ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ
Αφιέρωμα με τη ματιά σύγχρονων Ελλήνων ποιητών.Εξηγούν τους λόγους για τους οποίους
γράφουν) ...
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
"Τι κοιτάζει στ" αλήθεια ο ποιητής;",εκδ.Πόλις,2016
Γράφω ποιήματα για να δώσω διάρκεια στη στιγμή και να φωτίσω την ποίηση που κρύβεται μέσα στα δευτερόλεπτα. Γράφω ποιήματα για να δώσω υπόσταση στις φωνές που μιλάνε μέσα μου και είναι όλες τους εγώ. Γράφω ποιήματα για να μην έχει το απάνω χέρι η πραγματικότητα όπως είναι. Γράφω ποιήματα για να κάνω φίλους. Γράφω ποιήματα για να εκτεθώ.
Όταν γράφω ποιήματα είμαι εκείνος που σουλατσάρει στους δρόμους μιας αφανέρωτης χώρας και θαυμάζει τα άγνωστα λουλούδια στα μπαλκόνια, τις παράξενες επιγραφές στα μαγαζιά, τον ήχο της ξένης γλώσσας στα αυτιά του. Είμαι εκείνος που θαμπώνεται από τη λάμψη των γυναικών που συναντάει κάθε μέρα. Είμαι εκείνος που βλέπει τουλίπες να ανθίζουνε στο σώμα της γυναίκας που κρατάει μες στα χέρια του. Κι ύστερα τα διηγείται όλα αυτά.
Δικοί
μου αγαπημένοι ποιητές, αυτό τον καιρό, είναι όσοι στην ποίησή τους
διασώζουν το χιούμορ, είτε ως δύναμη αμφισβήτησης και διασάλευσης της
τάξης είτε ως καταφύγιο από την αγωνία της ύπαρξης και την οδύνη της
πραγματικότητας: ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νικόλαος
Κάλας, ο Ε. Χ. Γονατάς, ο Νίκος Καρούζος, η Κική Δημουλά, ο Γιάννης Κοντός, ο Μίμης Σουλιώτης, ο Ηλίας Λάγιος, ο Σάκης Σερέφας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ
Το σύνδρομο Σταντάλ,εκδ.Πόλις
Κάτι
το καθησυχαστικά επαναληπτικό περιβάλλει, κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, την
εθιμοτυπία των παραπλήσιων ερωτήσεων για την ποιητική γραφή και για τη
φύση της: μια εαρινή ισημερία, θα λέγαμε, παύσης και αναστοχασμού. Όταν
γράφω ποίηση, νιώθω σαν να καταπιάνομαι με μια χειρωναξία. Αν όλα
ξεκινούν από τον "τρύγο" της αυτοπαρατήρησης και της πρόσληψης του
πραγματικού, πρώτη μου ύλη γίνονται τα στράφυλλα, τα απομεινάρια,
δηλαδή, των πατημένων σταφυλιών και η διαδικασία της γραφής μοιάζει με
τον βρασμό και την απόσταξή τους μέσα στο ρακοκάζανο. Το ποίημα θα 'ναι,
αν βγει, διάφανο και θα εμπεριέχει –αόρατες, μα τεκμαρτές– τις
αυταπόδεικτες αιτίες και τους σκοπούς του. Ίσως γι' αυτό, εντέλει, και
να μην επιδέχεται απάντησης το ερώτημα γιατί γράφω ποίηση έξω,
τουλάχιστον, από τις απαρχές της αναγνωστικής αναζήτησης – που είναι,
διαμέσου της, και υπαρξιακή. Γράφω ποίηση, δηλαδή, επειδή κάποτε άρχισα
να διαβάζω ποίηση, προσπαθώντας, σε όρους προσωπικής "θερμοκρασίας", να
βρω στον τόνο των άλλων κάτι που να μπορώ ν' αναγνωρίσω, κάτι που να μου
μοιάζει – καθορίζοντας διαγνωστικά τις προτιμήσεις μου. Πέρα από αυτό,
και μαζί του, ανιχνεύω πάντα με βαθύ σεβασμό τις τροχιές εκείνων που
κόπιασαν πολύ να εντοπίσουν ένα προσωπικό ιδίωμα, είτε το κατόρθωσαν,
είτε όχι· και στις αποτυχίες τους, ακόμη, υπάρχει κάτι το περίλαμπρο.
ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ
«Ανταλλακτήριο ηδονών,
Σαιξπηρικόν
(Βραβείο Μαρία Πολυδούρη 2015)
Ξεκίνησα
να γράφω ποίηση μετά από κάποια θητεία στον πεζό λόγο, κυρίως στο
διήγημα. Προέκυψε ως πηγαία ανάγκη να ασκηθώ στον οικονομικό,
περιεκτικό, πολυπρισματικό κόσμο της ποιητικής γλώσσας. Είναι σχολείο,
μια περίοδος μαθητείας που συνεχίζεται και πιστεύω ότι έδωσε καρπούς
εκφραστικά στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου, που ακολούθησε το πρώτο
μου ποιητικό βιβλίο. Όταν γράφω ποίηση, εκκινώντας από μία αρχική ιδέα,
αυτό που αποκαλούμε «έμπνευση», γνωρίζω ότι πρέπει να βηματίσω σε άλλα
μονοπάτια, ότι η ανάσα, η κάθε λέξη έχει μια μοναδική δύναμη και θέση
στο στίχο. Γνωρίζω, επίσης, ότι κάθε ποίημα έχει πολλή δουλειά, συνεχείς
διορθώσεις, είναι ένα παλίμψηστο από γραψίματα και σβησίματα. Στις
σπουδές και τα διαβάσματά μου, η ποίηση είχε την πρώτη θέση. Είμαι παιδί
του Σεφέρη, του Καβάφη, του Καρυωτάκη. Αλλά όσο μεγαλώνω προστίθενται
συνεχώς και άλλοι: Πολυδούρη, Ιωάννου, Ασλάνογλου, Καρέλλη, Καρούζος,
Σαχτούρης, Γκόρπας. Είναι πολλοί, διαφορετικής πνοής. Και προσπαθώ να
έρχομαι σε επαφή και διάλογο και με την ξένη ποίηση, από μεταγραφές και
από το πρωτότυπο: Πάουντ, Έλιοτ, Σίμικ, Στραντ, Κάρβερ, Πλαθ, Μανσούρ,
Αχμάτοβα, Τσετάγιεβα, Σιμπόρσκα. Η συνομιλία αυτή, άλλοτε υποδόρια και
άλλοτε εμφανής, μεταβολίζεται και πλουτίζει το δικό μου λόγο. Μου
υπενθυμίζει τι με ορίζει, καθορίζει, αλλά και τι με διαχωρίζει τελικά
από τους άλλους δημιουργούς.
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
"23 μέρες",εκδ.Γαβριηλίδης,2015
Φοβούμαι
ότι προσπαθώντας να εξηγήσω ή να περιγράψω γιατί γράφω ποίηση ,αφενός
μεν θα φανώ γραφική,αφετέρου δεν θα μπορέσω να συγκεντρώσω και να
καταθέσω όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνται για αυτό το
σκοπό.Πάντα μοιραία κάτι θα μου διαφεύγει-και τούτο είναι απολύτως
φυσικό.Θυμάμαι που με ρώτησαν ξανά και είχα πει ότι η ποίησή μου είναι
μια προσπάθεια για διαύγεια και καθαρότητα ,μια προσπάθεια να βάλω σε
τάξη την άκρως χαοτική μου προσωπικότητα.Εμπεριέχει αλήθεια και ουσία
αυτή η δήλωση.Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.Θα το θέσω αλλιώς:το να γράφω
ποίηση είναι μια πράξη βαθιά συνδεδεμένη με την ύπαρξή μου, με την ίδια
μου την ψυχή.'Ισως'' ποθώ να γνωρίσω τις αισθήσεις που μου λείπουν''.Ποθώ.Αυτό
είναι πάντα το κατάλληλο ρήμα για να μιλήσουμε για ποίηση.Πολλοί είναι
αγαπημένοι ποιητές:Από έλληνες ,ο Καβάφης,ο Λειβαδίτης,ο Σεφέρης ,η
Ρουκ,από ξένους o Tσέσλαβ Μίλοζ,η Κάρολ Ανν Νταφυ,ο Ντέρεκ Γουόλκοτ,ο
Τεντ Χιουζ ,των οποίων ποιήματα έχω μεταφράσει στα ελληνικά.Πιο
επισταμένα τα τελευταία τρία χρόνια ασχολούμαι με τον Μάρκ Στραντ
.Μεταφράσεις μου των ποιημάτων του δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά
περιοδικά.Παράλληλα προχωράει και το δοκίμιό μου για το έργο του Χάρη
Βλαβιανού,αποσπάσματα του οποίου επίσης έχουν δημοσιευθεί.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
"Το Σωσίβιο Φτερό"
Εκδ.Γαβριηλίδη,2015
Μόνο
όταν ερωτεύομαι γράφω ποιήματα, αλλά ο έρωτάς μου για την ποίηση είναι
ισόβιος. Γράφω με μέτρο ακόμη και στον πεζό λόγο, κάνω προσπάθεια για να
τον σκληρύνω αν χρειάζεται. Νομίζω πως πίσω απ όλα τούτα κρύβεται η
αγάπη για τη μουσική κι επίσης η ανάγκη για το νανούρισμα. Κάτι πολύ
βαθύ και παιδικό, δηλαδή, που μάλλον έχει σχέση με την αγαπημένη μου
μητέρα, άλλωστε από εκείνην έμαθα τον Σολωμό, τον Σικελιανό και τον
Κάλβο..
Τα ποιήματα έρχονται ουρανοκατέβατα, αργότερα τα βάζω
σε λίγη τάξη. Γενικά πλέω σε θάλασσες παλαβωμάρας ή υπερέντασης,
μισομεθυσμένη σα να λέμε. Αν δεν μ αρέσουν, τα σβύνω ή τα ρίχνω στον
φάκελλο για ξαναδούλεμα, που είναι κάτι παρόμοιο. Γράφω κάθε δυο τρεις
μέρες κάτι.
Δικοί μου αγαπημένοι ποιητές είναι
εκείνοι
που μετέφρασα:Γέητς, Μπωντλαίρ, Βαλερύ, Πρεβέρ και ο Άλαν Γκίνσμπεργκ
και βέβαια οι δικοί μας όλοι με πρώτους τους Σολωμό, Σεφέρη, Καρυωτάκη,
Καββαδία και Σκαρίμπα, και σχεδόν όλους τους τωρινούς μου φίλους και
φίλες ποιητές. Δεν τους ονομάζω, μη και ξεχάσω κανέναν και τον
στενοχωρήσω..
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
"Οι λέξεις μου",εκδ.Νεφέλη,2015
Γράφουμε ποίηση έχοντας κάποιο δαίμονα, δεν εξηγείται διαφορετικά. Άλλωστε κάθε συστηματική ασχολία, αν δεν είναι ρουτίνα, έχει δαίμονα. Ο δικός μου είναι επικοινωνιακός - συναλλακτικός. Θέλει να δώσει, να πάρει και να ξαναδώσει, να το σκεφθεί λιγάκι, να ξαναδοκιμάσει. Του αρέσει να το κάνει αυτό με λέξεις με τον ίδιο τρόπο που σε άλλον αρέσει να μαγειρεύει, να ράβει ή να ζωγραφίζει. Γιατί οι λέξεις είναι η προέκταση του σώματός μου και η άκρη των αισθήσεων, των πέντε και της έκτης.
Καμιά φορά, οι δονήσεις παρα-πυκνώνουν και το ποίημά μου σηκώνεται στις άκρες των ποδιών του – δεν το χωρά ο τόπος. Τότε γίνεται ένα είδος διαφορετικό, πολύ κοντά στο μουσικό θέατρο.
Πολλοί και εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους είναι οι αγαπημένοι μου ποιητές και ποιήτριες. Μεγάλο μέρος της ζωής μου το περνώ με Ρίλκε, Χαίλντερλιν και Τσέλαν. Σημαντική θέση κατέχει ο Έλιοτ ενώ ο Ουώλκοτ είναι πιο πρόσφατη αγάπη. Στον Σολωμό κάνει καλό να εμβαπτίζεσαι συχνά, ανήκω όμως σε αυτούς που αγαπούνε και τον Παλαμά. Η Έλζε Λάσκερ-Σύλερ, η Ανέτε φον Ντρόστε, ο Μπρεχτ, η Κάρολ-Αν Ντάφυ είναι μορφές συντροφικές. Έχω, τέλος, σεβασμό κι εκτίμηση στη σύγχρονη ελληνική ποίηση που γράφεται στις μέρες μου: Αρανίτσης, Βλαβιανός, Γιαννίση, Ιωαννίδης, Απέργης, Ηλιοπούλου, Αμανατίδης...
ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
"Γιατί γράφω ποίηση",εκδ.Άγρα,2015
Ο
Χάρης Βλαβιανός σε 62 κατηγορηματικές και ολιγόλεξες απαντήσεις,εξηγεί
τους λόγους για τους οποίους γράφει ποίηση.Αναφέρω ενδεικτικά:
Επειδή ο γιος μου όταν ήταν πέντε χρονών μου είπε: «μη σβήνεις το φως, φοβάμαι· ακούω το σκοτάδι».
Επειδή η κόρη μου την πρώτη φορά που έβαλε ένα κοχύλι στο αυτί της με ρώτησε: «σε ποιον μιλάει η θάλασσα;».
Επειδή κάποιοι ποιητές (Ρεμπώ, Καρυωτάκης, Μπέρρυμαν) με κάνουν ν’ απολογούμαι για αδικήματα που δεν έχω διαπράξει.
Επειδή μένω έκθαμβος μπρος στην αιώνια παρθενικότητα των λέξεων. Επειδή όταν διαβάζω Εμπειρίκο γελάω μέχρι δακρύων.
Επειδή, όπως λέει ο κάμμινγκς, «τα φιλιά είναι καλύτερη μοίρα απ’ τη σοφία».
Επειδή όλες οι γυναίκες δεν είναι η Ελένη,όμως όλες κρύβουν μιαν Ελένη στην καρδιά τους.
Επειδή το μόνο αληθινό κι ανθεκτικό σχόλιο σ’ ένα ποίημα είναι ένα άλλο ποίημα.
Επειδή όταν βρέχει δεν παίρνω ποτέ ομπρέλα.
Επειδή η ζωή μου είναι ένα ημιτελές ποίημα, γεμάτο λάθη και παραλείψεις, που μάταια προσπαθώ να ολοκληρώσω.
Οι
απαντήσεις στο ερώτημα «Γιατί γράφω ποίηση» αντλούνται ισομερώς από την
ίδια την ποίηση, από τον βαθιά εδραιωμένο δεσμό του Βλαβιανού με την
ποιητική τέχνη, την ελληνική και την ξένη (τον Σολωμό, τον Σικελιανό,
τον Μαλλαρμέ, τον Γέητς, τον Γουίλλιαμς, τον Σαίξπηρ, την Ντίκινσον, τον
Αναγνωστάκη, τον Πάουντ, τον Έλιοτ, τον Ελύτη, τον Στήβενς, τον
Άσμπερυ, τον Εμπειρίκο, τον Ώντεν κ.α.), και από τη ζωή του (από τα
παιδικά του χρόνια μέχρι τη σχέση με τα δικά του παιδιά), αξεδιάλυτα
συνδεδεμένη με την ποίηση.