Translate

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: NATAΣΑ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝΟΣ



Συνέντευξη: Ασημίνα Ξηρογιάννη  // [Αναδημοσίευση από το Φράκταλ]


Νατάσα Βησσαρίωνος είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνική παραγωγός. Από το 1994 έως σήμερα, εργάζεται στην ΕΡΤ όπου έχει παρουσιάσει ραδιοφωνικές εκπομπές για το θέατρο, για το βιβλίο, ενημέρωσης, γαστρονομίας και επικοινωνίας με τους ακροατές. Επιπλέον, έχει εργαστεί ως ρεπόρτερ στην τηλεόραση της ΕΡΤ1 καθώς και ως αρχισυντάκτρια στη δίωρη καθημερινή τηλεοπτική εκπομπή «Στάση ΕΡΤ» ενώ έχει παρουσιάσει περισσότερες από 10 εκδηλώσεις και συναυλίες στο Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ. Έχει συντονίσει συνέδρια ομογενειακών φορέων και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε ομογενειακές εφημερίδες, λογοτεχνικά και γαστρονομικά περιοδικά.

Σήμερα , εκτελεί χρέη αρχισυντάκτριας στη «Φωνή της Ελλάδας», το ραδιόφωνο της ΕΡΤ για τον Ελληνισμό της Διασποράς, παρουσιάζει και επιμελείται την ωριαία εκπομπή «Κουβέντες μακρινές» (Δευτέρα – Τετάρτη) που προβάλλει τις δράσεις των Ελλήνων του εξωτερικού, τη δίωρη εβδομαδιαία εκπομπή γαστρονομίας «Γλυκιά ζωή» και επιμελείται το καθημερινό πολιτιστικό project «Ο ποιητής/Η ποιήτρια της εβδομάδας». Επιπλέον, εργάζεται ως αρχισυντάκτρια στο τμήμα των ομογενειακών ειδήσεων του ertnews.gr. Έχει τιμηθεί με το βραβείο καλύτερης γαστρονομικής εκπομπής για την εκπομπή «Γλυκιά ζωή» από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Γαστρονομίας και Οινολογίας (2024) και με το Βραβείο «Ευπρέπειας 2024» από τον Σύνδεσμο Ανταποκριτών Διεθνών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης Ελλάδος (International Press Union of Greece) για την προσφορά της στον Ελληνισμό της Διασποράς. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ.

Είναι απόφοιτος της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής Μαίρης Βογιατζή Τράγκα και εργάστηκε σαν ηθοποιός μέχρι το 2003. Έχει τιμηθεί με το βραβείο β΄ γυναικείου ρόλου για την ταινία «Το πουλί» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας».

Είναι παντρεμένη με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Αυγουστίνο Ρεμούνδο και έχει δύο γιους.


-Κυρία Βησσαρίωνος, σας καλωσορίζω στο Fractal. Θα κουβεντιάσουμε με αφορμή τον ποιητή / τρια της εβδομάδας στη «Φωνή της Ελλάδας». Aλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Πώς ξεκίνησαν όλα με τη δημοσιογραφία; Πόσα χρόνια;

Η σχέση μου με τη δημοσιογραφία άρχισε από πολύ μικρή ηλικία. Καταρχάς, είμαι παιδί δημοσιογράφων. Το μήλο έπεσε κάτω από τη μηλιά, όπως λένε. Μάλιστα, η μητέρα μου, η Ντέπυ Νικολόπουλου, έκανε εκπομπές στο ραδιόφωνο για περίπου μια 20ετία. Επιμελούνταν και παρουσίαζε την πρώτη ραδιοφωνική εκπομπή επικοινωνίας με τους ξενιτεμένους Έλληνες. Κάπως έτσι δέθηκα και εγώ με αυτό το μαγικό μέσο που ονομάζεται ραδιόφωνο. Και αντίστοιχα κάπως έτσι δέθηκα και με τους ‘Έλληνες του εξωτερικού. Η μητέρα μου είχε φανατικό ακροατήριο και το σπίτι μας κάθε καλοκαίρι ήταν γεμάτο με τους ακροατές – Έλληνες από διάφορα σημεία της γης που επέστρεφαν για διακοπές στην πατρίδα και επισκεπτόντουσαν τη μητέρα μου να τη γνωρίσουν από κοντά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν τον απίστευτο δεσμό, τον οποίο διατηρεί ακόμη και σήμερα η μητέρα μου. Τώρα που το σκέφτομαι, η δημοσιογραφία και το ραδιόφωνο ήταν μάλλον μονόδρομος για μένα. Στην ΕΡΤ έχω ήδη συμπληρώσει 30 χρόνια.


-Αδυναμία στην ποίηση; ‘Έχετε ξανακάνει εκπομπή για την ποίηση….στη «Φωνή της Ελλάδας». Μιληστε μας σχετικά.. Υπάρχει νιώθω μια συνέχεια σε αυτά τα εγχειρήματα…..

Στη «Φωνή της Ελλάδας» το ραδιόφωνο της ΕΡΤ για τον Ελληνισμό της Διασποράς έχω παρουσιάσει διάφορες εκπομπές… Ομογενειακές, πολιτιστικές, εκπομπές για το βιβλίο, για το θέατρο, για τη γαστρονομία. Η επαφή μου όμως με τους ποιητές άρχισε με την εκπομπή «Ωτοστόπ» το 2015. Μια εκπομπή που κάναμε από κοινού με τη φίλη και συνάδελφο Μερσιάννα Ελευθεριάδου. Η εκπομπή είχε ως θεματολογία τους νέους ανθρώπους σήμερα… καλλιτέχνες, επιστήμονες, συγγραφείς, εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας. Σιγά-σιγά ανακαλύψαμε μία νέα γενιά ποιητών και έχοντας ως γνώμονα το γεγονός ότι η ΕΡΤ ως δημόσιο μέσο οφείλει να προβάλει όσους το αξίζουν και δεν είναι ευρέως γνωστοί, βάλαμε στόχο να παρουσιάσουμε μέσα από την εκπομπή πολλές νέες ποιητικές φωνές. Δεν ξέρω αν έχω αδυναμία στην ποίηση. Νιώθω όμως ότι η ποίηση μπορεί να είναι ο καλύτερος σύντροφος στην καθημερινότητά μας.

Συμπαραστάτης στις δύσκολες στιγμές, προσφέρει πάντα μία αχτίδα ελπίδας στο σκοτάδι, κάνει πολλές φορές την καρδιά μας να σκιρτά, την ψυχή μας να μελαγχολεί, το μυαλό να ονειρεύεται. Και συγχρόνως έχω την αίσθηση ότι οι ποιητές μπορούν να μας παρακινήσουν να ξεσηκωθούμε, ν’ αφήσουμε τον καναπέ, ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, να μας εμψυχώσουν. Ίσως όμως να περιμένω πολλά από τους ποιητές…

 

-Ας έρθουμε στον «Ποιητή της βδομάδας». Όλο το σκεπτικό και τους στόχους.

«Ο ποιητής- η ποιήτρια της εβδομάδας» δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 2019. Ήταν μία ιδέα της τότε διευθύντριας της «Φωνής της Ελλάδας» της Γιάννας Τριανταφύλλη. Ο στόχος ήταν – και παραμένει ακόμη και σήμερα – να δημιουργηθεί μία ραδιοφωνική βιβλιοθήκη ποιητών, να προβληθεί η σύγχρονη ποιητική λαλιά. Οι ποιητές/ποιήτριες έρχονται στο στούντιο του σταθμού και διαβάζουν επτά ποιήματα τους. Ένα ποίημα για κάθε ημέρα της εβδομάδας. Τα ποιήματα μεταδίδονται από τη «Φωνή της Ελλάδας» και οι ακροατές/ακροάτριες παίρνουν μέσα σε μια εβδομάδα, μια ολοκληρωμένη ‘εικόνα’ της ποίησης του κάθε ποιητή/ποιήτριας. Για τους Έλληνες του εξωτερικού έχει ιδιαίτερη βαρύτητα το συγκεκριμένο project γιατί μέσα από αυτή τη ραδιοφωνική ποιητική βιβλιοθήκη λαμβάνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Άλλωστε η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας είναι πρώτη προτεραιότητα για όλους τους ομογενειακούς φορείς στο εξωτερικό. Αναγκαστήκαμε να διακόψουμε το project στη διάρκεια της πανδημίας. Πολύ σύντομα όμως το ξεκινήσαμε και πάλι. Έχει αγαπηθεί πολύ «Ο ποιητής/η ποιήτρια της Εβδομάδας», Και πιο πολύ από τους ακροατές, το έχουμε αγαπήσει εμείς: η μουσικός Μαρία Ρεμπούτσικα που «ντύνει» με μουσική τα ποιήματα και η ηχολήπτρια Ελευθερία Παπουτσάκη που επιμελείται με ξεχωριστή ευαισθησία τον ήχο και το μοντάζ είναι οι συνοδοιπόροι σε αυτό το ποιητικό έργο. Επιπλέον, τα ποιήματα μετά από τη μετάδοσή τους, αναρτώνται στο διαδίκτυο με τη μορφή podcast. Στη σελίδα της «Φωνής της Ελλάδας» https://vog.ert.gr/ και στη μεγάλη ψηφιακή πλατφόρμα που εμπεριέχει όλα τα ραδιόφωνα της ΕΡΤ, το https://www.ertecho.gr/ Μέχρι στιγμής στη ραδιοφωνική διαδικτυακή ποιητική βιβλιοθήκη μας έχουν συμμετάσχει περισσότεροι από 150 ποιητές – ποιήτριες και έπεται συνέχεια…


-Ένα σχόλιο για το ραδιόφωνο σήμερα;

Αναμφίβολα ζούμε στην εποχή της εικόνας. Κάποτε, ακούγαμε ραδιόφωνο και δεν γνωρίζαμε το πρόσωπο πίσω από το μικρόφωνο. Μολονότι σήμερα με τα social media αυτό έχει αλλάξει, το ραδιόφωνο παραμένει ένα μέσο μαγικό. Μας ενημερώνει, σύντομα και περιεκτικά, μας συστήνει πρόσωπα, τραγούδια, τόπους, ιστορίες και μας ταξιδεύει. Σαν ένα παράθυρο σε έναν άλλον κόσμο.


-Εκπομπές ραδιοφωνικές που σας αρέσουν, σας ενδιαφέρουν, αγαπάτε.

Αγαπώ το ραδιόφωνο και μου αρέσουν πάρα πολλές εκπομπές. Το προτιμώ ως μέσο για να ενημερωθώ, το προτιμώ και για να χαλαρώσω. Ακούω μουσικές, πολιτιστικές και ενημερωτικές εκπομπές από πάρα πολλούς σταθμούς και περισσότερο ακούω τα ραδιόφωνα της ΕΡΤ. Θα αδικήσω κάποιους πιστεύω αν αναφέρω συγκεκριμένες εκπομπές, γιατί σίγουρα θα ξεχάσω κάποιες…


-Ακούνε οι Έλληνες ραδιόφωνο;


Ναι. Πιστεύω ότι οι Έλληνες ακούν ραδιόφωνο. Και όχι μόνο μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που μας ακούν, που ακούν τη «Φωνή της Ελλάδας» μέσα από τον δέκτη της τηλεόρασης. Προτιμούν το ραδιόφωνο στο σπίτι από την τηλεόραση. Όπως δεν είναι λίγοι και εκείνοι που ακούν ραδιόφωνο μέσα από το ίντερνετ, ή ακούν on demand τις εκπομπές στο ertecho. H τεχνολογία έχει οδηγήσει σε νέους δρόμους το ραδιόφωνο και το ακροατήριο έχει μεγαλώσει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα podcast έχουν γίνει της μόδας. Σχεδόν όλα τα διαδικτυακά ΜΜΕ διαθέτουν πλέον και podcast. Ραδιοφωνικές εκπομπές μέσω διαδικτύου δηλαδή… Το ραδιόφωνο, ψηφιακό, ιντερνετικό, κερδίζει πιστεύω όλο και περισσότερο τους Έλληνες.


-Αλλη τέχνη για την οποία ίσως θα κάνατε εκπομπή;


Το θέατρο σαφώς. Έκανα παλιότερα εκπομπή για το θέατρο. Και έμαθα από την καλύτερη: τη δημοσιογράφο, κριτικό θεάτρου και παραγωγό λόγου Άννυ Κολτσιδοπούλου. Μαζί κάναμε κάποτε μια εκπομπή για το θέατρο. Πολλές φορές σκέφτομαι να την ξανακάνω…


-Σχέδια για το μέλλον;


Για το ραδιοφωνικό μέλλον; Πολλά, πάρα πολλά. Έχω πολλές ιδέες για εκπομπές και podcast. Ακόμη και αν δεν τις υλοποιήσω εγώ προσωπικά – πράγμα ανέφικτο – θα τις συζητήσω με συναδέλφους που θα μπορούσαν να τις κάνουν πραγματικότητα. Έτσι ώστε να τις ακούω στο μέλλον.


-Τι ελπίζετε, τι ονειρεύεστε;


Ελπίζω σε μία καλύτερη ζωή, εδώ, στη χώρα που γεννήθηκα. Ελπίζω σε ένα αύριο που δεν θα μεταναστεύουμε κάπου αλλού. Ελπίζω ότι ο πλανήτης αυτός δεν θα καταστραφεί. Ελπίζω ότι στο μέλλον δεν θα υπάρχει πόλεμος και φτώχεια. Θέλω να συνεχίσω να ελπίζω, γιατί χωρίς ελπίδα δεν γίνεται τίποτα. Ονειρεύομαι όμορφες στιγμές με τους ανθρώπους που αγαπώ. Ονειρεύομαι τη θάλασσα.


-Μια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνω και δεν σας έκανα; Θα παρατούσατε πότε το ραδιόφωνο;


Όχι. Γιατί είναι δημιουργία, γιατί είναι φαντασία, γιατί μου δίνει την ευκαιρία να γνωρίσω πολύ κόσμο, γιατί μέσω του ραδιοφώνου μπορώ και δίνω βήμα σε ανθρώπους να μιλήσουν για όσα τους απασχολούν, για τα προβλήματα και τα όνειρά τους, γιατί μου προσφέρει ψυχοθεραπεία… γιατί τελικά είναι ένα μέσο μαγικό!


****

Τρίτη 15 Ιουλίου 2025

Ζωή Γκαϊδατζή /// Ποιήματα




Πολύχρωμα Μπαλόνια


Σε κάθε ταινία που έβλεπες

όφειλες να διαλέξεις ένα χρώμα.

Ένα συναίσθημα τη φορά

είναι το μέγιστο που αντέχει κάποιος.

Τα όνειρα είχαν γίνει ασπρόμαυρα

για αποφόρτιση συγκινήσεων.

Μέχρι που κάποιος κοινωνικά απροσάρμοστος

πήδηξε την μάντρα του ονείρου του

και βρέθηκε να κολυμπάει ξαφνικά

σε μία κόκκινη ταινία.

