Ο πόνος μαύρος σκύλος π' αλυχτά
Βίκυ Δερμάνη
ΑΩ Εκδόσεις, 2016
80 σελ.
******
Tιμωρός
Σε νύχτα μετέωρη ατσάλινος ήρθες
με χέρια ακάνθινα και ματωμένα
φορώντας των νικητών το ένδυμα
γυμνός μέσα σε πανοπλία ηφαίστεια
γυρνώντας το στρόβιλο των νεκρών πηγών
έως τριγμού οστών σφίγγοντας τη μέγγενη
με μάτι αγριεμένο πουλιών τυφλών
φτύνοντας ψυχές εκπορνευμένες
σαλτιμπάγκων παλουκώνοντας κρανία
χωρίς έλεος και μύρα
μαύρος καβαλάρης και μοναχικός
εγώ ειμί ο τρόμος, δήλωσες
εγώ ειμί ο Τιμωρός
Ίσκιοι
Ακροβασίες
του νου λυτρωτικές κι ευλογημένες. Πάνω σε σχοινί μεταξωτό. Που λυγίζει
κάτω απ’ τ’ ανεπαίσθητο βάρος της σύντομης νιότης μιας πεταλούδας. Με
μιαν κίνηση
οινοχόου έμπειρου ρέει ο νους σε συγκοινωνούντα χαρμολύπης δοχεία.
Κοχλάζουν
όλα. Όλα ρευστά. Έπειτα, πάλι, όλα ηρεμούν. Στην ίδια στάθμη έρχονται: ο
ακανθογέννητος πατέρας, η μάνα που λυγμούς τριανταφυλλένιους φύτευε, οι
αγκαλιές
οι αλαργινές που σε κρεβάτια σεμνά έθρεψαν το σώμα που πεινούσε. Τα
όνειρα που υφάνθηκαν και ξηλώθηκαν σ’ αργαλειούς σαθρούς από χέρια
άπειρα. Οι ετοιμόρροπες αγάπες που σκόνη γίνηκαν στο πρώτο θρόισμα που
έφερε αεράκι ελαφρύ. Οι απώλειες που γίνηκαν λευκοί
αφροί από κύματα που σπάσανε σε μακριές λοφώδεις ράχες, σχηματίζοντας
ραβδώσεις επώδυνες κατά την διεύθυνση της ολοένα και πιο φθίνουσας
έντασης ενός απακμάζοντος ανέμου.
Φαντάσματα
γοργόνας βοηθούν να χαραχτεί επιτύμβιο από δάκρυα ακύλητα. Γοργόνας που
πέθανε ονειρευόμενη πόδια ανθρώπινα. Εκεί όπου πλέουν αντικριστά σιωπές
κι αρμύρα.
Εκεί που γλυκόδυνα η τόσο γνώριμη της ζωής τραγικότητα εξιλασμούς
προσμένει, αφήνοντας πίσω της ίσκιους λευκούς και ραδινούς.
*
Ονυχοφαγία
Με
λύσσα έφτυνε στο πάτωμα τα νύχια που με τα δόντια έκοβε. Στο πάτωμα
βουνό τα φαγωμένα τα νύχια. Συνήθεια πολύ παλιά. Παλιά και δοκιμασμένη.
Έφτυνε τις μέρες,
τον τρόμο, την οργή. Την αδυναμία, τη σιχασιά, την ανασφάλεια έφτυνε.
Μετά
έβγαινε έξω, κρύβοντας βαθιά στις τσέπες τους ζογκλέρ που κατοικούσαν
μέσα στα φοβισμένα χέρια της. Έβγαινε έξω μαζί με τους εξαγριωμένους
ελέφαντες που είχαν
σκαρφαλώσει στα πόδια τα σερνόμενα.
Διέσχιζε
τα σφαγεία των δρόμων. Κοιτούσε τα βλέμματα των από το τσιγκέλι
κρεμασμένων. Οσφραίνονταν το αίμα, τα χνώτα των αχράντων μυστηρίων, τις
ανοιχτές κακοφορμισμένες
πληγές. Άκουγε τις φωνές των σφαγιασμένων παιδιών που πέτρες γίνανε και
πέσανε στο ποτάμι. Άκουγε το γλουπ που κάνανε οι πέτρες. Άκουγε τα
ξύλιν’ αλογάκια που βημάτιζαν ασθμαίνοντας πάνω στις σπασμένες πλάκες
των βρώμικων πεζοδρομίων. Κλαπ κλαπ κλαπ. Πεινάω.
Κλαπ. Διψάω. Κλαπ. Τρέμω. Κλαπ. Μόνος. Κλαπ. Μόνη. Κλαπ. Πονάω. Κλαπ,
κλαπ.
Σκόρπισε,
λάσπιασε, οικειοθελώς συρρικνώθηκε. Διαλύθηκε σ’ ατάραχο νερό. Στα
σφαγεία των δρόμων που διέσχιζε. Στα δωμάτια του τρόμου που κατοικούσε.
Τα γεμάτα με
θεόρατα τηγάνια. Τα γεμάτα με γιγάντια χέρια. Τα γεμάτα μ’ αρπακτικά
κατοικίδια. Τα πνιγμένα από φύκια, απ’ αχινούς και κόκαλα και νύχια
φαγωμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου