Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019 - ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020







Aγαπητοί αναγνώστες,λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος ,οι σημειώσεις μας !


Καλή ανάγνωση!


ANTΡΕΑΣ ΚΕΝΤΖΟΣ /// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ /// ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΠΙΑΣ


ΟΛΓΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ///ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΜΠΑΔΑΗΣ///ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΠΙΟ ΤΙΜΙΑ ΑΠΟ ΣΕΝΑ


ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΣΑΜΠΑ /// ΠΟΙΗΣΗ


ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑ Ι ΝΑΣ /// ΤΟ ΤΙ ΕΙΠΕ


ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ///ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ /// ΕΙΠΑΜΕ ΨΕΜΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑ


Sylvia Plath /// Αγγελιαφόροι /// Μετ. Χάρης Βλαβιανός


ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ // ΕΡΡΙΚΟς ΙΨΕΝ ///Η ΑΓΡΙΟΠΑΠΙΑ


ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΡΙΤΣΙΝΙΩΤΗΣ /// ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ









ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΣΤΟ VARELAKI


















notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// Sylvia Plath, Αγγελιαφόροι [Μετάφραση Χάρης Βλαβιανός]


Η φωτό είναι παρμένη από εδώ



Η λέξη ενός σαλιγκαριού στο πιάτο ενός φύλλου;
Δεν είναι δική μου. Μην τη δεχθείς.
Οξικό οξύ σε κονσερβοκούτι;
Μην το δεχθείς. Δεν είναι γνήσιο.
Ένα δαχτυλίδι από χρυσό με τον ήλιο μέσα του;
Ψέματα. Ψέματα και μια θλίψη.
Πάχνη σ’ ένα φύλλο, η άσπιλη
Χύτρα, που παραμιλάει
Και κροταλίζει σε κάθε κορυφή
Των εννέα μαύρων Άλπεων.
Μια ενόχληση σε κάτοπτρα,
Η θάλασσα συντρίβοντας το γκρι της –
Έρωτας, έρωτας, η εποχή μου.

4 Νοέμβρη 1962

*Μετάφραση Χάρης Βλαβιανός




Η φωτό είναι παρμένη από ΕΔΩ

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ///ΕΙΠΑΜΕ ΨΕΜΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑ






ΓΡΑΦΕΙ Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ


Πόσα ψέματα χρειάζεται μια αλήθεια για να ειπωθεί; Και αν μιλάμε για το λογοτεχνικό «ψεύδος», τότε πίσω του κρύβονται αυθεντικές αλήθειες, που επινοούν τον μυθοπλαστικό μανδύα για να βρουν τον καλύτερο τρόπο (ευφυώς παραπλανητικό αλλά στην ουσία ευθύβολο) να συναντήσουν τον αναγνώστη. Τριάντα μικρές ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια προτείνει αυτή τη φορά ο γνωστός για τις ποιητικές του καταθέσεις Θεοχάρης Παπαδόπουλος. Για πρώτη φορά, λοιπόν, η αναμέτρησή του με τον πεζό λόγο. Πόσο απέχει ο αφηγηματικός λόγος από τον ποιητικό; Υπάρχει κοινός τόπος, αν δεχθούμε πως ακόμα και μέσα σε ένα ποίημα βρίσκει τον χώρο να σταθεί μια ιστορία· η διαφορά έγκειται στον τρόπο εκφοράς της, στον βαθμό συμπύκνωσης του λόγου, ώστε να ειπωθεί με την απαραίτητη μεταφορικότητα και υπαινικτικότητα στο ποίημα, και με το ελάχιστο απαραίτητο άπλωμα της πλοκής στο αφήγημα.
Επιχειρώντας ο ποιητής (γιατί κατά βάση ποιητής παραμένει) να μιλήσει αφηγηματικά σε πεζό λόγο, αφήνει για λίγο πίσω του την κρυπτικότητα των ποιημάτων με την πολυσημία τους και ανοίγεται σε ένα χώρο που ζητά επεξηγήσεις, απαιτεί δράση και πλοκή, προκειμένου να μείνει ζωντανό το ενδιαφέρον της ανάγνωσης για το σύντομο διάστημα που διαρκεί μια αφηγημένη ιστορία – γιατί ο Παπαδόπουλος επιλέγει τη μικρή φόρμα για τις ιστορίες του, συχνά μάλιστα την πολύ μικρή· πιθανόν η επίδραση της ποιητικής γραφής γίνεται εδώ εμφανής.
Το χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα του καθημερινού λόγου. Οι ήρωές του είναι απλοί άνθρωποι που εδώ βρίσκουν το βήμα για να μιλήσουν. Επομένως και η αλήθεια τους, καθοδηγημένη από τον συγγραφέα, μοιάζει πολύ με τη δική μας, δεν ξεχωρίζει με τη διακριτή εκείνη διαφορετικότητα των παράξενων ηρώων, των αποσυνάγωγων ή των σαλών, που συχνά αποτελούν τις λογοτεχνικές φιγούρες των μικρών αφηγημάτων, προκειμένου με την παραδοξότητα του χαρακτήρα τους να τραβήξουν την προσοχή του αναγνώστη. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κεντρίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον στις ιστορίες του βιβλίου;
Οι ιστορίες θεματικά φέρνουν εικόνες οικείες της πόλης αλλά και των κλειστών εσωτερικών χώρων, πολλές αναφορές στη μνήμη και τα δικά της παιχνίδια, τοπία αντιπαράθεσης μιας χαμένης πνευματικότητας μέσα στον κόσμο
των αριθμών, των κωδικών, του διαδικτυακού χάους, εικόνες από τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων που αγωνίζονται για μια γωνιά ευτυχίας που θα έπρεπε να τους αναλογεί, μα δεν τη βρίσκουν πάντοτε. Ενδιαφέρουσα η εισχώρηση ενός χιουμοριστικού τόνου μέσα στην τραγικότητα συχνά των ιστοριών, καθώς λειαίνεται η σκληρότητα της αφήγησης αλλά και καταφαίνεται η γειτνίαση των δύο συνθηκών ζωής: το κωμικό η άλλη όψη του τραγικού – ή αλλιώς ένας τρόπος να γίνεται η ζωή ανεκτή. Αλλού πάλι συναντάμε μια μεταφυσική εκδοχή της πραγματικότητας, που συνιστά έναν ακόμη τρόπο να βιωθεί η ζωή με όσο γίνεται λιγότερο πόνο – η εκλογίκευση έχει το κόστος της, η ορθολογική ερμηνεία του κόσμου μπορεί να είναι αποτελεσματική στα πρακτικά ζητήματα, ωστόσο αυξάνει το άχθος της ζωής. Η λογοτεχνία γνωρίζει τον τρόπο της διαφυγής και ο συγγραφέας εδώ φαίνεται να κατανοεί και τη σωστή δόση του μεταφυσικού που εισχωρεί στο ρεαλιστικό τοπίο της αφήγησης – ο ρεαλισμός ωστόσο αποτελεί τη βασική επιλογή του συγγραφέα.
Από τα τριάντα διηγήματα ξεχωρίζω το Έκτακτο Δελτίο για τον ευφυή τρόπο που συνδέεται η παραβατικότητα του κοινού ποινικού δικαίου με την ποιητική δημιουργία:
[…] Σκεφτόμουν να αλλάξω κανάλι όταν, ξαφνικά, είδα να εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα το γνωστό: «ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ». Η δημοσιογράφος, εμφανώς αγχωμένη και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο τέλεια μακιγιαρισμένο πρόσωπό της, ανακοίνωσε: «Νεαρός συνελήφθη με μικροποσότητα ποιημάτων. Θα δικαστεί με τη διαδικασία του αυτόφωρου. Υπενθυμίζουμε ότι η ποινή που επιβάλλεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ισόβια αποχή από το διάβασμα».
Μόνο που στην περίπτωση του ήρωα, που έντρομος ακούει την είδηση, δεν υπάρχει στην κατοχή του μικροποσότητα ποιητικής/παράνομης ουσίας αλλά έχει γεμάτα τα συρτάρια του από γραφές ανέκδοτες, καθόσον δεν προτίθεται να εμπορευθεί το πνευματικό του προϊόν, ωστόσο λόγω ποσότητας θα θεωρηθεί το αδίκημα εμπορία και όχι κατοχή. Είναι χαμένος ο ποιητής μέσα σε μια κοινωνία που τον διώκει. Η δισημία του διηγήματος χαρακτηριστικά εύγλωττη.
[…] Ήταν ολοφάνερο. Είχαν έρθει για μένα. Τα συρτάρια μου ήταν γεμάτα ποιήματα. Δεν έπρεπε να τα βρουν. Άρχισα να τα βγάζω από τα συρτάρια, μην έχοντας σκεφτεί ακόμα πού θα μπορούσα να τα κρύψω, αλλά δεν πρόλαβα. Το κουδούνι χτύπησε δυνατά τρεις φορές και μια αυστηρή φωνή ακούστηκε:
-Αστυνομία, ανοίξτε, αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα.
Βγήκα πάλι στο μπαλκόνι, ενώ ακουγόταν η πόρτα που έσπαγε. Μπροστά μου υπήρχε μόνο το κενό…
Το παραπάνω διήγημα αλλά και το πρώτο της συλλογής, το Είπαμε ψέματα πολλά, με το ανατρεπτικό σκηνικό και το παιχνίδι με τον χρόνο, που στεγάζει
κάτω από τον τίτλο του και τα υπόλοιπα, θα αρκούσαν για να προσέξουμε την αξία του Θεοχάρη Παπαδόπουλου στην αφήγηση της μικρής φόρμας. Ωστόσο και στα υπόλοιπα της συλλογής ανακαλύπτει ο αναγνώστης ενδιαφέροντα αφηγήματα, αφορμές για σκέψη και (γιατί όχι) για συμπόρευση και ταύτιση με τους ήρωές τους – ικανή συνθήκη για να αξιολογηθεί θετικά μια λογοτεχνική κατάθεση.

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΤΙΜΙΑ ΑΠΟ ΣΕΝΑ [εκδ. Θράκα 2019]




Για την ποιητική συλλογή του Σταύρου Καμπάδαη, Τα σκυλιά συνεχίζουν να είναι πιο τίμια από σένα, εκδ. Θράκα 2019.




Της Ευσταθίας Δήμου


    Με τον ασυνήθιστα μακροσκελή, όσο και ενδιαφέροντα, τίτλο Τα σκυλιά συνεχίζουν να είναι πιο τίμια από σένα, μας συστήνει ο Σταύρος Καμπάδαης τη νέα του ποιητική συλλογή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα. Η ιδιαιτερότητα του τίτλου προκύπτει και απορρέει από τη σύγκριση του σκύλου με ένα υποκείμενο που μπορεί να είναι το «εσύ» ή ακόμα και το «εγώ» του ποιητή. Δεν ξεκαθαρίζεται δηλαδή με σαφήνεια αν ο ποιητής μιλά σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή αν απευθύνεται στον ίδιο του τον εαυτό, κοιτάζοντάς τον μέσα σε ένα καθρέφτη που του στέλνει το είδωλό του. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο τίτλος αυτός δίνει, ευθύς εξ αρχής, το στίγμα και τη διάθεση του ποιητή: ειρωνεία, σαρκασμός και, την ίδια στιγμή, ειλικρίνεια και ευαισθησία.

Η συλλογή αποτελείται από τριάντα τρία ποιήματα – αριθμός ίσως όχι τυχαίος – και, με ένα πρώτο ξεφύλλισμα, διαπιστώνει κανείς όχι μόνο ότι είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, αλλά ότι τα περισσότερα από αυτά είναι ολιγόστιχα και, σχεδόν όλα, αποτελούνται από μικρό αριθμό συλλαβών σε κάθε στίχο. Αυτό το χαρακτηριστικό της συντομίας είναι που καθιστά τα ποιήματα του Καμπάδαη ευανάγνωστα, ταυτόχρονα όμως καίρια και καταλυτικά ως προς τη μετάδοση του μηνύματος που μεταφέρουν.
Χαρακτηριστική είναι και σε αυτό το βιβλίο, όπως και στις προηγούμενες συλλογές του ποιητή η συνύπαρξη και η από κοινού λειτουργία ορισμένων στοιχείων που πιστοποιούν το γεγονός ότι ο ποιητής έχει ήδη διαμορφώσει την προσωπική του ποιητική, έχει βρει το δικό του στυλ ποιητικής έκφρασης, το οποίο τον καθιστά μια περίπτωση αναγνωρίσιμη και ξεχωριστή μέσα στο σύνολο των νεότερων ποιητών. Το πιο αξιοσημείωτο ίσως από τα στοιχεία αυτά είναι η χρήση του συμβόλου «+» αντί του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» στο σύνολο σχεδόν τον ποιημάτων. Η προτίμηση αυτή έχει μεγάλο γλωσσολογικό ενδιαφέρον καθώς, σε πολλές περιπτώσεις, το «+» αυτό αποκτά προεκτάσεις και σημασίες που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχε, καθώς υποχρεώνει τον αναγνώστη – χωρίς αυτός να το αντιλαμβάνεται – να νοηματοδοτήσει τη σύνδεση ανάμεσα στις προτάσεις και τους στίχους με τρόπο που ξεπερνά την απλή σύνδεση των νοημάτων.

Πέρα ωστόσο από αυτό υπάρχουν και άλλα γνωρίσματα που επανέρχονται στα ποιήματα και που δίνουν την αίσθηση μιας προσωπικής «φωνής». Η χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, εν είδει εξομολόγησης, η δημιουργία ενδοποιητικών διαλόγων που διακρίνονται για την ένταση και το ρυθμό τους, αλλά και η ίδια η γλώσσα που αποφεύγει τα σχήματα λόγου και προβάλλει απλή, λιτή, ουσιαστική, κάποιες φορές αγοραία, συνθέτουν ένα ποιητικό σύμπαν που διακρίνεται για τη δύναμη και τη δυναμική του.
Η θεματική των ποιημάτων του Καμπάδαη εκκινεί από συγκεκριμένες κατευθύνσεις, από πηγές που συνιστούν κλασικά και αγαπημένα μοτίβα των ποιητών,παίρνοντας όμως κάθε φορά την απόχρωση που θέλει να δώσει ο ποιητής. Είναι φυσικά το θέμα του έρωτα, ο οποίος όμως φανερώνεται με τη σκληρή και ανάλγητη όψη του και προβάλλει ως ματαίωση ή διάψευση. 

Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα που ανοίγει τη συλλογή και που αποτυπώνει πολύ εύστοχα την αδυναμία ανταπόκρισης του ανθρώπου σε αυτό που ο έρωτας απαιτεί, σε αυτό που ξεκινά μετά και πέρα από τη σάρκα και που δεν είναι άλλο από την αγάπη. Δεν μπλέκω με ξανθιές / Είναι πολύ καθαρές / Θα τις βρομίσω / Αυτή όμως επέμενε / + ανταλλάξαμε σωματικά υγρά / Μετά γύρισα στη γωνία μου / Μου είπε / -Αφού πάρεις ό,τι θες / Μετά ούτε ν’ αγγίξεις / Ούτε να σε αγγίξουν / Γιατί το κάνεις; / -Είμαι σκύλος γι’ αυτό / -Άσε τα σκυλιά / Τα σκυλιά δεν ανταλλάζουν κόκαλα / Ανταλλάζουν αγάπη. Η ταύτιση του ανθρώπου με σκύλο απαντάται και σε άλλα ποιήματα («Για σένα λένε») για να καταδείξει την κατάπτωση του πρώτου και την υιοθέτηση εκ μέρους του ιδιοτελών και ωφελιμιστικών συμπεριφορών. Το θέμα του έρωτα εξετάζεται μέσα από πολλές και ποικίλες οπτικές γωνίες. Άλλοτε συλλαμβάνεται ως το στιγμιαίο συναίσθημα μιας ταραχής που δονεί το εσωτερικό του ανθρώπου, άλλοτε ως πολιορκία που παρέχει μια αίσθηση υπεροχής στον πολιορκούμενο και άλλοτε ως αδυναμία επικοινωνίας, επαφής και κατανόησης.

Ένα δεύτερο κύκλο αποτελούν τα ποιήματα που αφορμώνται και εμπνέονται από το ίδιο το ποιητικό γεγονός, την ποιητική πράξη. Ο διχασμός του ποιητή, διχασμός που προκύπτει από τη διάσταση ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη, αποδίδεται έξοχα με του παρακάτω στίχους: Ο Σταύρος Καμπάδαης / βγάζει τον εαυτό του / νοκ – άουτ / + / είναι ο νικητής. Στο τελευταίο μάλιστα ποίημα της συλλογής αυτός ο διχασμός καταλύεται και καταργείται αφού ο ποιητής παραδέχεται ότι συλλαμβάνεται ως προδότης κάθε φορά που επιχειρεί να πει ή να κάνει κάτι ου δεν πηγάζει από τον ίδιο του τον εαυτό («Τελευταίο»).

Άλλα θέματα που απασχολούν τον ποιητή είναι αυτό της μοναξιάς και της επιθυμίας να αισθανθεί κάποιον πλησίον του, επιθυμία που είναι ανίκητη και, κάποιες φορές, τον οδηγεί σε παράδοξες και ασυνήθεις ενέργειες («+ όμως κινείται»). Η μοναξιά βέβαια μπορεί να γίνει εμμονή που κατατρέχει τον άνθρωπο και τον κάνει να μην αντιλαμβάνεται την παρουσία άλλων ανθρώπων τριγύρω του («-Καμιά φορά μιλάω μόνη μου –Είσαι τρελή; - Όχι μόνη») ή να ιδωθεί υπό το πρίσμα της οικογενειακής συνύπαρξης που οδηγεί τα μέλη της στο αλληλοφάγωμα και τον αλληλοσπαραγμό («Τσικνοπέμπτη»)
Κοντά στα παραπάνω στέκουν και κάποια ποιήματα που εκκινούν από ζητήματα και προβληματισμούς οντολογικής ή υπαρξιακής φύσεως, όπως, για παράδειγμα, η φύση του θεού και του ανθρώπου, η φθαρτότητα / των ειδών / + / η ματαιότητα / των ανθρωπίνων, η αδυναμία του ανθρώπου να ανατρέψει την ροή των γεγονότων, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι δυσάρεστα και καταστροφικά, αλλά και οι αυτοκαταστροφικές τάσεις που πολλές φορές καθοδηγούν και κανοναρχούν τους ανθρώπους. Άλλοτε πάλι ο ίδιος ο ποιητής παραδέχεται ότι όσο μεγαλώνει τόσο περισσότερο προσγειώνεται και απέχει από το να κάνει όνειρα, άλλοτε αναμετράται με τη δειλία του συγκρινόμενος με κάποιον άλλο και άλλοτε οδηγείται σε μια κατάθεση ψυχής με αφορμή την ετεροχρονισμένη του παρουσία στις σημαντικές στιγμές της
ζωής ή την ακατανίκητη τάση του να είναι βιαστικός και γρήγορος σε όλες του τις πράξεις. Παράλληλα, έχοντας πλήρη αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία δεν διστάζει να δηλώσει: Πολλές φορές / όταν συναντώ / κάποιον / προσπαθώ / να γίνομαι αυτός / Να γίνω τα μάτια του / Να με δω από έξω / Όταν το καταφέρνω / με ό,τι βλέπω / ξενερώνω («Αν είχες ρίξει τος βρισιές στον εαυτό σου δεν θα τις έλεγες στους άλλους») ή να παραδεχτεί την δυστυχία του: Παίρνουμε το ίδιο φάρμακο / εσύ γιατρεύεσαι / εγώ γίνομαι χειρότερα / ίδια χάπι άλλος άνθρωπος / ίδια αρρώστια άλλος άνθρωπος / ΟΧΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ / ΟΧΙ ΑΣΘΕΝΗΣ / ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ («ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΑΙΡΝΑ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΦΑΡΜΑΚΟ + Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΓΙΑΤΡΕΥΟΤΑΝ»)

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποιήματα που προσφέρουν μια διαφορετική, ανατρεπτική εκδοχή των αρχαίων μύθων ή, μάλλον, εκσυγχρονίζουν και αναπλαισιώνουν γνωστά θέματα και μορφές όπως αυτό της Μήδειας η οποία παραδέχεται: Σε μένα το έκανα / Εγώ ήθελα / να τιμωρηθώ / Να πονέσω / για να νιώσω / ζωντανή («Η Μήδεια είναι του Ευριπίδη ή του Σοφοκλή;»). Η σχέση του ποιητή με την αρχαιότητα προβάλλει και μέσα από άλλα ποιήματα που εμπνέονται από τα μουσεία τα οποία στοιχειώνουν αμέτρητα / αρχαία / σαν νεκρά σώματα / που / εσύ / δεν θα / δεις / ποτέ («Όταν σκάβω μέσα μου + βρίσκω αρχαία»).

Η συλλογή του Καμπάδαη είναι μια συλλογή ανατρεπτική, μια συλλογή θαρραλέα από έναν ποιητή που δεν μασά τα λόγια του αλλά αφήνεται και αφήνει τον εσωτερικό του κόσμο, την ψυχοσύνθεσή του, τον πλούσιο ψυχισμό του να πλημμυρίσει το χαρτί και να δημιουργήσει στίχους που μπορεί μεν να μην διακρίνονται για το λυρισμό τους, χαρακτηρίζονται όμως από ξεχωριστή διαύγεια και ένταση. Στίχοι μεστοί, ουσιαστικοί, εύστοχοι, στίχοι που φτάνουν το μαχαίρι στο κόκκαλο και παράλληλα δεν φοβούνται να ξεγυμνώσουν και να αποκαλύψουν την αλήθεια αυτού που γράφει. Το στοίχημα είναι δύσκολο αλλά τελικά ο Καμπάδαης το κερδίζει πανηγυρικά γιατί ακριβώς έχει προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο να το χάσει.

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ///ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ /// Η ΑΓΡΙΟΠΑΠΙΑ






Η Αγριόπαπια του Ίψεν: οικόσιτα βάθη




-για την έκδοση-

Ερρίκος Ίψεν, Η Αγριόπαπια, εκδόσεις Gutenberg (Gutenberg/Θέατρο), 2019.
Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια-Παραρτήματα: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης


~ της Ελένης Βελέντζα



Υπάρχει μια προσωπική μυθοπλασία ανίκανη να επιβιώση

στην καθημερινή πραγματικότητα –με όρους ιψενικούς:
στο φως και τον καθαρό αέρα. [...]
Κι αν έχει τις ρίζες της σ’ ευγενή ελατήρια, δεν καταφέρνει
να «περπατήση στον κόσμο».

Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, από την Εισαγωγή της έκδοσης, σελ.45.


Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη κριτική έκδοση1 βιβλίου του Ερρίκου Ίψεν στα ελληνικά γράμματα. Προσφέρεται για μία σε βάθος, ουσιαστική και ταυτόχρονα κατανοητή και συγκινητική επαφή με το ιψενικό έργο εν γένει. Θα ήθελα να γίνω εν προκειμένω πιο συγκεκριμένη και να πω ότι προσφέρεται διττά:

(i) πρώτον, ως δομή. Ανοίγοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης θα έχει (μεταξύ άλλων) μια πλήρη άποψη της Βιβλιογραφίας των στα ελληνικά μεταφρασμένων έργων του Ίψεν, καθώς και ενός πολύ καλά στοιχειοθετημένου Χρονολογίου του βίου του δημιουργού. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια Εισαγωγή του Ήρκου Ρ. Αποστολίδη πλήρως κατατοπιστική η οποία παρότι θέτει τον αναγνώστη ενώπιον της «δυσκολίας» που χρόνια είναι συνυφασμένη με την δυνατότητα κατανόησης του ίδιου του έργου από το κοινό, όχι μόνο τείνει χείρα βοηθείας2 στο αναγνώστη για ό,τι θα επακολουθήσει, αλλά καθιστά επίσης σαφές ότι αυτό καθαυτό το στοιχείο του δυσνόητου, που συχνά σημαδεύει στα μάτια του κοινού την εργογραφία του Ίψεν, δεν είναι απλά στοιχείο του αντίκτυπου που αυτό έχει στους αναγνώστες, αλλά αναπόσπαστο και ηθελημένο κομμάτι του ίδιου του ιψενικού σύμπαντος, όπως το έπλασε και το σφυρηλάτησε ο δημιουργός του. Έπειτα ακολουθεί το έργο (πέντε πράξεις) με παραπομπές στο αμέσως επόμενο μέρος με τα σχόλια τα οποία δρουν καταλυτικά και καθοριστικά για την ανάγνωση. Τέλος, πέντε παραρτήματα αφιερωμένα στις βασικές έννοιες-άξονες που δρουν συμβολικά, και όχι μόνον, στο έργο (π.χ. φως, ύψη, βρομιά κτλ.)

(ii) δεύτερον, ως ουσία. Πρόκειται για την Αγιόπαπια3, που ως έργο φέρει –σε βαθμό ίσως υψηλότερο από κάθε άλλο έργο του δημιουργού της– τη φήμη του σκοτεινού. Και είναι. Είναι σκοτεινή Η Αγριόπαπια, είναι υπέροχα σκοτεινή, ανθρώπινα και άρα αποκαλυπτικά σκοτεινή καθώς αγωνίζεται ως έργο καθόλη τη διάρκεια και την έκτασή της (κυρίως στο δριμύτατα ευρύ συμβολικό της πεδίο) να βαδίσει προς το φως4 -και φως στον Ίψεν σημαίνει αλήθεια, καθαρότητα, pureté- ξηλώνοντας5, ματαιώνοντας ταυτόχρονα και συνειδητότατα, ο δημιουργός της την πλοκή αυτής της ίδιας προς το φως πορείας. Εδώ –σε αυτή την παράλληλη, αυτο-αναιρούμενη, ίσως θα μπορούσαμε να την πούμε- παλινδρομική κίνηση, έγκειται αυτό το κάτι που γεννά τη δύναμη της ιψενικής ειρωνείας κι ενός έργου που, όπως δηλώνεται σαφώς στο βιβλίο, δεν οδηγεί σε κανενός είδους λύση ή κάθαρση. «Δαιμονίζει μόνο, δεν καθαίρει ο Ίψεν.»6 Αν αφουγκραστούμε το έργο έχοντας στο μυαλό μας αυτό, έχουμε κάνει ένα καθοριστικό βήμα προς την πρόσληψη του μεγαλείου του Ίψεν, «μιας πνευματικής προσωπικότητας, όχι μόνο στον περιοριμένο χώρο του θεάτρου, αλλά και στο ευρύτερο πεδίο των νεωτερικών ιδεών»7.

Επιγραμματικά για την υπόθεση του έργου: Γκρέγκερς Βέρλε και Γιάλμαρ Έκνταλ, παλιοί φίλοι, επανενώνονται μετά από καιρό σε τραπέζι που παραθέτει ο πλούσιος πατέρας του πρώτου στο σπίτι του. Ο Γιάλμαρ και ο γέρος πατέρας του, έχουν υποστεί στο παρελθόν δεινή οικονομική καταστροφή και ταπείνωση εξαιτίας του πατέρα του Γκρέγκερς, με τον οποίο όμως οι συνθήκες και η εξέλιξη της τωρινής ζωής τους εξακολουθούν να δένονται άρρηκτα. Ο Γκρέγκερς, σε μία πορεία σύγκρουσης με τον ίδιο του τον πατέρα –ταγμένος στο απόλυτο ιδανικό μιας με κάθε κόστος αλήθειας πάνω στην οποία και μόνο μπορεί να οικοδομηθεί οτιδήποτε το πραγματικό– θέτει ως σκοπό της ζωής του να ρίξει φως σε σκοτεινά μυστικά του παρελθόντος που αφορούν τη ζωή του Γιάλμαρ και της οικογένειάς του: της συζύγου του Γκίνα και της έφηβης κόρης του Χέντβιγκ. Στο σπίτι τους, όπου στη σοφίτα κρατείται –οικόσιτη πια– η Αγριόπαπια, πληγωμένη στη φτερούγα και στο πόδι της, καταλήγει ο Γκρέγκερς θέτοντας σε κίνηση μια σειρά γεγονότων και αποκαλύψεων.

Κι ας σταθούμε λίγο σε αυτό το σημείο στο οποίο σταματά η επιγραμματική παράθεση της υπόθεση τους έργου. Δεν επιλέγεται τυχαία. Γιατί το βάθος, το μεγαλείο, το θέμα εν τέλει της Αγριόπαπιας, δεν είναι (όπως έχει επικρατήσει, ή όπως θα το βρει κάποιος εκτεταμένα να παρουσιάζεται αν κάνει μια πρώτη έρευνα στις πηγές του διαδικτύου) το ψέμα. Ναι, η αποκάλυψη του ζωτικού ψεύδους ή της ζωτικής αυταπάτης είναι φυσικά ένας καταλύτης για το έργο και την πλοκή του. Αλλά το μεγαλείο και ο πλούτος του έγκεινται κυρίως σε ό,τι προηγείται αλλά και σε ό,τι έπεται, εντός του έργου, αυτής της αποκάλυψης:
για παράδειγμα, σε αυτήν την τόσο σκοτεινή, τόσο λεπταίσθητα υπαινικτική συνάντηση και στιχομυθία του Γκρέγκερς με την Χέντβιγκ (στην αρχή της Τρίτης Πράξης) που σε κάνει να τρέμεις πως θα νιώσεις –πως νιώθεις– στο σβέρκο σου την ανάσα –όχι τόσο της ίδιας της αλήθειας που θα φανερωθεί και θα καταστρέψει τα πάντα– όσο της τραγικότητας της συνθήκης μιας ζωής ενός ανθώπινου πλάσματος που συναισθάνεται και συλλαμβάνει και «ψαχουλεύει» με τις κεραίες του ενστίκτου8 της την μη ορατή, μα τόσο οικεία, κρυφή διάσταση που ορίζει την οικογένειά της. Και υπομειδιά πικρά και παιχνιδιάρικα μπροστά στην άβυσσο που ζει. Αλλά κι εκείνην που την περιμένει.
Μύθος απρόσιτος –μα επαρκής9, η Αγριόπαπια, όπως ακούστηκε και από τον Ήρκο Ρ. Αποστολίδη στην παρουσίαση του βιβλίου που έλαβε χώρα στην εφετινή Διεθνή Έκθεση
Βιβλίου της Θεσσαλονίκης10, είναι έργο απαράμιλλης έκφρασης της τέχνης του Ίψεν κι όχι τόσο πεδίο έντονης παρουσίας και ανάπτυξης των βασικών ιδεών του έργου του (όσο και όπως τουλάχιστον αυτές τις συναντούμε σε άλλα του έργα).
«Πούθε βαστάει η σκούφια της»11 κανείς δεν το γνωρίζει –κανείς δεν την γνωρίζει12 την Αγριόπαπια. Όπως ακριβώς δύσκολα –και τραγικά– κανείς εισδύει σε βάθη καταβολικά13 καθώς και στην πρωτεϊκότητα των εν οίκω αναθρεμμένων και θεμελιωθών ...οικόσιτων βαθών. 

Σημειώσεις
1 Μαθαίνουμε ότι η έκδοση που ακολουθεί, στην ίδια σειρά, είναι του έργου του Ίψεν: Ένα Κουκλόσπιτο.
2 Εισαγωγή, σελ. 42.
3 Έκανε πρεμιέρα στην Εθνική Σκηνή του Μπέργκεν, στη Νορβηγία, στα 1885
4 Παράρτημα Γ’, σελ. 335.
5 https://www.youtube.com/watch?v=buwZONfTu4k
6 Ρ. Αποστολίδης, Hedda Gabler
7 Κ.Γεωργουσόπουλος, από την έκδοση.
8 Σχόλια, 68, σελ. 270
9 Εισαγωγή, σελ. 59.
10 Μπορείτε να την βρείτε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=buwZONfTu4k
11 Πράξη Τρίτη, σελ.153.
12 Πράξη Τρίτη, σελ.153.
13 Σχόλια, 39,σελ.259.

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020, ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟ VARELAKI EIΔΕ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ


[MIKΡΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ]


Η παράσταση ανεβαίνει στο «Αμφι-Θέατρο» οκτώ χρόνια μετά το κλείσιμό του αλλά και 28 χρόνια μετά την παράσταση του «Άμλετ» σε σκηνοθεσία Σπύρου Α. Ευαγγελάτου. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου με τους συνεργάτες της κατάφεραν να εξασφαλίσουν την επαναλειτουργία της ιστορικής σκηνής, μόνο για την παραγωγή του «Άμλετ» και μόνο για μία σεζόν, ενώ θα διατηρηθεί η φυσική φθορά του χώρου, ο οποίος παραμένει κλειστός ως σήμερα.

Εξαιρετικές ερμηνείες,σωστές ενέργειες,σκηνοθεσία που αναδεικνύει το πνεύμα του έργου και αγγίζει το μυαλό και την καρδιά των θεατών.
Επίσης ,αποδίδεται εκφραστικά το χιούμορ στις επίμαχες σκηνές δίνοντας έμφαση σε μια τραγικωμική χροιά που υπάρχει στο κείμενο.

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// Αλέξιος Μάινας /// Το τι είπε


Πίνακας του Λάζαρου Σαμαρά





 Δεν υπάρχει αγάπη, άρχισε να μου λέει,

 χωρίς (λογική τουλάχιστον) ασυνέπεια. 


Ο έρωτας είναι εντελώς τυφλός, είπε,

ανώριμος και συχνά φαιδρός, είπε,
όχι εγωκεντρικός αλλά εγωιστικός, είπε,
αυταρχικός, είπε,
ασύμμετρος, είπε, άνισος,
και δίπλωσε τα μπράτσα της
γύρω απ΄τον λαιμό μου
για να μην μείνει τίποτα, είπε, 
που να μη λεηλάτησες.


[από τη συλλογή Το περιεχόμενο του υπολοίπου, 2011]

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020/// Ουμπέρτο Σάμπα (Umberto Saba) /// ΠΟΙΗΣΗ






Ο μικρός Μπέρτο
[Δύο ποιήματα από το Βιβλίο των Τραγουδιών. Ανθολόγιο ποιημάτων (Βακχικόν, 2019 Α΄ Βραβείο Νέων Μεταφραστών από το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο)]



Μετάφραση από τα ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης





[…Μια κραυγή / ανεβαίνει…]

[…Un grido / s’alza…]

Μια κραυγή
ανεβαίνει απ’ το παιδί στις σκάλες. Και κλαίει
κι η γυναίκα που φεύγει μακριά. Σπάει
για πάντα μια καρδιά τούτη τη στιγμή.
Τώρα
σαράντα χρόνια περάσαν.
Το μικράκι
είν’ άντρας τώρα, γέρος σχεδόν, με πείρα
πολλών καλών και κακών. Είν’ ο Ουμπέρτο
ο Σάμπα κείνο το μικράκι. Και πάει, ψάχνοντας
τη γαλήνη, με την παραμάνα του να κουβεντιάσει∙
που κι αυτή με θλίψη τον εγκατέλειψε, τον άφησε
δίχως να το θέλει. Ο κόσμος
ήτανε τότε γι’ αυτόν κάτι το ύποπτο, πάντα ήταν
-ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν- ο εχθρός.

Κρεμασμένο στον τοίχο ρολόγι-αντίκα
να βγάζει έναν ήχο σαν πεθαμένο.
Το κούρντιζε τα χρόνια τα ευτυχισμένα
ο άντρας της ο γλυκός∙ ακριβή γι’ αυτόν παρηγοριά
να το βάζει να δουλεύει σωστά. Του αρέσει ακόμα
το φως ν’ ανάβει το βράδυ, να κάθεται
μαζί της του αρέσει, ώσπου κείνη να του πει:

«Πέρασ’ η ώρα. Γύρνα στη γυναίκα σου Μπέρτο»

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 «“Παραλλαγές πάπιας” του Μάμετ στη Θεατρική Σκηνή» της Ασημίνας Ξηρογιάννη