Σήμανε συναγερμός.

Χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια

άρχισαν να ταξιδεύουν

ανάμεσα στις ταινίες, στα όνειρα,

στην κυκλοφορία του αίματος.

Σκυλιά και μωρά ρουφούσαν

την άγνωστη αίσθηση των χρωμάτων.

Το υπουργείο δημόσιας τάξης

πυροβόλησε όλα τα μπαλόνια.

Όλοι λούστηκαν με χρώματα.

Το υπουργείο καταργήθηκε εν μία νυκτί.

Ανικανότης των υπευθύνων.


*


Κιβωτός


Όλα αυτά τα μέταλλα

των ουρανοξυστών, των παλιών συρμών,

των βυθισμένων καραβιών

και των αιολικών κορυφογραμμών

θα μπουν στο καζάνι του γίγαντα

και θα γίνουν σούπα.

Θα γεμίσει ένα τεράστιο καλούπι

και μόλις στερεοποιηθεί

θα ρίξει την κιβωτό στη γη,

όχι στη θάλασσα.

Στη γη θα ταξιδέψει

και θα την σέρνουν

του κόσμου όλου τα ανήλιαγα ζουζούνια

και τυφλοπόντικες και υπόγειες σκέψεις.

Στη γη θα ταξιδέψει

και θα γίνει ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας

εν μέσω λιμού.


*


Στον κάμπο


Οι πλούσιοι φύτεψαν

βατόμουρα και αρτόδεντρα

στους τοίχους τους.

Τετράπαχα ψάρια κολυμπούν

στα απόβλητά τους.


Οι υπόλοιποι, οι ζητιάνοι

ξύνουν τα υπολείμματα

από τους κάδους.

Κάποιοι από αυτούς, περισσότερο τυχεροί,

γυαλίζουν τους τεράστιους καθρέφτες

τους φυτεμένους στον κάμπο.

Μόλις ο φύλακας τρέξει

σε κάποιον αντιπερισπασμό

αρπάζουν μια άκρη ακτίνας

και την τρώνε.


*


Οι επόμενες προσλήψεις


Ήταν από παιδί απείθαρχος

και δεν ενδιαφερόταν για τα μαθήματα.

Στο σχολείο δεν έγινε σωστή εκτίμηση

για τα ταλέντα και τις δεξιότητές του,

παρόλη την υψηλή ευφυία του.

Διασκέδαζε να κρύβει φανταχτερά δαχτυλίδια

– δώρα εραστών – της γριάς θείας του της Λιλής,

πρώην αρτίστας.

Μετά από λίγο καμωνόταν πως τάβρισκε

κι αυτή τον γέμιζε φιλιά και ευχές.

Σπούδασε υπολογιστές.

Δημιούργησε ένα πρόγραμμα αξιολόγησης βιογραφικών

για τις επόμενες προσλήψεις δημοσίου.


Από τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι

πίνουν τσίπουρα μαζί με τους πολίτες

και σβήνουν αβέρτα χρέη

τα βράδια στο σπίτι της θείας Λιλής.

Αυτή τραγουδάει, χορεύει και παίζει μπαγλαμά

μέχρι πρωίας

φορώντας όλα της τα δαχτυλίδια.


*

Νέα τάξη θαυμάτων, εκδ. κύμα 2024


Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ /// 16 +1συγγραφείς μαγειρεύουν κείμενα




ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

ΑΔΙΚΩΣ ΘΝΗΣΚΟΥΜΕ



Θα γκρεμιζόταν.
Σαν επιχειρηματολογία ανυπόστατη
θα γκρεμιζόταν.
Και θα έπληττε.
Όπως πλήττει ο ύπερος
στα αμύριστα ανθολόγια βοτανικής.
Όμως η θάλασσα
η ίδια εκείνη του Ομήρου
̶ η μεσημεριανή και αθέριστη
η αρχαγγελική και ανένδοτη στο κυανό
και στο πυρακτωμένο μαύρο
έριξε το αλάτι της στην οριζόντια γραμμή
που διαπερνά τη γλώσσα.
Τι κι αν η αλμύρα δεν ηχεί.
Σε γυάλινα βαζάκια συντηρεί
την Εύα, τον Αδάμ και το σκουλήκι του μήλου.
Ο ίαμβος επιζεί στου θρήνου τα τελειώματα
̶ υφάλμυρος και αχώριστος πάντα
από την αγάπη.
Η γλώσσα πέρα απ’ την ερμηνεία επιζεί
και είναι αυτή που με άσπρη κρούστα αλατιού
καλύπτει το ψάρι που σπαρταρά αφάγωτο
μες στη λευκή του πανοπλία
έτοιμο για τον φούρνο.
Ψάρια αφάγωτοι βροτοί
̶ ένδοξης ήττας νικητές
διάτρητο δίχτυ μας κρατά
και ξηλωμένο.
Κι όμως εμείς εκεί
απ’ τη συνήθεια του θανάτου μεθυσμένοι.
Κάτι οπωσδήποτε μας διαφεύγει.
Κάποτε η γλώσσα ξεμοναχιάζει το λευκό
μα πάλι κάτι μας διαφεύγει.
Ίσως γι’ αυτό από τους Γάμους του Φίγκαρο
με συγκλονίζει στην τέταρτη πράξη
η καβατίνα του Μότσαρτ «L ’ho perduta».

«L ’ho perduta» σημαίνει: το έχασα.



****


ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ


ἄνοστη μνήμη


                                          τοῦ ποιητῆ Δημήτρη Παπακωνσταντίνου


Τέτοιες μέρες ἀνυπότακτος ὁ πόνος
κάθε ποὺ κτυπᾶ ἡ καμπάνα
κατεβαίνω τὰ σκαλιὰ πηδώντας
καὶ τὴ σκοτεινὴ ἀλήθεια παραπλέοντας
ὣς τὴν ἁπλωσιὰ τοῦ ὀνείρου
γιὰ ἕνα χάδι στὶς σκιὲς


τὰ πορώδη τῆς σιωπῆς ὡστόσο δὲν τρυποῦν
οὔτε οἱ χοὲς μὲ τὰ αἵματα στὸν λάκκο
μήτε τ’ ἀνάγλυφα βλέμματα στὴν κορνίζα
οὔτε κἂν τὰ γράμματά σου στὸ συρτάρι
τίποτα δὲν ξαναφέρνει χρῶμα


κι ἂς μὲ διώχνεις, πουθενὰ δὲν πάω
τὸ καλὸ σερβίτσιο στρώνω μὲ τὰ κρύσταλλα
καὶ τὸ φαγητὸ ψημένο σὰν ἀπὸ τὰ χέρια σου
Κυριακὴ μυρίζει κι ἔρχεσαι γιορτὴ
κάθεσαι στὸ πλάι μοῦ κρατᾶς τὸ χέρι
κι ὅλο διαμαρτύρεσαι πὼς ἡ μνήμη ἄνοστη


τρέχω γιὰ τὸ ἁλάτι Μάνα μὴν ἀναληφθεῖς
μακριὰ μὲ τοὺς ἀτμοὺς ποὺ φεύγουν μὴν κρυώσεις
βάλε μιὰ μπουκιὰ στὸ στόμα μήπως θυμηθεῖς


ἀλλὰ ἤδη ἔχεις χωνευτεῖ στὴ νύχτα

κι ἀπομένω μόνος πάνω ἀπὸ κρύα πιάτα 
νὰ τὰ νοστιμεύουν δάκρυα.


Από την κοινή συλλογή των Κώστα Θ. Ριζάκη και Γιώργου Δελιόπουλου,

Κατά ανεφίκτου γλυφές 1: της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις, Αθήνα: ΑΩ, 2021



***


ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ


ΑΙΜΑ ΑΠΟ ΚΕΡΑΣΙ


Aίμα από κεράσι στα αφίλητα χείλη μου
Εσύ μονίμως στα χείλη ενός γκρεμού
ορατού διά γυμνής αγάπης
έτοιμος είσαι
να πέσεις μόνος στης φυγής το άπειρο
και να σωθείς με τα φτερά της επιείκειάς μου.
΄Ομως
δύσκολοι εκ φύσεως οι λεκέδες
κι από κεράσι κι από αίμα
Κι όταν δεν φιλάς
ανεξίτηλος μένει ο στεναγμός μου.


Αν. 2017


***


UMBERTO SABA

Mετάφραση: Θεοδόσης Κοντάκης


ΦΤΗΝΟ ΜΑΓΕΙΡΙΟ

[Cucina economica]


Αμέτρητη για τη ζωή ευγνωμοσύνη
που ’χει σώσει τέτοια πράγματα πολύτιμα∙
ένας ωκεανός απολαύσεων, ψυχή μου!

Ω, πώς βρίσκεται στη θέση του το καθετί,
πώς καθετί στην ίδια θέση έχει μείνει!
Ακόμα και μες στη μεγάλη φτώχεια υπάρχει σωτηρία.
Της κίτρινης πολέντας η ομορφιά
με συγκινεί και μοναχά απ’ την όψη∙ αναπάλλει η καρδιά
γι’ απολαύσεις πιο μυστικές ακόμα, στ’ όριο
της απόλαυσης που μπορεί ο άνθρωπος να νιώσει.
Αν το μπορούσα εδώ δα θα ’θελα να πεθάνω,
εδώ ένα ένστικτο με τραβά. Αδιάφορα
δειπνούν απέναντί μου δυο χτίστες∙
κι ένας γεράκος που ’φαγε τη μακαρονάδα του
δίχως κρασί, στον εαυτό του είναι κλεισμένος, μες στη ζεστή
γλυκιά φιλοξενία, σαν αγέννητο παιδί
στης μάνας την κοιλιά. Και μοιάζει ίσως
με το φτωχό μου, τον περιπλανώμενο πατέρα
που η μάνα μου καταριόταν∙ ένα μικρό παιδί
άκουγε έκπληκτο. Πολύ κοντά
στις ρίζες μου νιώθω∙ και νιώθω,
αν δεν πλανώμαι, στο σπίτι να γυρίζω:

σ’ αυτούς ανάμεσα γεννήθηκα, μ’ αυτούς θενά πεθάνω.


[Μετάφραση από τα ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης]


Umberto Saba, Το Βιβλίο των Τραγουδιών: 
ανθολόγιο ποιημάτων/ Επιλογή-εισαγωγή-μετάφραση: Θεοδόσης Κοντάκης/
 Βακχικόν, Αθήνα 2019 / 
Α΄Βραβείο Νέων Μεταφραστών
από το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο



***




ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ

ΜΙΣΟ


Σαν το παιδάκι
που κατέβηκε


χαράματα


κρυφά απ’ τους γονείς του
στον σταθμό


κι άφωνο είδε την ταχεία να φεύγει


μ’ αχνούς με τα
υγρά της τζάμια


κρατώντας στο χεράκι του

μισό


μέσα στο σελοφάν το μαντολάτο


Θαμπή πατίνα, Πόλις, 2017


***



ΑΡΙΑΔΝΗ ΚΑΛΟΚΥΡΗ


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ ΔΕΙΠΝΟ




Τα λαχανικά σε ροδέλες
μυρωδικά, αλάτι, λίγο λάδι
έπειτα το νερό – τα κάλυψε και τα λείανε
τέλος η φωτιά, με τη σταδιακή της πύκνωση· ανακατεύεις
άυλη μπάλα υδρατμών ανάμεσα στα χέρια.
Μικρό ξωτικό του δάσους
εκπνέεις καπνό, με πλάτη φαγωμένο ξύλο –
Όλια
Μάσα
Ιρίνα
Θέλω να διαρρήξω τον εσωτερικό ρυθμό που υπαγορεύει
τα ίδια και τα ίδια.
Διακρίνω το σύννεφο· πλησιάζει και όλος ο τόπος σκουραίνει.
Έφτασες στην αντίπερα όχθη
κουπί από χέρια και πόδια
ένα με το κύμα.
Ψηφιδωτό πορτραίτο η ζωή
και τα παιδιά θα πάρουν
τον άγνωστο δρόμο
η Όλια
η Μάσα
η Ιρίνα – αν και μικρότερη

έφυγε πρώτη.


***


AΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ


ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ



Στοργικά με τάισαν συγγενικά μου πρόσωπα
-εκείνες οι γεύσεις πάντα μένουν στη μνήμη μου-
καθώς και μια μοδιστρούλα
στη γειτονιά που έπαιζα παιδί.
Μετά την εφηβεία το τάισμα
είχε τη σημασία του στο ερωτικό παιχνίδι.
Θυμάμαι ένα καλοκαιρινό γλέντι,
ο άνδρας δίπλα μου, που από καιρό ήθελε να με προσελκύσει,
γύριζε προς το μέρος μου και με τάιζε.
Σχεδόν σιωπηλός, χωρίς γαλιφιές και γλυκόλογα,
με ανυπόμονη ορμή μού έβαζε την τροφή στο στόμα.
Τη δύναμη και τη βιασύνη του αρσενικού
που θέλει να κατακτήσει μου μετέδιδε η κίνησή του.


Ηδονή και εξουσία, Μεταίχμιο 2019

***


ΜΑΝΙΑ ΜΕΖΙΤΗ

ΘΥΜΟΣ


Ο ξυλόφουρνος εξυπηρετεί δυο σπίτια
σου κλέβει τη σειρά
στο καπνισμένο τσουκάλι σιγοψήνονται
αδικίες, πίκρες, κουτσομπολιά
ευχαρίστως θα την έψηνες
της αρμόζει
να τσουρουφλιστεί
σάρκα η καημένη
να την κατεβάσεις μόλις γίνει
νοστιμότερο κρέας να μη γευτείς.


Ανέκδοτο


***


ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ ΣΟΦΙΑ

ΜΑΓΙΚΗ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ


Έκοψα το άγχος σε μικρά
συμμετρικά κυβάκια.
Με λίγο αλάτι από ψηλά
θα φτιάξω συννεφάκια.

 Έχω μια πρέζα υπομονή
και δυο κουτάλια πείσμα.
Με λίγο λάδι θα φανεί
το χρώμα από το ξύσμα.
Και σιγοβράζω τα υλικά
μέσα στην κατσαρόλα
με κάτι όνειρα γλυκά
για να πετύχουν όλα.

Ανέκδοτο


*****


ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ


ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ



Είχα κι εγώ μια μητέρα.
Όλοι δικαιούνται από μία.
Δεν ήξερε να μαγειρεύει.
Στο τραπεζομάντιλο κεντούσε φαγητά.
Ο αδελφός όλο πεινούσε.
Εγώ πάχαινα συνέχεια.
Όταν τελικά μας εγκατέλειψε,
αγοράσαμε χύτρα ταχύτητας.
Η βαλβίδα σφύριζε.
Το σπίτι κυλούσε ανεξέλεγκτο στις ράγες.
Ένας σταθμάρχης με πινέλο έβαψε μαύρο
πρώτα τον πατέρα κι ύστερα τον αδελφό.
Αυτό δημιούργησε μουντζούρες στο χαρτί.
Στη φωτογραφία υπήρχαν τα κορμιά
με μία τρύπα μηδενικό στη θέση των προσώπων.
Μου απέμεινε η μητέρα.
Απέκτησε μάλιστα οδηγό μαγειρικής.
Μαγειρεύει πια θεσπέσια δείπνα για έναν στην κουζίνα.


Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ , Πόλις 2018


****


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ


ΤΗΣ ΩΡΑΣ


Εκείνος


Καθόμαστε αντικριστά στις ψάθινες στενές καρέκλες.

Πού τα εστιατόρια των πρώτων μας ρομαντισμών.
Σκίζω λωρίδες απ’ το χάρτινο τραπεζομάντιλο.
Από κάτω του ένα μόνιμο, μονίμως λιγδιασμένο.
Λιγδιασμένη ατμόσφαιρα χιλιοτηγανισμένου παλιόλαδου.
Πρέπει να σ’ το σερβίρω, συμφώνησα με την άλλη.
Στάζοντας ιδρώτα το γκαρσόνι αραδιάζει το μενού:
Σουβλάκι, μπιφτεκάκι, σουτζουκάκι, παϊδάκι· όλα
Της ώρας.
Ξανάρχεσαι σ’ ένα λεπτάκι; Το διακόπτω·
Δεν είναι αυτά
Της ώρας.


ΣΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ


Εκείνη


Νομίζει πως με καταρράκωσε.

Περίμενε σκηνή, κι όπως τη γλίτωσε
αστράψανε τα μάτια του θριαμβικά.
Είν’ όμως έτοιμος να μ’ αποζημιώσει
διατροφή, σπίτι, αμάξι –
κι ούτε που πρόσεξε το μονόπετρο
όσο επιδεικτικά κι αν το λικνίζω.
Το γκαρσόνι επιστρέφει, στάζει λίπος πια:
Χοιρινή, μοσχαρίσια, κοτόπουλο, πανσέτα· όλα
Στα κάρβουνα.
Τον κύριο απέναντι, παιδί μου· ψητό
Στα κάρβουνα.


Λεπρές ισορροπίες, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010



***



ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ΑΛΟΓΑΚΙ ΡΑΓΟΥ



Πριν έντεκα χρόνια ακριβώς, φιλοξενούσα εδώ
τη μητέρα μου. Ιούλιος-Αύγουστος του 2000.
Μόνον ο αγαπημένος μου Raymond Carver
θα μπορούσε να περιγράψει τη συμβίωση
με τη νύφη και τον γιό της, να πιάσει το κλίμα και τη θερμοκρασία
της φιλοξενίας για έναν ολόκληρο μήνα στο κτήμα.
Ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής, μαγειρέψαμε
το περίφημο «ragù di cavallo alla pastakas».
Της είπαμε πως είναι φιλέτο μοσχαράκι.
Το έφαγε με ευχαρίστηση, δεν κατάλαβε τίποτα.
Θα μπορούσα τώρα να της το πω, να ζητούσα
συγγνώμη, να εξιλεωθώ που την κορόιδεψα.
Πάσχει ωστόσο από γεροντική άνοια,
κι είναι η αδελφή μου στη Λάρισα που τη φροντίζει.
Να της το ’λεγα πάλι την ίδια στιγμή θα το ξεχνούσε.
Όταν θα κλαίω πάνω στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο της,
να ξέρετε πως μόνο γι’ αυτό θα κλαίω.
Μια αμαρτία που δεν μπορεί να έχει συγχώρεση.
Μια κοροϊδία δίχως άφεση. Φανταστείτε,
αν μαγείρεψα αλογάκι στη μάνα μου εν αγνοία της,
τι μπόρεσα να σερβίρω στις γυναίκες μου, κατόπιν.


Ταχυδρομική θυρίς, biblioteque, 2021)


***


ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ'


ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΗ ΜΑΘΗΣΕΩΣ


Από μικρή δεν με αφηνε η μαμά μου
με την κουζίνα να έχω εμπλοκή
την ένοιαζε μόνο για τα μαθήματά μου
και μενα με  βόλευε αυτή η πρακτική


Κλεινόμουν έτσι στα διαβάσματά μου
και ως φοιτήρια μετά ασχολιόμουν μόνο με αυτά
Αφού έτοιμα έβρισκα τα φαγητά μου, 
δεν είχα ούτε σκοτούρα ούτε μπελά.


Είναι ντροπή το ξέρω να το λέω
αλλά τόχω πει τόσες φορές
που πια είναι γνωστό:
χρειάστηκε να φτάσω τα τριάντα
για να μάθω να τηγανίζω  ένα αυγό.


Δυσκολευόμουν πάντα με τον τρόπο
δεν είχα άνεση καμιά να κινηθώ.
Οσες φορές προσπάθησα να βάλω φαντασία
(να, όπως κάνω στη λογοτεχνία)
το αποτέλεσμα  ήταν απογοητευτικό.


Τώρα πια το  έχω εμπεδώσει
Δεν κάνουμε όλοι για όλα τα πράγματα στη γη
Μπορεί στη λογοτεχνία κάτι να' χω καταφέρει
Μα στη μαγειρική πήγαν όλα στραβά απ΄την αρχή.


Καμιά φορά για να παρηγοριέμαι
αυτοσαρκάζομαι- τι αλλο πια να πω
Κι όταν με ρωτάνε οι φίλοι  ειρωνικά
για βράδυ τι θα μαγειρέψω
τους απαντάω: «Θα φτιάξω  ένα ποίημα
απ΄αυτά που ξέρω μόνο γω.
Μα να που ένα δίλημμα πάλι με βασανίζει.
Πώς να το φτιάξω εν τελει,
βραστό  ή τηγανιτό;»


Ανέκδοτο



***





ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ


Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ


Το γλύκισμα που με φίλευε η γιαγιά μου κι έχει μείνει αποτυπωμένη γεύση στον ουρανίσκο μου εβδομήντα χρόνια, ήτανε λάχανα γιαχνί, που θα πει χόρτα πιτίσια μαγειρεμένα στην κατσαρόλα τσιγαρισμένα με ξηρό κρεμμύδι, άνηθο κι αλατοπίπερο. Άλλο από τη γιαγιά μου δεν ήθελα, ούτε ζαχαρωτά, ούτε λουκούμια, μήτε παστέλια. Μονάχα λάχανα γιαχνί.

Έφερε σήμερα, πεσκέσι, η αδερφή μου ένα πιάτο λάχανα γιαχνί. Καυκαλήθρες, μηγκνίδες, μυρώνια, σέσκουλα, σπανάκι, πράσα, άνηθο, μαϊντανό, σέλινο, φρέσκο τρυφερό κρεμμύδι και ξηρό.

Με φίλεψε, γυρνώντας τη μνήμη της γεύσης στα παιδικά μου χρόνια. Μόνη διαφορά ότι τότε οι καυκαλήθρες, οι μηγκνίδες, τα σέσκουλα, καθώς και οι ακσούτζες ήσανε χόρτα πιτίσια άγρια, μαζεμένα κάτω από τον ίσκιο των λιόφυτών μας στα Παλιά Αμπέλια της Δεσφίνας και το φρέσκο κρεμμύδι κι ο άνηθος από το μποστανάκι μας στου Ταχτικού τ’ Αλώνι, στη Γρίμα, πλάι στον άγιο Χαράλαμπο, καθώς και το ξερό κρεμμύδι από το περιβολάκι μας στον Άμμο, ενώ στο πεσκέσι ήτανε καλλιεργημένα αγορασμένα από τη Λαϊκή.

Όμως η πρόθεση της αδερφής μου έδωσε αξία στην πράξη της κι η γεύση υπήρξε αληθινά έντονη ευδαιμονικά μνημονική επιστροφή. Της αδερφής μου που έχει το όνομα της αλησμόνητης γιαγιάς μας.


Ανέκδοτο


***


ANΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

ΚΟΥΖΙΝΙΚΑ, ΚΑΤΣΑΡΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ


   Δεν είναι για χαμόγελα και αστειάκια ή μάλλον είναι. Θέλουμε δε θέλουμε, του καλλιτέχνη, του λογοτέχνη, του όποιου ασχολείται με όποια τέχνη, το εργαστήρι το λέμε κουζίνα. Η λέξη δεν είναι ελληνική αλλά είναι τόσο διαδεδομένη που παραμέρισε το ελληνικό «μαγεριό» από το κολλαριστό «μαγειρείον», προερχόμενα από το ρήμα «μαγειρεύω» και τα δύο. Υπήρχε κι ένα «μαγέρικο» ίδιο με τα άλλα δυο. Και το μεν «μαγειρεύω» λειτουργεί άριστα στην καθημερινή οικιακή ζωή μας, το «μαγειρείον» όμως παραχώρησε τη θέση του στο λογιότερο «εστιατόριον» από το ρήμα «εστιάω» (φιλοξενώ) που συγγενεύει με το «εσθίω»- τρώω, το οποίο δίνει παρακείμενο «εδήδοκα» με παράγωγα τα «εδώδιμα» (τα φαγώσιμα δηλαδή)· «εδώδιμα αποικιακά, κοινώς μπακάλικο», λέει με έμφαση ο Διονύσης Σαββόπουλος που είχε πάντα έφεση στα Γράμματα και στη Γραμματική… Τελικώς, και το «εστιατόριον» και το «μαγειρίον», με την αποκοπή του καταληκτικού τους «ν» έγιναν απλά καθημερινά· το λαϊκότερο «μαγέρικο» ξεχάστηκε, το «μαγεριό» το πήρε το ποτάμι, παρέμεινε όμως σε ένα ωραίο τραγουδάκι που μας τραγουδάει με μπρίο η Χαρούλα

Ψαράκια τηγανίζει μες στο μαγεριό

Κι αλλού, όταν παριστάνει τη πιο καλή γκαρσόνα, σερβίρει «μαρίδες και τυρί».

Πριν μας παρασύρει όμως ο οίστρος…ας κάνουμε μια στάση σε κείνο το «ν» που κουδούνιζε στην άκρη της λέξης «εστιατόριον» και «μαγειρείον», για να θυμίσουμε τη διαφωνία του Οδυσσέα Ελύτη για την κατάργηση του, μετά την οποία αισθάνεται πως η πόλη γέμισε τρύπες και διερωτάται μήπως «είναι ξένος δάκτυλος» ή «του ’φυγε του μπογιατζή το τελευταίο ψηφίο» από την ταμπέλα: «ΦαρμακείΟ» π.χ. Η υπόθεση οδηγεί σε άλλο conespt - σκεπτικό, ιδέα, έννοια -, «στις δέκα λέξεις μας οι πέντε είναι ξένες», λέει ο ποιητής, αλλά ποιος νοιάζεται για κάτι τέτοια; Η γλώσσα μας μαγειρεύεται με ξένες συνταγές, όπως ας πούμε η τσιπούρα τυλιγμένη σε μία κρούστα από μέλι και καρύδια… μμμ!!!

Ο Ελύτης πάντως θυμάται «μια συναγρίδα ψητή με πολύ εκλεκτό λάδι και λεμόνι» στην Κάλυμνο ή «μια κουταλιά βύσσινο μετά τον μεσημεριανό ύπνο» στη Μυτιλήνη ή το μανταρίνι και τον άψινθο στην απέναντι Ιωνία….

Ο Διονύσιος Σολωμός, για να ξαναγυρίσουμε στα ψάρια, έτρωγε τρυγόνια, αλλά κάπου κάνει λόγο και για κάτι «τζιπούραις» αλλά πού; τρέχα γύρευε. Και μια και η συζήτηση είναι για τα ψάρια, δεν μπορώ να μη θυμηθώ τον Γιάννη Σκαρίμπα, ο οποίος μιλώντας για τα βραβεία, τα πρώτα, τα δεύτερα, τα τρίτα, έλεγε γι’ αυτούς που τα δίνουν «ξεπερνώντας το νόημα του παπά που βλογάει πρώτα τα γένια του» την ακόλουθη παροιμία: «αν αρτυθώ να ’ναι αρνί· αν φάω να ’ναι μπαρμπούνι» (Διαγώνιος, περ. β΄αρ.2 1965) . εδώ το μαγείρεμα και είναι καλλιτεχνία υψηλής ποιότητας… Και μπορεί η εξέλιξη να μεταγλώττισε το «μαγεριό» σε κουζίνα, αλλά το «μαγειρεύω» και το «μαγείρεμα» δεν έγιναν κουζινεύω και κουζίνεμα… Ο μάγειρας όμως εξακολουθεί να μαγειρεύει, αλλά το μαγείρεμα το κάνει μέσα στην κουζίνα και τα σπουδαία και επιφανή εστιατόρια φημίζονται για την Καλή Κουζίνα. Ο σύγχρονος Σεφ δεν κουζινεύει το κουζίνεμα μέσα στο κουζιναριό.

Αλλά μέσα στον ναό της μαγειρικής. Ωραία που είναι η γλώσσα…μαγειρεύει κι εκείνη όπως θέλει τα δικά της… αλλάζει τον τονισμό, δανείζεται, συγκόπτει, εκθλίβει, συναιρεί γράμματα, απλώνει ή προσθέτει συλλαβές,, κάνει ό,τι θέλει τέλος πάντων και ασχολείται με τα σκεύη… κάνει σκευωρίες; !!! Όλα τα να περιμένει κανείς… Η λέξη είναι το σημείο της ιδέας, έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός που παθιαζόταν με τις λέξεις… Πρώτα πρώτα, ένα ταψί παραδοσιακό, από καλογυαλισμένο χαλκό–τα χαλκώματα, στα ράφια ή κρεμασμένα στον τοίχο – ήταν η βιτρίνα και ο πλούτος του σπιτιού. Το πόσο γυάλιζαν οφειλόταν στην ικανότητα της καλής νοικοκυράς, όπως σήμερα τα ασημικά. Φυσικά υπήρχε και ο περίφημος γανωτζής –επάγγελμα εξαφανισμένο πια- που γύριζε στις γειτονιές και τα γυάλιζε.


Απάνου στο τραπέζι το ψωμί κ η ελιά,

μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη

και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας


καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.


…………………………………………………………..


Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Μάη στη ναυτική ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο

μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.


Σ’ αυτούς τους στίχους, στη Ρωμιοσύνη ΙΙ, ο Γιάννης Ρίτσος μας έδωσε τη νύχτα σαν «ταψί» που λάμπει σαν φεγγάρι. Κι έχει τη σημασία της η νύχτα που κρέμεται στου γανωτζή τον τοίχο, γιατ’ είναι αυτός που κάνει τα σκεύη να αστράφτουν και να λάμπουν ... και είναι η νύχτα πριν τη μεγάλη μάχη, όταν οι λεβέντες ετοιμάζονται για την θυσία της αύριον. Και είναι όλα τα αρώματα εκεί κι ο Πειρασμός της άνοιξης είτε μας έρχεται από τον Σολωμό είτε από τον Σικελιανό τον θαλερό.

Και μια και το ’φερε η κουβέντα, θυμάται κανείς εκείνη την «ασημόκουπα» πώς λάμπει, πώς αστράφτει, γεμάτη από το κρασί και τη μέθη του έρωτα. Σαν άγιο δισκοπότηρο, στα μέτρα τα δικά μας, δεν παρεισέφρησε τυχαία, την έχουμε συναντήσει στο δημοτικό τραγούδι:


Θα γένω ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου

Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα


Να μην ξεχάσω το σχόλιο του Γιώργου Σεφέρη όταν σε μια ταβέρνα σε ένα ταξίδι έφαγε ψάρια τηγανισμένα από τρεις μέρες. Αλλού «Μας σερβίρισαν ρύζι με κάρι κι ένα κάτι σαν ένα πουλί που κολυμπούσε διαμελισμένο σ’ ένα μπιντέ σάλτσα…». Αλλού μιλάει για το «γιουβέτσι», όπου όλα ανακατεμένα σε ένα ταψί υπαινίσσονται την πολιτική. Το πολιτικό μαγείρεμα είναι πιο επινοητικό από το κυριολεκτικό. Επιστρέφουμε στα καθημερινά και στην αναγκαία κυριολεξία… Να όμως που πάλι η τέχνη κολλάει και στα καθημερινά και διαγκωνίζεται με την κυριολεξία, η οποία, ωστόσο, όσο και αν απωθείται από την επιφάνεια, λειτουργεί υποδόρια και δεν μας αφήνει να αποστασιοποιηθούμε. Με μια ωραία μεταφορά, αντλημένη από το αγροτικό λεξιλόγιο, η κουβέντα ζωντανεύει τα τρέχοντα και, όταν μπαίνει κάθε μέρα το τσουκάλι στη φωτιά, αναδεικνύεται σε αντικείμενο μέτρησης της οικονομικής ευστάθειας και δείγμα ευημερίας. Είναι αυτό του σήμερα το λέμε «καλάθι της νοικοκυράς». Αλλά κι αυτό το τσουκάλι δεν έμεινε ανεπηρέαστο από την εξέλιξη· μεταμορφώθηκε σε κατσαρόλα. Η λέξη είναι ιταλική· casseruola, η οποία με τη σειρά της είναι λατινική cattia ή cattia olla, η οποία σημαίνει «χάλκινο δοχείο. Και να ’μαστε πάλι στη γειτονιά μας και στα χαλκώματά μας. Απαραίτητο σκεύος για το νοικοκυριό, η κατσαρόλα, έχει και αυτή τα παρασημαινόμενά της, εφόσον «κατσαρόλα» ίσον καλοφαγία. Θυμηθείτε τη σκηνή από τον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο, όταν ο στενεμένος οικονομικά Φώτης (Βασίλης Λογοθετίδης) δεν μπορεί να παντρευτεί την αιώνια αρραβωνιαστικιά γιατί δεν έχει λεφτά. Και από ευτυχή συγκυρία- έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του και η Σάντα Τσικίτα (Ίλια Λυβικού) τη δική της- βρίσκεται με ένα ευμέγεθες πακέτο χαρτονομίσματα στο χέρι για να μπορέσει επιτέλους να το πάρει το κορίτσι. Και όπως πέφτουν τα χαρτονομίσματα στο τραπέζι και η ψυχή ελευθερώνεται από τις αμαρτίες, αυτός απαριθμεί γεμάτος χαρά:

Να και το πετσετικό, να και το τζετ ζερεδικό, πάρτε τυρόπιτες, πάρτε κρουασάν… 

Το τζετζερεδικό ανάμεσα στα πρώτα… θυμάστε την Έλλη Λαμπέτη με την άδεια κατσαρόλα, όταν ολοκληρώθηκε το «Σ’ αγαπώ»;

Ο έρωτας περνάει και από το στομάχι…

Αλλά έρχεται και η αμφισβήτηση, όχι γιατί, λόγω «διαίτης» που μερικοί νομίζουν πως είναι άλλο πράγμα από τη «διατροφή» –άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς- δεν τρώω παρά μόνο ψητά ή στον ατμό, αλλά γιατί η «κατσαρόλα» ως λαϊκό σκεύος παρασκευής μεγάλης ποσότητας φαγητού για να χορτάσει ο «λαουτζίκος», όπως θα έλεγε και η Μαντάμ Σουσού από τον αριστοκρατικό Βύθουλα, θεωρήθηκε κάπως παρακατιανή, έναντι της σχάρας όπου ψήνονται οι «μπριτζόλες», οι «τζιπούρες», τα λαβράκια και ο αστακός… Εγώ δεν δένω την τύχη μου στο χερούλι της κατσαρόλας, τραγουδάει ο George Brassens για να σηματοδοτήσει τον ασυμβίβαστο, αυτόν που βρίσκεται μακριά από τον ταπεινό και κανονικό άνθρωπο ή αυτόν που είναι μποέμ, δηλαδή …περιθωριακός. «Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ», ξέχασε τον Διογένη και άλλους τινάς. Αλλά σήμερα ο καθείς δεν χρειάζεται καθόλου κατσαρόλα καθότι παίρνει φαγητό απέξω …

Τώρα είναι και ένα άλλο σκεύος που αποκτά λογοτεχνική- καλλιτεχνική παρουσία· είναι το μπρίκι του καφέ. Όσο και αν εξελιχτήκαμε και πίνουνε ένα εσπρεσάκι, έναν καπουτσίνο, έναν φίλτρου, έναν νες καφέ φραπέ, υπάρχουν και οι πιστοί του ελληνικού. Θυμάστε τη διαφήμιση του Ευγένιου Σπαθάρη με τον Σαββόπουλο; Ε! και μόνο για τη διαφήμιση θα έπρεπε να πίνουμε ένα ελληνικό και Μπράβο μας και Λουμίδη μας και λογοτεχνικό πατάρι μας….

Το «μπρίκι», έχει την παρουσία του συχνά, συχνότατα, στον ελληνικό κινηματογράφο. Όταν π.χ. ο Λάμπρος ο Κωνσταντάρας αποκτά «ρόδα» δηλαδή «κούρσα», δηλαδή Ι.Χ. πάει βόλτα τους φίλους του στη Βάρκιζα να δουν τον νέο δρόμο, και όταν σε μία στάση για καφέ, κάνει την κίνηση εκείνος να πληρώσει, πετάγεται ο Λογοθετίδης (πάλι), ο καλός ο νοικοκύρης και τον σταματά: «Α, όχι. Εσύ τη ρόδα, εγώ το μπρίκι», δίνοντας ένα δείγμα της καλής συμπεριφοράς ανάμεσα σε φίλους… Να τώρα που μου ήρθε εκείνη η φράση του Σαββόπουλου: «Ο Λογοθετίδης μας συμφιλιώνει με τον πατέρα μας». Βέβαια, αν θέλετε να νιώσετε πώς παίζουν τα ρουθούνια μέσα στο «μαγεριό», ελάτε στη Λοκάντα του μισέ Μπαστιά, δηλαδή στο εδωδιμολεσχοοικητήριο, να οσφρανθείτε μπαχάρια και πιπέρια και νοστιμιές: εντράδες, γιουβαρλάκια, δολμάδες, κιοφτέδες, κρεατοσφαιρίδια, παστουρμάδες, τριχείας τεταριχευμένους χαλλούμιν,τζουτζούκια, νηφοκοκκόζωμον, ποκλαβατην, και άλλα πολλά τα οποία«μαγειρεύτηκαν» στη Βαβυλωνία και μπήκαν στην ελληνική γλώσσα, όχι από τον διάσημο Νικόλαο Τσελεμεντέ, αλλά από τον Δημήτριο Βυζάντιο, στα 1836.

