Μικρό χρονικό τρέλας Αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Αύγουστος Κορτώ Εκδόσεις Πατάκη, 2016 |
Γράφει η Μαρία Ιωαννίδου
“Ασε με τώρα μη μου μιλάς. Τίποτα δεν είναι ίδιο, απλά άσε με να κλάψω. Και μη με κοιτάξεις στα μάτια γιατί η θλίψη μου θα γίνει οργή»*
Έχω και στο παρελθόν εκφράσει τον βαθύ μου σεβασμό στους συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται. Ειδικά αν ο «βίος» που εξιστορούν δεν είναι ακριβώς ανθόσπαρτος και αν η εξιστόρησή τους δεν αποκρύπτει, δεν μεταμφιέζει και δεν «αξιοποιεί» τα πρόσωπα και τα γεγονότα . Εν προκειμένω, ο Αύγουστος Κορτώ, αναλαμβάνει με τον ανεπανάληπτο δικό του τρόπο –και με αφορμή την εξιστόρηση των βιωμάτων του- να απενοχοποιήσει την ψυχική αρρώστια, να βγάλει δηλ. «από τη ντουλάπα» την ντροπής, της περιθωριοποίησης και του στιγματισμού, τον τρελό∙ που «δεν τον αφήνει στην τρέλα του», αλλά τον οδηγεί στην κεντρική σκηνή για να μας τον συστήσει: τον άλλον του εαυτό, πώς τον συνάντησε μια κρύα –όχι τυχαία- νύχτα, πώς τον ακολούθησε στις δαιδαλώδεις –πνευματικές αλλά και αληθινές, στους δρόμους της πόλης- διαδρομές του παραληρήματός του.
Το πλαίσιο όπου εξελίσσεται η ιστορία είναι απόλυτα σύγχρονο και οικείο, ιδωμένο ωστόσο μέσα από τον φακό της διαταραχής, που ο Κορτώ αναδεικνύει σε ευκαιρία για να τον κάνει από παραμορφωτικό, επιμορφωτικό. Όχι τυχαία, στην Αθήνα του –πολύ πρόσφατου στη μνήμη μας- φοβερού μήνα Δεκέμβρη του 2008, στη καρδιά των γεγονότων, στα καπνισμένα από φωτιές και δακρυγόνα Εξάρχεια δεν έσκασε μύτη μόνο η κορυφή του παγόβουνου της επερχόμενης κρίσης. Δεν έστειλε μόνο μια πιστολιά στον άλλο κόσμο έναν έφηβο. Η λογοτεχνία έχει καταγράψει σε πολλά και ποικίλα έργα τις μέρες και τις νύχτες του φοβερού εκείνου μήνα ως δραματικό φόντο για άλλες ιστορίες που φιλοδόξησαν να συνυφάνουν τον ζόφο της εποχής με τα πρόσωπα και τους ήρωες της αλλά ο Κορτώ κάνει τη διαφορά:
Αφού, η αφήγηση του δεν αφορά σε κανέναν «ήρωα», δεν προσπαθεί να συνδέσει τεχνητά τη μυθοπλασία με τα γεγονότα μολονότι η ουσία του μυθιστορήματος εκφράζει την πιο εσωτερική ίσως, αλλά αυθεντική κραυγή, την απεγνωσμένη
αντίδραση στο πνιγηρό, βίαιο και φορτισμένο κλίμα που ωθεί τον υπερευαίσθητο αφηγητή στην
άρνηση τηςπραγματικότητας. Η Αθήνα του Δεκέμβρη με τα ζοφερά της χαρακτηριστικά, τη βία, την καταστροφή και την αίσθηση πόνου, οργής και απειλής, στέλνει τον Αύγουστο Κορτώ στο χώρο του παραλόγου, τον ωθεί με πολλούς τρόπους να σπάσει τους δεσμούς του με την αφόρητη εκείνη πραγματικότητα, να βάλει σε κίνδυνο ακόμα την ασφάλεια και σωματική του ακεραιότητα. Ο θυμός, ο φόβος ίσως αλλά και η άφατη θλίψη συνιστούν ένα μίγμα τόσο εκρηκτικό όσο και το δημόσιο αίσθημα για τα τεκταινόμενα.
Η παραίσθηση που βίωσε ο γράφων, ότι δηλαδή επέπρωτο να γίνει ο επόμενος Δαλάϊ Λάμα, θα μπορούσε εάν ο συγγραφέας κατέφευγε σε μια μυθοπλαστική «ευκολία», να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για να ανθίσει ένα ποίημα, μια μυστήρια αλλά γοητευτική υπερρεαλιστική εικόνα ζωντανεμένη από την επιδέξια γραφίδα του. Αντ΄αυτού θα διαλέξει τον πιο δύσκολο –και λυτρωτικό- δρόμο, αυτόν της παραδοχής και εξιστόρησης της σκληρής πραγματικότητας! Πιστεύω ότι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο καθιστά μεταξύ άλλων, τον Κορτώ ικανό να κρούει τις πιο ευαίσθητες χορδές στους αναγνώστες του που πολλαπλασιάζονται μαζί με τα αντίτυπα των έργων του∙ η γνήσια κατάθεση ψυχής δεν είναι τζάμπα, αλλά ενώ δεν «κοστολογείται» η γνησιότητα και το συναισθηματικό βάθος των πληγών όπου ο συγγραφέας εισχωρεί με τόλμη για να γιατρέψει εαυτόν και αλλήλους, ανταμείβεται με την μεγάλη αναγνωσιμότητα. Για να μετατραπεί η εξιστορούμενη βαθιά απόγνωση και η εξ αυτής «τρέλα» σε χειρονομία αλληλεγγύης προς τον κάθε πάσχοντα, απαιτείται ένα ιδιαίτερο «κλικ» μια ικανότητα να παραδέχεται κανείς, να οικειοποιείται ό,τι πιο ζοφερό κουβάλαγε εντός του για να το μετασχηματίσει. Για να την κάνει ο συγγραφέας τη δυστυχία του -ή την παραφροσύνη- λογοτεχνία με ανθρωπιστικό περιεχόμενο, χρειάζεται να την παραδεχτεί χωρίς ηρωισμούς, χωρίς «κρυφτό», «κυνηγητό», και άλλα παιχνίδια που παίζουνε οι άνθρωποι –και ορισμένοι λογοτέχνες- για να κρυφτούν ή να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Ο Κορτώ, αντίθετα, την κοιτάζει κατάματα μαζί με τα αληθινά γεγονότα, τα αισθήματα και την ερμηνεία τους για να κάνει την ψυχική του ήττα, νίκη και την διαταραχή, αρμονία.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην καθεαυτό εξιστόρηση. Μια νύχτα ο γράφων ξυπνάει απότομα και ενστερνίζεται μια παράλογη ιδέα. Το μείζον εσωτερικό του –και χαίνον- τραύμα από τον θάνατο της μητέρας κάποιες τέτοιες μέρες, συναντάει το εξωτερικό τραύμα της κατάμαυρης, μπαρουτοκαπνισμένης, θυμωμένης και μαζί πενθούσας Αθήνας. Τα δύο αυτά δεδομένα φαίνεται να αναιρούν τελικά στη συνείδησή του τη πραγματικότητα. Ο πόνος του θανάτου συναντά την απειλή του θανατικού, το κρύο της νύχτας το κρύο δέρμα του ύστατου ασπασμού…
Από κει και πέρα αρχίζει μια περιπέτεια που ο Κορτώ διανθίζει με το πικρό του χιούμορ καθώς αναθυμάται τον ίδιο του τον εαυτό, γυμνό, χωρίς τα προστατευτικά του πολιτισμού-χρήματα, γυαλιά μυωπίας, αστυνομική ταυτότητα - να περιπλανάται στην πόλη, να ταλανίζεται από την ψυχική ανισορροπία ανάμεσα σε παραισθήσεις και παράλογες πράξεις, μέχρι οι οικείοι του να καταφέρουν να τον οδηγήσουν στο ψυχιατρείο και να προφυλάξουν τη ζωή του από τους κινδύνους που ο ίδιος την εκθέτει.
Με δεδομένη την ηλικία και την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα (γεν. 1979), την πνευματική σκευή και τις εικόνες και γραφές στις οποίες είχε ήδη καταφύγει ως παιδί και έφηβος, θα προστρέξει πάλι σε ήρωες παραμυθιών ή μυθοπλασίας που θα ανακατέψει με
ιδέες μεγαλείου και θέωσης. Με τα φρένα του σπασμένα τρέχει να κρυφτεί στις αυταπάτες και στα παραμύθια, στην παραμυθία –παρηγοριά – που αναζητά ένα ανυπεράσπιστο παιδί αφού σε στιγμές σαν κι αυτές που περιγράφονται γινόμαστε παιδιά –τόσο ευάλωτα, γυμνά και φοβισμένα- όπου όλα είναι θεμιτά για να παρηγορηθούμε.
Το αυθεντικό μεγαλείο-η ψυχική δύναμη και γενναιοδωρία- του ανθρώπου και συγγραφέα Κορτώ, αυτό που εξυψώνει το συγκεκριμένο βιβλίο από τη λογοτεχνική σφαίρα σε ανώτερη ανθρώπινη μαρτυρία και χειρονομία είναι το γραπτό που –έργω- τείνει στον αναγνώστη. Ο καθένας που έχει αρρωστήσει ποτέ ψυχικά θα διαβάσει την απερίφραστη δήλωση του Κορτώ «δεν είσαι μόνος», «έχω περάσει κι εγώ από κει». «Ακούγεται» μέσα από τις γραμμές η ελπιδοφόρα φράση «κι αυτό θα περάσει…».
Και βέβαια χρειάζεται κανείς τεράστια κότσια για να ομολογήσει γραπτά, ανοιχτά και δημόσια, χαρακτηρίζοντας αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα, ότι νοσηλεύτηκε στο Δρομοκαΐτειο, ότι έχασε για ένα μικρό έστω διάστημα τα λογικά του, ότι ξέφυγε από τον σκληρό κι ανάλγητό μας κόσμο με την ελπίδα να συναντήσει ίσως την πεθαμένη μάνα, με την ψευδαίσθηση που δημιουργεί στον πονεμένο, στον απελπισμένο, στον ανασφαλή και πολλαπλά «ορφανό» νέο που ζει μες την Αθήνα του Δεκέμβρη του ’08 ότι αν ίσως μεταμορφωνόταν σε κάτι θεϊκό θα έσπερνε και αγάπη, λύτρωση και αρμονία στον κόσμο όλο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Πέτρος Χατζόπουλος –το πραγματικό όνομα του συγγραφέα- επανήλθε στα συγκαλά και τα λογικά του ενώ ξεκίνησε και ένα δημιουργικό ταξίδι με τη ψυχανάλυση. Ωστόσο η φαντασίωσή του για προσφορά ενός πάνδημου αγαθού κατά κάποιο τρόπο πραγματοποιείται μέσα από τις γραμμές αυτού του αναγνώσματος, αφού ο Α.Κ. τείνει χείρα βοηθείας, συμπάθειας και εξιλέωσης σε όλους τους αναγνώστες του και πρέπει κανείς να επισημάνει –ξανά- ότι όντας ο ίδιος διάσημος για τα μυθοπλαστικά του δημιουργήματα θα μπορούσε κάλλιστα εκεί, και επιδέξια, και να κρύψει και να παρουσιάσει και να μας αφήσει όλους άφωνους εξιστορώντας τα επί μέρους στοιχεία. Θα μπορούσε να «ταΐζει» λογοτεχνικούς ήρωες για χρόνια, να στήνει σκηνικά γλαφυρά με εικόνες από ψυχιατρεία και να περιγράφει τους άλλους συν-αρρώστους, γιατρούς, τραυματιοφορείς και νοσοκόμες χωρίς να «αναλαμβάνει» την ευθύνη της αυτοβιογραφίας.
Αλλά ο Κορτώ –ακόμα και με το πρόσχημα της αυτολύτρωσης- εκτίθεται ανεπανόρθωτα, διαρρηγνύει το φράγμα του φόβου και της ρετσινιάς του ψυχασθενούς, σπάζει το ταμπού του Δημόσιου Ψυχιατρείου, και τιμά τον άνθρωπο που πάσχει σαν να λέει στον αναγνώστη να περάσει μαζί του μέσα από τους ιμάντες και τα κάγκελα και να αφυπνιστεί, αυτή τη φορά μαζί του: Ναι, είναι σκληρή και η ζωή και η πραγματικότητα αλλά και η ζωή και η αγάπη σε περιμένουν εκεί έξω να τις ζήσεις (και να αναστήσεις ακόμα και τους αγαπημένους που δεν ζουν, όπως το έχει κάνει με τη μαμά του Κατερίνα,).
*Απόσπασμα από κείμενο που παρέδωσε στο διαγώνισμα μια συμμαθήτρια του δολοφονημένου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τις μέρες εκείνες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου