Κάθε που ένα κείμενο
αποτυπώνεται σε μία σελίδα, μία φωνή ταξιδεύει στον Κόσμο, παρεισδύει στο
σκοτάδι της απομονωμένης μας απουσίας και ανάβει λύχνο να βρει η Ψυχή
διαδρόμους προς το Ιδανικό της. Υπάρχουν λέξεις που ακόμη κι όταν τυπώνονται,
έχουν εκκωφαντικό συλλαβισμό, πολιορκούν τη συνείδηση και ξεκλειδώνουν τα
κελιά, όπου μάθαμε να φυλακίζουμε τις ελευθερίες του Νου, για να βολεύεται πιο
παρήγορα η Ύπαρξη στο στέκι της καθημερινότητας.
Ανθολόγιο σημαίνει γειτονιά.
Κάποιος αρχιτέκτονας της σκέψης αναλαμβάνει τη μελέτη, στήνει τη μακέτα και
καλεί εμπνευσμένους πολίτες με υπηκοότητα Ποίησης να γειτονεύσουν μεταξύ τους
και με την Μούσα.
Σ’ αυτή τη γειτονιά δεν
υπάρχουν ηγέτες. Μία σιωπηλά υπογεγραμμένη ισότητα των μελών της συνδέει
άρρηκτα τις Ψυχές που εκθέτουν τα πολύτιμά τους στις σελίδες της Ανθολογίας. Σ’
αυτή τη γειτονιά δεν υπάρχουν ηγέτες. Μόνο Δάσκαλοι και Μαθητές που εναλλάσσουν
ρόλους. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, Μέγας Εμπνευστής, μάς διδάσκει πώς να βάλουμε σ’
ευθείες το Φως, πώς με ευφάνταστη αφοσίωση μπορούμε να ευθυγραμμίσουμε τον
Κόσμο με τον Παράδεισο.
Φόρεσα τα πάνινα παπούτσια
μου λοιπόν, με προτροπή της υπέροχης φίλης Βάσως B. Παππά και ξεκίνησα το σεργιάνι μου
στις γειτονιές των ποιητών που δόμησαν με προσωπικό στίγμα αυτή την πολιτεία.
Ξεκίνησα να καταγράφω το οδοιπορικό.
Στο μνημείο του «Στρατιώτη χωρίς πρόσωπο» εναπόθεσα
ελπίδες Ειρηνικών διαβουλεύσεων με την Σκληρή Πραγματικότητα, ώστε, ως το
χάραμα της Ιδέας, να έχω τις υπογραφές στα χέρια μου.
Συμμετείχα με ένδυμα
αρχαιοελληνικής επισημότητας στην «Ωδή
στις Μούσες» με τη Θηλυκότητα να πρωτοστατεί στο υπονοούμενο του
Καλλιτέχνη.
Μέσα από την μελοποιημένη
ρίμα της Ψυχής ενός Αερικού καταγράφηκε η πολιτική χροιά των πραγμάτων, η άρση
της ψήφου εμπιστοσύνης, καθώς το κριτήριο υπογράφεται με νέες αξιολογήσεις
Εαυτού και Ζωής στο βάθος του χρόνου.
Κι όλο οι διαδρομές
χτίζονται χαλίκι χαλίκι με αγαπημένες κι αμόλυντες αμαρτίες,
«Μυστική
σύναξη των αισθήσεων
Η
ακολουθία της αύρας σου
Στο
αστροφώτιστο στερέωμα του ουρανού»
Κι όλο πορεύεται σελίδα τη
σελίδα η Βιογραφία της Ζωής πίνοντας «Απόσταγμα»
σαν αγιορείριτο λευκό κρασί
Εμπειρίας και φιλεύοντας τις Αναγνώσεις με το ΜΟΙΡΑΣΜΑ της ευθύνης του απολογισμού που από ατομική υπόθεση τετ α
τετ με την Καρδιά, καταλήγει εθνικό ζήτημα εμπλέκοντας το χρώμα της Ελλάδας,
{πόσους τόκους αποχρώσεων χρωστάμε, αλήθεια?} και τις μυρωδιές από το χώμα, τη
βροχή, την αλμύρα, το φως….
Επόμενο βήμα, Έπαρση της
σημαίας και «λάμπει ο μπρούτζος με την
Ελληνική Σημαία» και τα «κόκκινα
τριαντάφυλλα καρφωμένα στα χάλκινα κορμιά» για να θυμάμαι, να μην ξεχνάω,
πως «ο Αχθοφόρος της Οργής»
καταγγέλλει, αφυπνίζει και πυρώνει τη μνήμη με ένα ακόμη στεφάνι καταθέσεων.
Όλα ομαλά. ΟμαλοΠοιημένα.
Ώσπου θεριεύει το θηρίο και αλλάζει το σύνθημα των εξεγέρσεων:
«ΣΟΦΙΑ – ΕΛΠΙΔΑ – ΠΙΣΤΗ - ΑΓΑΠΗ»
…να τα προασπίζεται το θηρίο
του Νου που βρυχάται μέσα από τη Γραφή, η οποία αύριο ή σήμερα αργά, μετά από
μελέτη κι αφομοίωση, θα γίνει Πράξη…
Χρειάστηκα Φύλακα Άγγελο.
Δύσκολες οι διαδικασίες Εκπληρώσεων των Στίχων σε Βιώματα. Βρήκα τους «Αγγέλους που χαμογελούν». Εμπειρώθηκα ξανά την πολύβουη μάχη με το
Εγώ, την σκληρή διαπραγμάτευση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, με σύνορο το
Κριτήριο που διαμορφώνει η Ηθική του καθενός. Η σαγήνη όπλο Αποπλάνησης
συνειδήσεων, κυρίως των ερωτευμένων. Από μηχανής Θεός ένα μωρό. Ένα μικράκι
-ΑγγελοΠοιημένη Μορφή Θεού- στο χώρο των Ανθρώπων, που βασανίζονται από
Διλήμματα, Ευθύνες κι Αποφάσεις. Μέσα στο ποδοβολητό της παραβατικής νοοτροπίας
μας ένα Μικροσκοπικό κι Ανυπεράσπιστο μωρό, μπορεί να διδάξει ΑΓΑΠΗ, χωρίς να
απαιτήσει δίδακτρα ιδιαίτερων παραδόσεων Ζωής.
Και μες στο Βιωματικό
Εργαστήριο συνεχίζω να συχνάζω σε γειτονιές όπου η ΑΓΑΠΗ, μετουσιώνεται σε Ωκεανό, κουράζει, βυθίζει, εξαντλεί,
υπόσχεται και ο Θνητός Άνθρωπος με όπλα την ΠΡΟΣΕΥΧΗ και τη ΜΟΝΑΞΙΑ
διεκδικεί γεφύρωση από τον Πνιγμό ως τη Σωτηρία, με ένα ουρλιαχτό βαθιάς
εσωτερικής Σιωπής καταγεγραμμένης σε ένα «Νυχτερινό
Παραλήρημα», όπου οι Ψυχές σμίγουν χρώμα με το χρώμα, σε ένα Έργο
αριστουργηματικής σύνθεσης, με Ουσία που μεταγγίζεται με αγωγό την τρυφερότητα.
Ρεύμα έγινε η Ροή, μία
ηλεκτροπληξία που σηκώνοντας τις ασφάλειες του Εαυτού, για πλήρη φωταγώγηση του
Είναι, ανάβει μία μία κάποιες
φορτισμένες Ιδέες Εμπνευσμένης Συμπύκνωσης σε μορφή Χαϊκού που ανασαίνουν Φως, Φωτιά, Φύλλα σελίδων με κοφτή ανάσα ενός
ολόκληρου μαραθώνιου σκέψης που παραδίδει την ιδρωμένη σκυτάλη του στο
Σταγονόμετρο της ΠεμπτΟυσίας, η οποία
θρέφει τον Καλλιτέχνη και τους Μάρτυρες του Έργου του.
Και στο χείλος του
συμπυκνωμένου γκρεμού, η «ΑΝΑΣΤΑΣΗ»,
βραβευμένη, αναγνωρίσιμη, επιδιωκόμενη πριν ακόμη γραφτεί η πρώτη συλλαβή της.
Κι ο δρόμος συνεχίζεται λέξη
τη λέξη. Αποσκευές ενός ταξιδιού που
«μας οδηγεί στα πράγματα ή μας
απομακρύνει». Με Επιτάχυνση ή με «Βραδύτητα»
να κερδίσουμε παράταση Αναμονής, που μέσα της η Φαντασία στήνει το Ταξίδι, τη
συνάντηση, το δρώμενο, τη ΖΩΗ πριν τη ΖΩΗ, και μοιάζω τόσες Ζωές να ζω, όσες οι
Καθυστερήσεις που δύναμαι να αντέξω. Και πάντα ξέρεις, το ξέρω κι εγώ, κι όσοι
μας ακούν και μας διαβάζουν, μόλις η Ψυχή υπογράψει «ΠΟΙΗΣΗ ΤΕΛΟΣ» τότε είναι που θα ψιθυρίσω «Άσε με να κουρνιάσω στο λαιμό σου». «Δεν είναι τούτο Ποίηση. Είναι η Ζωή που με τυραννά και με λαβώνει.»
Ως ταξιδιώτης αυτής της
πολιτείας πάσχισα να επισκεφτώ κάθε
συγκίνηση. Σήκωσα λέξεις, κοίταξα «Μέσα
από τις Χαραμάδες». «Το φως της
ευτυχίας ίσα που φαίνεται». Και τότε ήρθε η «Διαπραγμάτευση» που ζυγίζει Ιδέες, Ψυχή, Όραμα και από την άλλη
μία ολόκληρη Πραγματικότητα λιποθυμικής αντοχής. Ίσα που πρόλαβα να κρυφτώ στα «Μοναχικά Μονοπάτια» πριν με
ανακαλύψουν οι Έμποροι και οι Παραχαράκτες.
Κι είμαι ακόμη εδώ. Μέσα σ’ αυτό το μικρό κι ασύνορο βιβλίο. Είμαι ακόμη εδώ.
Να γυρίζω γειτονιές, να γυρίζω σελίδες και να μου αυτοσυστήνεται η ασημένια
σκιά της Κεντρικής Ιδέας του κάθε Ποιήματος.
Στη σελίδα 104 δε μου
συστήθηκε κανείς. Εγώ πρώτη έδωσα τα στοιχεία μου στον Έρωτα, που απειρωμένος απλώθηκε μαζί με όλη την αλμύρα του και τη
θάλασσα, υγρή, φλογερή, βουτηγμένη στη μέθη.
Με τα ρούχα της Ψυχής
νοτισμένα ακόμη από τον Έρωτα ξεψύχισα στην πιο άγρια μάχη του Εαυτού μας
απέναντι στο Θεό. Ορειβασία,Ιδρώτας, Πτώση, Παγίδα και μία υπόνοια Καζατζακικής
Προτροπής.
Νιότη, Μάχη, Θεός,
Ελευθερία, Ανάγκη…
Κρεμασμένη απ’ το σκοινί
προστασίας αιωρήθηκα δίπλα την «ΑΓΑΠΗ»
και στο «ΟΝΕΙΡΟ» μέχρι να φτάσω στην
ανώνυμη γειτονιά των Άτιτλων
Εκθεμάτων που έχουν υπογραφή Φωτός και αυτοΚριτικής Εαυτού, μα και του Κόσμου
όλου:
«Η
δύναμη της σκέψης
Είναι
τελικά
Ο
δημιουργός της πραγματικότητας»
Σταματώ. Σβήνω τα’
αποσιωπητικά μου. Βάζω τελεία. Ανάσα και «ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ
ΞΕΚΙΝΗΜΑ» με προστακτικές προτροπής, ενθάρρυνσης και εμπνευσμένης απόφασης
Τολμηρού Βήματος αυστηρά Εμπρός.
Κι έπειτα πάλι μόνη με το
Βιβλίο να κλιμακώνεται από το Ζενίθ στο Ναδίρ της Ανθρώπινης Προέκτασης.
Μ’ έναν αντίλαλο βρίσκομαι
καλεσμένη σ’ ένα «ΑΣΠΙΛΟ ΓΕΥΜΑ»,
όπου η πρόποση με εξαφανίζει:
«Να εξαφανιστώ
Να
αγαπηθώ
Να
εξαφανιστώ
Να
ερωτευτώ
Να
εξαφανιστώ»
Πριν
όμως, γευτώ αφανισμό, νοστίμεψα το βλέμμα μου με τα «ΚΡΙΝΑ» «τα κόκκινα / τα μαύρα» που «από δέντρο χάθηκαν / από λαούς βρέθηκαν» και μυρωδάτος ο Νους
μπήκε πάλι σε πειρασμό μπρος στη διαφορετικότητα. Διχασμένος, Οργισμένος μπρος
σε μια παράξενη αλήθεια:
«Δεν κατάλαβες
Πράγματι ήσασταν
Φτιαγμένοι διαφορετικά
Βρεθήκατε όμως
Πλασμένοι
Ο ένας για τον άλλο
Σε αυτή τη ζωή.»
Έπειτα
αγρίεψε ο καιρός. Μία γλυκιά ανασεμιά σε
μία προσμονή Ερωτικής Αναμονής «Ας
έρθει η Ώρα»
να μου τρυπήσεις τις φλέβες
και να ξαπλώσω στο χορτάρι
για να ανασάνω τις αχτίδες του ήλιου»
και
μετά γκρεμός. Τα «πουλιά αμέτοχα στο
πέταγμα και στο ζευγάρωμα». Έφτασα στο περιθώριο ή στο Κέντρο της
πολιτείας. Ήταν καλά κρυμμένος αυτός ο πόλεμος, μα απογυμνώθηκε μετά από κόπο
αναγνώσεων.
«Σοκάκια τυλιγμένα με σάρκες,
με αίματα παιδιών και λιοπύρια ανήσυχων
θεατών
κυριεύουν το πέλαγος, τη σοφία
τα λουλούδια αμίλητα τρεμοσβήουν στην αυγή
πετροπόλεμος στα χέρια,
λουριά γυπαετών για να μυρίζει αυταπάτη»
Αδιέξοδο?
Σαν εφιάλτης που οδηγεί τον ύπνο στην ανάκριση για τις ευθύνες του. Μετά πάλι «η Φωνή της Λογικής» και με προσμίξεις
υπέρβασης πάνω στο δρώμενο έφτασα πάλι στην «ΠΟΙΗΣΗ»
«Τι είμαι και αγαπώ;
Αστέρια που φεύγουν απ’ το χαρτί που
γράφω»
Και
ο ερωτικός της Ποίησης Διάλογος συνεχίστηκε μες στη γειτονιά της Ψυχής,
για να συναντήσω ξανά τον Ελύτη και τον
Βρεττάκο, που, παράξενο, τόση ώρα περιπλάνησης δεν είχαν απομακρυνθεί διόλου από
το αρχάριο βήμα μου.
«Κι έφυγα σε πόθους μακρινούς
Ποιήματα διαβάζοντας του Ελύτη
Ατενίζοντας τόξα ουράνια «Χαρταετούς»
Βήματα άλματα μακριά από τη λύπη.»
Μέσα
από τέτοιες οδοιπορίες πάντα στο τέλος οργανώνομαι. Εαυτός σε καθρέφτισμα.
Ήμουν, Είμαι. Εγώ. Ίδιος, μα άλλος. Και μέσα στη δυαδικότητα της «ΕΠΑΦΗΣ»
«κόκκινα τριαντάφυλλα θάλασσες
Στρωμένα στο ναυάγιο κορμί μου»
Ξαναγεννιέμαι,
κι όλο το Ταξίδι στην ίδια πάλι πολιτεία των Ποιημάτων ξεκινά από την Αρχή κι
ας έχω ήδη φτάσει στο Τέλος.
Πιάστηκε
το φόρεμά μου σε μία λέξη καρφί του Μπόρχες ή του Κοσμά, δε θυμάμαι. Σενάριο ALEF. Και μυθοπλασίες ποίησης φυτρώνουν πάνω σε πραγματικές διαστάσεις
μεταφράσεων. Μπες μέσα. Κάποιος άνοιξε την πόρτα. Κρύψου ή Φανερώσου. Δες το
όπως θες.
Εγώ
πια κρύφτηκα. Όχι, φανερώθηκα μπρος στο «ΠΟΙΗΜΑ
ΑΠΕΙΡΟΝ» που με καλοδέχτηκε με τόσα
και τόσα αποσιωπητικά Εισαγωγής.
«…… τούτο δω πάλιν
Είναι ένα ποίημα άπειρον.
Σας διαβεβαιώ με … άπειρη ειλικρίνεια.
Μην σας ξεγελά που είναι μικρό…
Υπάρχουν αμέτρητα πράγματα πριν από αυτό
Που δεν τα έγραψα, αλλά εννοούνται
Και κρέμονται πίσω του σαν ορμαθός…»
Και
γυρίζω. Γυρίζω. Στροβιλίζομαι σε ένα παράξενο κομμάτι μιας πολιτείας φτιαγμένης
με puzzle από
κομμάτια μετέωρης πτώσης κι αβάσταχτης αιώρησης. Παντού αντίλαλοι. Κάποιες
σκιές. Σαν κάποιος από τα στενά δρομάκια της Ανθολογίας να με παρακολουθεί
επίμονα.
«Εγώ;
Εσύ;
Αυτός;
…..
Ποιος Εγώ;
Ποιος Εσύ;
Ποιος Αυτός;»
Τέρμα.
Το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα. Μα θυμάμαι πεζή ξεκίνησα. Πεζό το Ταξίδι μου.
Και κατέληξε ΠΟΙΗΣΗ. Στην τελευταία στάση η Ζωγραφική της Ποίησης. Κεφαλαίες
Επιγραφές στις οδηγίες πλοήγησης. Μη χαθείτε.
«Χοροί, Οπτασίες και Μεταληψίες
Των υπαρκτών δεδομένων
Η πρωτεύουσα Γνώμη»
«προς όλες τις κατευθύνσεις
Ανασαίνουν δρώμενα
Και άβατες ανατροπές…»
ΑΥΤΗ
είναι η ΠΟΛΙΤΕΙΑ αυτού του Ανθολογίου. Το εισιτήριο είναι πλέον στα χέρια σου.
Θα έχεις αναγνωρίσει τις
λέξεις σου μέσα σε τούτο το κείμενο. Μα δεν είναι δικές σου πλέον. Δε σου
ανήκουν. Οι λέξεις και τα κείμενα ανήκουν σ’ αυτόν που κατορθώνουν να
συγκινήσουν.
Παύση στο τέλος του δρόμου.
Από την τσέπη της βαθιάς Σκέψης ένα αρχαίο κιτρινισμένο χαρτί ψιθυρίζει την
ανάγκη τα κείμενα να διαβαστούν από Μάτια Ατίθασα. Δε φτάνει μόνο το
εμπνευσμένο χέρι. Καλείστε όσοι πάρετε στα χέρια ένα Βιβλίο Ποίησης, Ανθολόγιο,
Ευαγγέλιο Ψυχής, Οδηγό πλοήγησης Ονείρων, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Εξομολόγηση
στον Αναγνώστη – με υπογραφή του Άγνωστου Στρατιώτη που κατοικεί στην Ψυχή του
Επώνυμου Ποιητή, Συγγραφέα, Καλλιτέχνη να εκπαιδεύσετε το βλέμμα σας να δει τα
αόρατα, να διαβάσει δύσκολα τις παιδικές ή ενήλικες συλλαβές, να μυηθεί βήμα
βήμα στη διαδικασία αφομοίωσης της Αλήθειας της Ιδέας.
Μη με ρωτήσεις αν θυμάμαι
ονόματα. Θυμάμαι το ενεργειακό σου αποτύπωμα μέσα στο κείμενο. Αυτό είναι το
όνομα με το οποίο σε αναγνωρίζω πλέον μέσα στο πλήθος των ποιημάτων.