Δεν πρέπει βεβαίως να ξεχάσουμε και εκείνο το τεράστιο καζάνι στην αυλή που μέσα έβραζε η αλισίβα και έκανε κατάλευκα τα σεντόνια κι απέξω ήταν κατάμαυρο. Κατάμαυρο απέξω ήταν και το τηγάνι. Από πάνω σαν τηγάνι, από κάτω σαν μπαμπάκι, από πίσω σαν ψαλίδι, τι είναι; Αίνιγμα του παλιού, αθώου καιρού. Και από τον παλιό, αθώο καιρό, τοποθεσία στη Σάμο και σήμερα λογοτεχνικό περιοδικό. Ο Γιώργος Βέης κάτι ξέρει από Τηγάνι, σαμιώτικο κρασί, ψιθυρίσματα της πευκοβελόνας το καταμεσήμερο, στάμπες στο τοίχο και άλλα σήματα του παλιού καιρού επίκαιρα και μη λησμονημένα που οι λέξεις μεταφέρουν…

  Λοιπόν, ξέχασα για ποιο πράγμα ξεκίνησα να γράφω και, μια γλυκιά μέθη από το γλυκό κρασάκι στης Ασημίνας (!!!) το Βαρελάκι και τη φλογέρα εκείνου του αυλητή, του σουραυλή του Παπαδιαμάντη, γλίστρησα στην κατηφορίτσα των συνειρμών, των σκευών, των γεύσεων, των αρωμάτων, των εικόνων και των υπαινιγμών που οι λέξειςαποπνέουν. 

Συμπαθάτε με …


****


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ



Στην Κουζίνα ο Στίχος


Η μαγειρική και η ποίηση είναι δύο τέχνες που ανήκουν στον ίδιο γαστρονομικό σύμπαν της ψυχής. Κι αν η πρώτη τρέφει το σώμα και η δεύτερη την καρδιά, τότε και οι δύο υπηρετούν την ίδια πείνα: αυτή του ανθρώπου να νιώσει, να θυμηθεί, να μοιραστεί, να αγαπήσει.

Ο ποιητής είναι μάγειρας των συναισθημάτων. Επιλέγει τις λέξεις όπως ο σεφ τα υλικά του. Δεν χρησιμοποιεί απλώς λέξεις ωραίες αλλά εκείνες τις ώριμες, τις εποχιακές λέξεις που μοσχοβολούν μνήμη, τις φρέσκες λέξεις της εμπειρίας, τις πικρές ή αλμυρές λέξεις της απώλειας, τις γλυκές της αγάπης. Όπως ακριβώς ένα φαγητό μπορεί να είναι βαρύ ή ανάλαφρο, έτσι και η ποίηση πλάθεται ανάλογα με την εσωτερική θερμοκρασία του ποιητή.

Ποιος δεν θυμάται ένα πιάτο από τα παιδικά του χρόνια και δεν συγκινείται; Ποιος δεν έχει κλάψει πάνω από μια κατσαρόλα, ή δεν έχει γράψει ένα στίχο με το πιρούνι να ακουμπά στην άκρη του πιάτου; Η κουζίνα είναι ένα είδος σκηνής όπου η καθημερινότητα γίνεται τελετουργία. Εκεί γεννιούνται οι πιο βαθιές ποιητικές στιγμές. Η σιωπή πριν το πρώτο βράσιμο, ο ήχος του λαδιού που τσιτσιρίζει, το ανακάτεμα με προσοχή σαν να γυρίζεις μια μνήμη προσεκτικά για να μην σπάσει.

Η γλώσσα της ποίησης είναι συχνά γαστρονομική. Λέμε, «γλυκός λόγος», «καυστικός στίχος», «πικρές αλήθειες», «γεύση λέξης». Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για «λάδι και λεμόνι», ο Νίκος Γκάτσος έβαζε τον ήλιο στο τραπέζι, κι ο Νίκος Καββαδίας κουβαλούσε στις μπουρούδες της θάλασσας τις μυρωδιές από κουζίνες ανατολικές. Η ποίηση δανείζεται τη γεύση για να πλησιάσει το άφατο γιατί καμιά φορά μια μυρωδιά από ψωμί που ψήνεται λέει περισσότερα από εκατό λέξεις.

Κι όπως στη μαγειρική, έτσι και στην ποίηση, η υπερβολή χαλάει τη γεύση. Ο μεγάλος σεφ, όπως και ο μεγάλος ποιητής, ξέρει πότε να σταματήσει, πότε να αφήσει χώρο για τη σιωπή, για το άδειο πιάτο, για το λευκό χαρτί. Ένα ποίημα μία συνταγή.

Οι στίχοι, σαν φέτες που κόβονται με λεπτό μαχαίρι.

Το θέμα, σαν καρύκευμα πότε έντονο κι άλλοτε διακριτικό.

Η παύση, σαν σιγανό μαγείρεμα. Το κόμμα η δοκιμή μ’ ένα βαθύ κουτάλι.

Θέλει ακόμα βράσιμο ο στίχος. Και να ο τίτλος, το καπάκι της κατσαρόλας που κρατά μέσα το άρωμα, μέχρι να ανοίξει η ψυχή του αναγνώστη.

Η ποίηση της μαγειρικής είναι και ποίηση της γενναιοδωρίας, του μοιράσματος. Κάθε πιάτο που προσφέρεται είναι μια αφιέρωση. Κάθε λέξη που γράφεται με αγάπη είναι ένα κομμάτι ψωμί. Η μητέρα που ζυμώνει χωρίς λόγια, είναι ποιήτρια. Ο πατέρας που βράζει μια σούπα, χωρίς να πει τίποτα, απαγγέλλει τους πιο καθαρούς στίχους φροντίδας.

Όταν ο ποιητής πεινάει, δεν ψάχνει μόνο τροφή. Ψάχνει νόημα. Κι όταν μαγειρεύει, μαγειρεύει για κάτι παραπάνω από γεύση. Μαγειρεύει για ανάμνηση, για σχέση, για παρουσία. Όπως έλεγε και η γιαγιά: «Το φαΐ γίνεται νόστιμο ακόμα κι αν του λείπει το αλάτι, αρκεί να έχεις κάποιον να το φάτε μαζί.»

Η ποίηση γίνεται αληθινή όταν κάποιος τη μοιραστεί.

Κι ίσως τελικά, κάθε καλοψημένο ποίημα να είναι ένα δείπνο για την ψυχή.


****


ΜΥΡΤΩ ΧΜΙΕΛΕΦΣΚΙ


ΒΑΡΥΣΤΟΜΑΧΙΑ


Οι φτηνές σαρδέλες, που φαγώθηκαν το μεσημέρι με μια έτοιμη μερίδα φακές, ήταν αμετακίνητες στο στομάχι του. Σαν μια στρογγυλή πέτρα στη μέση του κορμιού του, που τον κόλλησε πρώτα ανάσκελα στο στρώμα και μετά συνέχισε να τον κατεβάζει· στο πάτωμα, στον από κάτω όροφο, στο ισόγειο και τέλος στο υπόγειο ─ όπου έμεινε να κοιμάται τον μεσημεριανό του ύπνο δίπλα σε κάτι κούτες με αδιάφορο περιεχόμενο.

 O πίσω τοίχος, ο ανεπίσημος, Ενύπνιο 2021





*Oι φωτογραφίες είναι παρμένες από το pixabay και το Pexels

*Ανθολόγηση για το Varelaki: Aσημίνα Ξηρογιάννη