'Εφευγε επάνω σε τροχές
ριζωμένες σ 'έναν έρημο τόπο,
σαν μια λάμψη
στο μάτι του ορίζοντα,
απάνω στον καιρό
που μπορούσε να λύγίζει,να λυγίζει,να λυγίζει
δίχως ποτέ να ραγίζεται.
Και τα μίλια το κατάπιναν λαίμαργα.
Σ' ένα βαγόνι του καπνίσαμε,
γελάσαμε,
παράξενο γέλιο,
παράξενο,
που κάτω από τα ρούχα μας,
κάτω από το πετσί μας
άλλες είχαμε τροχές χαραγμένες
και καημούς μυστικούς
κι αρίφνητους προορισμούς
και έναν
μπλεγμένο στο σκοτάδι.
II
Oλοένα ταξιδεύαμε ,
άπ ' το παράθυρο κοιτώντας πέρα
τον ουρανό της αυγής
στο λουλάκι,
το τίναγμα της πεταλούδας,
ίδιο με το μύχιο φτερούγισμα
που τόσες νύχτες μας κράταε ξάγρυπνους,
ακούγοντας αχνά
το βούισμα της μέλισσας,
ως και τον ψιθυρο της γης
που θρόιζε τα φύλλα
καθώς ανθούσε η άνοιξη,
αργά,
σαν ένα λουλούδι
που βλασταίνει
σ' ένα θρύψαλο χάος.
'Ανεμε ,άνεμε,
που γλιστράς στις μεμβράνες του πόνου ανάμεσα,
κύμα,
που δεν έχεις άμπωτη στα κοράλλια του νου των ανθρώπων,
φιλί,
της άλικης γιορτής,
φιλί λυμένο στα σταυροδρόμια της αβλυσσου,
όχι
άλλο αίμα.
Είναι σκληρές οι που μας 'Εχεις,
των βουνών οι τροχαλίες,
η μιλιά μας αμίλητη
στα ζωγραφιστά σου σύννεφα μπροστά'
και μήτε η ανάσα μας
σκορπώντας σαν στάχτη
πάνω άπ' τη θάλασσα,
δεν είν' ελαφρά,γιατί μένει μες
στην ανάσα μας
η Σιωπή Σου,
η από πάντα γεννημένη.
III
Σαν το νερό,
πηγαίνοντας που σχίζει το βαπόρι,
χόρευε η σκόνη
στην πρώτη αχτίδα της Μέρας.
'Ημουν
ολότελα μόνος.
'Επειτα ένιωσα το φως υφασμένο
στους μαύρους κύκλους
κάτω από τα μάτια μου,
ένα ψιθύρισμα,
μια φωνή στραφταλιστή πίσω άπ τις λέξεις:
''Φύγαν οι νύμφες.
Στο νοτισμένο 'ναι πια
κήπο σταγόνες''.
Κράταε στο χέρι ψηλά
μια λεπίδα στομωμένη με τον πολτό του ήλιου:
''Eίμαι ο άγγελος
ταξιδιών απίθανων,
του νόστου πουλί.
Θε να'ναι κρυφό
τ'όνομά μου για πάντα,
σβησμένο στο φως ''.
'Αξαφνα τινάχθηκαν οι ψηφιδωτές εικόνες,
ένα σμήνος πυγολαμπίδες,
μια έκρηξη.
Μετά το δειλινό των αισθήσεων.
ΙV
Ξύπνησα
με μιαν αφή αλαφριά στο πρόσωπο
από χέρι ανθρώπινο.
Σχίζαμε τον κάμπο,
ένα ύφασμα γεμάτο μπαλώματα
-του ήρωα η ψυχή.
Με σταλαγμένη στα μάτια μου τη στάλα
του κήπου.
Με δύο λόγους που μόχλευαν το μάγμα στα σωθηκά μου'
κι αν δεν στέρξει ο άνθρωπος,θα στέρξει,
θα γείρει το κεφάλι,
θα κοιμηθεί.
Μα η μηχανή
αγρυπνά και ταξιδεύει.
Να μη φοβάσαι τα σκυλιά που αλυχτάνε
στη λάμψη ενός ξοδεμένου φεγγαριού,
να μη φοβάσαι τα σκυλιά που ξεσκίζουν
κάθε αφανέρωτου λογισμού τις σάρκες.
Ταξίδι άγιο
απάνω στα σίδερα σπινθηρίζοντας φωτιά,
άγιο ταξίδι,ταξίδι της Γυναίκας με
τα ραγισμένα μάτια,που όλο θέλει να τραγουδά'
γυρνώντας στ' οκτώ των βουνοσειρών
με το σημάδι του απείρου,
σκορπώντας μέθη
ενός αλλόκοσμου μύρου.
Όνειρο άγιο,
όνειρο του τόπου που δεν υπάρχουν όνειρα,
λάγιασε.
Κι αν δεν στέρξει ο άνθρωπος ,θα στέρξει,
θα γείρει το κεφάλι,θα κοιμηθεί.
Μα η μηχανή
αγρυπνά και ταξιδεύει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου