Γράφει η Μαριάννα Γεωργούλη[αναδημοσίευση από το culturenow.gr]
Η λογοτεχνία έχει βρει το σπίτι της στην καρδιά του Δουβλίνου
Δεν είναι μόνο η φοβερή μπύρα και το εκλεκτό ουίσκι, είναι και η τέχνη που κυλάει τόσο φυσικά στο αίμα των Ιρλανδών, αυτών των αγαπημένων παλαβών του κόσμου με το απαράμιλλο ταπεραμέντο που κάθε λαός θα ζήλευε. Και είναι αυτή η διαχρονική αγάπη τους να λένε ιστορίες – εμφανής ήδη στις πιο καθημερινές στιγμές τους– που έχει δημιουργήσει μια σπουδαία ιρλανδική καλλιτεχνική κληρονομιά με παγκόσμιο αντίκτυπο.
Είναι, λοιπόν, γνωστό ότι η Ιρλανδία, με το λιγοστό της πληθυσμό, έχει γεννήσει κορυφαίους συγγραφείς που οι ιστορίες τους έχουν ταξιδέψει σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ενδεικτικά μόνο, ήταν σε αυτό το θαυματουργό νησί που ο Τζέιμς Τζόυς, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, μεταξύ άλλων, έμαθαν να λένε ιστορίες.
Πόσο όμως ξέρουν ότι στην καρδιά του Δουβλίνου μπορεί κανείς εδώ και περίπου δύο χρόνια να επισκεφτεί το Ιρλανδικό Μουσείο Λογοτεχνίας (‘Museum of Literature Ireland’ ή αλλιώς ‘MoLI’); Για εμένα ήταν μία έκπληξη, από τις πιο ευχάριστες της επίσκεψής μου στην Ιρλανδία. Φωτεινά γράμματα που συνθέτουν διάσημους στίχους και χορεύουν πάνω στους τοίχους, φωτογραφίες αγαπημένων συγγραφέων, αποσπάσματα αλληλογραφίας, το πρώτο αντίγραφο τού ‘Οδυσσέα’ του Τζέιμς Τζόυς, που πέρασε στα χέρια του συγγραφέα, και άλλα πολλά, έχουν βρει τη θέση τους σε ένα εμβληματικό κτήριο, το Νewman’s House, που κάποτε αποτελούσε μέρος του Trinity College του Δουβλίνου.
Δεν είναι μόνο η φοβερή μπύρα και το εκλεκτό ουίσκι, είναι και η τέχνη που κυλάει τόσο φυσικά στο αίμα των Ιρλανδών, αυτών των αγαπημένων παλαβών του κόσμου με το απαράμιλλο ταπεραμέντο που κάθε λαός θα ζήλευε. Και είναι αυτή η διαχρονική αγάπη τους να λένε ιστορίες –εμφανής ήδη στις πιο καθημερινές στιγμές τους– που έχει δημιουργήσει μια σπουδαία ιρλανδική καλλιτεχνική κληρονομιά με παγκόσμιο αντίκτυπο.
Είναι, λοιπόν, γνωστό ότι η Ιρλανδία, με το λιγοστό της πληθυσμό, έχει γεννήσει κορυφαίους συγγραφείς που οι ιστορίες τους έχουν ταξιδέψει σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ενδεικτικά μόνο, ήταν σε αυτό το θαυματουργό νησί που ο Τζέιμς Τζόυς, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, μεταξύ άλλων, έμαθαν να λένε ιστορίες.
Πόσοι όμως ξέρουν ότι στην καρδιά του Δουβλίνου μπορεί κανείς εδώ και περίπου δύο χρόνια να επισκεφτεί το Ιρλανδικό Μουσείο Λογοτεχνίας (‘Museum of Literature Ireland’ ή αλλιώς ‘MoLI’); Για εμένα ήταν μία έκπληξη, από τις πιο ευχάριστες της επίσκεψής μου στην Ιρλανδία. Φωτεινά γράμματα που συνθέτουν διάσημους στίχους και χορεύουν πάνω στους τοίχους, φωτογραφίες αγαπημένων συγγραφέων, αποσπάσματα αλληλογραφίας, το πρώτο αντίγραφο τού ‘Οδυσσέα’ του Τζέιμς Τζόυς, που πέρασε στα χέρια του συγγραφέα, και άλλα πολλά, έχουν βρει τη θέση τους σε ένα εμβληματικό κτήριο, το Νewman’s House, που κάποτε αποτελούσε μέρος του Trinity College του Δουβλίνου.
Πρόκειται για έναν πανέμορφο, εμπνευσμένο χώρο που ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις του επισκέπτη: εδώ μπορείς να ακούσεις, να αγγίξεις, να διαβάσεις, να γράψεις, να δεις, με λίγα λόγια να βιώσεις τη μαγεία της τέχνης του λόγου όπως εσύ επιθυμείς. Το μουσείο σε φέρνει σε επαφή με πλήθος συγγραφέων που γνωρίζεις αλλά και με άλλους για τους οποίους ακούς πρώτη φορά. Το πώς θα επιλέξεις να περάσεις την ώρα σου μέσα σε αυτό είναι δική σου επιλογή. Μπορείς να εμβαθύνεις σε όσα ξέρεις, να εστιάσεις στο να μάθεις καινούριες πληροφορίες, να εξερευνήσεις την πόλη του Δουβλίνου μέσα από τα γραπτά του Τζόυς, να ακούσεις ποιήματα και να αποτυπώσεις τη δική σου έμπνευση στο χαρτί – εδώ όλα επιτρέπονται.
Η γοητεία που άσκησε το Δουβλίνο στους Ιρλανδούς συγγραφείς πρωταγωνιστεί αδιαμφισβήτητα στο μουσείο, όμως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις είναι αυτή που αναδεικνύει τη σύνδεση της ιρλανδικής λογοτεχνίας με άλλες πόλεις του κόσμου. Η αρχή της έκθεσης γίνεται με το Παρίσι, αυτήν την πόλη-σταθμό που φιλοξένησε τόσα σπουδαία πνεύματα, μεταξύ αυτών και τους μεγάλους Ιρλανδούς συγγραφείς. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ήταν το Shakespeare and Company (με την ιδιοκτήτριά του, Σύλβια Μπιτς) που πρώτο τόλμησε να εκδώσει τον ‘Οδυσσέα’. Αλλά και ο Μπέκετ έζησε πάνω από πενήντα χρόνια στο Παρίσι αναζητώντας εκεί την ελευθερία και την έμπνευση που του έλειπε, ενώ ο Ουάιλντ επίσης έζησε, πέθανε και τάφηκε εκεί
Εκτός, λοιπόν, από τα ονειρεμένα βιβλιοπωλεία στο Δουβλίνο, υπάρχει τώρα και αυτός ο μοναδικός χώρος που σε προ(σ)καλεί να δεις ταυτόχρονα το μέρος στο οποίo βρίσκεσαι αλλά και την τέχνη του λόγου με φρέσκα μάτια. Και φεύγοντας από το χώρο αυτό, να νιώθεις πως βρίσκεσαι στην ίδια αλλά ταυτόχρονα καινούρια πόλη, αυτήν την πόλη που τόσο μαεστρικά περιέγραψε ο Τζόυς στους ‘Δουβλινέζους’ του. Όπως, άλλωστε, αναφέρεται και σε κάποιο σημείο του μουσείου, «Σήμερα, το Δουβλίνο παραμένει τόσο παράξενο και μουσικό όσο οι χαρακτήρες του Τζόυς. Αγαπάμε το λόγο, αγαπάμε τις λέξεις – όλοι μιλάμε την περισσότερη ώρα. Οπότε, όταν φύγετε από το μουσείο, θυμηθείτε ότι βγαίνετε και πάλι στο Δουβλίνο του Τζόυς, περιβαλλόμενο από τους Δουβλινέζους του».
Έτσι και συνέβη. Καθώς οι μέρες περνούσαν, το μουσείο συνέχισε να προκαλεί μέσα μου σκέψεις και ερωτήματα. Γι’ αυτό και δεν μπορούσα παρά να επικοινωνήσω με το διευθυντή του, Simon Ο’Connor, για να μάθω κι άλλα γι’αυτήν την υπέροχη ιδέα της δημιουργίας ενός τέτοιου χώρου. Και εκείνος, με πολλή χαρά, μας μίλησε για όλα όσα θα θέλαμε να ξέρουμε για ένα τόσο διαφορετικό μουσείο.
-Tι προσφέρει ένα Μουσείο Λογοτεχνίας στους επισκέπτες του; Με άλλα λόγια, γιατί κάποιος να επισκεφτεί το ΜοLI (Μuseum of Literature Ireland);
H λογοτεχνία είναι μία μορφή τέχνης που ο κόσμος βιώνει κυρίως ιδιωτικά, συχνά στον πολύ προσωπικό χώρο του σπιτιού του. Νιώθω ότι ο ρόλος μας ως Μουσείου Λογοτεχνίας είναι να παρέχουμε ένα χώρο που μπορεί να ενθαρρύνει τους επισκέπτες να αναμετρηθούν με αυτήν την τέχνη με το δικό τους τρόπο και να προκαλεί μέσα τους το ενδιαφέρον για συγγραφείς που μπορεί να μη γνώριζαν ή μπορεί να είχαν ξεχάσει. Ένα χώρο επίσης όπου οι βιβλιόφιλοι μπορούν να συναντηθούν, όπου ο κόσμος μπορεί να διαβάσει και να διαβαστεί, αλλά και ένα χώρο που προκαλεί τους επισκέπτες όλων των ηλικιών να εξερευνήσουν τη δική τους δημιουργικότητα. Τα κτήρια του μουσείου είναι όμορφα, οι εκθέσεις αλλάζουν συνεχώς, οι κήποι γεμίζουν ζωή και το καφέ μας σερβίρει υπέροχο φαγητό και καφέ. Με λίγα λόγια, το MoLI είναι μία όαση στην καρδιά του Δουβλίνου
-Γνωρίζετε παρόμοια μουσεία ή ιδρύματα ανά τον κόσμο; Αν ναι, λειτούργησε κάποιο από αυτά ως πρότυπο για το MoLI;
Είναι πράγματι ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν υπάρχουν τόσα μουσεία συγκεκριμένα για λογοτεχνία στον κόσμο. Συχνότερα συναντά κανείς σπίτια διάσημων συγγραφέων τα οποία διατηρούνται ώστε να τα επισκέπτεται ο κόσμος. Και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε κάτι ανάλογο –τέτοιου μεγέθους και θεματικού εύρους– από το οποίο να αντλήσουμε την ιδέα του μουσείου. Νομίζω ότι η ομοιότητα του MoLΙ είναι μεγαλύτερη με ένα ίδρυμα σύγχρονης τέχνης, όπως για παράδειγμα το Ιρλανδικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – ένα μουσείο που με το ένα του χέρι κρατάει το παρελθόν και με το άλλο το μέλλον.
-Η δημιουργία ενός Μουσείου Λογοτεχνίας, ειδικά σε μία εποχή που οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν υποβαθμιστεί και θεωρούνται από πολλούς ανούσιες, φαντάζει εγχείρημα υψηλού ρίσκου. Iσχύει αυτό και, αν ναι, πώς διασφαλίζετε οικονομική βιωσιμότητα για το μουσείο;
Αυτό είναι το μόνιμο πρόβλημα, όπως συχνά λέω. Εξασφαλίζουμε έσοδα από τα εισιτήρια των επισκεπτών, από ιδιωτικές ενοικιάσεις και εκδηλώσεις, το όμορφο πωλητήριό μας, ιδιωτική υποστήριξη και εταιρικές συνεργασίες. Ειδικά η πανδημία του κορωνοϊού αποτέλεσε πρόκληση, αφού ξεκίνησε μόλις έξι μήνες αφού άνοιξε το μουσείο μας. Πάντως δε λαμβάνουμε άμεση χρηματοδότηση για να λειτουργήσουμε, οπότε δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να εστιάζουμε πολύ στα έσοδά μας. Πιστεύω ότι αυτό έχει και τα θετικά του, εφόσον κάνει πολύ σημαντικό για εμάς το να διευρύνουμε το κοινό μας και να διατηρήσουμε την επαφή μαζί του. Φυσικά βέβαια φέρνει και σημαντικές προκλήσεις.
-Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις που ένα μουσείο λογοτεχνίας αντιμετωπίζει πριν και μετά τη δημιουργία του;
Αυτή είναι σύνθετη ερώτηση. Η πρώτη πρόκληση με οποιοδήποτε εγχείρημα σαν αυτό είναι να υπάρχει η κατάλληλη τοποθεσία, δυνατές συνεργασίες, οικονομική υποστήριξη και ένα ισχυρό όραμα. Ευτυχώς το ΜoLI τα είχε όλα αυτά, αλλά το επόμενο στάδιο ήταν η δημιουργία του ίδιου του οργανισμού – η στελέχωση, οι κανονισμοί, η στρατηγική ως προς το πώς θα στηθούν οι εκθέσεις, οι λειτουργικοί μηχανισμοί, η επικοινωνία. Κατά τη διάρκεια αυτού του αρχικού σταδίου –πριν το άνοιγμα δηλαδή– υπήρχαν τόσα πράγματα που μπορούσαν να πάνε στραβά, αλλά και μία υπέροχη ομάδα με πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους που οδήγησαν σε ένα επιτυχές άνοιγμα. Μετά το άνοιγμα του μουσείου, οι προκλήσεις είναι πολλές και, κατά κάποιο τρόπο, πολύ παρόμοιες με οποιαδήποτε start-up επιχείρηση: το να καθιερώσουμε για παράδειγμα το ίδρυμα στη συνείδηση του κόσμου ή να αδράξουμε ενδεχόμενες ευκαιρίες διαχειριζόμενοι παράλληλα την ανάπτυξη του μουσείου. Το να ξεπερνάμε τα όριά μας χωρίς να στερεύουμε από ενέργεια είναι ίσως οι μεγαλύτερη από όλες τις προκλήσεις. Η πιο ενδιαφέρουσα όμως πρόκληση είναι το να μαθαίνουμε τι θέλει και τι χρειάζεται το ίδιο το μουσείο να είναι· χτίζεις κάτι, αλλά μόνο με το πέρασμα του χρόνου καταλαβαίνεις τι στην πραγματικότητα χτίστηκε, αλλά και τι αυτό θέλει να πετύχει.
-Μπορείτε να επιλέξετε μόνο τρία πράγματα που, κατά τη γνώμη σας, ένας επισκέπτης του MoLI δε θα ξεχάσει μετά την επίσκεψή του σε αυτό;
Πιστεύω ότι πρέπει κανείς σίγουρα να δει το πρώτο αντίγραφο του ‘Οδυσσέα’ του Τζέιμς Τζόυς, το Copy No.1 όπως το λένε, καθώς και τα τετράδια με τις σημειώσεις του Τζόυς για το ίδιο βιβλίο που βρίσκονται στον τρίτο όροφο. Ο κήπος είναι, νομίζω, επίσης ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος, με προνομιακή θέση για να δει κανείς ταυτόχρονα όλο το σύμπλεγμα κτηρίων.
Ποιο είναι το προσωπικό σας αγαπημένο μέρος του μουσείου και γιατί;
Στον τρίτο όροφο υπάρχει ένα δωμάτιο που χρησιμοποιούμε για σύγχρονες δημιουργίες, κυρίως κινηματογραφικά έργα. Για εμένα, αυτή η αίθουσα αντιπροσωπεύει το μουσείο με τον καλύτερο τρόπο ως ένα χώρο που εμπνέεται από τα γραπτά του παρελθόντος για να γεννήσει νέα, σημαντικά σύγχρονα έργα.
-Με ποιον ή ποιους από τους μεγάλους Ιρλανδούς συγγραφείς θα θέλατε να πιείτε καφέ;
Νομίζω είτε με τον Σάμιουελ Μπέκετ είτε με την Έντνα Ο’ Μπράιεν – για εμένα είναι εντελώς απαράμιλλοι, και θα είχα τόσες πολλές ερωτήσεις να τους κάνω.
-Ως διευθυντής του μουσείου, ποιος είναι ο προσωπικός σας μακροπρόθεσμος στόχος;
Να το φέρω σε μία κατάσταση μακροπρόθεσμης οικονομικής βιωσιμότητας και ανεξαρτησίας, καθώς και να το καθιερώσω ως ένα μείζονα διεθνή χώρο σύγχρονης εξερεύνησης και γιορτής της ιρλανδικής –και όχι μόνο– λογοτεχνίας.
-Τι κάνει το Δουβλίνο μία καλή πόλη να φιλοξενεί ένα Μουσείο Λογοτεχνίας;
Το Δουβλίνο είναι σε μεγάλο βαθμό μια πόλη που περπατιέται, αλλά είναι και μία πόλη που ‘μιλάει’. Τόσοι πολλοί από τους σπουδαίους μας συγγραφείς έζησαν στο Δουβλίνο –η ιστορία τους είναι γραμμένη στους τοίχους και στους δρόμους– και τόσοι πολλοί διεθνείς συγγραφείς έχουν επίσης δεσμούς με αυτήν την πόλη. Η αγάπη μας για τη γλώσσα δεν αποτυπώνεται μόνο στα γραπτά – γεμίζει την πόλη μας με τη μορφή συζητήσεων, μουσικής, ποίησης.
-Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας στην ιρλανδική κουλτούρα σήμερα;
Η λογοτεχνία αποτελεί τεράστιο κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας και η ιστορία της ιρλανδικής συγγραφής είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την πολιτική και κοινωνική μας ιστορία. Οι Ιρλανδοί είναι πολύ εξοικειωμένοι με τους συγγραφείς μας, αφού οι τελευταίοι διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στα σχολικά προγράμματα – πού αλλού θα τηρούσε ένα ολόκληρο στάδιο, κατά τη διάρκεια ενός ημιτελικού ποδοσφαίρου, ενός λεπτού σιγή για το θάνατο ενός ποιητή (σ.σ. Σέιμους Χίνι); Η λογοτεχνική σκηνή, ωστόσο, αγκαλιάζει πολύ περισσότερους από λίγους μόνο διάσημους συγγραφείς· σήμερα, περιλαμβάνει συγγραφείς από κάθε πολιτισμικό υπόβαθρο και από καινούριες κοινότητες. Είναι έτσι τρομερά συναρπαστική και πολύ πιο αντιπροσωπευτική της ιρλανδικής κοινωνίας.
-Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια, όπως εκθέσεις ή εκδηλώσεις, που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Το 2022 σηματοδοτεί εκατό χρόνια από τη δημοσίευση του “Οδυσσέα” του Τζέιμς Τζόυς, οπότε το μουσείο έχει ένα τεράστιο πρόγραμμα με εκδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς για να γιορτάσει αυτό το σημαντικό γεγονός. Μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα ulysses100.ie (από τις 12 Ιανουαρίου και μετά) για περισσότερες πληροφορίες. Θα έχουμε επίσης εκθέσεις για τον Δουβλινέζο ποιητή του δρόμου Πατ Ίνγκολντσμι, καθώς επίσης και μία σημαντική έκθεση για την προφορική αφηγήτρια ιστοριών, Πέιγκ Σάγιερς, και την παράδοση αφήγησης ιστοριών των Blasket Islands.
Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Simon O’Connor για όσα μας είπε και ευχόμαστε να δούμε παρόμοια εγχειρήματα να στολίζουν κι άλλες πόλεις του κόσμου στο μέλλον, θυμίζοντάς μας όλα όσα μας συγκινούν στη λογοτεχνία και ανοίγοντας νέα παράθυρα στο μαγικό της κόσμο.
Η φωτό είναι παρμένη από το Culture now.