Translate

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΣΤΟ VARELAKI






WESTERN PHILOSOPHY IN 100 HAIKU //// TRANSLATED FROM THE GREEK BY PETER MACKRIDGE 


Το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού  Η ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας σε 100 χαϊκού: από τους Προσωκρατικούς έως τον Ντεριντά, μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον Peter Mackridge, κυκλοφορεί  από τις εκδόσεις Dedalus


 ****



****


  Ανθολογία σύγχρονης αραβικής ποίησης 

 ****

 Σ άββατο, 19 Νοεμβρίου 2016 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ /// ΑΓΑΠΗ ΣΑΝ ΑΚΟΛΑΣΙΑ 

 ****

  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// Ασημίνα Ξηρογιάννη μτφρ. Μισέλ Βόλκοβιτς εκδ. Le miel des anges 


****

 ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ 23 ΜΕΡΕΣ /// ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ
 

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 //// ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ /// ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΡΕΛΑΣ


Μικρό χρονικό τρέλας Αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Αύγουστος Κορτώ Εκδόσεις Πατάκη, 2016


Γράφει η Μαρία Ιωαννίδου


“Ασε με τώρα μη μου μιλάς. Τίποτα δεν είναι ίδιο, απλά άσε με να κλάψω. Και μη με κοιτάξεις στα μάτια γιατί η θλίψη μου θα γίνει οργή»*
Έχω και στο παρελθόν εκφράσει τον βαθύ μου σεβασμό στους συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται. Ειδικά αν ο «βίος» που εξιστορούν δεν είναι ακριβώς ανθόσπαρτος και αν η εξιστόρησή τους δεν αποκρύπτει, δεν μεταμφιέζει και δεν «αξιοποιεί» τα πρόσωπα και τα γεγονότα . Εν προκειμένω, ο Αύγουστος Κορτώ, αναλαμβάνει με τον ανεπανάληπτο δικό του τρόπο –και με αφορμή την εξιστόρηση των βιωμάτων του- να απενοχοποιήσει την ψυχική αρρώστια, να βγάλει δηλ. «από τη ντουλάπα» την ντροπής, της περιθωριοποίησης και του στιγματισμού, τον τρελό∙ που «δεν τον αφήνει στην τρέλα του», αλλά τον οδηγεί στην κεντρική σκηνή για να μας τον συστήσει: τον άλλον του εαυτό, πώς τον συνάντησε μια κρύα –όχι τυχαία- νύχτα, πώς τον ακολούθησε στις δαιδαλώδεις –πνευματικές αλλά και αληθινές, στους δρόμους της πόλης- διαδρομές του παραληρήματός του.
Το πλαίσιο όπου εξελίσσεται η ιστορία είναι απόλυτα σύγχρονο και οικείο, ιδωμένο ωστόσο μέσα από τον φακό της διαταραχής, που ο Κορτώ αναδεικνύει σε ευκαιρία για να τον κάνει από παραμορφωτικό, επιμορφωτικό. Όχι τυχαία, στην Αθήνα του –πολύ πρόσφατου στη μνήμη μας- φοβερού μήνα Δεκέμβρη του 2008, στη καρδιά των γεγονότων, στα καπνισμένα από φωτιές και δακρυγόνα Εξάρχεια δεν έσκασε μύτη μόνο η κορυφή του παγόβουνου της επερχόμενης κρίσης. Δεν έστειλε μόνο μια πιστολιά στον άλλο κόσμο έναν έφηβο. Η λογοτεχνία έχει καταγράψει σε πολλά και ποικίλα έργα τις μέρες και τις νύχτες του φοβερού εκείνου μήνα ως δραματικό φόντο για άλλες ιστορίες που φιλοδόξησαν να συνυφάνουν τον ζόφο της εποχής με τα πρόσωπα και τους ήρωες της αλλά ο Κορτώ κάνει τη διαφορά:
Αφού, η αφήγηση του δεν αφορά σε κανέναν «ήρωα», δεν προσπαθεί να συνδέσει τεχνητά τη μυθοπλασία με τα γεγονότα μολονότι η ουσία του μυθιστορήματος εκφράζει την πιο εσωτερική ίσως, αλλά αυθεντική κραυγή, την απεγνωσμένη
αντίδραση στο πνιγηρό, βίαιο και φορτισμένο κλίμα που ωθεί τον υπερευαίσθητο αφηγητή στην 
άρνηση τηςπραγματικότητας. Η Αθήνα του Δεκέμβρη με τα ζοφερά της χαρακτηριστικά, τη βία, την καταστροφή και την αίσθηση πόνου, οργής και απειλής, στέλνει τον Αύγουστο Κορτώ στο χώρο του παραλόγου, τον ωθεί με πολλούς τρόπους να σπάσει τους δεσμούς του με την αφόρητη εκείνη πραγματικότητα, να βάλει σε κίνδυνο ακόμα την ασφάλεια και σωματική του ακεραιότητα. Ο θυμός, ο φόβος ίσως αλλά και η άφατη θλίψη συνιστούν ένα μίγμα τόσο εκρηκτικό όσο και το δημόσιο αίσθημα για τα τεκταινόμενα.
Η παραίσθηση που βίωσε ο γράφων, ότι δηλαδή επέπρωτο να γίνει ο επόμενος Δαλάϊ Λάμα, θα μπορούσε εάν ο συγγραφέας κατέφευγε σε μια μυθοπλαστική «ευκολία», να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για να ανθίσει ένα ποίημα, μια μυστήρια αλλά γοητευτική υπερρεαλιστική εικόνα ζωντανεμένη από την επιδέξια γραφίδα του. Αντ΄αυτού θα διαλέξει τον πιο δύσκολο –και λυτρωτικό- δρόμο, αυτόν της παραδοχής και εξιστόρησης της σκληρής πραγματικότητας! Πιστεύω ότι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο καθιστά μεταξύ άλλων, τον Κορτώ ικανό να κρούει τις πιο ευαίσθητες χορδές στους αναγνώστες του που πολλαπλασιάζονται μαζί με τα αντίτυπα των έργων του∙ η γνήσια κατάθεση ψυχής δεν είναι τζάμπα, αλλά ενώ δεν «κοστολογείται» η γνησιότητα και το συναισθηματικό βάθος των πληγών όπου ο συγγραφέας εισχωρεί με τόλμη για να γιατρέψει εαυτόν και αλλήλους, ανταμείβεται με την μεγάλη αναγνωσιμότητα. Για να μετατραπεί η εξιστορούμενη βαθιά απόγνωση και η εξ αυτής «τρέλα» σε χειρονομία αλληλεγγύης προς τον κάθε πάσχοντα, απαιτείται ένα ιδιαίτερο «κλικ» μια ικανότητα να παραδέχεται κανείς, να οικειοποιείται ό,τι πιο ζοφερό κουβάλαγε εντός του για να το μετασχηματίσει. Για να την κάνει ο συγγραφέας τη δυστυχία του -ή την παραφροσύνη- λογοτεχνία με ανθρωπιστικό περιεχόμενο, χρειάζεται να την παραδεχτεί χωρίς ηρωισμούς, χωρίς «κρυφτό», «κυνηγητό», και άλλα παιχνίδια που παίζουνε οι άνθρωποι –και ορισμένοι λογοτέχνες- για να κρυφτούν ή να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Ο Κορτώ, αντίθετα, την κοιτάζει κατάματα μαζί με τα αληθινά γεγονότα, τα αισθήματα και την ερμηνεία τους για να κάνει την ψυχική του ήττα, νίκη και την διαταραχή, αρμονία.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην καθεαυτό εξιστόρηση. Μια νύχτα ο γράφων ξυπνάει απότομα και ενστερνίζεται μια παράλογη ιδέα. Το μείζον εσωτερικό του –και χαίνον- τραύμα από τον θάνατο της μητέρας κάποιες τέτοιες μέρες, συναντάει το εξωτερικό τραύμα της κατάμαυρης, μπαρουτοκαπνισμένης, θυμωμένης και μαζί πενθούσας Αθήνας. Τα δύο αυτά δεδομένα φαίνεται να αναιρούν τελικά στη συνείδησή του τη πραγματικότητα. Ο πόνος του θανάτου συναντά την απειλή του θανατικού, το κρύο της νύχτας το κρύο δέρμα του ύστατου ασπασμού…
Από κει και πέρα αρχίζει μια περιπέτεια που ο Κορτώ διανθίζει με το πικρό του χιούμορ καθώς αναθυμάται τον ίδιο του τον εαυτό, γυμνό, χωρίς τα προστατευτικά του πολιτισμού-χρήματα, γυαλιά μυωπίας, αστυνομική ταυτότητα - να περιπλανάται στην πόλη, να ταλανίζεται από την ψυχική ανισορροπία ανάμεσα σε παραισθήσεις και παράλογες πράξεις, μέχρι οι οικείοι του να καταφέρουν να τον οδηγήσουν στο ψυχιατρείο και να προφυλάξουν τη ζωή του από τους κινδύνους που ο ίδιος την εκθέτει.
Με δεδομένη την ηλικία και την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα (γεν. 1979), την πνευματική σκευή και τις εικόνες και γραφές στις οποίες είχε ήδη καταφύγει ως παιδί και έφηβος, θα προστρέξει πάλι σε ήρωες παραμυθιών ή μυθοπλασίας που θα ανακατέψει με
ιδέες  μεγαλείου και θέωσης. Με τα φρένα του σπασμένα τρέχει να κρυφτεί στις αυταπάτες και στα παραμύθια, στην παραμυθία –παρηγοριά – που αναζητά ένα ανυπεράσπιστο παιδί αφού σε στιγμές σαν κι αυτές που περιγράφονται γινόμαστε παιδιά –τόσο ευάλωτα, γυμνά και φοβισμένα- όπου όλα είναι θεμιτά για να παρηγορηθούμε.
Το αυθεντικό μεγαλείο-η ψυχική δύναμη και γενναιοδωρία- του ανθρώπου και συγγραφέα Κορτώ, αυτό που εξυψώνει το συγκεκριμένο βιβλίο από τη λογοτεχνική σφαίρα σε ανώτερη ανθρώπινη μαρτυρία και χειρονομία είναι το γραπτό που –έργω- τείνει στον αναγνώστη. Ο καθένας που έχει αρρωστήσει ποτέ ψυχικά θα διαβάσει την απερίφραστη δήλωση του Κορτώ «δεν είσαι μόνος», «έχω περάσει κι εγώ από κει». «Ακούγεται» μέσα από τις γραμμές η ελπιδοφόρα φράση «κι αυτό θα περάσει…».
Και βέβαια χρειάζεται κανείς τεράστια κότσια για να ομολογήσει γραπτά, ανοιχτά και δημόσια, χαρακτηρίζοντας αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα, ότι νοσηλεύτηκε στο Δρομοκαΐτειο, ότι έχασε για ένα μικρό έστω διάστημα τα λογικά του, ότι ξέφυγε από τον σκληρό κι ανάλγητό μας κόσμο με την ελπίδα να συναντήσει ίσως την πεθαμένη μάνα, με την ψευδαίσθηση που δημιουργεί στον πονεμένο, στον απελπισμένο, στον ανασφαλή και πολλαπλά «ορφανό» νέο που ζει μες την Αθήνα του Δεκέμβρη του ’08 ότι αν ίσως μεταμορφωνόταν σε κάτι θεϊκό θα έσπερνε και αγάπη, λύτρωση και αρμονία στον κόσμο όλο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Πέτρος Χατζόπουλος –το πραγματικό όνομα του συγγραφέα- επανήλθε στα συγκαλά και τα λογικά του ενώ ξεκίνησε και ένα δημιουργικό ταξίδι με τη ψυχανάλυση. Ωστόσο η φαντασίωσή του για προσφορά ενός πάνδημου αγαθού κατά κάποιο τρόπο πραγματοποιείται μέσα από τις γραμμές αυτού του αναγνώσματος, αφού ο Α.Κ. τείνει χείρα βοηθείας, συμπάθειας και εξιλέωσης σε όλους τους αναγνώστες του και πρέπει κανείς να επισημάνει –ξανά- ότι όντας ο ίδιος διάσημος για τα μυθοπλαστικά του δημιουργήματα θα μπορούσε κάλλιστα εκεί, και επιδέξια, και να κρύψει και να παρουσιάσει και να μας αφήσει όλους άφωνους εξιστορώντας τα επί μέρους στοιχεία. Θα μπορούσε να «ταΐζει» λογοτεχνικούς ήρωες για χρόνια, να στήνει σκηνικά γλαφυρά με εικόνες από ψυχιατρεία και να περιγράφει τους άλλους συν-αρρώστους, γιατρούς, τραυματιοφορείς και νοσοκόμες χωρίς να «αναλαμβάνει» την ευθύνη της αυτοβιογραφίας.
Αλλά ο Κορτώ –ακόμα και με το πρόσχημα της αυτολύτρωσης- εκτίθεται ανεπανόρθωτα, διαρρηγνύει το φράγμα του φόβου και της ρετσινιάς του ψυχασθενούς, σπάζει το ταμπού του Δημόσιου Ψυχιατρείου, και τιμά τον άνθρωπο που πάσχει σαν να λέει στον αναγνώστη να περάσει μαζί του μέσα από τους ιμάντες και τα κάγκελα και να αφυπνιστεί, αυτή τη φορά μαζί του: Ναι, είναι σκληρή και η ζωή και η πραγματικότητα αλλά και η ζωή και η αγάπη σε περιμένουν εκεί έξω να τις ζήσεις (και να αναστήσεις ακόμα και τους αγαπημένους που δεν ζουν, όπως το έχει κάνει με τη μαμά του Κατερίνα,). 


*Απόσπασμα από κείμενο που παρέδωσε στο διαγώνισμα μια συμμαθήτρια του δολοφονημένου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τις μέρες εκείνες…

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ //// Ο τυφλός επισκέπτης










Ο τυφλός επισκέπτης



Παναγιώτης Αρβανίτης

Γαβριηλίδης, 2016
54 σελ.



 ****



Να λοιπόν που μπήκα στο ποίημα 
            από την πίσω πόρτα.
Περπάτησα στις μύτες των ποδιών 
           μέχρι να βρω μια είσοδο κινδύνου.

Φύσαγε ο τρόμος φύσαγε
        και άρπαζαν οι στίχοι !



*


Τα είχαμε βρει με τη γλώσσα.
Τα ουσιαστικά μάς κρατούσαν το χέρι.
Τα ρήματα μάς χτυπούσαν στην πλάτη.
'Εμεινε η στίξη να φρεσκάρει τη δυστυχία'
τελείες,κόμματα,θαυμαστικά
                                             και πλήξη.

Τι greeklish ομορφιά , θεέ μου!

 *

Στο σάλτο ελαφρότητα
στην έκφραση σπιρτάδα.
Ύφος λαγωνικό.

Και προπαντός μια κάποια ψυχραιμία 
            στους ιλίγγους.

Πόσο διψούσε η εποχή για κάτι τέτοια!

*

Η εποχή 
είχε χάσει για τα καλά
τον γραφικό της χαρακτήρα
κι έψαχνε να τον βρει
σ΄ ένα σωρό
σπασμένα είδωλα
        αρχαίων παρωδία.

Επένδυση ρακένδυτη,εξαρχής.
          Σε νόμισμα πληγής.


 *

Διδάσκει χρώμα  η τυφλότητα
όταν ρεμβάζεις  τη σιωπή
στου εαυτού τις τρικυμίες.

Το μπλε είναι της θλίψης μας
το πράσινο του χάους
και το στυφό το κίτρινο 
           για τα πνιχτά φιλιά.

Τι ολοκαύτωμα φωτός η νηνεμία μας!

 *

Οι αλληγορίες   παιζουν χιονοπόλεμο
          κι οι υπόνοιες κρυφτό.

Μη γράφεις πια .Μη γράφεις

Δεν είναι ο λόγος χείμαρρος -που λένε-
           ο λόγος είναι φράγμα.

(Απόσπασμα από την ενότητα Είσοδος Κινδύνου)


***


















notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΑΝΝ ΚΑΡΣΟΝ /// ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ



Anne Carson «λίγα λόγια», Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη, σελ. 107


Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
 
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Καναδά. Κλασική φιλόλογος, ποιήτρια, μεταφράστρια, δοκιμιογράφος, πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας. Είναι η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Τ.S. Eliot, ανώτατη διάκριση στη Βρετανία για αγγλόφωνη ποιητική συλλογή. Αγαπά την αρχαιότητα και την αρχαία ελληνική γραμματεία , μετέφρασε, εκτός από όλο το ποιητικό έργο της Σαπφούς, τραγωδίες του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αισχύλου και έργα άλλων Ευρωπαίων δημιουργών. Ο λόγος για την πολύπλευρη, πλουραλιστική, πολυδιάστατη Αν Κάρσον.
Λίγα λόγια. Σύντομα, πολύ ιδιαίτερα ποιήματα/δοκίμια. Άλλοτε αποσπασματικά και μυστηριώδη, άλλοτε παιγνιώδη. Δεν είναι εύκολα να ερμηνευθούν πάντα αβίαστα ούτε να ταξινομηθούν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Πιο πολύ αγγίζουν το στοχασμό, αποτελούν ιδιότυπες στοχαστικές προκλήσεις. Η Αν Κάρσον υπερβαίνει κάθε τι επιφανειακό και εύκολο, σκορπίζει πάντα διεισδυτικές και ρηξικέλευθες ματιές πάνω στα πράγματα. Καταγράφει στιγμές, λεπτομέρειες κόσμων και μικρόκοσμων, ιδιαίτερες, εισάγοντας τον αναγνώστη σε ανοίκειες εμπειρίες, διατηρώντας τόνους στοχαστικούς  και καταθέτοντας την δική της υποκειμενική, αλλά γοητευτική αλήθεια. Ο μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός εξοικειωμένος με τις πάγιες ίσως τακτικές της Κάρσον μάς οδηγεί στα άδυτα ενός έργου. «Έργο μεγάλου στοχαστικού μεγέθους, θεματικού εύρους και ρηξικέλευθων πειραματισμών», όπως σημειώνει ο ίδιος, ο οποίος μάς την είχε συστήσει ήδη το 2010 με ολόκληρο τεύχος-αφιέρωμα στην «Ποιητική» του.
Αφήγηση ιστοριών που μερικές φορές αλλόκοτες μοιάζουν. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερο τρόπο για να υπογραμμίσουν μια ιδιάζουσα ποιητικότητα. Τα στοιχεία που τις απαρτίζουν μοιάζουν ασύνδετα, όμως  σου δίνουν ένα αξεπέραστο άρωμα ζωής και είναι πασπαλισμένα με πολλή σοφία. «Να μαθαίνεις έχει το ίδιο χρώμα με τη ζωή. Όλο κάτι τέτοια λέει». (Λίγα λόγια για τις ελπίδες). Από το ένα στο άλλο, για πράγματα που μπορεί να μην είχες σκεφτεί. Από τη λιακάδα στην γκέισα ,την ιστορία και την σημασιοδότητηση που αυτή διαθέτει. Από την γκέισα στο σεξ, για να καταλήξει να σημειώσει: «το σημαντικό ήταν να ποθείς κάποιον». Με την Κάρσον δεν υπάρχει  γλωσσική ή νοηματική συνέπεια. Κάπου η ροή κλοτσάει. Υπάρχει ο τρόπος να διαταράσσονται οι ισορροπίες ώστε να μιλάμε πάντα για αντισυμβατικά κείμενα. Πύκνωση, αίσθηση μη οριστικότητας των πραγμάτων, εικόνες αποσπασματικές συχνά, μικρές ιστορίες όπου αρχή και τέλος είναι ένα ή το πιάνει μόνο από τη μέση μερικές φορές, προσηλωμένη σε δικούς της νόμους αφήγησης και αισθητικής. Δίνει τον δικό της ορισμό αναφορικά με το τί μπορεί κάποιος να λογαριάσει ή να μην λογαριάσει ως λογοτεχνία. [Ο Προκόπιεφ ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να παραστεί στην εκτέλεση της Πρώτης του Σονάτας για πιάνο' την έπαιξε άλλος. Εκείνος την άκουσε από το τηλέφωνο. (Λίγα λόγια για  την απογοήτευση στη μουσική)]. Δεν είναι κεντρομόλος η δύναμη που συγκρατεί τα νοήματα. Είναι μάλλον φυγόκεντρος. Ο στίχος κάποτε πετάει στα σύννεφα, ο στίχος δεν γειώνεται σε αυτά τα πεζοποίηματα. («Ήρθε ένας τόπος και συνετρίβη εκεί. Και μετά παρέμεινε ένας ερειπωμένος τόπος. Πάνω του έπεσε φως.») Γιατί κάποιοι θεωρούν τα τρένα συναρπαστικά, ιστορίες για πέστροφες, ο Οβίδιος που φορά τη θλίψη σαν ρούχο και γράφει ιστορίες, μια σκηνή με την σταρ Μπριζίτ Μπαρντό και άλλα τέτοια μάς βρίσκουν ως αναγνώστες. Δεν υπάρχουν οι συνδέσεις για όλα αυτά. Απλά είναι το βλέμμα εκείνο της Κάρσον η μοναδική σύνδεσή τους. Ο τρόπος που εισχωρεί σε ένα συμβάν, ή μια πηγή ή μιά πληροφορία ή ένα ερείπιο και το κάνει δικό της. Το οικειοποιείται αναδομώντας το συνάμα στα πλαίσια μιας μετά-οπτικής, που εξευτελίζει κάθε παραδοσιακή αντίληψη για τα πράγματα.
Οι ανανεωτικές τάσεις στη γραφή της είναι φανερές. Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται ολόκληρο βιβλίο της στα ελληνικά. Το εν λόγω βιβλίο πάντως δεν μπορεί κανείς εύκολα να το κατηγοριοποιήσει. Δεν ξέρεις αν κρατάς ποίηση, πεζό ή πεζοποίημα, ή κάποιο παράξενο υβρίδιο, αλλά μάλλον, υποθέτω, πως και η ίδια η Κάρσον δεν θα θέλει να γνωρίζει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται. Μοιάζει να αγαπά το μέγα μυστήριο, αναδύει ομορφιά μέσα από μια γοητευτική »δυσκολία». Είναι η ισχυρή εντύπωση που προκαλεί το αόριστο που αντιστέκεται σθεναρά να πάρει σχήμα ή έστω κάποια «επικίνδυνη» ταμπέλα.
Κείμενα λοιπόν που εγκαινιάζουν ένα είδος ποίησης ίσως που φαίνεται να αγγίζουν τα όρια ενός ιδιότυπου πειραματισμού και να έχουν ως θέμα ζητήματα επικαιρότητας, αλλά και κλασικά θέματα ή κάπως μοντέρνα. Με μια γλώσσα καθόλου γλυκερή, χωρίς λυρικές εξάρσεις ή φιοριτούρες βαδίζει έναν δρόμο αρκετά μοναχικό, αλλά που έχει απήχηση στον σύγχρονο αναγνώστη. Με μια γλώσσα θραυσματική, αποσπασματική στα σημεία κινείται χωρίς καμιά βεβαιότητα, διαρκώς φορτωμένη με αμφιβολίες. Είναι  κάτι που εκκρεμεί σε αυτές τις ιστορίες, νιώθεις ότι κάτι σου διαφεύγει, μια αίσθηση που είναι μετέωρη συνεχώς. Μια ταυτότητα κρυφή ή, τελοσπάντων, που δεν φανερώνεται ολόκληρη, μια ερώτηση με μαύρο χιούμορ, εικόνες ασύμβατες με οτιδήποτε γνωστό και οικείο, σκέψεις για ζωγράφους και το έργο τους που σε οδηγούν σε νέα μονοπάτια, παιγνιώδες ύφος στα σημεία, αφηγήσεις που με μια πρώτη ματιά σε κάνουν να σκεφτείς: «Mα τι γράφει τώρα και γιατί». Όμως, σε έλκουν, και δεν ησυχάζεις αν δεν τις διαβάσεις ξανά και ξανά. Παίρνει τις μνήμες από το παρελθόν ή ίσως σημειώσεις και τις ανασυνθέτει με τρόπο παράδοξο, αλλά προκλητικά παράδοξο. Δεν μοιάζει να νοσταλγεί, αλλά από τη νοσταλγία εκκινεί. Δεν μοιάζει να γράφει ποίημα, αλλά έχουν μια ποιητικότητα όσα γράφει. Υπάρχει και η στοχαστική διάθεση, όπως είπαμε, μέσα σε όλα αυτά, αλλά είναι δύσκολο να ερμηνευτεί και εδώ είναι το θέμα. Δεν σε αφήνει να την ερμηνεύσεις, να της προσάψεις κάποια ερμηνεία! Στον πρόλογο του βιβλίου η ίδια γράφει: «Θα κάνω τα πάντα για ν” αποφύγω την πλήξη. Είναι έργο ζωής. Δεν μπορείς ποτέ να γνωρίζεις αρκετά, να εργάζεσαι αρκετά, να χρησιμοποιείς τα απαρέμφατα και τις μετοχές αρκετά παράδοξα, να ανακόπτεις τον ρυθμό αρκετά βίαια, να βγαίνεις από το μυαλό σου αρκετά γρήγορα» Ίσως λοιπόν θα ήταν πληκτική κάποια ερμηνεία, αλλά και ανούσια στην συνείδηση της Κάρσον. Τα ποιήματα /δοκίμιά της αποτελούν παιχνίδια, ταξίδια σε όσα ξέρει, αισθάνεται, θυμάται, διερωτάται, αποδοκιμάζει ή επιδοκιμάζει. Μάς διδάσκει πραγματικά πως άπειροι συνειρμοί μπορούν κατακλύσουν το μυαλό του ποιητή που φιλτράρει τον κόσμο με ιδιαίτερο τρόπο και αυτοί μετά να αποτελέσουν τον πυρήνα για τη γραφή εκείνη που θα δίνει την αίσθηση πάντα μιας π ε ρ ι π λ ά ν η σ ης .

Λίγα λόγια για τον ηδονισμό

  Η ομορφιά με κάνει ανήμπορη. Δεν με νοιάζει πια το γιατί, το μόνο που θέλω είναι να φύγω. Όταν κοιτάζω την πόλη του Παρισιού λαχταράω να τυλίξω τα πόδια μου γύρω της. Όταν σε παρατηρώ να χορεύεις υπάρχει μια άκαρδη απεραντοσύνη που μοιάζει με ναυτικό σε γαλήνια θάλασσα. Επιθυμίες στρογγυλές σαν ροδάκινα ανθίζουν μέσα μου όλη νύχτα, δεν μαζεύω πια ό,τι πέφτει.
Λίγα λόγια για το να περπατάς προς τα πίσω

Η μητέρα μου μας απαγόρευε να περπατάμε προς τα πίσω.
Έτσι περπατούν οι νεκροί, έλεγε. Από πού της κατέβηκε
μια τέτοια ιδέα; Ίσως από μια κακή μετάφραση.
Οι νεκροί εξάλλου δεν περπατούν προς τα πίσω, περπατούν πίσω μας.
Δεν έχουν πνευμόνια και δεν μπορούν να μας φωνάξουν
αλλά πολύ θα το “θελαν να γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε.
Είναι θύματα του έρωτα, πολλοί απ” αυτούς.
  Λίγα λόγια για την αίσθηση της απογείωσης του αεροπλάνου

Λοιπόν αναρωτιέμαι, θα μπορούσε να είναι ο έρωτας που τρέχει προς τη ζωή μου με τα χέρια υψωμένα κραυγάζοντας ας το πάρουμε τι φοβερή ευκαιρία!



Πρώτη δημοσίευση : http://fractalart.gr/liga-logia/























                                                 

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΕΥΑ ΣΤΕΦΑΝΗ /// ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΦΙΝ



Τα μαλλιά του Φιν


Εύα Στεφανή

Πόλις
, 2014
40 σελ.

****

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη


Τα μαλλιά του Φιν. Άγριο κοίταγμα. Διαδρομή αποδόμησης. Λεπίδα κοφτερή.
Ξετυλίγονται ιστορίες επιμέρους που θυμίζουν κινηματογραφικά στιγμιότυπα. Εικόνες αλλόκοτες συντίθεται για να αποσυνθέτουν αλήθειες. Σε ξεβολεύει εύκολα η Εύα Στεφανή. Σε  εμπλέκει με μαεστρία σε μια ιστορία ενηλικίωσης. Τρως γροθιά στο στομάχι, όλη δική σου. Το σοκ της εικόνας, το σοκ της αίσθησης, το σοκ της ανατροπής!
Στο βυθό της ύπαρξής της υπάρχουν τραύματα, αγιάτρευτα ίσως ακόμα. Μια αλυσίδα που τη δένει με τα πατρογονικά της. Τα πρόσωπά της σαν να έχουν βγει από έργο του Ιονέσκο ή του Μπέκετ. Δεν μιλάει κανένα σε α πρόσωπο, αλλά είναι στιβαρή η αίσθηση που αφήνουν έτσι όπως στιγματίζουν το παρελθόν της αφηγήτριας. Ποιητικότροπα ευσύνοπτα κείμενα που παραπέμπουν σε άλλοτε σκληρές, άλλοτε αστείες, άλλοτε παράξενες εικόνες.
«Δύο ξανθές γυναίκες κάθονται στην αποβάθρα με τα πόδια τους μέσα στο νερό. Μιλάνε ψιθυριστά. Είναι όμορφες αλλά δεν έχουν δόντια. Η μία έχει στο στόμα της έναν σταυρό. Η άλλη μια καμπάνα. Εσπερινός.» (Συνομιλία). Παιδικές αναμνήσεις συρρέουν, εύγλωττες και ανατρεπτικές ενός αδιάφορου παρόντος. Η αίσθηση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο εραστής που αντί για ρώγες βρήκε κουμπιά δεμένα με κλωστή και έφτιαξε εργόχειρο, ένα σώμα κεντητό. Η γιαγιά με την τρύπα στο κεφάλι που άλλοτε είναι λίμνη, άλλοτε μυρμηγκοφωλιά. Η αφηγήτρια που μια φιστικιά φύτρωσε στην πλάτη της. Ο ιερέας που πήρε ένα ψαλίδι και χρατς χρουτς έσκισε την πρόσοψη του σπιτιού σε μια έξαρση διάθεσης για χαρτοκοπτική. Μια παράξενη οικογένεια στην οποία όλοι είναι και μαζί και μόνοι. «Κοιμόμαστε  όλοι μαζί στην κουζίνα για να βλέπουμε τηλεόραση. Ξαπλώνουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Πρώτα ο μπαμπάς μπρούμυτα. Μετά η μαμά ανάσκελα. Ανάμεσα στη μαμά και τον μπαμπά μπαίνει ο ένας αδερφός. Από πάνω τα δίδυμα. Στην κορυφή η κόρη μπρούμυτα. Κουβέρτες δεν χρειάζονται γιατί ο ένας ζεσταίνει τον άλλο. Στο κρεβάτι μπορούν να μπουν και άλλοι συγγενείς, αρκεί ο καθένας να έχει το δικό του τηλεκοντρόλ.»
Ο αναγνώστης προσκαλείται και προκαλείται να χορέψει τον χορό του άλογου και του παραλόγου. Σε ένα βιβλίο που η έννοια της κυριολεξίας όχι απλά έχει υπονομευθεί ή έστω μειωθεί. Μιλάμε για εξαφάνιση του κυριολεκτικού λόγου και καταβύθιση στα βαθιά νερά μιας ιδιόμορφης μεταφοράς, καθώς και της διάθεσης που τη συνοδεύει. Είναι οι πληγές της σίγουρα οι πηγές αυτής της τέχνης. Παίζει με αυτές, τις αναπλάθει, τις λαξεύει, τούς δίνει μια άλλη υπόσταση, δημιουργώντας παράλληλα πολλά μικρά παράλληλα σύμπαντα. Με υπαινικτική πάντα γραφή, ανασυνθέτει το θραύσμα φλερτάροντας ασύστολα με το παράδοξο. Το υλικό της είναι σκοτεινό και το μετουσιώνει σε «φωτεινή γραφή». Η καταβύθιση στις αναμνήσεις, τις αρνήσεις, τις ματαιώσεις της παιδικής και εφηβικής ίσως ηλικίας οδηγούν στην έκφραση μιας ισχυρής αίσθησης για τα πράγματα.
Κολυμπάμε με γουρλωμένα μάτια στο βυθό της συνείδησής της, μας παρασέρνει και μας μαγεύει το ανοίκειο των εικόνων που δημιουργεί. Κάθε εικόνα και ένα επεισόδιο, μια ιδιαίτερη φέτα ζωής πασπαλισμένη με πλούσια και ανατρεπτική φαντασία.
Το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο στην πεζόμορφη αυτή συλλογή την γεμάτη μικρά ή μεγάλα αινίγματα και μυστήρια. Το νερό έχει πολλαπλή συμβολική στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η λέξη «φιν» άλλωστε, μεταξύ άλλων σημαίνει πτερύγιο. Άρα, δεν πρέπει να πρόκειται για κάποιο πρόσωπο. Ή ίσως να είναι μια προσωποποίηση του πτερυγίου για την δημιουργία ενός ήρωα που βυθίζει μέσα στο νερό τη μνήμη, για να σκαλίσει, ή να βγάλει στην επιφάνεια ό,τι είναι καλά κρυμμένο εκεί. Το νερό είναι ροή, ζωή, θάνατος, αλλαγή, ηρεμία και πολλά ακόμη. Αν υποθέσουμε ότι η αφηγήτρια έχει το κεφάλι της μέσα στο νερό ή αν σκεφτούμε ότι τα αφηγείται όλα αυτά ως μωρό μέσα στον αμνιακό σάκο, καταλαβαίνουμε πόσο στρεβλά, παράφορα, αλλιώτικα μπορεί όλα να μοιάζουν μέσα από αυτήν την οπτική.
«Μέσα και έξω από αυτήν νερό. Ανοίγει τα χέρια της και τα λέπια της λαμπυρίζουν. Από το στόμα της βγαίνουν κοχύλια που σκεπάζουν το βουνό.(Ψάρι)


Λίμνη – Έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε την ειδική στολή της λίμνης που της δώσανε. Ένα μακρύ νυχτικό με φτερά. Παντού μύριζε ροδόνερο. Κατάπινε για να συγκρατήσει τη μυρωδιά. Κρατούσε δυο βαριά κουπιά. Νόμιζε πως πετούσε. Κάθε τόσο γύριζε γύρω γύρω να δει το τοπίο αλλά έβλεπε μόνο κεφάλια από άλλους χλωμούς κωπηλάτες που χαμογελούσαν και νόμιζαν πως πετούσαν.

Παλίρροια των αισθήσεων και των αισθημάτων, βουτιά σε αυτό που είναι δύσκολο να ειπωθεί με λόγια  ευκόλως  κατανοητά. Αλλά χρειάζεται να δοθεί με τρόπο ιδιαίτερο που θα αγγίξει χορδές ξεχωριστές. Δεν είναι ότι χρησιμοποιεί περίτεχνες λέξεις. Όχι καθόλου! Αντίθετα! Είναι ο τρόπος που τις συνθέτει, που τις συνδυάζει, για να φτιάξει τις εικόνες. Το κάθε μικρό κειμενάκι μοιάζει με κολάζ που αποτελείται από ποικίλα κομμάτια που αν τα δεις μαζί σου αφηγούνται μια σουρεαλιστική ιστορία. Άλλοτε πάλι θυμίζει παιδική ζωγραφιά. Αλλά διαθέτει και μια επικινδυνότητα στα σημεία. Κάτι που σε αναστατώνει όταν το συναντήσεις.
«Πρωτοχρονιά και δεν έχουμε βασιλόπιτα. Είναι όλα κλειστά. Προσφέρω το αριστερό μου στήθος που είναι ζεστό σαν τσουρέκι. Ο μπαμπάς το χαράζει με το μαχαίρι. “Του Χριστού, του φτωχού, του σπιτιού, του μπαμπά, της μαμάς, του αδερφού, της αδερφής. Και του χρόνου να ’μαστε καλά”». (Πρωτοχρονιά).
Μια ακόμα μετάφραση της λέξης φιν από τα αγγλικά:
αναφέρεται στο είδος χτενίσματος που συχνά αποκαλείται μοϊκάνα και μοιάζει με όρθια στάχυα. Aναμνήσεις που μπλέκονται και κρύβουν μυστικά και μπλεξίματα, ίσως και μυστικά συναισθήματα που συνδέονται με την τρυφερότητα, αλλά και τη αγριότητα της παιδικής ηλικίας.
«Δειλά δειλά φυτρώνουν την αυλή μας τα μαλλιά του Φιν. Είναι κίτρινα και ψηλά στα στάχυα. Δεν τα ποτίζουμε πολύ για να μην μαλακώσουν. Τα απογεύματα σκαρφαλώνουμε πάνω τους και πλέκουμε κοτσίδες. Μερικοί κρύβονται πίσω από τις τεράστιες αλογοουρές και λένε μυστικά. Όταν βρέχει τα μαλλιά του Φιν ζαρώνουν και μπερδεύονται. Βγαίνουμε τότε με σκληρέ βούρτσες και χτενίζουμε την αυλή».
Δεν ξέρεις ακριβώς να κατατάξεις το βιβλίο εννοιολογικά, σίγουρα είναι κάτι που διαθέτει το δικό του στυλ, δεν μπαίνει στο καλούπι του λογοτεχνικού είδους. Λυρικό στα σημεία, με σωστή οικονομία, δεν έχεις παρά να το γευθείς.

http://fractalart.gr/ta-mallia-tou-fin/

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// XΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ /// ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Προεργασία Χριστουγέννων
χωρίς φάτνη, πάχνη
και ζάχαρη να χύνεται άχνη παντού
στο στάδιο ακόμη του καθαρμού
χώρου πλήρους χαρτιού
πεπιεσμένου απ ’άκρη  σ ’άκρη
που σκίζεται
με τη λευκή σελίδα μαζί
του μυαλού.

Επεξεργασία προσδοκωμένων
σε σφραγισμένη καλά  πήλινη γάστρα
να μη βγαίνει άχνα
να μη θαμπώνει η επιφάνεια
γυάλινου τραπεζιού
φορτωμένη σε μήκη και πλάτη
ασύμμετρου
πονά
 κορμού.

Πάντα εδώ
τέτοιες μέρες δεν πάμε αλλού
χιονίζει μέσα
σκόνης νιφάδες
ενώ το θαύμα αναμένεται
εν ονόματι πάντα
κάποιου χαμού.


Χριστίνα Καραντώνη, Ακόμα Χρόνος, ΑΩ Εκδόσεις, 2011




          





                                           Ξ





Ξεῖπες

Τόσο ἁπλᾶ

Ἡ συμφωνία ὅμως

Δεμένη

Πισθάγκωνα

Σὲ τρία παράλληλα

Ξύλα ξερὰ

Στὴν ἐγγράμματη ξεβράστηκε

Τῶν Κεφαλλήνων ὁλόχρυση  ξῖ ἀκτὴ

Ἡμιθανὴς ξημερώματα

Τὴν ἀθέτηση ξέρασε

Καλαμάρι καὶ ὄξινο ὑγείας χαρτὶ

Κι ἔπειτα ἐντελῶς ξαφνικὰ

Ἀπ’ τῶν κορμῶν τὰ ξέφτια

Στὴν ἄμμο φύτρωσαν βλαστοὶ

Καὶ μιὰ ἀχτῖδα φωτὸς παίζουσα

Μὲ ρόδινο ἔγραψε δάχτυλο

ΞΑ ΝΑ ΑΡΧΗ



Χριστίνα Καραντώνη, Πάθη συμφώνων, Οἱ Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, 2014























                                               

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ /// Η ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΜΠΑΙΚΤΗ





Η ωδή για τον συμπαίκτη,Διάττων,Αθήνα 2011


α΄
 
Στην αρχή ήταν η ανάσα˙
ανάκουστη κι αταξίδευτη
Τα βράγχια ανάμεσα σε πέτρες και λέξεις.
Ύστερα ήρθαν η βουή, τα απέραντα ύδατα,
το ενδιάμεσο κενό.

Να ΄μαι, είπε˙ δώδεκα τέρμενα ξέμπαρκος.
Εδώ ακίνητος˙ σαν τις πέτρες, σαν τις λέξεις.
Αλλιώς δεν θα πιστέψουν πως λείπω.
Ακίνητος, λοιπόν.
Αν γείρω κατά έξω, θα με προδώσει ο ίσκιος μου.
Αν γείρω κατά μέσα, θα σπάσω το γυάλινο μάτι,
Τίποτα δεν θα βλέπω,
Θα ξεχειλίσω απ’ τον εαυτό μου.


 γ'


Λόγια και λόγια, είπε ο Νυκτουργός˙
εκ φύσεως αμνήμων και κρυπτός.
Ό,τι κερδίζεις, σε ξεστρατίζει.
Να αλλάξεις, είπε, το κέντρο του βάρους˙
και την προσωπίδα ν’ αλλάξεις.
μετά με την πλάτη στο χιόνι να πνέεις
-για να λάβεις το χρίσμα˙
ότι χειμέρια νάρκη θα καταφλέφει τον κήπο
σε δρόμο σκοτεινό. Κι αυτό που σε σκοτεινιάζει
να διχάζεται-να μένει χώρος για το θαύμα.

Ύστερα ο κήπος είχε ανεβεί στη σκηνή.
Το πτυσσόμενο τραπεζάκι εγκαίρως στη θέση του.
Κάπου-κάπου φυσούσε ριπή βοριαδάκι˙
και ξέστρωνε στις άκρες το ριγωτό τραπεζομάντηλο.
Το χέρι της μητέρας το ίσιωνε αμέσως˙
όπως τις πιέτες στο καλό της φόρεμα.

Πήρα στάση εμβρύου κι έκλεισα κουρασμένος
τα μάτια, γυρίζοντας πλευρό˙
ενώ άρχισε να χιονίζει μέσα στη νύχτα
σκεπάζοντας με λευκό όλα τα μελλούμενα άλλοθι.


ζ'

Τότε τα φώτα της σκηνής
           έσβησαν ξαφνικά'
χωρίς ν΄ακουστεί μήτε σειρήνα  
           μήτε κουδούνι.
Οι τροχαλίες σταματημένες μετέωρες'
στο μπόι του ανθρώπου'
εκεί που οι λέξεις εποπτεύουνε
τις πράξεις να συμπίπτουν.
Όλα σε φυσικό μέγεθος.
Λες και έχαν ύψος τα πράγματα
για να χωρέσουν στο πετσί τους.
Όπως τα ποιήματα'όταν τελειώνουνε
τα λόγια εδώ
στα χαμηλά.
Μόνο το φάντασμα του Δαρείου
             επάνω σε υψηλούς κοθόρνους.

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 //// XAΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ /// Χαϊκού στο φανάρι




Κι ας έχει ανάψει
πράσινο, δεν ξεκινάω.
Γράφω χαϊκού.


*

Η κομψή ξανθιά
σκαλίζει τη μύτη της
περιμένοντας

*

Πατάει κόρνα
πριν ακόμα ανάψει
πράσινο: βλάκας


*
Αφηρημένος
κοιτάζει δυο κορίτσια
που κουβεντιάζουν

*

Αυτός καπνίζει.
Το μωρό τους τσιρίζει.
Εκείνη κλαίει.

*

Με χαιρετάει
από ένα φιατάκι
το παρελθόν μου.

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΩΑΔΙΤΗΣ /// ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΠΟΙΗΣΗ





'Οταν γράφουμε ποίηση
απόμακρο το βλέμμα ταξιδεύει ως πέρα
πλανιέται στους σκουπιδότοπους
της σύγχρονης κομπορρημοσύνης
και μένουν ξοπίσω εκείνα τα ταξίδια 
στο κατάξερο αίμα της νύχτας

όταν γράφουμε ποίηση
τ΄αποκαμωμένα βήματά μας
σεργιανούν στο άπειρο
η αγάπη είναι στο μεταίχμιο
ορφανή,πεντάρφανη στους πέντε αγέρηδες
στα συνωστισμένα λεωφορεία 
των πληβείων  της εργασίας

όταν γράφουμε ποίηση
ξερνάμε με κλάματα και κατάρες
μ΄επικλήσεις στον αγύριστο
που κατακρημνίζονται με πάταγο
στο κανναβάτσο της κοινωνικής αδικίας
ζεστά χέρια,ροζιασμένα
ζωγραφίζουν πολιτισμό και οικοδομήματα

όταν γράφουμε ποίηση
επέρχεται η θαμπάδα στα μάτια
αλλά και το σίγουρο κοίταγμα
η σίγουρη σκέψη σαν ατσάλι
σκυρόδεμα έτοιμο να δέσει 
την κοινωνική επανάσταση

όταν γράφουμε ποίηση

τ΄ απογεύματα είναι ασπρόμαυρα
πιο σκούρα τα βράδια
ορειχάλκινες οπτασίες
με αποχρώσεις θανάτου
πριν ξεψυχήσουν κι οι οιμωγές
ξομπλιαστές  στη λάβα
του σύγχρονου δράματος 
  
όταν γράφουμε ποίηση
οι σκάλες δεν οδηγούν πουθενά
κυματίζουν τα μεσημέρια
στην αχλή της ζέστης
σαν τρικυμισμένα μαλλιά
στα πέπλα τα γκρεμισμένα
τα κατακρεουργημένα από θύελλες  άλγους  
και κυλώνεια άγη
έρμαια στα χτυπήματα των μπράβων
της κρατικής εξουσίας

όταν γράφουμε ποίηση
το κάνουμε για να ξορκίσουμε 
τους πρότερους εφιάλτες μας.
 

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 /// ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΛΙΑΚΟΥ /// 'ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ









17 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ




Η μοιρασιά ήταν εύκολη.



Αυτός, κράτησε τη συλλογή ”Μπλεκ”,

και  το νούμερο του τηλεφώνου. 


Εκείνος, το πικ απ και  τους δίσκους. 

Τα έπιπλα τα πούλησαν,

 κι ό,τι απέμεινε – κουζινικά, σεντόνια κτλ.,

τα δώσανε στην οικογένεια στον πρώτο.


 Αυτό ήταν, λοιπόν. 


Στον κάδο, απέναντι,

μία γάτα μασουλά φωτογραφίες
από το πρώτο τους  ταξίδι.
.



*Η φωτό είναι παρμένη από ΕΔΩ



notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017/// AΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ /// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




ΖΩΗ ΘΑΝΑΤΟΥ


Είναι
ο πατέρας μου
ο τελευταίος σ΄αυτή τη ζωή.
Με περιμένει.
'Ολα δεν έχουν το ίδιο βάρος,
γι΄αυτό κοιτάω
μήπως φανεί
το νόημα να σταματήσω .

Όμως δεν έχει .

Με παραλλάσσει η σκέψη σε ομιλία,
έρημη σάλα,
μέσα μου ο νεκρός,
κι οι λέξεις που είμαι,καθισμένες
κλαίμε το πρόσωπό του.


****


 ΑΠΟ ΑΝΘΗ ΤΕΦΡΑ


Από άνθη τέφρα να φυτευτεί
των λέξεων λάμψη στο πιο ωραίο.

Πόσο είσαι όμορφη

Η λύπη να συρθεί
μες στις βραγιές του σώματος και να βλαστήσει
στο πιο ωραίο στήθος
βλέμμα ομορφιάς.

Πόσο είσαι όμορφη

Σταγόνες ύμνου,
σπείρατε ψηλά την παλαιά ψυχή μου.
Πένθιμη παραφορά με παρηχεί
καινούρια ολόδακρυ χαρά.

Πόσο είσαι-

Κύματα ολόχρυσα που πλημμυρούν
οξειδωμένον άργυρο,το ποίημα,
μέσα μου σε κοιτώ,σαστίζω,
ήταν ανάγκη έτσι να μιλώ;

Πόσο είσαι 
η ζωή


****
 

ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΟΛΑ ΝΑ ΣΒΗΣΟΥΝ
 
Διότι πάλι δεν θα 'μαι
στις λεύκες το άφθαρτο ασήμι,
χυμένη γύρη στο λεπτό δάκρυ της μέρας.
Δεν θα 'μαι του δειλινού η αγκαλιά,
η αυλή στο ξέπλυμα της σκόνης,
τα χέρια μου που ξύπναγαν τις ρίζες να χορεύουν.

Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
φτάσει το γέλιο ως την νύχτα της μητέρας
και στο σκοτάδι η ανάσα μου επιστρέψει
άγγιγμα των χεριών της.

Διότι πάλι δεν θα 'μαι λάμψη χάδι των νερών,
ρήγμα στο σώμα κι απροσδόκητη φωνή,
ο ήχος, η απόκρισή του.
Δεν θα 'μαι η αόρατη σκέπη του ύπνου
στα μαύρα πέταλα το βράδυ, η τρυφερή ματιά
κισσός στα χέρια, στον λαιμό
της πιο λευκής ημέρας.

Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
ανοίξω χώρο μες στην νύχτα και για μένα
κι ο ίσκιος που στο φως τώρα με βρέχει
γίνει παιχνίδι σε καμένο μεσημέρι.


Από τη συλλογή ''Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων'',εκδ.Πατάκη 2014

notationes /// ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2016-2017 //// ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ /// TO AΛΛΟΘΙ

Έρικ Ρου Φονταίν


Θέλω να μου πεις ένα παραμύθι.

Ένα διαφορετικό. Ένα μοναδικό παραμύθι.

Να' χω κάτι από σένα για να κρύβω.



Τα βράδια

κυρίως εκείνα τα βράδια με βροχή

να το φέρνω στο μυαλό μου

και να βάζω την φωνή σου να παίζει

κι άλλο κι άλλο κι άλλο

τον ίδιο μοναδικό

τον ίδιο όλο δικό μας σκοπό.



Και κάθε που το πλήθος

θα επιβάλει ενοχή

κάθε που η ενοχή θα επιβάλει

διαφάνεια

κάθε φορά που θα κλείνομαι στον γυάλινό μου

πύργο

με τα χιλιάδες τηλέφωνα και κομπιούτερς

για ντεκόρ

με τα πιάτα γεμάτα χαπάκια ψυχοτρόπα



εγώ

θα νηστεύω

από σένα

από το παραμύθι μας

από το τυχαίο άγγιγμα της ιστορίας μου

με την δική σου



θα νηστεύω

απ' ό, τι μου εδόθη για απουσία

απ' ό, τι ξεπλήρωσα στην ζωή για την ζωή μου



να' χω κι εγώ

ένα άλλοθι

να επιδεικνύω στον καθρέφτη

τις ώρες πριν ξαναρχίσει

η βροχή.


*Ο πίνακας είναι παρμένος από  Εδώ