Πρώτο κίνητρο για να γραφεί αυτό
το βιβλίο ήταν, μπορώ να πω, η πυκνή παρουσία των σκύλων δίπλα μας. Κάποτε είδα πόσο συχνά
αποτυπώνονται σε φωτογραφίες όλων των εποχών, διάσημους ή μη πίνακες ζωγραφικής
(απείρως περισσότερους απ' όσους νομίζουμε), αλλά ανακάλεσα και τους σκύλους
της δικής μου ζωής. Μια παρουσία, λοιπόν, εντοπίσημη σ' όλους τους
χρόνους, που παρακολουθεί σιωπηλά την
ανθρώπινη περιπέτεια. Στο εισαγωγικό κείμενο ήδη, υπάρχουν πολλές αναφορές από
παρατηρήσεις μου. Από την πρώτη καταγραφή του σκύλου στα πειραματικά φιλμ των
Λιμιέρ, μέχρι τους πίνακες από την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα. Από το φιλμ με
την είσοδο του στρατού μας στη Θεσσαλονίκη (1912) μέχρι κηδείες μοναρχών τον 19ο
αιώνα. Όμως η πυκνότερη παρουσία του βρίσκεται στην εικαστική ιστορία. Αποσπώ:
«Απόλυτα ψύχραιμο στις «Meninas»
του Βελάσκεθ, το ισπανικό Μαστίφ που κλωτσά η μικρή πριγκίπισσα κατέχει το
πρώτο πλάνο του πίνακα, όπως ο μεγάλος κόκκινος σκύλος που μυρίζει το χώμα στο
«Αrearea» του Γκωγκέν.
Ακόμα και το λευκό πόιντερ που παρακολουθεί την τελετή μπροστά στον ανοιχτό
τάφο (Γκιστάβ Κουρμπέ, «Κηδεία στην Ορνάν») είναι ένα απ' αυτά τα μοναχικά
δαιμόνια. Ο υπαινιγμός της απόλυτης αμεριμνησίας που δείχνει η μη σκεπτόμενη
φύση για τα ανθρώπινα».
Είναι ιστορίες που επιχειρώ να γράψω όσο πιο
οικονομικά γίνεται, άλλοτε ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλλοτε ως γυναίκα, άλλοτε
ως κάποιος τρίτος. Όπως τα πρόσωπα, αλλάζουν οι τόποι, οι εποχές, οι
πρωταγωνιστές . Θα έλεγα ότι υπάρχει ένα βλέμμα που αφορά περισσότερο το παρελθόν,
ένα βλέμμα κατάνυξης για τους ανθρώπους που εμφανίστηκαν, έζησαν, ονειρεύτηκαν,
και πέρασαν. Να μην ξεχνάμε πως το παρελθόν είναι το ιερό της λογοτεχνίας, η
περιοχή της λατρείας της. Έτσι, έρωτες, πάθη, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, υπάρχουν σε ένα φόντο που συχνά φωτίζει το λυκόφως του
χρόνου, ενώ εμπλέκεται πάντα η ιστορία
και η μοίρα ενός ζώου.
Πιθανό ερώτημα είναι τι σημαίνει
ο τίτλος. Ο κύριος ενός υπερήλικα και άρρωστου σκύλου λέει σε κάποιον ότι
ναι μεν ο πιστός του σύντροφος υποφέρει,
αλλά συγχρόνως είναι μακάριος αγνοώντας το τέλος του. «Πεθαίνουμε», εξηγεί στον
συνομιλητή του, «μόνον όταν το γνωρίζουμε. Ο σκύλος μου είναι σαν το δάσος που
αγνοεί το πριονιστήριο. Σε λίγο
πρόκειται να υποβάλω σε ευθανασία μια ανύποπτη, δηλαδή μιαν αθάνατη ύπαρξη». Η συνάντηση, ο διάλογος και η ιδέα της
αθανασίας δίνει τον τίτλο στο βιβλίο.
Υπάρχει, πρέπει να πω, η αίσθηση
της εικόνας έντονη, μια αίσθηση περίπου κινηματογραφική, μια εικαστική οπτική στα αφηγήματα. Δεν ήξερα
πού με οδηγούσε η διαδρομή κάθε ιστορίας. Άλλες βρέθηκαν να έχουν ποιητική
έξοδο, με μια λυρική διαχείριση της γλώσσας (προέρχομαι άλλωστε απ' την
ποίηση), άλλες είχαν το δραματικό στοιχείο που συχνά έβρισκα να συνορεύει με
την κωμωδία των ηθών και το ευτράπελο της ζωής. Εν πάση περιπτώσει, οι σκύλοι
είναι ένα σκηνικό στοιχείο στις 70 ιστορίες, συχνά συνδέονται στενά με τα
πρόσωπα, άλλοτε είναι περαστικές παρουσίες εκεί όπου παίζεται η ανθρώπινη
περιπέτεια και η ποικιλία των επεισοδίων της. Όλες οι αφηγήσεις, εξάλλου,
συνδέονται με κάτι κοινό. Είναι μέρη ενός κομματιού ζωής, που βγαίνει στην
επιφάνεια όπως η ποίηση, σαν κατανυκτική αποκάλυψη.
Στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις υπάρχει προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα. Όμως
είναι όλα μεταπλασμένα βιώματα, μεταμορφώσεις τόπων και προσώπων που θα μπορούσαν
να υπάρχουν. Ποια είναι η αλήθεια της γραπτής ιστορίας τελικά; Αυτό που λέει
στο μότο του βιβλίου ο μεγάλος ψευδολόγος Βαρώνος Μυνχάουζεν. «Αλήθεια είναι
ό,τι αφηγούμαστε καλά».
Να προσθέσω κάτι που νιώθω γι' αυτό το βιβλίο. Ότι δεν έχει τελειώσει.
Όχι ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί οι αφηγήσεις του, αλλά υπάρχει ένα παρελθόν που
καθώς ο αφηγητής και ο συγγραφέας συχνά ταυτίζονται, με προκαλεί να το ψάξω, να
το εκμεταλλευτώ επί πλέον. Για παράδειγμα στην σελίδα 91 υπάρχει μια ιστορία όπου ο πατέρας του αφηγητή με
τον γιο του βρίσκονται, Σαββατόβραδο ενός παλιού αλλά απροσδιόριστου χρόνου, σε
ένα μεγάλο καφενείο. Τόπος είναι η
κωμόπολη όπου ζουν. Η αίθουσα είναι κατάμεστη. Ο πατέρας μόλις διάβασε στην Εστία μια παράδοξη ιστορία, όπου κάποιος
φτωχός ισπανός συνταξιούχος ανακάλυψε πετρέλαιο να αναβλύζει από τον κήπο του: [...] «θυμάμαι
με λεπτομέρειες το βροχερό σαββατόβραδο. Τις συντροφιές, περισσότερο με
επιτραπέζια παρά με καφέ και γλυκίσματα, τους γαλάζιους καπνούς των τσιγάρων,
τη μεταλλική μηχανή στο ταμείο -με το κουδουνάκι που αντηχούσε για ώρα μετά το
χτύπημα-, ακόμα και την πιο εντυπωσιακή καλλονή της πόλης που μπήκε με κίνηση
σταρ, με τα βαμμένα χείλη και τον κόκκινο μπερέ της να γέρνει δεξιά: το καφενείο
«Ανεμώνη», μήτρα χιλιάδων άλλων που θα γνώριζα μετά από χρόνια, κατεσπαρμένα
παντού, όπως οι άπειροι απόγονοι ενός βιβλικού πατριάρχη. Πόσες ώρες -με
ποιους, σε ποια πόλη;-, τι συζητήσεις, εχθροπραξίες, ρεμβασμοί, ψάχνοντας κάτι
που δεν θα εμφανιζόταν ποτέ. Στίχοι, ασήμαντες σημειώσεις, συναντήσεις κι
απροσδόκητες γνωριμίες απ' το διπλανό κάθισμα, όταν πια ο προστατευτικός
ομοτράπεζος της πρώτης αίθουσας δεν υπήρχε. Ο σερβιτόρος πλησίασε και σκύβοντας
του μίλησε με σεβασμό, υπόχρεος για το πάντοτε υπολογίσιμο φιλοδώρημα. Η
πετσέτα απ' το μπράτσο του μου χάιδεψε ανάλαφρα τα μαλλιά: «Θα σας φέρω και το Εμπρός, κύριε τμηματάρχα. Αποκλείεται να
φύγετε. Βρέχει δυνατά».
Το παλιό κείμενο, ενωμένο όπως το διαβάσαμε με το νέο, συνέχειά του, είναι μέρος απ' το καινούργιο μου βιβλίο που έχει τον προσωρινό τίτλο Η χαμένη πόλη . Μοιάζει πολύ με τη Στενογραφία του 2006, αλλά εδώ υπάρχουν και κάπως πιο θερμά κείμενα, προσωπικά γεγονότα, αφηγήσεις, κρίσεις από αναγνώσεις, αναπόφευκτη ποιητική ματιά στο παρωχημένο, και όχι μόνο εκείνη η θεωρητική και ηθολογική ματιά στον κόσμο και στη λογοτεχνία της Στενογραφίας. Και πάλι σύντομα κείμενα παρακολουθούν άλλα εκτεταμένα, απόψεις με αφοριστική απολυτότητα και συντομία γειτονεύουν με αφηγήσεις αυτοβιογραφικές. Υπάρχουν πάλι εκείνες οι αυτοσαρκαστικές ιστορίες με τον εστέτ. Στο παλιό ήταν οι «έντεκα θέσεις για τον εστέτ», εδώ είναι οι «Είκοσι θέσεις για τον εστέτ» Ένα δείγμα, ίσως πρώιμα, για τους αναγνώστες μας:
Να ένας συγγραφέας πρότυπο, είπε
ο εστέτ. Μόλις είχε διαβάσει για τον βίο και τα έργα του πεζογράφου Ζιλ Ρενάρ
που γνωρίζοντας εξαντλητικά τους συμπατριώτες του μυθιστοριογράφους (Φλωμπέρ, Σταντάλ, κλπ) είχε
καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μόνη δυνατή εξέλιξη της πεζογραφίας είναι η
σύμπτυξη, ο πουαντιλισμός, η οικονομία, και αμέσως έγραψε σε ένα ημερολόγιο με
χίλιες εκατό σελίδες ότι «τα λογοτεχνικά έργα που γράφονται σήμερα είναι
υπερβολικά εκτενή». Πολύ πριν απ' τον Ντίλαν Τόμας («μην πας ευπρεπής στο
θάνατο, οργή, οργή για το φως που φεύγει»), εκείνος είχε γράψει κάτι σχεδόν σιαμαίο: «το μόνο που αισθάνομαι για τον θάνατο είναι
ένα είδος θυμού». Κυρίως όμως τον εστέτ έθελξε ένα πνεύμα ειρωνείας και αφ'
υψηλού βλέμματος στον κόσμο, καθώς ο γάλλος συγγραφέας, ζώντας σε μια μικρή
επαρχιακή πόλη καταλάβαινε πως κανείς από τους χωρικούς δεν συμπαθούσε την
ύπαιθρο, δεν ασχολούνταν μαζί της, ούτε την πρόσεχε ποτέ. Και το 1904, εκλεγμένος δήμαρχος πια, αιφνιδίασε τον εκλεκτό, σύγχρονο
και μελλοντικό, αναγνώστη, υπογραμμίζοντας τη συγγένεια αίματος ανάμεσα στο
πνευματικό και την παρακμή: «Ως δήμαρχος είμαι υπεύθυνος για τη συντήρηση των
επαρχιακών δρόμων. Ως ποιητής θα προτιμούσα να τους βλέπω παραμελημένους».