στη Χρύσα
Η Πείνα
Ο τόπος της
ελπίδας,
είναι το
ανεκπλήρωτο,
το ατελές.
Αν θα
χορτάσεις
τι θα
απογίνει η πείνα;
Ας έρθουν,
οι φύλακες
της αιώνιας τροφής
σηκωτό να σε
πάρουν,
και
πεινασμένο.
Ας έρθουν,
οι Φύλακες
της Αιώνιας Τροφής
Σηκωτό να Με
πάρουν,
και
Πεινασμένο!
*********
Στην Άκρη
της Γλώσσας
Άνοιγε το
στόμα,
παλλόταν το
λαρύγγι,
ξεπρόβαλλε ο
ουρανίσκος.
Κι όλο το
παράπονο
– από κάθε
σημείο του ορατού κι αόρατου κορμιού –
μαζευόταν
εκεί,
στην άκρη
της γλώσσας.
Όμως δεν
ακουγόταν κιχ.
Εξόν ενός
απαλού μουγκρίσματος,
καμία λέξη,
κανένας ήχος
διακριτός.
Πέραν του
ήπιου βογκητού,
το παράπονο
όλο
τελμάτωνε
στο όριο της γλώσσας.
Κινούνταν, η
βαριά γλώσσα,
ν’
αποτινάξει από πάνω της,
τον τόσο
λόγο που μαζεύτηκε,
όμως
υποχώρησε ανίκανη.
Όλη αυτή η
θέληση να γίνει λόγος
παρέμεινε
θέληση.
Κι επέστρεψε
εκεί
απ’ όπου δεν
έφυγε,
προσθέτοντας
λίγο ακόμα παράπονο
στην άκρη
αυτή, της γλώσσας.
Μουγκρίζει
το ζώο,
για άλλη μια
φορά
και σιωπά.
****************
****************
Ειρηναίος Βρούσγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου