Βασίλης Λαλιώτης, «Θαλάσσια μπάνια», εκδ. Bibliotheque, 2014
1 Παραλίες αδόξων σωμάτων. Την τραβάει η εγγονή της Χρεοκοπίας με την εφηβεία της στο Σχέδιο Μάρσαλ Το εκθετήριον βιβλίου δεν λείπει, όπως δεν λείπει από καμία εικόνα παρακμής. δεν διαβάζει κανείς. Τραβάς το λάστιχο από την άκρη του διακόπτη και ρίχνεις νερό στα πόδια σου. Ένα δέντρο αγνώστου προελεύσεως, μάλλον μεγαλωμένος υπέρμετρα σχίνος με κρεμασμένες τσάντες. Η γυναίκα που πουλάει τα ψάρια ρίχνει πάγο στις κασέλες και μας κοιτάει σαν γάτα. διαβάζω μια βιογραφία του Χορκχάϊμερ. Ο Αφρικάνος έχει φορέματα, πολλά φορέματα σε κρεμάστρες και περνάει από τους λουόμενους… Γιατί να πας στη Βραζιλία; Η βασιλεύουσα του πρωϊνού γυναίκα λόγω σώματος είναι ανήσυχη. Δεν έχει βλέμματα ανδρών. Ξυπνάω στο πούλμαν της επιστροφής από τηλεφώνημα.
2
Πόσα παγάκια καλοκαίρι…
Το εμπριμέ ανήκει στη σημειολογία του δροσερού
είναι ένα είδος ιδρωμένου ποτηριού αλλά σε ύφασμα.
Το ερείπιο ήταν σπίτια σχεδιασμένα για βλέμματα
κατά μέτωπον στην ακτή. Τώρα στίχος του Ελύτη:
τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα…
Το διπλανό παίζει το παιχνίδι του πεύκου και
της σκιάς. Το παραδίπλα μια γέφυρα πλοίου
από μπετόν, κουπαστές, έτοιμο για σαλπάρισμα.
Στη σκιά του η νωχέλεια δυο σαιζ-λόνγκ, η κυρία
κατεβαίνει αργά με τζόκεϊ ιστιοπλοϊκού και χανγκόβερ.
Δεν βγάζει τα σκούρα γυαλιά ούτε όταν βουτάει.
Εν τω μεταξύ μια γυναίκα σε ασπρόμαυρο με ομπρέλα
μαύρη και ρόμπα ψιλοκοπάκι μαύρο με γκρίζα ανθάκια
κάνει για μια στιγμή το πράγμα ασπρόμαυρη ταινία.
Η παναγία με το γιο της, διανοητικά ανάπηρος. Λέει
με υπαινιγμούς ότι τον αυνανίζει πριν έρθουν
για να μην ενοχλεί τις λουόμενες.
Οι πορτοκαλάδες πάνω στο τραπεζάκι μου θυμίζουν
ότι διψάω… και οι μεσόκοπες κυρίες μου θυμίζουν
τις λέξεις μπιρίμπα, κουμ καν, σταυρόλεξα
Μήπως έχετε σταυρόλεξα λέει μια κυρία στο περίπτερο…
Ο Χορκχάϊμερ έχει γίνει καθηγητής, κι έχει παντρευτεί
επιτέλους την αγαπημένη του.
Ανάσκελα, κλείνεις τα μάτια επιπλέοντας. Όταν τα ανοίγεις
όλα βρίσκονται κάτω από φρέσκο φως.
3 Οι πολυεθνικές αποικίζουν τις ακτές σαν σκουπίδια. Φελιζόλ, πιβισί, πλαστική σακούλα, κονσέρβα, κουτάκι αλουμινένιο, καπότα, καλαθάκι, καπάκι Η βάρκα βουλιάζει στο χώμα σαπίζοντας. Η γυναίκα με την ομπρέλα ξαναπερνάει στην ώρα της όπως στο προηγούμενο κείμενο. Τώρα φοράει μπλε. Ο αριστερόστροφος πολιτισμός του Μεγάρου αποικίζει το καλοκαίρι με αφίσες για συναυλίες εικονορύπανση του βλέμματος από κολώνες. Η χοντρή γυναίκα καθισμένη στην καρέκλα μοιράζει φέτες ψωdιού με μαρμελάδα. Όλοι γύρω της υπέρβαροι. Η Μεγάλη Μητέρα σε μιαν απόμακρη εκδοχή. Η θρέψη ως καταναγκασμός. Η δομή μεταξύ ταβέρνας και θαλάσσης τσιμεντόλιθοι, μάρμαρα, θαλάσσιες πέτρες τσιμεντωμένα στο οριζόντιο επίπεδο όπου φυσάει ο αέρας τα τραπεζομάντιλα. Κάποια σπίτια διατηρούν ακόμα σημάδια από το αυθαίρετο που υπήρξαν και τα συνόδευε ο μεγάλος κόπος του νερού. Από την εφευρετικότητα στις υπερκατασκευές μαθαίνεις αυτό που είναι ο ήλιος: ανελέητος. Άοσμα φρούτα σε κοιτάζουν από τα καφάσια. Σχεδόν χρωματικές παλέτες του Σεζάν. Ο Χορκχάιμερ είναι πια στην Αμερική. “δεν έκανε ο κόσμος μπάνιο. Πήγαιναν μόνο τα άλογα της Αναλήψεως ανήμερα να τα πλύνουν. Από τον Φάληρο έφταναν ως το Έδεμ. τα κατέβαζαν από όλη την Αθήνα. δεν κολυμπούσαν. Τόση θάλασσα, τόσες ακτές και πνιγόμαστε.” Το παιδί με τη μάσκα φωνάζει: ένας αστερίας! 4 Διακειμενίζοντας και μη αμαρτάνοντας… Το πέος που θέλει να ελευθερώσει τα δάκρυά του, στην Αρρώστια του Θανάτου της Μαργκερίτ Ντυράς, και το σπέρμα, “ας το πάρει όποιος θέλει” από το Τζιάκομο Τζόυς… Τι θα πει Κυναίγειρος: Ο εγειρόμενος από σκυλιά, ή ακολουθώντας τη γυναίκα που έχει στο στόμα διδύμους και κύνα, είναι ο εγειρόμενος από τον κύνα, δηλαδή ο έχων πρωϊνή στύση,. κοινώς σηκωμάρες ή κατουρόκαυλες. Ο νιόπαντρος Νίκος Γαβρήλ Πεντζίκης, κλείνει το φαρμακείο και επιβιβαζόμενος στο λεωφορείο της γραμμής, εκεί όπου παραθερίζει η σύνευνος, ως αναγνώστης της Έρσης του Δροσίνη, συναντάει τον Ρούιτ Χόρας, ως Παύλος Ροδανός. Ο αφηγητής αποδέχεται το διχασμό του υποκειμένου και δεν έχει όνομα. Δανείζεται το όνομα ευκαιρίας Πωσνατονπούμ, από το Αρχείον Έρωτος, πάλι του Πεντζίκη… η Χαμενμολύβ τυλιγμένη στην ώα της, αγαπημένη. Η γυναίκα που περνάει είναι άλλη. Φοράει ένα εμπριμέ με κόκκινους ιβίσκους και κρατάει γιαπωνέζικο ομπρελίνο λευκό. Ωστόσο διασχίζει την παραλία την ίδια ώρα με την προηγούμενη. Ο Χορκχάιμερ μιλάει για τον ωμό άνθρωπο του παρόντος. Ο Πωσνατονπούμ στέκεται εμπρόθετος και βλέπει την αφήγηση από τα άπατα της θάλασσας. Το καϊκι έχει ένα σχήμα από το κύμα που συγκεντρώνει μια τεράστια εμπειρία του ελληνικού ταρσανά… Μια αιωνιότητα παρατήρησης ίδια με του δέντρου που γίνεται το ακίνητο σχήμα όλου του αέρα που πέρασε από τη διαμόρφωση του κορμού του. Κοντά στην τελειότητα του αχειροποίητου. Είπα αέρας, η Αέρας όνομα γυναικείο παίζει κι αυτή σαν απουσία, δίπλα στην κυρία την αυτάρεσκη και δαμαλισμένη στο μηρό, όταν τα σώματα δεν ήθελαν τον ήλιο και το λευκό δέρμα ήταν αριστοκρατία. Σκιάδι σαν αυτό του σέμπρου που τον έβλεπες από δακριά ανάμεσα στα κληματόφυλλα σε διαρκή κίνηση. Τα τσιγάρα έχουν ονόματα: το τσιγάρο μετά τον έρωτα και το τσιγάρο μετά το μπάνιο είναι αδέλφια. Μια παπαριά είναι το μεταμοντέρνο: ήτοι να μιλάς με τη συνείδηση ότι όλα έχουν ειπωθεί και να επιμένεις… Σα παγλ 5 Χιλιάδες βιβλία πεταμένα στο νερό να επιπλέουν σε μια σεκάνς που να είναι ένα είδος μεσογειακού Παρατζάνωφ… Εκεί που σκέφτομαι δεν υπάρχω, κι εκεί που υπάρχω δεν σκέφτομαι αλλά όλο αυτό σε μιαν ευθραυστότητα… να μην απαλλάσσεσαι ποτέ από τη μέριμνά του… Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στου Τιμονιού το Αυλάκι σχεδόν μας επιπλήττει για τα χαμένα παίγνια του λεξιλογίου των αλόγων… Έτσι κάπως καταφέρνει να κρύψει τη λιγότητά του να συναγείρει λέξεις σε καινούρια παίγνια για να τον πάρουν ακέραιο ο σνόμπ λεξιθήρες να τον παραμάσουν εν αφθονία λεξικών… ωστόσο τί δεν βλέπω επειδή μου λείπουν “διατσέντα” όπως τα συνέγειρε ο Ελύτης χαρισματικός. Πρέπει να βάλεις νερό στο κρασί σου για να νιώσεις την υφή αυτού που ο Όμηρος έδωσε ως οίνοπα πόντο Ο Τζόϋς λέει: Μάδερ, αρχιδοσφίχτρα θάλασσα, θα πρέπει, αν δεν έχει γίνει κιόλας, να βρούμε ένα ακόμη ποσωνύμιο, μέρες που έρχονται: Η Παναγιά η Θάλασσα. Τα όρια θαλάσσης και αγρού κατοικούνται κυρίως από λέξεις του Παπαδιαμάντη… θαλασσώθηκα. Μου διηγείται πως κάποιος έμεινε από καρδιά σ’ αυτή την παραλία και επέπλεε ώρα νεκρός, δεν μπορούσε το ασθενοφόρο να πλησιάσει, ήρθε μέσα από τα χωράφια κι όταν τον έπαιρναν με το φορείο τους έπεσε δεν μπορούσαν να τον κουβαλήσουν στην άμμο. Έρχεται πάντα την ίδια ώρα. Έχει κρύψει ένα ολοθούριο από διήγηση του Πεντζίκη και το χρησιμοποιεί σαν όλισβο… Ακούς τους αναστεναγμούς της όταν οργάζεται… Ο Χορκχάϊμερ είναι σόλοικος γιατί κάνει μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να μιλήσει για το διαφωτισμό με τα γερμανικά την κατ’ εξοχήν γλώσσα έκφρασης του Ρομαντισμού… Γι αυτό είναι πιο ενδιαφέρον στις “ρομαντικές” αποστροφές του… Το τρακτέρ κατεβάζει το σκάφος με τους επιβάτες κιόλας πάνω του… Μπαίνει στα νερά σαν άλογο και κάνει μανούβρα… Το ρίξιμο του πλοίου από τα Λόγια της Πλώρης του Καρκαβίτσα: Καλοτάξειδο! Και το καρφί του μάλαμα! Γυρίζοντας το πληγωμένο βουνό δείχνει μια πρόσοψη Οίκου Ατρειδών από το λατομείο μαρμάρου. Ο Μιχαελάγγελος στην Καρράρα, ψάχνει την εντελέχεια των μορφών στους όγκους του μαρμάρου… Εν τω μεταξύ ο Στήβεν, καμ εντ χεβ ε λούκ, συνεχίζει παρα θιν’ αλός… μαέστρο ντι κολόρ και σάνο, μπάστα: αν είναι να δω, θα δω… ω! ντραλόν καλοκαίρι… [...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου