ανάστροφα
την περισσή αγωνία
του επικείμενου θανάτου ,
από το κάθιδρο μέτωπό της .
Τα λόγια της σφυρί και σκαρπέλο
σκάλισαν την παλιά πέτρα
που ακουμπούσε η βαριά λύπη της.
-Ποιος ; τη ρώτησα , μεγαλόφωνα ,
να της ξύσω το χαλκό των χειλιών της .
-Η Ζωή μου απάντησε , ξέπνοα
κι έγειρε να κοιμηθεί αμετάκλητα
μέσα σ ‘ένα πνιγηρό καλοκαίρι .
Πέρασαν πολλοί χειμώνες στριφνοί
ή καλοκαίρια ανέμελων θριάμβων ,
και φθινοπωρινές εσωστρέφειες
ή άνοιξες με ξέπλεκες προσδοκίες .
Κι ένα βράδυ ,καθημερινό κι αδιάφορο
μου χτύπησε την πόρτα ξαφνικά
εκείνο το ελάχιστο , σκουριασμένο
« Μέχρι να το καταλάβεις
θα ‘χει περάσει», της μάνας !
Από κάπου ακούστηκε
ο ραγισμένος κελαϊδισμός
του μαύρου κότσυφα ,
κρυμμένου στις απουσίες
και τις αποσιωπήσεις του φθινοπώρου ,
αναστατώνοντας ορμητικά
το εύρος της επίγνωσης
και το βάθος του ενεστώτα μου .