Αγαπητοί Αναγνώστες,
τo VARELAKI ανακοινώνει τη δημιουργία μίας νέας στήλης με τίτlo ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ.Σε αυτή τη στήλη υπάρχει η αναλογία ένα προς ένα.
'Ενας συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο ή με όποιον άλλο τρόπο κρίνει για όποιο από τα βιβλία του επιθυμεί.Τη νέα στήλη που γεννήθηκε μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού,τέλη Ιούλη του 2Ο14 ,έχω την τιμή να εγκαινιάζει ο αγαπητός Θάνος Σταθόπουλος.Μας μιλά για την Ιστορία της Μουσικής του που κυκλοφόρησε πριν είκοσι χρόνια ,το 1994,από τις εκδόσεις '' 'Ικαρος'',κατόπιν παραγγελίας του φίλου του Ευγένιου Αρανίτση.Μπορείτε να διαβάσετε EΔΩ
Καλή ανάγνωση!
Α.Ξ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ *
Η Ιστορία της μουσικής
κυκλοφόρησε πριν είκοσι χρόνια, το 1994, από τις εκδόσεις «Ίκαρος»,
κατόπιν παραγγελίας του φίλου μου Ευγένιου Αρανίτση. Ο Ευγένιος μού
παρήγγειλε το βιβλίο, έχοντας δει προηγουμένως κάποια σχεδιάσματα που
δεν είχαν λάβει ακόμα μορφή, για την σειρά ποίησης που επιμελείτο εκείνη
την εποχή στον «Ίκαρο». Τον επόμενο χρόνο, ο πρόωρα χαμένος φίλος
Ηλίας Λάγιος, μού ζήτησε να κάνουμε μια συζήτηση για την Ιστορία της
μουσικής. Η συζήτηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αντί, τεύχος 571,
Παρασκευή, 17 Φεβρουαρίου 1995. Αντί άλλου σχολίου εκ μέρους μου, θα
ήθελα να αναδημοσιεύσω αυτή τη συζήτηση, μαζί με τη φωτογραφία που την
συνόδευε, από το σπίτι του Ηλία Λάγιου, στο Κουκάκι. Η φίλη μου Μαρία
Μινέτου είχε την καλοσύνη να μας φωτογραφίσει ενόσω συζητούσαμε.
«ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ ΚΑΙ ΚΟΒΕΙ ΦΕΤΕΣ ΤΟΝ ΝΕΚΡΟ ΧΡΟΝΟ…»
ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ: Είχες πολλά χρόνια να εκδώσεις κι εγώ, τουλάχιστον, αισθανόμουν να κούλανες το χέρι σου.
ΘΑΝΟΣ
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ: Έχεις δίκιο. Δέκα χρόνια είναι όντως μεγάλο διάστημα.
Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν, φαίνεται, να γίνει έτσι. Σε μια πρώιμη περίοδο δεν
μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση ένα τέτοιο γεγονός. Θα μπορούσα να σου
πω πολλά γι’ αυτή την περίοδο, αλλά θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο και
φοβάμαι πως δεν θα ενδιέφεραν κανέναν πραγματικά.
Η.Λ.: Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την Ιστορία της Μουσικής. Και πρώτα απ’ όλα, γιατί η Ιστορία της Μουσικής;
Θ.Σ.:
Πρώτα απ’ όλα είναι μια επινόηση, ένα τρυκ, όπως κάθε βιβλίο. Ύστερα,
επειδή αντιλαμβάνομαι τον κόσμο μέσα από μουσική. Η μουσική, επιπλέον,
με ωθεί να γράψω. Στην ουσία, οποιαδήποτε ανάγκη μου για έκφραση (και
δεν εννοώ απαραιτήτως λογοτεχνική) έχει αφετηρία τη μουσική. Απ’ την
άλλη, όλα είναι μουσική. Ο πραγματικός χρόνος (αν υπάρχει τέτοιο
πράγμα) είναι μουσική, έστω και κακή. Το βλέμμα περιέχει μουσική. Η
γλώσσα, ως γνωστόν, οι λέξεις. Και φυσικά ο χρόνος μεταξύ μας, όπως και ο
νεκρός χρόνος – κυρίως αυτός.
Η.Λ.: Κυρίως αυτός είναι που δεσπόζει στο βιβλίο σου.
Θ.Σ.:
Ο νεκρός χρόνος, ναι. Ας πούμε πως αυτό είναι το εσωτερικό μου θέμα.
Το σημείο όπου όλα έχουν παγώσει και τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει
παρακάτω. Μια κατάσταση ακινησίας. Το σώμα δουλεύει, η καρδιά δουλεύει,
αλλά δεν κινείται τίποτα. Κάποιος κάθεται σε μια καρέκλα και κόβει
φέτες τον νεκρό χρόνο στο κεφάλι του. Χτυπάει το κενό. Στο κεφάλι του
παίζει δυνατά μια μουσική.
Η.Λ.: Ή κοιμάται. Γιατί εμένα το βιβλίο σου με πήγε στη διαδικασία του ύπνου που σβήνεται στο ροχαλητό.
Θ.Σ.:
Ωραίο αυτό που λες. Είναι έτσι ακριβώς. Ένα βαρύ ροχαλητό που το
διαπερνούν κάποια όνειρα ίσως, κάποιες εικόνες του ύπνου, αλλά που δεν
μπορούν με τίποτα να το διακόψουν. Ο ύπνος κάνει καλά τη δουλειά του.
Η.Λ.: Η Ιστορία της Μουσικής, λοιπόν, είναι η ιστορία του κενού;
Θ.Σ.:
Αν μη τι άλλο, είναι η ιστορία του δικού μου κενού. Η μουσική στο δικό
μου κεφάλι. Είναι ένα πάθος που ‘χει εκλείψει οριστικώς, αν υποθέσουμε
ότι υπήρξε κάποτε. Αυτό που μένει είναι το κενό.
Η.Λ.: Στο
βιβλίο σου διαβάζω συνεχώς πρόσωπα. Ήμουν, Γίνομαι, Δεν ήσουν,Λες,
Αυτός,Μπετόβεν,
Κατέρχεσαι, Ένα κορίτσι, Είχε, Η μάνα μου, Ένας γέρος,
Δυο γυναίκες, Κάποιος, Ζήλια – για ν’ αναφέρω μερικά στην τύχη. Μα, ποια
είναι η κρυφή τους σύνδεση;
Θ.Σ.: Θα έλεγα πως δεν είναι
ακριβώς πρόσωπα, όσο νύξεις προσώπων.
Πραγματικά ή λιγότερο πραγματικά ή
εντελώς φανταστικά, δεν ενδιαφέρει. Όλα τα πρόσωπα είναι διαφορετικοί
προσδιορισμοί ενός και μόνον προσώπου. Οι ιδιαιτερότητές τους είναι, στο
τέλος, άνευ σημασίας, αφού για μένα αποτελούν ψηφίδες μιας μεγάλης
μάσκας. Είτε πρόκειται για τον Μπετόβεν είτε για ένα κορίτσι στον
ζωολογικό κήπο είτε για την μάνα μου, τον γέρο στο δρόμο είτε για τους
διαφορετικούς χρόνους του ρήματος είμαι (τις μετατοπίσεις του δικού μου
εγώ), αυτό που τα συνδέει είναι η τύχη, η οποία συνιστά το σταθερό
σημείο σ’ όλο το βιβλίο. Υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα, αυτά όμως δεν
ακούγονται καθόλου, μοιάζουν με μουγκή ορχήστρα.
Η.Λ.: Το θέμα
της τύχης, εξάλλου, δηλώνεται ευθύς αμέσως στο βιβλίο σου και με το
σχετικό μότο του Κάλβου, αλλά διατρέχει και τις λοιπές σελίδες.
Θ.Σ.:
Η τύχη, αρχικώς, με την έννοια του συμβεβηκότος, αλλά, στην ουσία, με
τον χαρακτήρα ενός αστείου οντολογικού,, μιας φάρσας, ας πούμε, του
αναπότρεπτου. Όχι, βεβαίως, με τον χαρακτήρα της μοίρας, σε καμιά
περίπτωση.
Η.Λ.: Ακούω στο βιβλίο σου την τύχη. Όπως ακούω τη
μουσική.Ακόμη περισσότερο, όμως, έχω την αίσθηση ενός όλου. Δεν μπορώ να
χαρακτηρίσω το βιβλίο σου (δοκίμιο, ποίηση, πρόζα – μια και ενέχονται
στοιχεία όλων αυτών), παρά μόνο να πω ότι πρόκειται για κάτι ενιαίο,
συνεχές. Θα το έλεγα, πολιτικώ τω τρόπω, en block.
Θ.Σ.:
Είναι ένα κείμενο. Αν έπρεπε να μπω στον κόπο να το ορίσω, θα έλεγα
πως είναι ένα αποσπασματικό κείμενο – τα αποσπάσματα είναι, φυσικά, μέρη
ενός όλου. Μοιάζουν με σημειώσεις και σπασμένες ιστορίες. Κατά ένα πολύ
συγκεκριμένβο τρόπο, κάθε απόσπασμα είναι η προέκταση του προηγούμενου,
κι έχει γραφτεί όλο μαζί μ’ αυτή τη λογική, σαν μια φυσική ροή
αναπνοών. Όσο και αν τα αποσπάσματα διατηρούν ένα είδος αυτονομίας,
ωστόσο παραμένουν ανέστια εκτός ροής.
Η.Λ.: Εκτός στήθους…
Θ.Σ.: Ναι, εκτός στήθους, πολύ ωραία.
Η.Λ.:
Είπες, όμως, σπασμένες ιστορίες. Γιατί έχω, επίσης, την αίσθηση της
ιστορίας, ενός πολύ συγκεκριμένου πράγματος, στα περισσότερα από τα
κείμενα του βιβλίου σου και, συγχρόνως, αισθάνομαι ότι διαφεύγουν της
ιστορίας και καταφεύγουν στην ποίηση; Αυτό με πάει στη φάρσα.
Θ.Σ.:
Μια σπασμένη ιστορία, όπως την ονομάζω εγώ, δεν είναι ιστορία. Είναι η
καταστροφή της ιστορίας. Ας πούμε: τα ξέφτια της ιστορίας. Με το ύφος
μιας ιστορίας, μιας σημείωσης ή ενός περιστατικού, μπαίνω στον χώρο της
ποίησης ή του παράδοξου, και το αντίθετο: με το ύφος ενός στίχου, ενός
ποιήματος, μπαίνω στον χώρο της ιστορίας. Αυτή η ειρωνεία των ειδών
είναι και η ειρωνεία του νοήματος. Η φάρσα προκύπτει από την ειρωνεία
του νοήματος. Η φάρσα εντέλει, όπως γνωρίζεις καλά, είναι η ίδια η
λογοτεχνία. Η επινόηση, που είπα πριν, το τρυκ.
*
ποιήματα
Θάνος Σταθόπουλος
Ίκαρος, 1994
36 σελ.