Στη σκοτεινή πλευρά
του φεγγαριού
λάθρα
συναντηθήκαμε.
Με γλωσσοκάλεμα
του νου
δύσκολα σμίλεψα
την πέτρινη καρδιά σου.
Μια χούφτα αμμοχάλικα
με σκόνη από τ’ αστέρια
προίκα μαζί κι’ ανάμνηση
στον κόσμο το δικό μου.
Πανσέληνε Αυγουστιάτικη,
πήρες
μορφή ανθρώπινη
και μπήκες στα όνειρά μου.
Στα εσώψυχά σου η φυλακή.
Μοίρας ανάγκη;
Έρωτας;
Ποτέ δεν θα το μάθω.
Τ’ ανθρώπου, λένε οι γραφές,
λειψό μυαλό
κέρδος του αλυσίδες.
Πόνος και βάλσαμο μαζί
πανάρχαιο πεπρωμένο.
του φεγγαριού
λάθρα
συναντηθήκαμε.
Με γλωσσοκάλεμα
του νου
δύσκολα σμίλεψα
την πέτρινη καρδιά σου.
Μια χούφτα αμμοχάλικα
με σκόνη από τ’ αστέρια
προίκα μαζί κι’ ανάμνηση
στον κόσμο το δικό μου.
Πανσέληνε Αυγουστιάτικη,
πήρες
μορφή ανθρώπινη
και μπήκες στα όνειρά μου.
Στα εσώψυχά σου η φυλακή.
Μοίρας ανάγκη;
Έρωτας;
Ποτέ δεν θα το μάθω.
Τ’ ανθρώπου, λένε οι γραφές,
λειψό μυαλό
κέρδος του αλυσίδες.
Πόνος και βάλσαμο μαζί
πανάρχαιο πεπρωμένο.
από τη συλλογή "Ο ήχος της σιωπής", εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ.