Translate

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Στην αρχή, και πριν το τέλος: τρία ποιήματα της Σύλβια Πλαθ, από την εφηβεία της έως και λίγο πριν την «φυγή» της.








       Στην αρχή, και πριν το τέλος: 
τρία ποιήματα της Σύλβια Πλαθ, από την εφηβεία της έως και λίγο πριν την «φυγή» της.




Κείμενο, έρευνα και απόδοση ποιημάτων: Ειρήνη Βεργοπούλου.






Η βασανισμένη αλλά ιδιοφυής Σύλβια Πλαθ (1932-1963),  δεν παύει να συγκινεί το κοινό της ποίησης, αλλά και να αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο μέσα από τις καινούργιες και συνεχιζόμενες εκτιμήσεις των κριτικών και από τις έρευνες, τα ανανεωμένα άρθρα  και  τις αποτιμήσεις του σημαντικού έργου της. Αυτόν τον καιρό  για παράδειγμα “τρέχει” στην Ουάσινγκτον μια έκθεση με αντικείμενα από τη ζωή της και ζωγραφιές της ιδίας, ενώ ένα μεγάλο συνέδριο για αυτήν προετοιμάζεται στο Ωλστερ της Ιρλανδίας για τον Νοέμβριο.

Τα δείγματα του πηγαίου και τεράστιου ταλέντου της στη γραφή, όπως και η βαθιά ευαισθησία της πάνω στα πράγματα, στις αισθήσεις, στη ζωή, μα και οι αρχές της κατάθλιψής της δυστυχώς που θα την ταλάνιζε για πάντα, όλα αυτά λοιπόν ήταν εμφανή από τα εφηβικά της χρόνια. Για όσους, και είναι πολλοί, αγαπούν την ποιητική της έκφραση, είναι εξόχως συγκινητική η ανάγνωση των  πολλών γραμμάτων που  η Σύλβια  έγραφε προς την οικογένειά της στα χρόνια από την εφηβεία έως και το τέλος της ζωής της, και τα οποία τα εξέδωσε συγκεντρωμένα σε τόμο η μητέρα της Ωρέλια Πλαθ το 1975, υπό το τίτλο «Γράμματα στο σπίτι: Αλληλογραφία 1950-1963». Στα γράμματα αυτά, μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τον τρόπο που ήδη συνελάμβανε την πραγματικότητα η νεαρή Πλαθ, ποιες ήταν οι ανησυχίες της, και πώς εξελισσόταν η σκέψη της.

Σε ένα μικρό και απλό ποίημα που έγραψε περίπου στα 17 της, και το οποίο η Ωρέλια περιλαμβάνει στον πρόλογο της έκδοσης, η Σύλβια έγραφε:









You ask me why I spend my life writing?

Do I find entertainment?

Is it worthwhile?

Above all, does it pay?

If not, then, is there a reason? …



I write only because

There is a voice within me

That will not be still.





Με ρωτάς γιατί περνώ τη ζωή μου γράφοντας;

Αν βρίσκω διασκέδαση;

Αν αξίζει;

Και πάνω από όλα, αν πληρώνομαι για  αυτό;



Αν όχι, τότε, υπάρχει λόγος;…

Γράφω μόνο επειδή
Υπάρχει μια φωνή μέσα μου.







      Μετά το σχολείο, η Πλαθ ενεγράφη στο Κολέγιο Σμιθ στη Μασαχουσέτη, όπου αμέσως τα ποιήματά της διακρίθηκαν και εντυπωσίασε. Από τότε υπάρχει και το παρακάτω ζωγραφικό σχέδιο (από κάποια Stookie Allen) που την απεικονίζει, το οποίο  είχε αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων του Κολεγίου και  που μιλά για «Εφηβικούς θριάμβους», αφού δυο ποιήματα της νεαρής φοιτήτριας είχαν ήδη δημοσιευτεί σε πανεθνικής εμβέλειας περιοδικά.






 Κάνοντας ένα χρονικό άλμα μπροστά, ξέρουμε ότι ύστερα από πολλή “κατάθεση” νου και ψυχής στην ποίηση, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη εξαίρετα γραπτά, η Σύλβια θα αυτοκτονούσε εισπνέοντας υγραέριο, εγκλωβισμένη σε μια μόνιμη κατάσταση κατάθλιψης, που η ύπαρξη των δυο παιδιών της δεν μπορούσε να αναχαιτίσει. ‘Ένα σύνολο από 274 ποιήματά της συγκέντρωσε ο σύζυγός της Τεντ Χιούτζ στο συγκεντρωτικό τόμο The Collected Poems  το 1981, και ο οποίος τόμος βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ ποίησης.


Στον τόμο αυτό, υπάρχουν και δυο ποιήματα που η Σύλβια συνέγραψε λίγες μόλις μέρες πριν αυτοκτονήσει και τα οποία, παρόλη την απαισιοδοξία και μελαγχολία που την κατέτρυχε, σφύζουν ωστόσο από ζωηράδα, εικόνες, και θετική στάση απέναντι στη ζωή. 






KINDNESS



Kindness glides about my house.

Dame Kindness, she is so nice!

The blue and red jewels of her rings smoke

In the windows, the mirrors

Are filling with smiles.



What is so real as the cry of a child?

A rabbit’s cry may be wilder

But it has no soul.

Sugar can cure everything, so Kindness says.

Sugar is a necessary fluid,



Its crystals a little poultice.

O kindness, kindness

Sweetly picking up pieces!

My Japanese silks, desperate butterflies,

May be pinned any minute, anesthetized.



And here you come, with a cup of tea

Wreathed in steam.

The blood jet is poetry,

There is no stopping it.

You hand me two children, two roses.





Καλοσύνη

Η καλοσύνη γλιστρά ολόγυρα στο σπίτι μου

Η Κυρά Καλοσύνη, είναι τόσο γλυκιά!

Τα μπλε και κόκκινα πετράδια των δακτυλιδιών της καπνίζουν

Στα παράθυρα, οι καθρέπτες

Γεμίζονται με χαμόγελα.



Τι είναι τόσο πραγματικό όσο η κραυγή ενός παιδιού;

Η κραυγή ενός λαγού μπορεί να είναι πιο άγρια

Αλλά δεν έχει ψυχή.

Η Ζάχαρη μπορεί να γιάνει τα πάντα, λέει η Καλοσύνη.

Η Ζάχαρη είναι ένα αναγκαίο υγρό,

Οι κρύσταλλοί της ένα μικρό κατάπλασμα.

Ω καλοσύνη, καλοσύνη

Γλυκά που μαζεύει από κάτω τα κομμάτια!

Τα γιαπωνέζικά μου μεταξωτά, απελπισμένες πεταλούδες,

Μπορεί να καρφιτσωθούν ανά πάσα στιγμή, αναίσθητες.



Και έρχεσαι λοιπόν, με ένα φλιτζάνι τσάι

Στεφανωμένη με τον ατμό.

Το αίμα που ξεπηδά είναι η ποίηση,

Δεν το σταματά τίποτε.

Μου δίνεις και δυο παιδιά, δυο τριαντάφυλλα



*****


BALLOONS

Since Christmas they have lived with us,
Guileless and clear,
Oval soul-animals,
Taking up half the space,
Moving and rubbing on the silk

Invisible air drifts,
Giving a shriek and pop
When attacked, then scooting to rest, barely trembling.
Yellow cathead, blue fish —
Such queer moons we live with

Instead of dead furniture!
Straw mats, white walls
And these traveling
Globes of thin air, red, green,
Delighting

The heart like wishes or free
Peacocks blessing
Old ground with a feather
Beaten in starry metals.
Your small

Brother is making
His balloon squeak like a cat.
Seeming to see
A funny pink world he might eat on the other side of it,
He bites,
Then sits
Back, fat jug
Contemplating a world clear as water.
A red
Shred in his little fist.




Μπαλόνια

Από τα Χριστούγεννα είναι που ζουν μαζί μας,
Άδολες και κατακάθαρες,
Οβάλ αδελφές ψυχές,
Που καταλαμβάνουν το μισό χώρο,
Κινούνται και τρίβονται στο μετάξι

Αόρατα ρεύματα αέρος
Βγάζουν μια στριγκλιά και σκάνε
‘Όταν τους επιτεθείς, ύστερα λακίζουν για να ξεκουραστούν, ίσα που τρέμουν.
Κίτρινο κεφάλι γάτας, μπλε ψάρι-
Με τέτοια αλλόκοτα φεγγάρια ζούμε.

Αντί για ψόφια έπιπλα!
Ψάθινα χαλάκια, άσπροι τοίχοι
Και αυτές οι περιφερόμενες
Σφαίρες αέρα, κόκκινες, πράσινες,
Ικανοποιώντας

Την καρδιά σαν ευχές ή σαν ελεύθερα
Παγώνια που ευλογούν
Το πάτωμα με ένα φτερό
Στολισμένο με στρασάκια.
Ο μικρός σου
Αδελφός κάνει
Το μπαλόνι του να τσιρίζει σαν γάτα.
Φαίνεται θέλει να δει
‘Έναν αστείο ροζ κόσμο που θα μπορούσε να φάει στην άλλη του πλευρά.
Δαγκώνει,
Μετά κάθεται
Πίσω,  σαν βαριά κανάτα
Αναλογιζόμενος έναν κόσμο καθάριο σαν νερό
‘Ένα κόκκινο
Κουρελάκι στη μικρή του γροθιά.


****