Πηγή :ΔΙΑΣΤΙΧΟ


Ο Ντέιβιντ Μάμετ γεννήθηκε στο Σικάγο το 1947. Είναι ένας πολυβραβευμένος συγγραφέας θεατρικών έργων και όχι μόνο. Δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, καθηγητής σε διάφορα κολέγια και πανεπιστήμια. Πολύπλευρος και πολυσχιδής, μάχιμος ακόμα. Οι ήρωες του έργου του Μάμετ Παραλλαγές πάπιας παίρνουν σάρκα και οστά στη Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου, που έχει σκηνοθετήσει κιόλας την παράσταση.
Ο ήρωας και η ηρωίδα του έργου, που δεν είναι πια νέοι, συναντιούνται σε ένα πάρκο και συζητάνε περί ανέμων και υδάτων, κυρίως όμως για... πάπιες. Δεν πρόκειται για σαφείς χαρακτήρες. Δεν ξέρουμε ακριβώς ούτε από πού έρχονται, ούτε πού πηγαίνουν. Αναρωτιόμαστε πού μένουν, πώς επιβιώνουν, ποιο είναι το παρελθόν τους, αφού το μόνο που γνωρίζουμε είναι αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Δύο άνθρωποι συνομιλούν. Συνυπάρχουν. Με μικρές κι ανούσιες διαφωνίες διασκεδάζουν τη μοναξιά τους. Δεν φαίνεται πως ο ένας είναι πλούσιος και ο άλλος φτωχός. Ούτε αν ο ένας είναι αδύνατος και ο άλλος δυνατός, αν ο ένας είναι άρρωστος ενώ ο άλλος υγιής. Ή αν κάποιος από τους δύο είναι πιο μορφωμένος και κάποιος λιγότερο. Δεν προκύπτει από κάπου ότι έχουν ιδιαίτερες δραματουργικές ανάγκες. H πλοκή του έργου του Μάμετ δεν είναι διόλου περίπλοκη.
Ποια είναι, όμως, τα ελατήρια που κινούν αυτούς τους ανθρώπους; Ίσως αυτή η ίδια η πιεστική ανάγκη να ζήσουν, να υπάρξουν, να εκφραστούν, να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι. Συν-αισθάνονται κιόλας; Mπορεί. Από τη στιγμή που έχουν βρει κοινό θέμα συζήτησης (περί της ζωής και των συνηθειών της πάπιας ως είδος) σημαίνει πως κάπου συγκλίνουν και άρα είναι καλά τα πράγματα. Υπάρχει ελπίδα. Αφού αν αναλογιστεί κανείς τη σύγχρονη εποχή, θα διαπιστώσει πως ο κόσμος έχει γεμίσει με παράλληλους μονολόγους. Όλοι μαζί, αλλά ο καθένας μόνος του. Κόσμος αυτιστικός, αλλόκοτος, μοναχικός. Οι δύο ήρωες δεν απευθύνουν προσωπικές ερωτήσεις, δεν είναι αδιάκριτοι ο ένας με τον άλλο. Μέσα στη φύση περνάνε τις ώρες τους σχολιάζοντας, παρατηρώντας τα ζώα και το φυσικό περιβάλλον, το τοπίο. Ερωτήσεις, απαντήσεις, αρνήσεις, καταφάσεις. Ο ένας συχνά συμπληρώνει τον άλλον. Ο λόγος λιτός, άμεσος, καθημερινός, ρεαλιστικός. Λόγος και σιωπή εναλλάξ. Οι παύσεις διαλύουν κάθε ενδεχόμενο φλυαρίας. Eδώ συγγενεύει και με τον Πίντερ[1] θα μπορούσαμε να πούμε. Όπως τον Χάρολντ Πίντερ έτσι και τον Ντέιβιντ Μάμετ δεν τον ενδιαφέρει να είναι φλύαρος ή διδακτικός, ή υπερβολικά μεταμοντέρνος ή δυσνόητος ή ψεύτικος ή συμβατικός. Δεν τον ενδιαφέρει να γίνει «ταχυδρόμος» και να δώσει το γράμμα. Όμως πάντα υπάρχει κάτι πίσω από αυτό που βλέπουμε, κάτι που ο αναγνώστης/θεατής θα το υποθέσει, θα το ανακαλύψει, θα ψάξει να το βρει, θα το ανασύρει από μέσα του.
Θα ’λεγε κανείς πως το έργο αποτελεί εύστοχο σχόλιο για τη μοναξιά των ανθρώπων. Στην έβδομη παραλλαγή, η Έμιλι λέει: «Ο καθένας μας χρειάζεται έναν φίλο σ’ αυτή τη ζωή». Και ο Τζορτζ: «Σ’ αυτή και σε κάθε άλλη ζωή». Καταλήγουν στο ότι δεν αξίζει να ζεις τη ζωή, αν δεν έχεις έστω έναν φίλο. Νιώθεις μοναξιά, αν δεν έχεις έναν φίλο, αν δεν είσαι φίλος ο ίδιος. «Ο άνθρωπος δεν είναι το νησί του εαυτού του». Ούτε οι κάκτοι, ούτε τα άλλα φυτά, ούτε τα λουλούδια, ούτε και τα ζώα μπορούν να ζουν μόνα τους. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν μπορεί.
Το έργο του Μάμετ είναι ένα στιγμιότυπο ζωής, που όμως έχει κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις. Η μοναξιά είναι η αιτία για τα προβλήματα των ανθρώπων, για την κατάπτωση, τη σιωπή ή την κατάθλιψή τους. Οι δύο ήρωες ανασαίνουν κοντά στη φύση, παρηγοριούνται, αλληλεπιδρούν, έχουν διέξοδο, έστω και σύντομη. Θα εξακολουθήσουν να είναι φίλοι, άραγε; Θα ξαναβρεθούν ποτέ; Θα το επιδιώξουν; Ή αυτή θα είναι η πρώτη και η τελευταία τους φορά; Mήπως είχαν ξαναβρεθεί και κάποιες άλλες φορές στο παρελθόν;
O Mάμετ δεν καταφεύγει στην ανάλυση. Δεν γίνεται περιγραφικός, ούτε συναισθηματικός ή μελοδραματικός. Πετυχαίνει να δώσει το παρόν των ηρώων που ζουν τη στιγμή στο πάρκο. Οι ήρωες είναι ανθρώπινοι, απολαμβάνουν το τώρα, προσυπογράφουν την τέχνη της συνύπαρξης. Δεν μιλούν για τα προσωπικά τους, αλλά για τη φύση, το περιβάλλον, τις πάπιες, τη ζωή και τις συνήθειές τους. Ίσως σε αυτές τις κουβέντες βρίσκουν παρηγοριά, ανακούφιση, αισθάνονται ότι κάπου ανήκουν.
«Μπορεί άραγε να χτιστεί μια σχέση όταν οι άνθρωποι μιλούν για οικολογία, αλλά και για την κοινωνική πραγματικότητα;» σημειώνει στο πρόγραμμα της εν λόγω παράστασης της Θεατρικής Σκηνής ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Μανώλης Τσαγκαράκης. Kάπου μέσα στο κείμενο λέγεται χαρακτηριστικά το εξής: «Τίποτα δεν είναι για το τίποτα. Όλα έχουν κάποιο σκοπό». Άραγε, αναλογιζόμαστε, η συνάντηση αυτών των δύο ξένων έχει κάποιο σκοπό; Eπίσης, λέγονται και αυτά:
ΕΜΙΛΙ: To ότι είσαι σε αυτό το παγκάκι έχει κάποιο σκοπό.
ΤΖΟΡΤΖ: Kαι το παγκάκι έχει κάποιο σκοπό.
Ο ρόλος της πάπιας
Τραβάει την προσοχή μας η ερώτηση που απευθύνει ο Τζορτζ: «Στο νεκροκρέβατό της τι θα έλεγε η πάπια, αν είχε μιλιά;» Και η Έμιλι απαντά: «Ότι θέλει να ζήσει κι άλλο». Και πάλι ο Τζορτζ: «Σωστά. Αλλά μεταμέλεια; Tύψεις; Άλλα αρνητικά συναισθήματα; ’Oχι, όχι. Είναι σε αρμονία με τη φύση». Έμιλι: «Είναι μέρος της φύσης. Είναι πάπια». Τζορτζ: «Ναι, αλλά και ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης».
Η πάπια στο έργο αυτό του Μπέκετ κατέχει κυρίαρχη θέση. Είναι το βασικό αντικείμενο συζήτησης, είναι ο συνδετικός κρίκος των ηρώων. Η ίδια όμως, ακόμα κι αν είναι εκεί μπροστά τους στη λιμνούλα, δεν καταλαβαίνει ό,τι λέγεται για εκείνη. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φύσης, από την οποία έχει απομακρυνθεί ο άνθρωπος. Η φυσική της θέση είναι δεδομένη. Αλλά δεν διαθέτει τη συνείδηση ή την κρίση. Δεν διαθέτει τον Λόγο. Δεν μπορεί να κάνει διάλογο με τους ανθρώπους, να νιώσει κάτι, να υπερασπιστεί τον εαυτό της –ενδεχομένως– αν χρειαστεί.
Aντίθετα, ο Lévinas[2] έχει αναφερθεί –στο πλαίσιο της ενανθρώπισης των ζώων– στο Βobby τον σκύλο, ο οποίος «μόνος αυτός ανάμεσα στους ανθρώπους μπορεί να αναγνωρίσει και να μοιραστεί με τον τρόπο του την ανθρωπινότητα των κρατουμένων» στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ σε κάποιες λογοτεχνικές περιπτώσεις, όπου τα ζώα διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο ή προσωποποιούνται ποιητική αδεία ή για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες ενός έργου. Πρώτη περίπτωση το σκυλί[3] του ομηρικού Οδυσσέα, που χρειάστηκε να τον δει πρώτα και μετά να πεθάνει ήσυχο. Παρουσιάζεται να περιμένει τον γυρισμό του και να κατανοεί και να ανακουφίζεται όταν πονάει, ακριβώς επειδή υπάρχει ψυχολογική ερμηνεία για τη συμπεριφορά του. Δεύτερη περίπτωση τα άλογα του Αχιλλέα στο ομότιτλο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη,[4] που είναι εμπνευσμένο από την ραψωδία Ζ της Ιλιάδας.Tα άλογα σαν άνθρωποι θρηνούν για τον χαμό του Πατρόκλου. Τρίτη περίπτωση, το λαλίστατο πουλάκι[5] των δημοτικών τραγουδιών σκοπίμως αναφέρεται κι αυτό. Συνήθως φέρνει τα μαντάτα και δείχνει τον δρόμο, ενώ συχνά έχει μεγαλύτερη γνώση από τους ανθρώπους για τα πράγματα. Η συμμετοχή των ζώων στις παραπάνω περιπτώσεις είναι συγκινητική. Στο έργο του Μαμετ οι πάπιες κατακλύζουν τις αράδες του κειμένου, αλλά είναι απούσες. Κυριαρχούν μέσα από την απουσία τους, την αποχή, τη μη συνείδηση, τη μη συμμετοχή τους
Εισπράττoυμε πως η σκηνοθεσία είναι συμβατή με το πνεύμα του έργου του Μάμετ. Ένας άντρας, μια γυναίκα, στο πάρκο, μπροστά από τη λίμνη, που κουβαλούν στην πλάτη τους το παρελθόν τους, αλλά μπροστά στα μάτια των θεατών δεν κάνουν λόγο γι’ αυτό. Ζουν το απόλυτο παρόν, συνυπάρχουν ολοκληρωτικά. Τίποτα ερωτικό δεν υποβόσκει ανάμεσά τους. Στο τέλος βέβαια αναχωρούν μαζί. Και δεν παίρνει ο καθένας τον δρόμο του, ίσως αυτό κάτι να σημαίνει.
Σιωπές, εξάρσεις, υφέσεις, αντιθέσεις, αλλά καμία εχθρότητα. Δίνουν την εντύπωση πως ακούν ο ένας τον άλλο, πως είναι ευλογία να βρίσκονται εκεί παρέα και να συζητούν, να έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν σκέψεις, ιδέες, εντυπώσεις. Συντροφικότητα και αλήθεια, αυτό αναδύεται από την υποκριτική των έμπειρων Αντώνη Αντωνίου και Νατάσας Ασίκη.
Σκοτάδι ανάμεσα στις παραλλαγές. Ο μεταξύ τους διάλογος μπορεί να ανακυκλώνεται, αλλά οι ιδέες περνάνε και καρφώνονται σαν πρόκες. «Όλοι ξέρουν ότι η Θεατρική Σκηνή ανέβασε για πρώτη φορά τον Μάμετ στην Ελλάδα με το έργο To σεξ το επιούσιον σε μια έξοχη μετάφραση του Παύλου Μάτεσι το 1984. Να μαστε λοιπόν, 35 χρόνια, μετά με ένα έργο του Μάμετ γραμμένο στην ίδια εποχή με την ίδια διάθεση, εξίσου όμορφο και εξίσου δύσκολο στην απλότητά του», σημειώνει ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντωνίου, με τον οποίο είχα μια ενδιαφέρουσα συνομιλία στο τέλος της παράστασης.
Όσο συζητάνε, η γυναίκα απασχολείται παράλληλα με διάφορα. Πλέκει, τρώει ποπ κορν, λιμάρει τα νύχια της, διαβάζει, παίζει με τα γυαλιά ηλίου της, κάνει αέρα με τη βεντάλια της. Αλλά δεν χάνει τίποτα από τα λόγια του άντρα, που συχνά στρέφεται στην εφημερίδα του. Ο ένας κρέμεται από τα χείλη του άλλου, ο ένας είναι ανοιχτός στον άλλο και δείχνει ενδιαφέρον γι’ αυτό που έχει να του πει. Η μεταξύ τους συνομιλία έχει έναν ρυθμό, υπάρχει μια μουσικότητα στον λόγο τους που κερδίζει τον θεατή, ο οποίος διασκεδάζει με αυτή την παράξενη συνύπαρξη. Δεν είναι αγώνας λόγων, δεν ανταγωνίζονται –σοβαρά τουλάχιστον– ο ένας τον άλλο – αν και πότε πότε εντοπίζεται μια προσπάθεια εντυπωσιασμού, ειδικά από την πλευρά του άντρα. Η γενική αίσθηση είναι πως πρόκειται για μια τίμια συναλλαγή, μια σκηνική πραγμάτωση που συνάδει με το κλίμα του έργου. Οι ηθοποιοί φαίνεται πως είχαν εργαστεί πάνω στο κείμενο ώστε να δώσουν ερμηνείες διαυγείς και στέρεες, διατηρώντας τις λεπτές ισορροπίες σε ό,τι αφορά την παράξενη αλληλεπίδραση των μοναχικών ηρώων.
Γενικά, από το έργο έχει αφαιρεθεί κάθε διακοσμητικό στοιχείο και μένει η ουσία της ιστορίας. Η ουσία, λοιπόν, και η καθαρότητα της αλληλεπίδρασης των δύο αυτών απλών ανθρώπων. Όπως έχει κι ο ίδιος ο Μάμετ σημειώσει: «Το έργο κινείται ανάλογα με το πόσα στοιχεία του μπορεί να αφαιρέσει ο συγγραφέας».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] [όπως άλλωστε και η πλειοψηφία των έργων του Pinter – θυμίζει καταγραφή προφορικού λόγου, χωρίς κανένα λογοτεχνικό φτιασίδωμα. Μέσα από τους αποδραματοποιημένους διάλογους («καθρέφτης της πιο κοινότοπης γλώσσας»), εκπηγάζει η ωμή πραγματικότητα και ο κυνισμός του μεταπολεμικού κόσμου, μεταφέροντας τη φρίκη, τον σιωπηλό πόνο, τον τρόμο και το κενό που νιώθει ο άνθρωπος, ενώ η ένταση του λόγου κλιμακώνεται μέσα από τους υπαινιγμούς, τις παύσεις και τις παρατεταμένες σιωπές] Βλ. αναλυτικότερα: ως3 μηνιαίο περιοδικό πολιτισμού, στο: http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_Harold-Pinter.html
[2] Γιώργος Πεφάνης, Θεατρικά Bestiaria, Εισαγωγή, σελ.19.
[3] Ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα, που αναγνώρισε τον κύριό του ύστερα από είκοσι χρόνια. Αυτό έγινε παρότι ο Οδυσσέας ήταν μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο προκειμένου να ανακαλύψει το τι συνέβαινε στο ανάκτορό του κατά τη μακρά απουσία του. Aμέσως μετά, ο Άργος πέθανε (Οδύσσεια, ρ 291 κ.ε.).
[4] Παραθέτουμε τους στίχους της Ιλιάδας (P 424-458) / O θρήνος των αλόγων (μτφρ. Θ.Κ. Στεφανόπουλου):
Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης
ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ’ τον άδειο αιθέρα.
Όμως τα άλογα του Αιακίδη, αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,
έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος
κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.
Ο Αυτομέδων, ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,
άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,
άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·
εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια
πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο
ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.
Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,
που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,
έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,
με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·
ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρά τους στο χώμα,
καθώς εμύρονταν αποζητώντας τον ηνίοχο·
η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη
που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό.
Παραθέτουμε και το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη
«Τα Άλογα του Αχιλλέως»
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο –αφανισμένο–
μια σάρκα τώρα ποταπή –το πνεύμα του χαμένο–
ανυπεράσπιστο –χωρίς πνοή–
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα που είναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.» – Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή. [1897]
[5] Συχνά στον διάλογο χρησιμοποιείται συμβατικό πρόσωπο για την προώθηση της δράσης ή του διαλόγου (το πουλί λ.χ. που μιλά με ανθρώπινη ομιλία αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο των δημοτικών τραγουδιών).

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Κείμενο: Ντέιβιντ Μάμετ
Μετάφραση: Mιχαέλα Αντωνίου
Σκηνοθεσία: Aντώνης Αντωνίου
Σκηνικά – Κοστούμια: Nίκος Κασαπάκης
Φωτισμοί: Mαριέττα Παυλάκη
Φωτογραφίες: Nίκος Κόκκας
Υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων: Aγγελική Νομικού
Επιμέλεια προγράμματος: Mιχαέλα Αντωνίου
Σχεδιασμός προγράμματος: Aναστασία Γαλιά
Παίζουν οι ηθοποιοί: Aντώνης Αντωνίου, Νατάσα Ασίκη
Παραστάσεις μέχρι 5/4/20: Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 20:00, Τετάρτη στις 19:00
Τιμή εισιτηρίων: 10-15 ευρώ
Θεατρική Σκηνή
Νάξου 84, Κυψέλη
Τηλ.: 210.2236890

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// ANΔΡΕΑΣ ΚΕΝΤΖΟΣ /// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ






Βρεθήκαμε ύστερα από χρόνια
αγκαλιαστήκαμε
και δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά
ήξεραν τα σώματά μας
τι έπρεπε να γίνει
Φροντίσαμε μόνο μη μείνουμε γυμνοί
με όλο μας τον έρωτα
προς θεού
μην κάνουμε αυτό το λάθος

***

Κιθάρα χωρίς χορδές
η γυναίκα στα χέρια μου τώρα
Καθήκον μου η μουσική
και προσπαθώ ακόμα

***


Ερωτικό
Αδέλφια ήμασταν παιδιά
και τώρα πια όχι
Σαν σκυλί μας κυνήγησε ο έρωτας
μας έριξε κάτω
Και αν πεθάνεις εσύ
ορκίζομαι
για να μην είμαι μαζί σου
θα πεθάνω κι εγώ 


  σαραντατέσσερα, ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, 2014

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΟΚΟΣ /// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





[Το παγκάκι]

Τα ξύλινα καθίσματα
είναι εφεύρεση εκείνων
που βαρέθηκαν να στέκουν.
Αυτών που απόμειναν.
Δεν τους ξέχασαν.
Απόμειναν με τη θέλησή τους.
Κάποτε μια κοπέλα
έκατσε δύο φορές στο ίδιο παγκάκι.
Πενθούσε.
Κι ας μην ήταν σε ηλικία πένθους.
Ερωτευόταν.
Κι ας μη συνέτρεχε λόγος
να ερωτευτεί.
Αδικούσε τον καημό της.
Αν στα πνευμόνια
του Λούις Άρμστρονγκ
φύτρωναν άνθη
θα είχε φυσήξει
στο μελαγχολικό κορίτσι
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.





[Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα]

                                   Στη Λένα Ματσιώρη

Τα μεσάνυχτα
στη Μαυρομιχάλη
οι κοπέλες
λειαίνουν τα λευκά τους μάτια
με γυαλόχαρτο.
Το βλέμμα τους γδέρνει απαλά
το αίμα των περαστικών.
Στη Βαλτετσίου οι γάτες στολίζουν
πράσινα μήλα το λαιμό τους.

Στην Καλλιδρομίου
τ' αγάλματα φορούν
αλεξίσφαιρα γιλέκα.
Στην Εμμανουήλ Μπενάκη
ο Θεός κοιμάται μπρούμυτα.
Τα μεσάνυχτα
η πόλη διατίθεται σε επαναστάτες.



[Εσύ]
                                  
Όλα μου τα παιδιά
φορούν παπούτσια.
Εγώ αγαπώ
αυτό
που λύνει τις πατούσες του
στα αγκάθια.
Ιούλιο μήνα κλαδεύουν
τις άκρες των φιλιών.
Φθινόπωρο
φουντώνουν ξανά τα χείλη.
Εσύ πετάς.
Εσύ γερνάς.
Εσύ
παιδί δεν είσαι.

notationes ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2019-ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2020 /// ΟΛΓΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ /// ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





Ωραία τα παραμύθια, ωραία τα ψέματα. Παραδείγματος
χάριν η μητέρα: πετάει το έψιλον, παίρνει ένα γιώτα,
κατεβάζει τον τόνο στη λήγουσα. Παραμένει μητέρα παρ' όλα
αυτά. Μια φορά κι έναν καιρό τρυπήθηκε το δάχτυλό της και
τρεις σταγόνες αίμα κύλησαν στο χιόνι. Εκείνη τη στιγμή
ακριβώς οραματίστηκε εμένα. Μια κόρη με δέρμα λευκό και
λοιπά και λοιπά. Μια Χιονάτη.
Πρόσεξε καλά τι λες, μητέρα. Πρόσεξε καλά τι εύχεσαι.
Εννοείται πως δεν ήταν μάγισσα. Το περίφημο μαγικό
καθρεφτάκι της ήμουν εγώ. Η βελτιωμένη έκδοση της Αυτής
Μεγαλειότητος. Προσπάθησε να με σκοτώσει. Ζήτησε την
καρδιά μου. Της διέφυγε προφανώς πως ήταν ήδη δική της.
Την σκεφτόμουν καθώς έπαιζα τη νοικοκυρά στο σπιτάκι των
νάνων – και συνέχιζα βλακωδώς να την αγαπώ. Τα παιδιά,
ως γνωστόν, συγχωρούν στους γονείς τους τα πάντα. Οι
αστείες μεταμφιέσεις της ποτέ δεν με γέλασαν. Ήξερα ποια
ήταν αυτή που μου χτυπούσε την πόρτα. Πρώτα ο στενός
κορσές, μετά η φαρμακωμένη χτένα, το άγουρο μήλο που μου
στάθηκε στο λαιμό.
Α, ήμουν ήδη νεκρή πολύ πριν ξαπλώσω στο γυάλινο φέρετρο.
Δεν ξέρω ποια διαστροφή εξασφάλισε και σε μένα έναν
Πρίγκιπα. Στο γάμο μου την στένευαν τα παπούτσια της,
αλλά χόρεψε μέχρι τελικής πτώσεως. Νόμιζε ότι κάποιος θεός
θα την βραβεύσει.

   Όχι ακόμη Κάρμεν, Εκδόσεις Πατάκη, 2013 

**
Απόψε εγώ θα ξεματιάσω εμένα
Με λάδι και νερό
Κατά τη συνταγή της μάνας μου
Παίρνω ασημένιο κουταλάκι του γλυκού
Με τραγανές ρώγες σταφύλι στη λαβή
Και κληματόφυλλα
Παίρνω και πορσελάνινο φλιτζάνι του καφέ
Που αν το γυρίσεις προς το φως
Στο βάθος βλέπεις μια λυπημένη γκέισα
Να πω τα ξόρκια ντρέπομαι
Κάνω αυτοσχέδια προσευχή
Και να! Ρίχνω την πρώτη τη σταγόνα
Μόλις το λάδι πέσει στο νερό
Μόλις η αγάπη λιώσει στον καιρό
Ένα μεγάλο μάτι σχηματίζεται.
   Όχι ακόμη Κάρμεν, Εκδόσεις Πατάκη, 2013

**

Βάζουμε τα παιδιά να καθίσουν σε κύκλο
και τους ζητούμε να φανταστούν ότι
Ο εκ δεξιών καθήμενος συμμαθητής τους τα αγαπά άνευ όρων
Ενώ αυτά αγαπούν άνευ όρων τον εξ ευωνύμων
Τους εξηγούμε ότι τα συναισθήματά τους
Είναι ανθρωπίνως αδύνατον να αλλάξουν φορά
Σε λίγα λεπτά δυσφορία και αγάπη
Κυκλοφορούν στην αίθουσα σε ίσες δόσεις
Κάποια γίνονται πράσινα απ’ την ζήλια τους
Πρόκειται απλώς για ένα παιχνίδι, υπενθυμίζουμε
Όταν χτυπάει το κουδούνι για διάλειμμα
Κανένα δε σηκώνεται να βγει έξω

     Μεταμορφώ[θ]εις, Πατάκης, 2018

**

Autobiography of spring

What about you Geryon
what’ s your favourite weapon?
Cage, said Geryon from behind his knees
[Anne Carson]


Δεν μου αρέσει η αδιακρισία της, ο τρόπος της να εισβάλλει αναπάντεχα
με ευωδιές και αιθρίες στην ήρεμη, τακτοποιημένη ζωή του χειμώνα
Θα ΄θελα φέτος να αποδράσω απ’ τον προβλέψιμο κύκλο των εποχών,
να βάλω το μακρύ παλτό μου και να μπω στο κουτί του Χουντίνι

Να μην ανθίσω, να μην βγάλω φύλλα και καρπούς
Να κλείσει ο μάγος την κουρτίνα και μόλις την ανοίξει πάλι
Το κουτί να ΄ναι άδειο με ένα ζευγάρι χειροπέδες στη θέση μου
Όμως να, η Περσεφόνη επιστρέφει ξανά στη μητέρα της
Η Δήμητρα γελά, στρώνει τα πράσινα σεντόνια
Ο Πλούτων πλήττει, οι παπαρούνες βιάζονται να κοκκινίσουν
Κι εγώ ράβω σατέν μαξιλαράκια με λεβάντα για τα μάλλινα
Γι’ άλλη μια φορά
Με φυλακίζει η άνοιξη

      Μεταμορφώ[θ]εις, Πατάκης, 2018