EΝΑ ΒΡΑΔΥ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΜΠΑΡ
Έπινα το ποτό μου
ουίσκι, το πιο φτηνό,
πέμπτο, έκτο, δεν θυμάμαι.
Ο μπάρμαν μιλούσε με κάποια γκόμενα
της χάιδευε το πηγούνι
και με τα μάτια την πηδούσε.
Τα τραπέζια γύρω γεμάτα
αλκοόλ και καπνό.
Φτηνά χείλη βγάζανε
ηλίθια κομπλιμέντα.
Η μουσική έπαιζε
για κάτι τύπους μόνους,
όπως εγώ.
Δίπλα στην ξύλινη πόρτα
ένας βαριεστημένος σκύλος,
Άνοιγε για λίγο τα μάτια του
περιφρονούσε τον κόσμο
αδιαφορούσε για τη σκατένια του όψη,
όγκος καφέ χρώματος
με μπλε κολάρο στάμπα.
Η πόρτα ανοίγει
το καμπανάκι χτυπάει
ενημερώνει για την άφιξη.
Μια καμπαρτίνα πάνω σ’ άνθρωπο
και καπέλο που προστάτευε
από τη ρυτιδιασμένη βροχή
που μας είχε κλείσει εδώ μέσα.
Έρχεται στον πάγκο
κάτι λέει στον μπάρμαν
εκείνος γνέθει συγκαταβατικά.
Φωνάζει στον κόσμο
να μην αλλάξει κανείς θέση.
Όλοι παρατάνε
τις μπούρδες τους στη μέση
και με βλαμμένο ύφος απορούνε.
Αναζητούν κάποιον.
Έγινε φόνος στο δίπλα στενό.
Ηλίθιες φωνές και
μαλακισμένα ξεφωνητά
ακούγονται σαν γυναίκες
την ώρα που προσποιούνται.
Μέσα στον αχό
συνεχίζω να πίνω.
Χέστηκα για τον κόσμο τους.
Μια βαμμένη πουτάνα φωνάζει :
«ο σκύλος το ‘κανε»!
Τότε κραυγάζουν όλοι :
«ναι, ο σκύλος το ‘κανε»!
Ο σκύλος ανοίγει τα μάτια του
καταλαβαίνει.
Αλλάζει στάση.
Ο μπάτσος τον πλησιάζει
του περνάει χειροπέδες
και στα τέσσερα άκρα,
τον παίρνουν σηκωτό.
Αυτό είναι χέσιμο.
***
213
Κρύβομαι πίσω απ’ την πόρτα
μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Κοιτάζω από το αδιάκριτο μάτι,
σύντροφος στις ηδονικές στιγμές της περιέργειας.
Κενό κείτεται στο μουχλιασμένο διάδρομο
- άδειες ψυχές πώς να γεμίσουν το χώρο -
άοσμοι τοίχοι ντυμένοι σ’ ώχρα φορεσιά
κυκλώνουν το έρεβος και η σκάλα
σαπισμένη από τον έρωτα του χρόνου.
Ανάβω ένα τσιγάρο, κάθομαι.
Ανάβω κι άλλο ένα, μη νιώσω μοναξιά.
Ο ήλιος ορθώνει το ανάστημά του και χαμογελάει.
Πίνω μια δόση ανάσας απ’ το ποτήρι πλάι μου.
Απέναντι ο φρουρός της γνώσης σιωπηρός,
γέμισα τα ράφια του με σκόνη.
Δίπλα κάτι ξέθωρες φωτογραφίες
κάποιου, που δεν μπορώ να θυμηθώ
κι αυτό το βάζο
πόσες φορές πήγε να σπάσει.
Δε βαριέσαι
όλοι τα κομμάτια μας μαζεύουμε.
Ζητιανεύω εικόνες στην τηλεόραση
ακούω βήματα…
δίπλα πηγαίνουν.
Τελείωσε αυτό το πακέτο,
ας περάσω στο επόμενο
-διαδοχή η μοίρα των ανθρώπων.
Το ρολόι στον τοίχο καρφωμένο
θυμίζει τα λεπτά, που αναίτια σκορπάω.
Τικ τακ, τικ τακ,
η μελωδία της άρνησης είναι πιο μεθυστική,
τικ τακ, τικ τακ.
Τρία δωμάτια ολόγυρα
περιμένουν να ερωτοτροπήσω μέσα τους.
Στην υποδοχή του σαλονιού μου η γνώριμη τσατσά
«Αφήστε στο τραπεζάκι το ακριβές αντίτιμο
για να εισέλθετε στις υπέροχες μοναχικές πουτάνες,
γκρίζες, χωρίς θέα, όπως πρέπει».
Τικ τακ, τικ τακ.
Στην ανατολή της σελήνης δύει ο ήλιος
τ’ ασημίζοντα άστρα λαμποκοπούν ευχές,
όμορφα που φαίνονται πίσω απ’ το τζάμι.
Οι γείτονες τσακώνονται πάλι
πρέπει να νιώσουν ζωντανοί.
Ευωδιάζουν χαρά οι κακουχίες των άλλων.
Αναζητώ λίγο κρασί
για να μεθύσω τις ραγισμένες ελπίδες μου,
μήπως και αναγνωρίσω τη λύτρωση.
Επιστροφή στην πολυθρόνα μου,
τικ τακ, τικ τακ.
Για μια στιγμή το ποτήρι ασελγεί στο ακίνητο ρολόι,
ώσπου τα μέλη τους στο πάτωμα θρυμματίζονται
-είναι καλύτερα να τσακίζονται δύο.
Αχ, η τύχη,
αυτοί οι τοίχοι,
καλοί μου φίλοι,
είστε γεμάτοι χαρακιές από
αναμνήσεις, όνειρα και ανάσες.
Μ’ αρέσει να μιλώ μαζί σας,
συνήθισα πια, καλοί μου φίλοι,
συνήθισα να ζω δέσμιος,
την ελευθερία δεν ξέρω τι να την κάνω.
***
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Ανέτειλε ο ήλιος
κόκκινος και λαμπερός
φως έπεται μιας νύχτας
χωρίς ύπνο, δίχως όνειρα.
Μαζευτήκαμε στην κεντρική πλατεία
για να μας δουν και να τους δούμε
συγγενείς, γυναίκες και παιδιά
για το μακρύ χαιρετισμό.
Ασπαστήκαμε το φόβο
στις τελευταίες αγκαλιές
κι αφήσαμε πίσω τα κομμάτια μας.
Ξεκινήσαμε όλοι μαζί
για τις μάχες,
τα λάφυρα, τη δόξα.
Ιαχή πολέμου
το τραγούδι μας.
Αίμα το μελάνι
της σφραγίδας μας.
Η νύχτα διαδέχονταν τη μέρα ρυθμικά
και ‘μεις ίδιοι…
Προελαύναμε σε άγνωστους τόπους,
κρύους κι αφιλόξενους.
Πόλεμος γιατί
δεν ξέραμε τι άλλο.
Καίγαμε πόλεις
σφάζαμε στο όνομα του μύθου
βιάζαμε μικρές ψυχές
ασελγούσαμε σ’ αλλότριες ζωές
κλέβαμε τα όνειρα τους.
Μόνη χαρά κομμένα κεφάλια
και ούρα από τεμαχισμένα κορμιά,
λάσπη στον δρόμο που πατούσαμε.
Πόθος η δύναμη.
Καπνοί στον ουρανό
αυτό ήταν το έμβλημα,
Τίποτα Όρθιο!
Ο καιρός περνούσε
δεν νιώθαμε καρδιά,
ούτε άκρα, μήτε πόνο.
Μια λυσσασμένη σφαγή
κούρδιζε τους παλμούς μας.
Θεέ μου, δε νιώθαμε!
Τις νύχτες ξαποσταίναμε
με συντροφιά τα δέντρα
το κρασί έρεε ποτάμι
και ‘μεις κομπάζαμε για το πόσους
αποκεφαλίσαμε τη μέρα εκείνη.
Κι όταν μονάχοι κλείναμε τα μάτια
κάλπαζαν εμπρός μας
εικόνες νεκρών, κλαμένα παιδιά, ξεσκισμένες γυναίκες
και στοίχειωναν τα ονειρικά ταξίδια.
Μόνο μια μορφή
ενός ξεχασμένου πια προσώπου
λύτρωνε τον βεβηλωμένο ύπνο μας
και το πρώτο κελάηδισμα της αυγής
έσβηνε τις μνήμες της πατρίδας.
Προχωρούσαμε να φτάσουμε
την άλλη άκρη του κόσμου.
Και ΦΤΑΣΑΜΕ…
τη μέρα που μείναμε λίγοι,
οι τελευταίοι.
Ιδρύσαμε πόλεις και χωριά
τους δώσαμε τα ονόματά μας
αποκτήσαμε γη,
γίναμε βασιλιάδες!
Οικοδομήσαμε ναούς στους δικούς μας θεούς
και μνημεία για να θυμίζουν
τις ηρωικές πράξεις μας.
Σκορπίσαμε σπόρους σε κάθε γυναίκα
μη χαθεί το είδος μας.
Καθίσαμε σε μεγάλα τραπέζια
και χορτασμένοι τρώγαμε
και μεθυσμένοι πίναμε
και κατουρούσαμε νέκταρ.
Αναγορεύσαμε Αυγούστους τους εαυτούς μας
και οργανώσαμε αγώνες
για να τιμήσουμε την βασιλεία.
Αυλικοί στον οίκο αντοχής μας
γευτήκαμε κάθε καρπό της ματαιοδοξίας.
Κι έπειτα φροντίσαμε
ν’ αφοσιωθούμε
στην προδοσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου