Γιῶργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη 1908 - Ἀθήνα
1941):
ποιητής, φιλόσοφος καὶ δοκιμιογράφος.
[...]
Ὅποιος φέρνει τὴ θάλασσα στὴν ἀγκαλιά του
Εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἀπὸ βάρος
Εἶναι σὰ νὰ μὴ ντρέπεται ποὺ πηγαίνει μὲ τὸν ἀγέρα
Εἶναι σὰ νὰ κρατάει ὁλάκερη τὴ γῆ μέσα στὸ βλέμμα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὴ νύχτα
Καὶ νὰ τοῦ γίνεται ἡ νύχτα μητέρα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἥλιο
Καὶ ν᾿ ἀγαπάει μία γυναῖκα
Ποὺ τὴ νομίζει βρέφος
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἄνεμο
Κι ἔτσι νὰ χάνει καὶ νὰ κερδίζει τὴ φωνή του
Ἡ ὁμίχλη
Ἡ ὁμίχλη βρίθειἈπὸ ἀνεμῶνες
Κοίτα τὰ κλαριὰ
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιὰ
Βλέπε μέσα
Στὴ σωστὴ σταγόνα
Ποιὰ φόρα
Παίρνει τὸ παιδὶ
Ποιὰ νάρκη
Ἡ γυναῖκα
Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανό...
Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μουΜὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας
Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε
Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι
Ὄνειρο
Σὰν ἄσπρο σύννεφοἡ σκιά σου σκεπάζει τὸν ὕπνο
ποὺ σ᾿ ἕνα δυσεύρετο παράδεισο κοιμᾶμαι·
ἀκούω πὼς τραγουδᾶς κάτω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο,
μὰ μὲς στὴ φωνή σου λιγώνω
καὶ δὲ βλέπω τὸν οὐρανό
Ἡ ποίηση
(ΠρόλογοςΔὲ μπορῶ νὰ βρῶ πιά, τί θέλει νὰ πεῖ ποίηση. Μοῦ διαφεύγει. Τὸ ἤξερα, ἀλλὰ τώρα μοῦ διαφεύγει. Ἂν κάποιος μοῦ ρωτήσει αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ. Γιατὶ ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος πὼς ἡ ποίηση εἶναι μιὰ οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως καὶ ἡ ζωή. Καὶ κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπὸ κάποιον κρύβομαι. Σὰ ν᾿ ἀρχίζω νὰ γίνομαι τρελός, καὶ νὰ ντρέπομαι.Αλλὰ ἡ ποίηση; Κάποιος θὰ σταθεῖ ἱκανὸς νὰ πεῖ στοὺς ἄλλους, ὄχι σ᾿ ἐμένα ποὺ ἂν καὶ τὸ ξέρω φεύγω, τί εἶναι ποίηση! |
Μιλῶ...
Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούειΜιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει
Δὲν εἴμαστε ποιητές
Δὲν εἴμαστε ποιητὲςΣημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς.
Μόλις πεθάνει
Μόλις πεθάνειἩ ἀγάπη
Θέλει σιωπὴ μεγάλη
Γιὰ νά ῾βρει στὴν ἄκρη τοῦ πόνου
Τὴν περίφημη λίμνη
Τὴ λήθη.
Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει
Μπορεῖ ἕνας ἀπὸ μᾶς ν᾿ ἀγαπήσει μία γυναῖκα;Ἂς βγεῖ ἔξω
Ἂς περπατήσει πρὸς τὴ θάλασσα
Ἂς τραγουδήσει
Ἀπὸ τὰ κύματα θ᾿ ἀνθίσουν γυναῖκες
Ὄχι μοναχὰ γιὰ κεῖνον ποὺ τραγουδᾷ
Ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας
Ὅλοι θὰ μάθουμε ξανὰ τὸν ἔρωτα
Σὰν νὰ μὴν τὸν ξέραμε ποτὲ
Σὰν νὰ τὸν εἴχαμε λησμονήσει
Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει
(19.6.1938)
Τῆς ὀμορφιᾶς
Ἡ πιὸ γλυκιὰ παρθέναΣτολίζει τὸ δωμάτιο
Εὐφραίνει τὴν περισυλλογὴ
Ἂς ποῦμε πὼς εἴμαστε εὐτυχεῖς
Κι εἶναι ἡ σειρά μας
Νὰ βρεθοῦμε ἀθάνατοι,
Νὰ φιλήσουμε τὴν ὀμορφιὰ
Στὰ χείλη
Καὶ στὸ λεπτό της φόρεμα
και γίνεσαι σαν τη θάλασσα..
Απόψε σε αγαπώ
Το ξέρει η θάλασσα
Το ξέρει το βουνό
Εσύ μονάχα λες πως δεν το ξέρεις
Κι αρπάζεις απ'τον άνεμο το ψέμα
Και γίνεσαι γυναίκα και σκιά
Και γίνεσαι σαν τη θάλασσα
Όταν δεν τη βλέπουμε πια
Όταν το άρωμά της
Κρύφτηκε πίσω από ένα τοίχο
Βυθίζουμε το πρόσωπό μας στα νερά
Αλλά τη θάλασσα τη θάλασσα δεν τη βλέπουμε πια
Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας
Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας
Με όραση καινούρια προχωρούμε
Η μέρα έχει μαιάνδρους*
Όπως η θάλασσα κύματα
Στην καρδιά μας αδειάσαμε (προσωρινά)
Την πόλη
Εμείναμε με την εικόνα τ' ουρανού
O ήλιος εμέτρησε τη γη μας
Η μέρα τούτη όπου ξυπνήσαμε
Με θάλασσα και κύματα
Με όραση και μνήμη καθαρή
Τόσο μεγάλωσε
Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη μετρήσει
Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη χωρέσει