Χάρης Βλαβιανός «Σονέτα της συμφοράς», εκδ. Πατάκη
_______________________________________________________________________________
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
Τα »Σονέτα της συμφοράς», 75 τον αριθμό, αφιερώνονται στη μητέρα »που πέθανε όπως έζησε: εξόριστη, μόνη.» Και στον πατέρα »που ως το τέλος επέμενε πως η εγωπάθεια είναι δύναμη. Το σίγουρο είναι πως τούτος ο ποιητής πάντα επιστρέφει στον τόπο του οικογενειακού εγκλήματος ηθελημένα και αθέλητα μαζί-περισσότερο ηθελημένα. Δεν είναι εύκολη ίσως η διαφυγή, ή τουλάχιστον δεν είναι εύκολη πάντα. Ή αλλιώς συμβαίνει και αυτό που έχει γράψει και ο Τ.S.Eliot, ότι δηλαδή » ίσως όλα είναι μια ζωή χωρίς διαφυγή.» Το Σονέτο 1 ξεκινά με ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του Bιτγκενστάιν, από τους αγαπημένους φιλοσόφους του ποιητή: »Aν τυχόν έγραφα μια καλή πρόταση,/που κατά σύμπτωση σχημάτιζε ένα ομοιοκατάληκτο δίστιχο,/αυτό θα ήταν λάθος μου». Ο ποιητής και η γραφή του δεν ανήκουν σε αυτό που ονομάζουμε »παραδοσιακός ποιητής» και »παραδοσιακή ποίηση». Δεν γράφει με ομοιοκαταληξία και έχοντας το μυαλό στον ρυθμό που αυτή επιβάλλει. Προσεγγίζει την ποίηση κολυμπώντας στα νερά του μοντερνισμού. Aυτή η προσέγγιση τον εκφράζει και έχει τους λόγους του: »Γιατί όμως να επιβάλλουμε ρυθμό σε κάτι που δεν έχει-/σε κάτι τόσο ασυντόνιστο όπως…η ζωή, ας πούμε./Υπάρχει άραγε αρμονία στο μίσος ή στον φθόνο;/ » Kαι λίγο παρακάτω στο ίδιο ποίημα γράφει ,αναφερόμενος- που αλλού-στη μητέρα του: »O καρκίνος που τίναξε μέσα σε τρεις μήνες το μυαλό της στον αέρα/ ξεπήδησε μέσα από μια αριστοτεχνική σεστίνα; » Με πικρό χιούμορ διαχειρίζεται τις συμφορές του και κλείνει το ποίημα με ένα λογοπαίγνιο με το ίδιο του το όνομα (Χάρης): »Κοιτάς γύρω” τίποτα πια για σένα δεν ριμάρει, /τ” όνομά σου, δυστυχώς έχασε όλη του τη χάρη.»
Στο Σονέτο 3 αναφέρεται ξανά στη μητέρα »που είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ ζωντανή». Αναθυμάται την εικόνα της. Από τη μία ο θάνατος παραμονεύει, από την άλλη μια σπίθα τρυφερότητας στο ποίημα :»Kοιτάζεις το πρόσωπό της καθώς γέρνει τρυφερά πάνω στο δικό σου…”“Φωτογραφίες από το τελευταίο καλοκαίρι στο Πέζαρο μαζί της, χωρίς να φαντάζεται κανένας από τους δυο ότι δεκατέσσερις μήνες αργότερα θα ήταν νεκρή.
Στο Σονέτο 16 η ίδια περίπου διάθεση αναφορικά με τη μητέρα. Το σονέτο ξεκινά με ένα ρήμα »σκληρό»: »Πέθανε. »Kαι στον ίδιο στίχο: »O καρκίνος έκανε καλή δουλειά. Και γρήγορη.». Τρεις τελείες μέσα στον ίδιο στίχο. Ορθά κοφτά. Το ίδιο και στον επόμενο: »Eίναι στον εγκέφαλο. Πολύ επιθετικός. Στάδιο IV ». Nαι, ορθά κοφτά! Σχεδόν κυνικά. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο είναι η αμεσότητα εξασφαλισμένη. Και τα λόγια που θα έλεγε και ο Μπέρρυμαν χαρίζουν κλίμα »μαύρης κωμωδίας στον αναγνώστη:» ..[...] ένας νεαρός καρκίνος με μέλλον”“. Και μετά έρχεται πάλι η θύμηση, αλλά αυτή τη φορά από την παιδική ηλικία» που παιδί ακόμα της έπιανες με τα δυο χέρια το κεφάλι,/και φοβόσουν ότι θα εκραγεί-μέρα-νύχτα, για χρόνια,/ να υπολογίζει χρέη και ακάλυπτες επιταγές./Στη συνείδησή του η λέξη »madre» (μητέρα) είναι συνώνυμη της λέξης »inferno» (κόλαση). Και στα σονέτα που θα ακολουθήσουν θα δούμε πώς διαχειρίζεται τις οικογενειακές πληγές. Στα Σονέτα της Συμφοράς πιο συγκρατημένα πιστεύουμε απ” ότι στα προγενέστερα έργα του. Είναι σε μεγαλύτερη ηλικία και ζει μια άλλη ζωή που χρονικά απέχει πολλά χρόνια πια από εκείνη την πρώτη ζωή που τον στιγμάτισε. Υπάρχει τρυφερότητα ,που συνυπάρχει με (αυτο) σαρκασμό, πίκρα, νοσταλγική διάθεση, με ένα διάχυτο παίγνιο, αλλά και με πόνο .Εκεί που πάει να γίνει κυνικός και γίνεται, σου κλείνει το μάτι η τρυφερότητα.
Και προχωρούμε στο σονέτο 54. Ξεκινά ως εξής: »Kάποιες νύχτες τα όνειρα σε επιστρέφουν στη θλίψη/[...]Εκδικούνται όντως οι λέξεις την πραγματικότητα, όπως ισχυρίζεται ο Κόνραντ ή απλά την απαλύνουν; Στο όνειρο η φωνή της μητέρας:[...] (η μητέρα σου σε κοιτάει με εκείνο το επιτιμητικό βλέμμα που λέει:/ Με άφησες μόνη” με άφησες να πεθάνω μόνη’/[...] Στο ίδιο ποίημα αναφέρεται στη φυλάκιση της μάνας, καθώς και στην εμπλοκή της αδερφής του Μαρίνας με τα ναρκωτικά. Το ποίημα κλείνει ως εξής: »Eσύ όμως συνέχισες να μιλάς. Στη γυναίκα που μισούσε την κόρη της/ Στη γυναίκα που σας εγκατέλειψε. Στη γυναίκα που τώρα σε καταριέται./» Στο Αίμα Νερό, στο κεφάλαιο 27 ,γράφει ότι »της έκοψε την καλημέρα για μήνες (της μητέρας), αλλά τελικά υπαναχώρησε και προσπάθησε να τη μεταπείσει. Μάταια. Η κόρη της ήταν για αυτήν ένα λάθος, ένα βάρος που έπρεπε πάση θυσία να ξεφορτωθεί. Τα ναρκωτικά ήταν ένα imbarazzo που την εξέθετε στην καλή κοινωνία. Επιπλέον δεν θεωρεί ποτέ ότι έφερε η ίδια κάποια ευθύνη.» Επίσης, στο κεφάλαιο 40 του βιβλίου (Το Αίμα Νερό) λέγεται ότι η Μαρίνα τηλεφωνεί καθημερινά στον ποιητή για τον ενημερώνει σχετικά με τις εξελίξεις στην υγεία της μητέρας του και κάθε φορά κλείνει τη συνομιλία του με την εξής φράση: »Θέλω να πεθάνει. Να πεθάνει. Δεν μ” αγάπησε ποτέ.»
Στο Σονέτο 48 (αφιερωμένο στον ετεροθαλή αδερφό του Κρίστοφερ) έχουμε επιστροφή στο θέμα του αυταρχικού και εγωιστή πατέρα, που μέχρι τα τελευταία του φρόντιζε να εκπλήσσει. Η αίσθηση είναι πάντα η ίδια, μερικά πράγματα σε υπερβαίνουν. Εσύ απλά προσπαθείς να τα ερμηνεύσεις, μερικές φορές ούτε καν αυτό.»[...]Τώρα εκείνος έφυγε για πάντα/(δεν καταδέχτηκε ούτε καν να σε αποχαιρετίσει-/το κώμα άλλος ένας άσος στο καλοραμμένο του μανίκι)/και τις πήρε μαζί του, αφού κι αυτές τις θεωρούσε δικές του./Όλα τα θεωρούσε δικά του.» Ήταν θέμα πατρικής παντοδυναμίας./Ο πατέρας έφυγε από τη ζωή του, αλλά το πορτρέτο του αναδύεται ζωντανό μέσα από το ποιητικό του έργο, αλλά και από το »Αίμα νερό». Kαι είναι η επίδραση της πατρικής συμπεριφοράς και του πατρικού προτύπου σημαντική και στην δημιουργία του ποιητικού προσωπείου. Στο σονέτο 62 συναντάμε και πάλι τον »Βrasileiro», που »ήταν όντως καλός εραστής με εξωτική πανοπλία», να » βρίσκεται διασωληνωμένος σε ιδιωτική κλινική στο Μοrumbi» και να »έχει πάψει εδώ και μήνες να μιλάει.» Το ποίημα τελειώνει ως εξής: «Σε κοιτάει έντονα στα μάτια/μ “εκείνο το βλέμμα που θα ήθελες να λέει : »Συγγνώμη, γιέ μου»,/ενώ στην πραγματικότητα σου ψιθυρίζει: »Kοίτα για πότε τελείωσε το πάρτυ!»
Στο σονέτο 74 ο ποιητής αναρωτιέται :«Τον αγαπούσες όσο πίστευες; Σε αγαπούσε όσο ήθελες; Συνέχισε να ρωτάς. Οι δικοί σου τοίχοι έχουν ακόμα πολλά να πουν.»Και είναι η πρώτη φορά που ο ποιητής κάνει λόγο για » δάκρυ» (είναι γνωστή η αντιπάθειά του προς τις δακρύβρεχτες λογοτεχνικές ταχτικές άλλωστε):
»Φθινόπωρο έφυγαν και οι δύο, με δύο χρόνια διαφορά.
Οι στάλες της βροχής στο τζάμι συντονίζονται με την οδύνη σου-
κυλάνε αργά όπως τα δάκρυά σου.»
Σε αυτό το Σονέτο συναντάμε και τη λέξη »ορφανός»: »Τώρα είσαι πλέον ορφανός». Σαν » ορφανό του Ντίκενς »θα γράψει αργότερα στο Αίμα Νερό, κεφάλαιο 26 :
»Πάλι κουδουνίζει ενοχλητικά στο μυαλό σου η λέξη αυτή: ματαίωση. Φρόντιζε να απέχει από κάθε σημαντικό γεγονός στη ζωή σου. Πάντα με καλή δικαιολογία εννοείται-ήταν πολύ έξυπνος στο να επινοεί περίτεχνα σενάρια. Στην αποφοίτησή σου ήσουν ο μοναδικός φοιτητής στον κήπο του Κολεγίου που γιόρτασε τη μέρα εκείνη σαν ορφανό του Ντίκενς. Κρατούσες αμήχανα στο χέρι το ποτήρι με την σαμπάνια (που απεχθάνεσαι) και κοιτούσες τους συμφοιτητές σου να χαριεντίζονται αυτάρεσκα με τους γονείς και τις φιλενάδες τους. Το μόνο που σε έκανε να νιώσεις λίγο καλύτερα ήταν ότι σε όλη τη διάρκεια της τελετής έβρεχε καταρρακτωδώς.»
Από τον πατέρα στη μητέρα, από την μητέρα στον πατέρα, η εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου διασταυρώνεται με την εσωτερική διαδρομή του ποιητή και η σταθερή θεματολογία
πάντα εκεί να μας υπενθυμίζει πόσο τα βιώματα μπορούν να επηρεάζουν το υποκείμενο της γραφής και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ποιητικής ευαισθησίας.
Ωστόσο υπάρχει η αίσθηση πως από τα Σονέτα της συμφοράς απουσιάζει ο μεγάλος θυμός που συναντήσαμε σε προηγούμενες νεανικές συλλογές. Εμφανίζεται πιο διαλλακτικός, πιο ήρεμος, ίσως, περισσότερο ψύχραιμος. Αν και στο Αίμα Νερό που ο λόγος είναι αυστηρά απογυμνωμένος και λειτουργικά λιτός η σκληρότητα αναδύεται και είναι σαν να επιστρέφει δριμύτερη, αποδεικνύοντας πως ο ποιητής δεν έχει πάψει ποτέ να γλείφει τις πληγές του ,ίσως γιατί οι πληγές, όταν είναι εξαιρετικά βαθιές, σε στοιχειώνουν εν τέλει. To Aίμα Νερό κλείνει ως εξής: »Σκέφτεσαι τώρα τους στίχους του Λάρκιν :»They fuck you up,your mum and dad./They may not mean to,but they do.»
Η επαναφορά των ιστοριών της οικογενείας του και ο τρόπος που ο ίδιος εμπλέκεται μέσα σε αυτές είναι οικείος σε έναν συστηματικό αναγνώστη του Βλαβιανού. Είναι η αίσθηση μιας τραγικότητας που δίδεται κάθε φορά. Όμως δίδεται με έναν τρόπο άμεσο και άρα αληθινό που δεν μπορεί να μην κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με αυτό που διαβάζει, συμπάσχοντας και νιώθoντας το δράμα οικείο.
26
»To δικό σου έργο τιτλοφορείται: »O πατέρας που δεν αγάπησε τον γιο,
κι ο γιος που δεν κατάφερε να μισήσει τον πατέρα».
Και τώρα ,μετά τη μάνα σου σκέφτεσαι ότι ήρθε η σειρά του
και δεν έχεις προλάβει τίποτε και ο χρόνος πια εξανεμίστηκε
και η φωνή εξασθένησε και η πίκρα ξεχειλίζει από παντού και»
[...]
http://fractalart.gr/soneta-tis-symforas/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου