Μέσα στο κενό, όπου όλα τα σώματα πέφτουν με την ίδια πάντα ταχύτητα, άρχισα να βουλιάζω στο κρεβάτι μου, μέσα σε ένα στρώμα ποτισμένο με δάκρυα, ιδρώτα, αίμα, σπέρμα και σαπισμένα όνειρα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχα μεταφερθεί μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα. Δίπλα μου βρισκόταν ένας μισολιωμένος χιονάνθρωπος που είχε στο στόμα του μια πίπα που κάπνιζε μόνη της. Ο καπνός που έβγαινε από μέσα της είχε τη μορφή αέναης σπείρας. Έβαλα μέσα της το χέρι μου κι εκείνη με ρούφηξε.
Με ξέρασε πάνω σε έναν ακάνθινο βλαστό, ο οποίος είχε για άνθος του το ουράνιο τόξο. Οι παλάμες μου, γεμάτες αγκάθια, έτσουζαν φριχτά. Τις απόθεσα πάνω στο ουράνιο τόξο, του οποίου το ζεστό χρωματιστό νερό επούλωσε τις πληγές τους. Ανέβηκα πάνω του κι άρχισα να κολυμπώ ανάμεσα στα χρώματα, μεθυσμένη από τη μυρωδιά τους.
Κι έπειτα βρέθηκα στο παγκάκι ενός σκοτεινού πάρκου, με το βλέμμα κολλημένο στην ίδια μαύρη τρύπα που υψωνόταν απειλητικά μπροστά μου. Την ίδια στιγμή άκουσα μια φωνή πίσω μου να ψιθυρίζει: “ Τζέσικα, η πραγματικότητα δεν υπάρχει.”
Πήρα μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο μου και ρίχτηκα μέσα της.
πηγή:http://ekebi.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου